Αναδημοσιεύουμε από το Lenin Reloaded.
Στις μηντιοκρατούμενες κοινωνίες μας, κάθε αλλαγή ή μετατόπιση του συσχετισμού δυνάμων τείνει να παράγει και μια συμπυκνωμένη έκφρασή της στο λεξιλόγιο των εικόνων. Έτσι, χθες το βράδι αναδύθηκε από τους τηλεοπτικούς δέκτες και η αρμόζουσα συμβολοποίηση του τέλους της φάσης που ξεκίνησε στις 25 Μάη και που, στην εξέλιξή της, σηματοδότησε την ολοκλήρωση του πρώτου πολιτικού κύκλου της ελληνικής (και συνάμα, της ευρωπαϊκής) κρίσης: η εικόνα του αγανακτισμένου "πλήθους" μπροστά απ' την Βουλή αντικαταστάθηκε από την εικόνα του πλήθους των διαγκωνιζόμενων δημοσιογράφων και ανταποκριτών από όλο τον κόσμο που περίμεναν την ανακοίνωση του αποτελέσματος των συνομιλιών Παπούλια-Παπανδρέου-Σαμαρά μπροστά από το Προεδρικό Μέγαρο.
Η αλλαγή παραδείγματος ήταν ιδιαίτερα εύγλωττη: από την μυθολογική παραμυθία μιας μηντιακά επικαθορισμένης, "μεταμοντέρνας" grassroots democracy αμερικανικού τύπου και έμπνευσης (παρά τις παροδηγητικές της αναφορές στην αρχαία Αθήνα, η αντικειμενική της λογική δεν βρισκόταν εκεί αλλά στην Νέα Υόρκη του Occupy Wall Street), στην δήλωση κυριαρχίας της ίδιας της μηντιοκρατίας, στην ωμή επιβεβαίωση της απόλυτης απομόνωσης της πολιτικής πρακτικής από τις μάζες, της απεύθυνσής της αποκλειστικά "στην αγορά", οι ακραίες "ευαισθησίες" της οποίας σε μεταβολές σπρώχνουν δημοσιογράφους από κάθε γωνιά του κόσμου να καλύψουν "γεγονότα" που είναι πολιτικά ασήμαντα (αφού δεν αφορούν στο παραμικρό την παθητικοποιημένη πια παρατηρήτρια της εκλογικής "βάσης"), αναμένεται όμως, σωστά ή λάθος, να επηρεάσουν μια παγκόσμια οικονομία της οποίας η ίδια η ουσία και ψυχή είναι ακριβώς η εικονικότητα. Αντί για πολίτες που αξιώνουν μια αλλαγή στον τρόπο της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος προς την κατεύθυνση της "δημοκρατικοποίησης" (μετερχόμενοι τα μέσα της "ερασιτεχνικής" δημοσιογραφίας και των κοινωνικών δικτύων), λοιπόν, επαγγελματίες δημοσιογράφοι που καλύπτουν τις διαχειριστικές μηχανορραφίες εντολοδόχων της αγοράς, που αποφασίζουν ανενόχλητοι και χωρίς καμιά "από τα κάτω" πίεση για το μέλλον των πολιτών· και συνάμα, η τηλεοπτική κάλυψη, σε παγκόσμια κλίμακα, ενός πειράματος για την δυνατότητα πλήρους κένωσης της ουσίας της δημοκρατικής νομιμότητας που είναι πιθανό να έχει ιδιαίτερη σημασία για κυβερνήσεις σε άλλες χώρες της Ευρώπης και της Δύσης γενικότερα, καθώς επεκτείνεται και βαθαίνει η κρίση (τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές αναγγέλεται το "μικρό" κώλυμα του αντισυνταγματικού χαρακτήρα αυτού που συμφωνήθηκε χθες, δηλαδή της παράδοσης της εξουσίας από έναν εν ενεργεία εκλεγμένο πρωθυπουργό σε έναν άλλο χωρίς την παρέμβαση εκλογών, ενώ η "κατάσταση εκτάκτου ανάγκης" εμφανίζεται στο ασαφές του χρονοδιαγράμματος της παραμονής του πειραματόζωου της συγκυβέρνησης στην εξουσία*, και ταυτόχρονα, το πολιτικό προσωπικό διατείνεται, καθόλου τυχαία, ότι οι εκλογές είναι πλέον ανέφικτες για τη χώρα διότι ισούνται αυτόματη χρεοκωπία).
Αυτό που επέτρεψε τούτη την δραστική μεταβολή της εικόνας του "ποιος έχει το πάνω χέρι" ήταν μια εξόχως επιτυχημένη σε ό,τι αφορά τις στοχεύσεις της κίνηση του Γιώργου Παπανδρέου που, ανεξαρτήτως του κόστους που είχε για τον ίδιο (μάλλον ανύπαρκτου, εδώ που τα λέμε, μιας και τα αμερικανικά πανεπιστήμια αναμφίβολα βρήκαν έναν ακόμα επί πληρωμή ομιλητή για "σημαίνοντα" πολιτικά και οικονομικά ζητήματα με πλούσια εμπειρία), ισοπέδωσε σαν πύργο από τραπουλόχαρτα το συνολικό ρητορικό οικοδόμημα της εν Ελλάδι αριστεράς. Αυτή η δεύτερη αποδείχθηκε απόλυτα ανίκανη να διαχειριστεί το "πέταγμα του γαντιού" της πρότασης για δημοψήφισμα, προδίδοντας την ύπαρξη ενός "ζωτικού ψεύδους" που την εξέθεσε βαθύτατα: την έλλειψη εμπιστοσύνης που έχει η ίδια για τις προθέσεις και αντιλήψεις των "μαζών" τις οποίες επικαλείται και στις οποίες απευθύνεται. Ή, με άλλα λόγια, την ανομολόγητη και κατεσταλμένη πεποίθησή της ότι ο "αντικαπιταλισμός" στην εποχή της κρίσης είναι απλώς ένα ρητορικό τέχνασμα για την άσκηση κοινοβουλευτικής πολιτικής και δεν έχει καμία σχέση με την ύπαρξη ενός πραγματικού μαζικού πολιτικού ρεύματος. Η αριστερά εκτέθηκε όχι απλώς επειδή απέδειξε ότι δεν πιστεύει στην ύπαρξη καν του μαζικού αντικαπιταλισμού εκ μέρους του οποίου μιλά, αλλά, πολύ περισσότερο, γιατί βιάστηκε να αντλήσει και να διατυπώσει κάθε είδους θριαμβολογικά συμπεράσματα για την ηγεμονία μιας αντικαπιταλιστικής συνείδησης σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, βασιζόμενη αποκλειστικά στην χειμαρρώδη επέκταση του λεγόμενου "κινήματος των αγανακτισμένων" σε μια σειρά από πόλεις και χώρες του κόσμου.
Επιστρέφοντας στα ελληνικά συμφραζόμενα, ο καθοριστικός παράγοντας για την άτακτη υποχώρηση της κοινοβουλευτικής αριστεράς μπροστά στο θέαμα του πεταμένου γαντιού του Γιώργου Παπανδρέου ήταν βέβαια η επίγνωση του γεγονότος ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών --το 81.1% σύμφωνα με την Ελευθεροτυπία-- φέρεται να επιθυμεί την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό δεν αποτελεί καν πολιτικό κώλυμα, αλλά επιβεβαίωση του "φρόνιμου" χαρακτήρα της επιμονής του για παραμονή στην βολική για την πολιτική του συνείδηση φαντασίωση της "Ευρώπης των λαών", ενώ σε αυτή του ΚΚΕ, γίνεται απλώς μια επιβεβαίωση του ότι ο "λαός" δεν είναι ακόμα αρκετά "ώριμος" για την μυθική στιγμή του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού (και φυσικά, δεν τίθεται καν θέμα για την συμφωνία αυτού του 81.1% με τους βασικούς ιδεολογικούς προσανατολισμούς της ούτως ή άλλως ανοιχτά "συστημικής" ΔΗΜΑΡ). Ο πανικός που παρέσυρε την κοινοβουλευτική αριστερά μπροστά στην α λα πόκερ μπλόφα του Γιώργου Παπανδρέου ήταν τέτοιος που ξεχάστηκε προς στιγμή ένα άλλο ποσοστό, αυτό που τους προηγούμενους μήνες ενθάρρυνε την διαρκή επίταση της αντιμνημονιακής ρητορικής: η αντίθεση, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, των Ελλήνων πολιτών, στην πολιτική ΠΑΣΟΚ, που τον Οκτώβρη που μας πέρασε συγκέντρωνε, σύμφωνα με μία από αυτές τις δημοσκοπήσεις, μόλις το 19.5% της πρόθεσης ψήφου, ενώ ένα γιγαντιαίο 93% των ερωτηθέντων δήλωνε "δυσαρεστημένο από τον τρόπο που αντιμετώπισε την οικονομική κρίση η κυβέρνηση."
Η αίσθησή μου είναι ότι η κοινοβουλευτική αριστερά δεν υπέβαλλε σε καμία θεωρητική και πολιτική επεξεργασία το τι σημαίνει το γεγονός ότι ένα 81.5% των ελλήνων πολιτών επιθυμεί την παραμονή στην ευρωζώνη, ενώ ένα 93% δηλώνει δυσαρεστημένο από τις ουσιαστικά αναπόφευκτες συνέπειες αυτού που επιθυμεί, εφόσον είναι απόλυτα φανερό σε κάθε έλλογο άνθρωπο ότι η δυσαρέσκεια αφορά ακριβώς τις συνέπειες της επιθυμίας, ή, με πιο απλά λόγια, ότι δεν υπάρχει μια άλλη δυνατότητα άσκησης πολιτικής σε αυτή την ιστορική φάση εφόσον η χώρα παραμείνει στην ευρωζώνη. Η εντυπωσιακή τούμπα της ΝΔ και η "μεταμόρφωσή" της σε φιλομνημονιακή με την πρώτη ευκαιρία πρόσβασης στην πολιτική εξουσία, καθώς και η διαβεβαίωση, δια στόματος του γνωστού και μη εξαιρετέου Παντελή Καψή, ότι η συγκυβέρνηση δεν θα έχει το παραμικρό περιθώριο απόκλισης από όσα έχουν συμφωνηθεί με Μέρκελ και Σαρκοζί, αποδεικνύει το ήδη εύλογο.
Αντί να αντιληφθεί ότι οι όποιες δημοσκοπήσεις δεν αποκαλύπτουν τίποτε άλλο παρά την απόλυτη κυριαρχία μιας ανοιχτής στην μετασχηματιστική πολιτική ανταγωνιστικής αντίφασης στην συνείδηση της εκλογικής πλειοψηφίας, ο αριστερός κοινοβουλευτισμός υποτάχτηκε, τόσο το καλοκαίρι όσο και τώρα, στο να γίνει "ουρά" της εκδήλωσης πρώτα του πρώτου και μετά του δεύτερου πόλου αυτής της αντίφασης, χωρίς να μπει στον κόπο να τους συλλάβει μαζί, να συλλάβει την αντίφαση ως αντίφαση -- που πρακτικά σημαίνει να την δει ως βάση της παρεμβάσιμης αστάθειας της βούλησης της εκλογικής πλειοψηφίας, της εκρηκτικής μεταβλητότητάς της, και συνεπώς, ως κάτι εντελώς διαφορετικό από έναν αμετακίνητο ογκόλιθο που απαγορεύει την άσκηση ηγεμονικής ριζοσπαστικής πολιτικής και επιτάσσει μόνο την συμμετοχή σε φάρσες εικονικού ριζοσπαστισμού που απαλύνουν μικροαστικές ενοχές και αποκοιμίζουν πολιτικές συνειδήσεις.
Η κοινοβουλευτική αριστερά, το μούδιασμα και η αμηχανία της οποίας τις τελευταίες μέρες είναι κάτι παραπάνω από πρόδηλα, υπέστη λοιπόν μια κατά κράτος ήττα από το αστικό, εγχώριο και διεθνές, πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο. Η ήττα αυτή είναι ετεροβαρής, εφόσον μέρος αυτής της ίδιας αριστεράς αποτελεί κομμάτι ακριβώς του συστήματος που υποτίθεται πως αντιπαλεύει. Για το υπόλοιπο όμως κομμάτι, αναζητείται ήδη η στρατηγική επανόδου στο πεδίο της πολιτικής μάχης. Και αυτή η στρατηγική δεν μπορεί πια να συνίσταται στην επανάληψη ad nauseam της στρατηγικής που ήδη ηττήθηκε κατά κράτος: "δεν πληρώνω", συλλαλητήρια, διαδηλώσεις, διαμαρτυρίες, διόδια, κλπ. Η στρατηγική μας πρόταση είναι απλή και ξεκάθαρη: η αριστερά πρέπει να παραγκωνίσει την επικέντρωση στον οικονομισμό που πάντα αναπαράγει τους όρους του παιχνιδιού που επιβάλλει το ένα και μοναδικό παγκόσμιο οικονομικό σύστημα --ο καπιταλισμός, ηλίθιε, που λέει και ο Μπογιόπουλος-- και να μεταθέσει το κέντρο βάρους στο πολιτικό πεδίο. Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να γίνει η σημαία, ο πόλος συσπείρωσης της αντίστασης στον απόλυτο εκφυλισμό του δημοκρατικού πολιτεύματος στην Ελλάδα και την Ευρώπη, να θυμηθεί τους εντυπωμένους στην λαϊκή συνείδηση αγώνες της για την διάσωση της δημοκρατίας απ' τον αυταρχισμό και τον φασισμό στο παρελθόν, να πρωταγωνιστήσει στην στηλίτευση του αντισυνταγματικού και δικτατορικού χαρακτήρα που έχει πλέον ανοιχτά υιοθετήσει η εγχώρια και η ευρωπαϊκή "μεταπολιτική", να προσεγγίσει, μέσω της κινητοποίησης όλων των δυνάμεων του εργατικού κινήματος, τις μικροαστικές μάζες ως ο εγγυητής της πολιτικής τους αξιοπρέπειας και των πολιτειακών τους δικαιωμάτων, ως η φωνή τους μέσα στον εκκωφαντικό μονόλογο αγορών, τραπεζών και τεχνοκρατών. Και πρέπει να το πράξει εξηγώντας, ξανά και ξανά, ξεκάθαρα, μέσα απ' τον ταξικό αγώνα, πως βρισκόμαστε σε μια ιστορική φάση όπου ο καπιταλισμός είναι συνώνυμος της καταστολής της δημοκρατίας, όπου είναι αδύνατον πια για τον Έλληνα μικροαστό ή μισθωτό να έχει καπιταλισμό και δημοκρατία, και συνεπώς ότι καλείται από παντού και με κάθε τρόπο να διαλέξει ανάμεσα στην πρόσδεση στον ευρωπαϊκό και ευρύτερα δυτικό καπιταλισμό και την υλική του επιβίωση και την πολιτική του υπόσταση.
Επείγει μια καθοριστική αλλαγή σελίδας, μια καθοριστική αλλαγή προσανατολισμού. Χωρίς αυτή είναι αμφίβολη όχι η πολιτική επιβίωσης της αριστεράς, αλλά η επιβίωση του ίδιου του πολιτικού πολιτισμού στην Ελλάδα και την Δύση ευρύτερα.
*Έχει, στο μεταξύ, ανακοινωθεί ως πιθανή ημερομηνία εκλογών η 19 Φεβρουαρίου. Πολλά όμως θα έχουν γίνει ως τότε που μπορεί να αποκτήσουν πιο "κατεπείγοντα" για το "εθνικό συμφέρον" χαρακτήρα.
*Έχει, στο μεταξύ, ανακοινωθεί ως πιθανή ημερομηνία εκλογών η 19 Φεβρουαρίου. Πολλά όμως θα έχουν γίνει ως τότε που μπορεί να αποκτήσουν πιο "κατεπείγοντα" για το "εθνικό συμφέρον" χαρακτήρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου