Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2022

ΠΥΡΚΑΛ και κέντρο Αθήνας: Είναι ανεκτή η διαβούλευση;


ΑΠΟΨΕΙΣ

του Λουκά Τριάντη [1]

Συγκλίσεις και αιτήματα για διάλογο από επιστημονικούς και επαγγελματικούς φορείς

Σε συνέχεια της εξαγγελίας της ελληνικής κυβέρνησης για τη δημιουργία «κυβερνητικού πάρκου» στις εγκαταστάσεις της ΠΥΡΚΑΛ στο Δήμο Δάφνης-Υμηττού και τη σαρωτική εκκένωση υπουργείων από το κέντρο της Αθήνας τον περασμένο Απρίλιο, πρόσφατη προσθήκη-τροπολογία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) με τίτλο «Λειτουργία χώρων διοίκησης και ελεύθερου χώρου-αστικού πρασίνου στο χώρο της ΠΥΡΚΑΛ» ψηφίστηκε μαζί με το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων (ΥΠΑΝ) για τις «στρατηγικές επενδύσεις και βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος». Η τροπολογία προσδιόριζε επιτρεπόμενες γενικές και ειδικές κατηγορίες χρήσεων γης, όρους και περιορισμούς δόμησης και το ποσοστό κοινόχρηστων και κοινωφελών χώρων. Ενάντια σε ευρωπαϊκές κατευθύνσεις, πολεοδομικά κεκτημένα και τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), η νομοθετική ρύθμιση δεν αναφερόταν σε κάποιο υφιστάμενο σχεδιασμό ή εκφρασμένη χωρική στρατηγική, δεν στηριζόταν σε κάποια μελέτη ή στρατηγική περιβαλλοντική εκτίμηση που να αξιολογεί επιπτώσεις και εναλλακτικές, δεν είχε περάσει κανένα στάδιο διαβούλευσης ή «ωρίμανσης».

Η αιφνιδιαστική αυτή εξέλιξη κινητοποίησε επιστημονικούς και επαγγελματικούς φορείς που ασχολούνται με ζητήματα πόλης και σχεδιασμού. Σε κοινή συνέντευξη τύπου πριν λίγες μέρες η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (ΕΛΛΕΤ), o Σύλλογος Ελλήνων Πολεοδόμων Χωροτακτών (ΣΕΠΟΧ) και ο Σύλλογος Ελλήνων Μηχανικών Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΣΕΜΠΧΠΑ) συζήτησαν μια σειρά από προβληματισμούς ως προς τη νομιμότητα, την επιστημονική δεοντολογία, τη διαφάνεια, τη συμμετοχή και τη δημοκρατικότητα του εγχειρήματος. Οι τρεις φορείς έκαναν λόγο για «βίαιη εκκένωση» μητροπολιτικού χαρακτήρα και μείζονος σημασίας και ανέδειξαν, μεταξύ άλλων: την ασυμβατότητα με το στρατηγικό σχεδιασμό και το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας/Αττικής· τις «πρόδηλες συνέπειες» για το ιστορικό κέντρο πόλης· την έλλειψη επιστημονικής τεκμηρίωσης και προεκτίμησης περιβαλλοντικών, κοινωνικών, οικονομικών επιπτώσεων τόσο για το κέντρο της Αθήνας όσο και την περιοχή υποδοχής στο Δήμο Δάφνης-Υμηττού· την καταστρατήγηση των αρχών του χωρικού σχεδιασμού. Φορείς όπως ο Εμπορικός Σύλλογος Αθηνών, το Σωματείο Εργαζομένων στα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΑΣ), δημοτικές παρατάξεις και μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας διατύπωσαν ανησυχίες ή και σαφείς αντιθέσεις στο κυβερνητικό εγχείρημα. Λίγες μέρες πριν, η ανακοίνωση του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων ΣΑΔΑΣ-Τμήμα Αττικής έκανε λόγο για ένα πολυεπίπεδα προβληματικό εγχείρημα, έλλειψη σχεδιασμού, κατασπατάληση δημόσιου χρήματος, κίνδυνο περαιτέρω τουριστικοποίησης και θεματοποίησης του κέντρου της Αθήνας, απόσυρση και θωράκιση των κρατικών κέντρων λήψης αποφάσεων.

Υπαρκτές και ανύπαρκτες διαστάσεις του κέντρου πόλης

Ο διάλογος που ξεκίνησαν – και διεκδικούν – οι επιστημονικοί και επαγγελματικοί φορείς φέρνει στην επιφάνεια τη σημασία της δημόσιας διαβούλευσης. Και μαζί ζητήματα διαφάνειας, λογοδοσίας, κοινωνικής νομιμοποίησης όσον αφορά τις παρεμβάσεις στην πόλη.

Στη ρητορική των (αν)αρμόδιων για την πόλη υπηρεσιών της δημόσιας διοίκησης και κυβερνητικών στελεχών, το «κυβερνητικό πάρκο» θα ωφελήσει το Δημόσιο (με λογιστικούς όρους), την κυβέρνηση που επιθυμεί να καταστεί πιο παραγωγική, τους πολίτες που θα απολαμβάνουν αναβαθμισμένες υπηρεσίες και τις δυνάμεις της κτηματαγοράς που θα απελευθερώσει.[2] Αναφέρονται: ανύπαρκτες στην πόλη κοινωνικές ομάδες, όπως «Αθηναίοι» που μετακινήθηκαν στα προάστια τον προηγούμενο αιώνα και τώρα καλούνται να επιστρέψουν – αλλά κυρίως ως νέοι (!) –· ανύπαρκτα πολεοδομικά προβλήματα για το κέντρο της Αθήνας, όπως η «μονοκαλλιέργεια» υπουργικών κτιρίων που νεκρώνουν μετά τις 15:00· ανύπαρκτα πολεοδομικά εργαλεία για την ανάμιξη των χρήσεων ανά κτίριο, όπως οι ποσοστώσεις· ανύπαρκτα για την ώρα εργαλεία προσιτής στέγης.

Πέρα από τις πολλαπλές αντιφάσεις της ρητορικής αυτής, διατυπώνεται αφενός η παρωχημένη λογική σαρωτικών πολεοδομικών οραμάτων «από-τα-πάνω» και μια στρατηγική δημιουργίας νέων διοικητικών κέντρων που η διεθνής εμπειρία έχει στο παρελθόν συνδέσει με μεγάλες δυσκολίες υλοποίησης, σωρευτικές δαπάνες και οικονομικές αποτυχίες σε βάρος του δημοσίου. Αφετέρου, περιγράφεται με συνέπεια αυτό που διεθνώς ονομάζεται «κρατικά υποβοηθούμενος εξευγενισμός» (state-led gentrification) μέσω μόχλευσης της κτηματαγοράς, με παράλληλη ενίσχυση των τάσεων τουριστικοποίησης. Δηλαδή, κρατικές πολιτικές που στοχεύουν στην αναβάθμιση του κτισμένου περιβάλλοντος με ταυτόχρονη αντικατάσταση ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων από ισχυρότερα.

Έχει όμως σημασία η υπενθύμιση ενός υπαρκτού κέντρου της Αθήνας όπου ζουν, εργάζονται, επιχειρούν και κινούνται υπαρκτοί άνθρωποι, με υπαρκτές καθημερινότητες, που αντιμετωπίζουν υπαρκτά προβλήματα όπως οι κίνδυνοι για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, οι κίνδυνοι του εκτοπισμού λόγω της ανόδου των ενοικίων και οι δυσκολίες πρόσβασης σε προσιτή και αξιοπρεπή κατοικία, οι προκλήσεις της κοινωνικής και χωρικής συμπερίληψης. Υπαρκτές είναι οι ανάγκες κλιματικής αναβάθμισης του κτιριακού αποθέματος (κενού ή σε λειτουργία) και των αστικών υποδομών και η αντιμετώπιση των εντεινόμενων συνθηκών τρωτότητας. Υπαρκτοί είναι οι επιστημονικοί και επαγγελματικοί σύλλογοι και οι φορείς της κοινωνίας των πολιτών, που παρακολουθούν με έκπληξη την επιχειρούμενη περιπέτεια. Υπαρκτή είναι τέλος η τοπική αυτοδιοίκηση. Παρά τις τρικλοποδιές της κεντρικής διοίκησης, τις άνισες σχέσεις αρμοδιότητας και τις ατελείς διαδικασίες διοικητικής αποκέντρωσης, θα μπορούσε να διεκδικήσει έναν πιο ενεργητικό ρόλο για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των υπαρκτών Αθηναίων, κατοίκων, εργαζομένων και επιχειρηματιών – στη διάσταση της κοινωνικής τους διαστρωμάτωσης.

Επενδύσεις και κοινωνικές (συμ-)μετοχές της κεντρικότητας

Σε προηγούμενο άρθρο,[3] είχαμε υποστηρίξει ότι το εγχείρημα της σαρωτικής εκκένωσης της επιτελικής διοίκησης από το κέντρο της Αθήνας συμβάλλει καταλυτικά στη διάβρωση της κεντρικότητας της πόλης, υπονομεύοντας το κέντρο της ως χώρο δημοκρατίας. Είχαμε ονομάσει τη διάβρωση αυτή ως οιονεί υφαρπαγή ενός άυλου κοινού αγαθού: του κοινού της πολυλειτουργικής και κοινωνικά πολυσυλλεκτικής κεντρικότητας. Και, ταυτόχρονα, ως υφαρπαγή του άυλου αγαθού της οργανικής σύνδεσης της σημερινής κοινωνικής ζωής με την ιστορία. Στο κέντρο της Αθήνας έχουν διαχρονικά συσσωρευτεί ατομικές και συλλογικές επενδύσεις, συμβολικές και οικονομικές, άυλες και πολύ υλικές. Έχουν δημιουργηθεί υπεραξίες από την ίδια την κεντρικότητα ως αστική συνθήκη, ως συνισταμένη άνισων και διαφοροποιημένων κοινωνικών δυναμικών. Οι υπεραξίες αυτές υπερβαίνουν το άθροισμα επιμέρους επενδύσεων, ακριβώς επειδή εμπεριέχουν τη συμμετοχή της κοινωνίας. Μπορούμε λοιπόν να συνειδητοποιήσουμε ότι όλες και όλοι εμείς, κοινωνικά υποκείμενα και φορείς, είμαστε εκ των πραγμάτων μέτοχοι όχι μόνο των 127 δημόσιων κτιρίων που προγραμματίζονται να εκκενωθούν, αλλά και της κεντρικότητας της πόλης. Ας φανταστούμε ότι διεκδικούμε τα δικαιώματα των μετοχών που μας αναλογούν. Ή, για αρχή, ότι διεκδικούμε λόγο για ένα μέλλον του κέντρου πόλης που να μας περιλαμβάνει.

Η κατανόηση των δυναμικών της πόλης και του κοινωνικού κεκτημένου της κεντρικότητας θα ήταν ένα πρώτο βήμα για μια παρέμβαση περισσότερο πληροφορημένη, ευέλικτη και προσαρμοστική στις προκλήσεις της συγκυρίας, πέρα από μια στενά επενδυτική προσέγγιση. Θα βοηθούσε επίσης στο ζύγισμα μεταξύ των προσδοκώμενων ωφελειών συγκεκριμένων εταιρειών/επενδυτών, από τη μία, και, από την άλλη, του επαπειλούμενου κόστους και του επενδυτικού ρίσκου μιας αποτυχίας που θα βαρύνει πολλαπλά όλους.

[1] Μια πιο σύντομη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η Εποχή, 11-12 Δεκεμβρίου 2021. Περισσότερα εδώ.

[2] Βλ. Άκης Σκέρτσος «Ας φανταστούμε ξανά τη ζωή στο κέντρο», Η Καθημερινή, 01 Νοεμβρίου 2021.

[3] Τριάντης, Λ. (2021) «Υφαρπαγή των κοινών της πόλης μέσω χωρικών/θεσμικών ρυθμίσεων». Εντός Εποχής, τ.2, Μάιος 2021.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου