Το βιβλίο του Δημήτρη Πέττα εισάγει τον αναγνώστη/την αναγνώστρια στη βασική προβληματική των θεωρήσεων για το δημόσιο χώρο και την πόλη και των διασυνδέσεών τους με τη νεωτερική εξουσία, μελετά τα κινήματα πόλης ως ειδική κατηγορία κινημάτων και αναδεικνύει μέσα από μία εθνογραφική έρευνα με ποιο τρόπο οι διαφορετικές σχέσεις εξουσίας που αρθρώθηκαν σε τρεις πλατείες της Αθήνας επηρέασαν τη διαμόρφωση της καθημερινότητάς τους.
Δημήτρης Πέττας
Οι εκδόσεις των Συναδέλφων, 2018 | 200 σελίδες
Ο Δημήτρης Πέττας στο βιβλίο του Δημόσιος Χώρος, Πόλη και Εξουσία μελετά τον δημόσιο χώρο προσεγγίζοντάς τον καταρχήν ως χώρο κοινωνικό, ως χώρο που παράγεται αρχικά ως δυνητικός, ως επιθυμητική μορφή κάλυψης συγκεκριμένων, κοινωνικά ιεραρχημένων αναγκών. Βασικό σημείο αναφοράς της μελέτης είναι η ιστορικοϋλιστική μέθοδος του Ανρί Λεφέβρ και οι έννοιες που αυτός προτείνει. Ο χώρος παράγεται και υφίσταται ως αποτέλεσμα της ιεραρχικής, ανταγωνιστικής και ανισόμετρης σχέσης τριών διακριτών διαδικασιών: των χωρικών κοινωνικών πρακτικών (κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις), της διανοητικής σύλληψης και των λόγων για τον χώρο και, τέλος, των αναπαραστάσεων του χώρου ως βιωμένης εμπειρίας, ως πεδίου της μνήμης, φαντασίας, συμβολισμών και καλλιτεχνικών πρακτικών. Στο πλαίσιο της ιστορικοϋλιστικής μεθόδου του Λεφέβρ, η παραγωγή του χώρου εντάσσεται σαφώς εντός του πλαισίου των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων (εν προκειμένω των κεφαλαιοκρατικών στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής) και της κυρίαρχης θέσης μιας κοινωνικής τάξης.
Παράλληλα με τα εργαλεία και την εννοιολόγηση του χώρου από τον Λεφέβρ, o Πέττας αξιοποιεί τη μεταδομιστική προσέγγιση του χώρου των Ντελέζ και Γκουαταρί, με τις έννοιες της απεδαφικοποίησης/επανεδαφικοποίησης, της επικράτειας και της ροής και αποπειράται μια μάλλον δύσκολη σύνθεση/συνάντηση με όψεις του λεφεβριανού στοχασμού (συγκεκριμένοι χωρικοί τύποι).
Μετά τη μεθοδολογική εισαγωγή, ο συγγραφέας αποπειράται τη σκιαγράφηση της γενεαλογίας του δημόσιου χώρου, εκθέτοντας αδρομερώς στάδια και μεταβολές στη χρήση και τη νοηματοδότησή του, στο εκάστοτε ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο: από τις πόλεις της αρχαίας Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας και την ελληνική πόλη-κράτος, στη δυτική φεουδαρχία, την ανάδυση της καπιταλιστικής νεωτερικότητας έως τη μεταμοντέρνα σύλληψη του χώρου. Κομβικές στη διαμόρφωση του νεωτερικού δημόσιου χώρου και την πρόσληψή του καθώς και τη σφυρηλάτηση του αντίστοιχου κοινωνικού υποκειμένου θεωρούνται η φουκωική έννοια της βιοεξουσίας που διαδέχεται την προνεωτερική πειθαρχική εξουσία και η κυριαρχία από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα της ιδιωτικής σφαίρας πάνω στη δημόσια (ιδεολογία της οικειότητας σύμφωνα με τον Ρ. Σένετ).
Ο δημόσιος χώρος παράγεται (και) από σχέσεις εξουσίας, που ασκούνται σε πολλαπλά επίπεδα. Στο επόμενο τμήμα της μονογραφίας εξετάζονται αυτές ακριβώς οι σχέσεις, οι τροπικότητες, οι μηχανισμοί και οι συνθήκες για την άσκηση αυτών των σχέσεων. Ο συγγραφέας προσεγγίζει το φαινόμενο της εξουσίας μέσω της μεθοδολογίας του Φουκώ, ως εμμενούς στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, μη ταυτιζόμενης με την κρατική μορφή, πολύσημης, διαρθρωμένης σε -και εκπορευόμενης από- θεσμούς, στρατηγικές, τεχνικές και λόγους/γνώσεις, ενώ το στοιχείο της αντίστασης σε αυτήν είναι εγγεγραμμένο στην άσκησή της. Ο συγγραφέας απορρίπτει δυαδικά σχήματα εξουσίας μεταξύ δύο πόλων, εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου (επιλογή με αξιοσημείωτες πολιτικές προεκτάσεις).
Μέσα από αυτήν την οπτική, η σχέση εξουσίας παράγει, κανονικοποιεί, πειθαρχεί και επιτηρεί τα υποκείμενα, ενώ και τα ίδια τα άτομα αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως υποκείμενα εντός αυτών των σχέσεων και δομών (η προσέγγιση του Φουκώ συμπληρώνεται από αυτήν του Αλτουσέρ).
Ο συγγραφέας κατά τη διερεύνηση αυτών των σχέσεων εξουσίας εντοπίζει τις δυνάμεις που καθορίζουν το πεδίο δράσης των χρηστών ενός δημόσιου χώρου, επικεντρώνοντας σε τέσσερις άξονες: τους τρόπους και τα χαρακτηριστικά των συναθροίσεων στο δημόσιο χώρο, τις λειτουργίες και τις κυρίαρχες ομαδοποιήσεις, την εξασφάλιση της κυριαρχίας των λειτουργιών και των ομαδοποιήσεων και τα αποτελέσματα των σχέσεων εξουσίας στις λειτουργίες, τις ομαδοποιήσεις, στους χρήστες και στο φυσικό περιβάλλον.
Μια βασική διάσταση των σχέσεων εξουσίας είναι οι λειτουργίες διαχωρισμού/αποκλεισμού και η ανάπτυξη των αντίστοιχων μηχανισμών. Ακολούθως περιγράφονται οι σημαντικότεροι αυτών των μηχανισμών: μηχανισμός καταστολής κι επιτήρησης, μηχανισμός αποκλεισμού, διαχωρισμός με κριτήριο την καταναλωτική ισχύ, μηχανισμός συνειδητής περιχαράκωσης ενός χώρου εξαιτίας υψηλού βαθμού ομοιογένειας (πολιτισμικής, ταυτοτικής, πολιτικής) των χρηστών του. Άλλωστε, προκειμένου να ενεργοποιηθούν και να νομιμοποιηθούν μηχανισμοί διαχωρισμού/αποκλεισμού, ο νεωτερικός λόγος στο πλαίσιο της ρουσωικής κατασκευής του συμβολαίου και της γενικής βούλησης αναφέρεται πάντα στην πολιτική κοινότητα ως ένα ενιαίο, αδιαίρετο σώμα.
Μια από τις βασικές κι επιδιωκόμενες από το νεωτερικό πλέγμα εξουσίας ιδιότητες του δημόσιου χώρου είναι η καθολική ορατότητα, η διαφάνεια, εντός των οποίων τα υποκείμενα είναι ορατά κι ελεγχόμενα, ενώ προσαρμόζουν και πειθαρχούν τη συμπεριφορά τους εντός των παραδεδεγμένων προτύπων.
Κρίσιμη παράμετρος της συγκρότησης, χρήσης και μεταβολής των δημόσιων χώρων είναι η σχέση τους με το πεδίο της οικονομίας, ως έμμεσων παραγωγικών συντελεστών και ως πεδίων οργάνωσης του συνόλου της παραγωγικής διαδικασίας. Ο δημόσιος χώρος ως δίκτυο μεταφοράς εμπορευμάτων και εργαζομένων παίζει ρόλο στην αξιοποίηση του κεφαλαίου, στο χρόνο παραγωγής και κυκλοφορίας. Ως έμμεσος παραγωγικός συντελεστής επηρεάζει το ύψος της προσόδου. Η ανταλλακτική αξία οριζόμενη ως οι χώροι που αποτελούν αντικείμενο αγοραπωλησίας και η κατανάλωση προϊόντων, τόπων και σημάτων κατισχύει της αξίας χρήσης, λογιζόμενης ως η ζωή και οι χρόνοι της πόλης, ισχυρίζεται ο συγγραφέας, παραπέμποντας στις θέσεις των Λεφέβρ και Ντεμπόρ.
Θέση του συγγραφέα είναι πως ο φορντισμός-τεηλορισμός, ως κυρίαρχο πρότυπο συσσώρευσης του προηγούμενου αιώνα, αντικαταστάθηκε από ένα νέο καθεστώς κεφαλαιακής συσσώρευσης, τον μεταφορντισμό ή καθεστώς ευέλικτης συσσώρευσης, στο πλαίσιο του οποίου από την τοπική αυτοδιοίκηση περνάμε στην τοπική διακυβέρνηση κι από τη διαχειριστική προσέγγιση στην επιχειρησιακή. Η οικονομική ανάπτυξη, η προσέλκυση επενδύσεων καταλαμβάνουν πρωτεύοντα ρόλο στο σχεδιασμό και στις πολιτικές του αστικού χώρου, εκτοπίζοντας στόχους που έχουν να κάνουν με τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατοίκων. Η πόλη λειτουργεί όχι μόνο ως χώρος όπου πραγματοποιείται η κατανάλωση, αλλά και ως αντικείμενο κατανάλωσης η ίδια. Το city marketing και city branding δημιουργούν ιδιαίτερες εικόνες για τις πόλεις ή για τμήματα αυτών, ο νέος αστικός σχεδιασμός συνειδητά δημιουργεί περιφραγμένες εμπορευματοποιημένες ζώνες.
Η ζωή στην πόλη, οι αντιθέσεις στη χρήση του δημόσιου χώρου παράγουν αντιστάσεις, συλλογικές διεκδικήσεις, σμιλεύουν συλλογικές ταυτότητες, συγκροτούν κοινωνικά κινήματα ή/και κινήματα πόλης. Άλλωστε, παρατηρεί ο συγγραφέας, ο αστικός χώρος, η πόλη είναι ο κατεξοχήν τόπος διεξαγωγής της ταξικής πάλης, το προνομιακό πεδίο ανάδυσης των αποτελεσμάτων της υφιστάμενης κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης και των αντιθέσεων σε αυτήν. Με σκοπό να διακρίνει τα εντελώς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των κινημάτων πόλης συγγραφέας τα διακρίνει από τα ευρύτερα κοινωνικά κινήματα, παρατηρώντας πως πολλά σύγχρονα κοινωνικά κινήματα αρθρώθηκαν γύρω από κομβικούς δημόσιους χώρους, χωρίς όμως αυτό το χαρακτηριστικό να τα καθιστά κινήματα πόλης. Όπως και τα ευρύτερα κοινωνικά κινήματα, τα κινήματα πόλης ξεπήδησαν από τα κινήματα των δεκαετιών του ’60 και ’70, με βασικό πρόταγμα αυτό που οι Λεβέφρ και Χάρβεϋ περιγράφουν ως δικαίωμα στην πόλη, το δικαίωμα συλλογικής διαμόρφωσης των όρων ζωής εντός του άστεως.
Για την ένταξη ενός κινήματος στα κινήματα πόλης, προκρίνεται η χρήση κάποιων ταξινομικών κριτηρίων: η διαπίστωση των συμμετεχόντων ότι η ζωή τους υποβαθμίζεται συνεπεία των αποτελεσμάτων της κυρίαρχης κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης της ζωής, η χωρικά περιορισμένη κλίμακα δράσης, η υιοθέτηση κυρίως άμεσων στόχων, η έκφραση μιας συλλογικής ταυτότητας, η συνειδητή αυτονόμηση και λήψη μορφών δράσης αποκομμένων από νομικά θεσμισμένες μορφές συλλογικής δράσης και, τέλος, η βούληση δημιουργίας ετεροτοπικών χώρων. Mε άξονα αναφοράς το έργο των Φουκώ και Σταυρίδη, ο συγγραφέας ορίζει τις ετεροτοπίες ως χώρους όπου υπάρχει απουσία περιορισμών πρόσβασης, αναπτύσσονται πρακτικές διαμόρφωσής του, ενώ η εναλλακτική λειτουργία του χώρου στοιχειοθετεί και μια εναλλακτική συλλογική ταυτότητα. Στο επίπεδο των πολιτικών χαρακτηριστικών των κινημάτων πόλης εντοπίζεται η μετατόπιση από τον μαρξισμό στην αναρχική ιδεολογία και, ως εκ τούτου, υιοθέτηση οριζόντιων δομών δράσης.
Απέναντι στο φαινόμενο της παρακμής του δημόσιου ανθρώπου ως αποτέλεσμα της κατίσχυσης του νεοφιλελευθερισμού, του κτητικού ατομικισμού και της άκρατης ανταγωνιστικότητας, τα κινήματα της πόλης λειτουργούν ως αντίβαρο, ως διάσωση και αναβίωση του δημοσίου χώρου και του συλλογικού υποκειμένου του άστεως.
Οι μεταβολές των χρήσεων και νοηματοδοτήσεων του δημόσιου χώρου, η εναλλαγή κοινωνικών πρακτικών εντός της αστικής καθημερινότητας, καθιερώνουν την ποικιλομορφία του αστικού χρόνου, τις διαστάσεις του οποίου αποπειράται να ταξινομήσει ο συγγραφέας. Ο χρόνος της παραγωγής, της κατανάλωσης και της κοινωνικής αναπαραγωγής αποτελεί κυρίαρχη διάσταση του νεωτερικού χρόνου, του χρόνου που έχει «απελευθερωθεί» από τα δεσμά του χρόνου των μεταβολών της φύσης. Ο ιστορικός χρόνος, γραμμικός κι εξελικτικός κατά ένα μεγάλο μέρος της νεωτερικότητας, σηματοδοτεί τη νοηματοδότηση του παρελθόντος και τις ποικίλες χρήσεις αυτού, τη συγκρότηση της συλλογικής μνήμης και της συλλογικής λήθης.
Ο χρόνος της μεταβολής των συνθηκών του δομημένου αστικού περιβάλλοντος αναφέρεται στις διαχρονικές μεταπλάσεις μιας πόλης, ενώ ο ατομικός αστικός χρόνος συνίσταται στον καθημερινό, βιωμένο χρόνο του κάθε ξεχωριστού υποκειμένου, μέσα από διάφορες χρονικές ζώνες: εργασία, εκπαίδευση, ελεύθερος χρόνος, οικογένεια, σχόλη κλπ.
Στο τελευταίο μέρος της μελέτης ο Δημήτρης Πέττας επιλέγει να εστιάσει σε τρεις δημόσιους χώρους της Αθήνας (πλατείες Εξαρχείων, Αγίου Παντελεήμονα και Συντάγματος) στις οποίες πραγματοποίησε εθνογραφική έρευνα και να αναδείξει με ποιο τρόπο οι διαφορετικές σχέσεις εξουσίας που αρθρώθηκαν σε αυτούς τους δημόσιους χώρους επηρέασαν τη διαμόρφωση της καθημερινότητάς τους. Το πλέγμα των σχέσεων εξουσίας συντίθεται από τη συνισταμένη της δράσης των θεσμικά κατοχυρωμένων μηχανισμών, των φορέων του οικονομικού, των συλλογικών υποκειμένων με τη μορφή κινημάτων, οργανώσεων κατοίκων, και των άτυπων συσσωματώσεων. Με τον όρο εδαφικές παραγωγές, ο συγγραφέας αναφέρεται στην παραγωγή διαφοροποιημένων επικρατειών, οι οποίες δεν αποτελούν πάντα εμπρόθετο αποτέλεσμα των φορέων της κοινωνικής δράσης, ενώ μπορεί να συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο αλλά όχι στον ίδιο χρόνο.
Το κείμενο επιμελήθηκε ο Στέλιος Χρονόπουλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου