Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2018

Η Αλίκη στη χώρα των τραυμάτων


Γύρισε στο σπίτι κουρασμένη αλλά και λίγο χαρούμενη. Είχε πολύ καιρό να δει στο λογαριασμό της εξακόσια εβδομήντα ευρώ κι αυτό της δημιούργησε μια αίσθηση εφορίας. Άφησε τα πράγματά της σε μια καρέκλα και ξάπλωσε στον καναπέ. Άλλη μια μικρή απόλαυση καθώς αυτός ο καναπές εδώ και καιρό δεν της ανήκε μια που νοίκιαζε το δωμάτιο σε τουρίστες για να συμπληρώνει κάπως το ανύπαρκτο εισόδημά της. Από το μέσα δωμάτιο άκουσε τη φωνή της εξαδέλφης της: «Αλίκη, πάμε καμιά βόλτα;». Συγκατοικούσε με την εξαδέλφη της, που κι αυτή τα έβγαζε δύσκολα πέρα εδώ και ένα χρόνο, και περνούσε καλά μαζί της , αλλά απόψε δεν ήθελε να πάει βόλτα. Ήθελε να ονειρευτεί.

Ήθελε να ονειρευτεί εκείνο το ταξίδι στο εξωτερικό που όλο προγραμμάτιζε και όλο δεν κατάφερνε να πάει, και καθώς κάρφωσε το βλέμμα της στο παράθυρο είδε απ’ έξω να πέφτει χαλαρό χιόνι με φόντο το ποτάμι. Μικρά καραβάκια με λαμπιόνια ανεβοκατέβαιναν και λίγα πουλιά απάγκιαζαν στην όχθη. Πλησίασε το παράθυρο παραξενεμένη. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε κάτι που έμοιαζε με φάκελο αεροπορικού εισιτηρίου. Το άνοιξε με λαχτάρα, μα μέσα, αντί για εισιτήριο, υπήρχε μια ειδοποίηση από την εφορία. Οφειλή ΕΝΦΙΑ γι’ αυτό εδώ το σπίτι και οφειλή τέλους επιτηδεύματος (δηλαδή φόρος επειδή έχεις ένα επάγγελμα;). Σύνολο 9.500 ευρώ. Ένιωσε μια ριπή κρύου αέρα καθώς περπατούσε δίπλα στο ποτάμι ανάμεσα στις πάπιες που σιγοψιθύριζαν τις ιστορίες της ημέρας τους και προσπαθούσαν να ζεσταθούν με μαζεμένα τα φτερά η μια δίπλα στην άλλη. ‘Ήθελε κάπως μαγικά να γινόταν τόσο μικρή που να χωθεί ανάμεσά τους.Ή να χωθεί στο κοντινότερο Μπιστρό που από μακριά έστελνε «ένα άρωμα που θύμιζε μαζί τούρτα κεράσι, κρέμα βανίλια, ανανά,ψητή γαλοπούλα καραμέλα και βουτυρωμένη φρυγανιά»[1]. Περπάτησε γρήγορά προς την κατεύθυνση που ερχόταν η μυρωδιά. Οι μυρωδιές δυνάμωναν, αλλά το μπιστρό δεν φαινόταν πια. Κάθισε για λίγο σ’ένα παγκάκι δίπλα σε μια κοπέλα που κάπνιζε αφηρημένη. Την ρώτησε αν ήξερε από πού ερχόταν αυτή η μυρωδιά. Και η κοπέλα χαμογέλασε. «Είναι περίπου ένα χιλιόμετρο από δω», της είπε, και βλέποντας την έκπληξή της, συνέχισε: «Απλά, κάθε εκατό μέτρα, κάποια σαν εμένα σκορπάει στον αέρα ένα σπρέυ με μυρωδιές που θα σε οδηγήσουν εκεί. Μόλις τέλειωσα τη βάρδια μου και, για να πω την αλήθεια, έριξα λίγο παραπάνω μαζεμένο για να ξεμπερδεύω». Ήθελε να κάτσει κι άλλο δίπλα σ’ αυτή την κοπέλα να καταλάβει τι σόι δουλειά ήταν αυτή, αλλά εκείνη σηκώθηκε ξαφνικά, «κάνει πολύ κρύο», είπε μονολογώντας, κι απομακρύνθηκε.

Η Αλίκη πήρε το δρόμο της επιστροφής. Τώρα περνούσε μέσα από ένα πάρκο που το περιέκλειαν ψηλά μπλοκ κτιρίων κοντά στα εξήντα-εβδομήντα μέτρα, και διάσπαρτοι ουρανοξύστες 200 μέτρα ψηλοί. Από πού ξεφύτρωσαν; Ήταν σίγουρη πως πριν που πέρασε δεν ήταν εδώ. Αλλά και πάλι, μ’ αυτούς τους ξέφρενους ρυθμούς ανάπτυξης, όλα έπρεπε να τα περιμένει κανείς. Έξω από το σπίτι, δυο άντρες με φόρμες εργασίας συζητούσαν: «Αυτό πρέπει να κοπεί από πάνω», είπαν, και κοίταξαν ψηλά. Σκέφτηκε πως ήταν οι γεωπόνοι του δήμου και μιλούσαν για τα δέντρα. Ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες για να ζεσταθεί κι έκανε μια στάση στον πρώτο όροφο να πει ένα γεια στην παλιά φίλη της μητέρας της, την κυρία Ρόζα. Της χτύπησε την πόρτα και η κυρία Ρόζα άνοιξε φορώντας μια χοντρή ζακέτα κι ένα σάλι. Το σπίτι ήταν παγωμένο. «Άναψε και λίγο θέρμανση», τη μάλωσε η Αλίκη. Η Ρόζα της έδειξε χαμογελαστά το τελευταίο χαρτί της σύνταξής της. «Κάθε χρόνο και λιγότερα, κορίτσι μου», της είπε. «Κι οι αποταμιεύσεις φτάνουν πια μονάχα για την κηδεία. Τις έβαλα σε προθεσμιακό λογαριασμό με προθεσμία την ημερομηνία θανάτου μου». Την αγκάλιασε και βγήκε. Συνέχισε να ανεβαίνει τις σκάλες ενώ σιγά σιγά σκοτείνιαζε. Και τότε θυμήθηκε: «Να κοπεί από ψηλά…», δηλαδή από την κολώνα. Το ρεύμα που είχε εδώ και μήνες επανασυνδέσει μόνη της. Ούτε θυμάται πια πόσα χρωστάει. Χώθηκε πανικόβλητη στο σπίτι της.

Εδώ τουλάχιστον ένοιωθε ασφαλής. Τριάντα χρόνια έμενε σ ‘ αυτό το σπίτι . Κάθε έπιπλο, κάθε βιβλίο στις βιβλιοθήκες, κάθε σκονισμένη γωνιά, κάθε σκάσιμο στο σοβά, ήταν κομμάτι της. Άνοιξε τηλεόραση. Glamour πάρτυ εναλλάσσονταν με περιβαλλοντικές καταστροφές. Ανόητα τηλεπαιχνίδια με σκηνές πνιγμένων προσφύγων. Την έκλεισε. Εκείνη τουλάχιστον ήταν ασφαλής.

Αλλά για πόσο; Είναι κι εκείνο το δάνειο, και η εφορία και τα ασφαλιστικά της χρέη. Η Αλίκη άρχισε να πονάει. Σιγά σιγά, το ένιωθε, το δέρμα της τεντωνόταν, η όραση της γινόταν οξύτερη, η ακοή της το ίδιο, τα χέρια και τα πόδια της μάκραιναν και γέμιζαν το χώρο. Το σπίτι την αγκάλιαζε κι εκείνη αγκάλιαζε το σπίτι. «Δε θα μου το πάρουν». Ήθελε να φωνάξει μα δεν έβγαινε φωνή. Προσπάθησε να κινηθεί μα ήταν σφηνωμένη. Και τότε άρχισε να κλαίει μ’ ένα κλάμα δυνατό και βουβό. Τα δάκρυά της έτρεχαν ποτάμια και σιγά σιγά γέμιζαν το χώρο. «Πώς τα κατάφερα έτσι», αναρωτήθηκε. «Η τιμωρία μου θα είναι να πνιγώ μέσα στα ίδια τα δάκρυά μου»[2]. Η στάθμη των δακρύων ανέβαινε γρήγορα. Με ένα τρομερό βουητό ο εξωτερικός τοίχος κατέρρευσε και τα υγρά δάκρυα ξεχύθηκαν στο κενό παρασύροντας την Αλίκη, που αφέθηκε να παρασυρθεί φροντίζοντας μονάχα να επιπλέει. Τριγύρω της παρασύρονται μικροαντικείμενα, βιβλία, κομμάτια του σπιτιού. Δεν έχει καταλάβει πόσος χρόνος πέρασε ως τη στιγμή που κάπου μακριά φαίνονται φώτα, γέφυρες από τα πλοία σε ένα λιμάνι, φουγάρα από εργοστάσια. Η Αλίκη τώρα κολυμπάει. Το ξέρει αυτό το μέρος και πάντα ήθελε να έρθει εδώ. Κολυμπάει αλλά δεν φτάνει στην ακτή. Κολυμπάει . Από μακριά αρχίζει σιγά σιγά να δυναμώνει ένα τραγούδι: You’ ll never walk alone!Χαμογελάει καθώς νιώθει το υγρό των δακρύων να την σκεπάζει.

Από μέσα η εξαδέλφη ξαναφωνάζει: «Τι θα γίνει, θα πάμε βόλτα ή θα κοιμηθείς;». Η Αλίκη σηκώνεται χαμογελαστή. «Φυσικά και θα πάμε όπου θέλεις! Πήρα το κοινωνικό μέρισμα! Σήμερα κερνάω εγώ»...

Υ.Γ. Η ιστορία της Αλίκης είναι πέρα για πέρα αληθινή. Το μόνο επινοημένο στοιχείο είναι ότι η Αλίκη δεν θα έπαιρνε μέρισμα 670 ευρώ αν ήταν ένα μόνο άτομο και δεν είχε προστατευόμενο μέλος. Αλλά στα παραμύθια μπορούμε να είμαστε λίγο πιο γενναιόδωρες.

_____________

[1] Από την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων», του Λιούις Κάρολ

[2] Από την Αλίκη του Κάρολ, πάλι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου