Το χρηματιστήριο ως θεματοφύλακας του δημοσίου συμφέροντος
Vanna 10 Σεπτεμβρίου 2021
Το άρθρο 24 του Συντάγματος προστατεύοντας το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, απαγορεύει τη μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, «εκτός αν προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον», ενώ το άρθρο 117 απαγορεύει πλήρως την εκτέλεση έργων σε αναδασωτέες εκτάσεις.
Ποιος ορίζει όμως, ποιο είναι το «δημόσιο συμφέρον»; Οι ορισμοί αλλάζουν μαζί με τις διαδρομές που ακολουθούν οι πολιτικές προτεραιότητες. Σήμερα ως «δημόσιο συμφέρον» ορίζεται η ανάπτυξη της οικονομίας ανεξάρτητα αν αυτό γίνεται με όρους καταστροφικούς για την κοινωνία, χωρίς δηλαδή να έχει καμιά σχέση με το «κοινό καλό» και αυτό γίνεται αποδεκτό και από τις τρεις εξουσίες, νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική. Η προσέγγιση αυτή όμως, αντιστρέφει το άρθρο 24 του Συντάγματος εις βάρος της προστασίας του φυσικού και πολιτιστικού κεφαλαίου και σηματοδοτεί πολιτική δύο μέτρων και δύο σταθμών για τις «επενδύσεις» και την κοινωνία.
Το πολιτειακό μας σύστημα όταν ψήφισε το δασικό νόμο 998/1979 φαίνεται να αντιλαμβανόταν την προστασία των δασών ως δημόσιο συμφέρον και το κράτος ως θεματοφύλακά του. Η νομολογία αντιμετώπιζε τα δάση ως «κοινόχρηστα» που ανήκουν στα «εκτός συναλλαγής κοινά», όπως τα νερά, τους δρόμους, τις πλατείες, τους γιαλούς, τα λιμάνια, τις όχθες των πλεύσιμων ποταμών και των λιμνών που αναφέρονται ρητά στον Αστικό Κώδικα.[1] Γι’ αυτό ο δασικός νόμος εξαίρεσε ρητά από την προστασία των δασών μόνο τα στρατιωτικά έργα και τους δημόσιους δρόμους, αλλά και τη βαριά βιομηχανία (ναυπηγεία, διυλιστήρια, εξορύξεις). Επέτρεψε την κατασκευή αποκλειστικά δημοσίων έργων, με τον όρο να έχουν ψηφιστεί με ειδικό νόμο και μετά από ειδική αιτιολογία. Ανάμεσα στα δημόσια έργα ήταν και οι ενεργειακές υποδομές και -με μεταγενέστερη τροποποίηση (1988)- τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου.
Τα ιδιωτικά έργα ως έργα «δημοσίου συμφέροντος»
Είκοσι χρόνια μετά από την ψήφιση του δασικού νόμου, η ελληνική Βουλή επικύρωσε με νόμο [2] τη Συνθήκη του Ευρωπαϊκού Χάρτη Ενέργειας, που απέσπασε την παραγωγή ενέργειας από την κατηγορία των κοινωνικών αγαθών, μεταφέροντας τα στην κατηγορία των εμπορευμάτων.[3] Μετά από άλλα δύο χρόνια ψηφίστηκε νόμος [4] για την απελευθέρωση της παραγωγής και εκμετάλλευσης ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ και από συμβατικά καύσιμα, τη σύσταση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) και τη μετατροπή της ΔΕΗ σε Ανώνυμη Εταιρεία.
Η ψήφιση λοιπόν, από την κυβέρνηση Σημίτη του νόμου 2941/2001, που επέτρεψε την εγκατάσταση αγωγών πετρελαϊκών προϊόντων και έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε δάση και δασικές εκτάσεις, σηματοδότησε την εξομοίωση των ιδιωτικών ενεργειακών έργων με τα δημόσια έργα, και τη δυνατότητα να υλοποιούνται πάνω σε εκτάσεις προστατευόμενες από το Σύνταγμα και κοινόχρηστες . Το γεγονός αυτό πέρασε σχεδόν απαρατήρητο τη χρονιά της νομισματικής ένωσης της Ελλάδας με την Ε.Ε. και της προετοιμασίας των Ολυμπιακών αγώνων.
Το 2008, το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τις ΑΠΕ του κ. Σουφλιά ήρθε να προσθέσει προνόμιο ειδικά για τους αιολικούς σταθμούς, δίνοντας τη δυνατότητα χωροθέτησής τους σε αναδασωτέες εκτάσεις. Κι αυτό ενώ στο πρακτικό της γνωμοδότησης του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης έχει καταγραφεί η αντίθεση πολλών μελών του Συμβουλίου για την εγκατάσταση αιολικών σταθμών σε δάση και δασικές εκτάσεις, με μόνο τον ΣΕΒ να έχει προτείνει την εγκατάστασή τους σε αναδασωτέες και σε χορτολιβαδικές εκτάσεις.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο είναι μια διυπουργική απόφαση, που δεν έχει ψηφιστεί από τη Βουλή και που δεν θα μπορούσε να τροποποιήσει το δασικό νόμο, πόσο μάλλον το Σύνταγμα της χώρας. Επομένως, όταν το Συμβούλιο της Επικρατείας συζήτησε με εισήγηση της σημερινής Προέδρου της Δημοκρατίας και πήρε την απόφαση 2499/2012 για εγκατάσταση αιολικού σταθμού σε αναδασωτέα έκταση, δεν υπήρχε καμιά πράξη της νομοθετικής εξουσίας που να επιτρέπει κάτι τέτοιο. Στην πραγματικότητα με την απόφαση αυτή δεν κρίθηκε η νομιμότητα αλλά η σκοπιμότητα της κυβερνητικής πολιτικής.
Στη συνέχεια η κυβέρνηση Σαμαρά, επιζητώντας ακόμα μεγαλύτερη νομική εξασφάλιση για τα «αναπτυξιακά» έργα, προχώρησε το 2014 –πάλι μήνα Αύγουστο – σε αναδιαμόρφωση του δασικού νόμου, έτσι ώστε να επιτρέπεται να υλοποιούνται σε δάση και δασικές περιοχές μια σειρά από ιδιωτικά έργα, αλλά στις αναδασωτέες μόνο στρατιωτικά έργα και έργα του Υπουργείου Πολιτισμού, έργα υποδομής και ενεργειακά έργα.[5]
Σήμερα τα έργα υποδομής δεν είναι πια δημόσια. Έχουν σταδιακά παραδοθεί και συνεχίζουν να παραδίδονται σε εταιρείες κολοσσούς μέσα από συμβάσεις παραχώρησης και Συμπράξεις Δημόσιου & Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) και η παραγωγή και εκμετάλλευση ηλεκτρικής ενέργειας έχει το δικό της Χρηματιστήριο Ενέργειας. Το γεγονός ότι θεματοφύλακας του «δημοσίου συμφέροντος» είναι πλέον το Χρηματιστήριο δεν φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα. Η κυβέρνηση με αφορμή τις πυρκαγιές εντείνει την πολιτική των δύο μέτρων και σταθμών, εξαγγέλλοντας «περισσότερη αγορά» και περισσότερους θεσμοθετημένους ρόλους για τις επιχειρήσεις όπως αυτή των «αναδόχων αναδάσωσης» και παράλληλα, περισσότερες απαγορεύσεις για την κοινωνία ποντάροντας στην πλήρη εγκατάλειψη της υπαίθρου. Φαίνεται όμως ότι η κοινωνία είναι αποφασισμένη να υπερασπιστεί την επιβίωσή της στους τόπους όπου ζει.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς», φύλλο 555,
4 Σεπτεμβρίου 2021.
[1] Άρθρα 966 και 967 του Αστικού Κώδικα
[2] ν. 2476/1997
[4] ν. 2773/1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου