Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

H «δίκαιη ανάπτυξη» και η αναγκαιότητα υπεράσπισης του κοινωνικού μας ρόλου



Του Γιώργου Βελεγράκη
Το τελευταίο διάστημα η κυβέρνηση φαίνεται ότι έχει επενδύσει σε ένα νέο αφήγημα για την πολιτική της και την «προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας». Το αφήγημα αυτό είναι η «δίκαιη ανάπτυξη»[1][2] μια έννοια που όσο μεγαλεπήβολη φαντάζει στο επικοινωνιακό πεδίο, τόσο κενή νοήματος είναι στο περιεχόμενο της.
Πριν απ’ όλα στηρίζεται σε παραδοχές οι οποίες όπως έχει αποδείξει και η πολύ πρόσφατη μνημονιακή ιστορία συνεχώς καταρρίπτονται: «Η παραγωγή πλούτου και η δίκαιη διανομή του μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, είναι ο βασικός στόχος της κυβέρνησης», ανέφερε ο πρωθυπουργός το καλοκαίρι στην εκδήλωση «Ελλάδα 2021:Παραγωγική Ανασυγκρότηση – Δίκαιη Ανάπτυξη»[3]. Να μην ξεχνάμε ότι τα ίδια ακριβώς λόγια χρησιμοποίησε και η κυβέρνηση Σαμαρά το 2014[4] όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις πριν από αυτήν. Όμως, η ολοκλήρωση της αξιολόγησης συνεχώς αναβάλλεται όχι λόγω μόνο των δυσκολιών εφαρμογής των μέτρων αλλά και διότι τα ίδια τα μνημόνια και τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής είναι προγράμματα βίαιης αναδιάρθρωσης και τελικά διάλυσης της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας. Μια σύντομη μελέτη των αντίστοιχων παραδειγμάτων και προγραμμάτων ανά τον κόσμο από χώρες της Λατινικής Αμερικής μέχρι αυτές της ανατολικής (και όχι μόνο) Ευρώπης πείθει και τον πιο κακόπιστο.
Η δεύτερη παραδοχή έχει να κάνει με την ανάγκη αναδιαρθρώσεων στον τρόπο λειτουργίας του κράτους. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές παρουσιάζονται μόνιμα ως αίτημα της κοινωνίας και των πολλών, κάτι που συνεχώς διαψεύδεται, ενώ στην πραγματικότητα στόχος τους είναι (και δεν κρύβεται) η διαμόρφωση ευνοϊκών συνθηκών για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων. Και οι συνθήκες αυτές είναι γνωστές και επαναλαμβάνονται με ακρίβεια τα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού διεθνώς:  πολιτικές απελευθέρωσης των αγορών, και ιδιαίτερα της αγοράς εργασίας, κατάργηση των σχετικών προστατευτισμών, περιορισμός του κράτους μονάχα σε εκείνους τους τομείς όπου η δραστηριοποίηση του κεφαλαίου είναι ασύμφορη και αποκρατικοποιήσεις-ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων αγαθών.

Επιπλέον, η ίδια η αφήγηση της κυβέρνησης παρουσιάζει (πάντα επιλεκτικά) ένα μέρος της οικονομικής δραστηριότητας και συνέχειας[5] ως αποτέλεσμα των πολιτικών της: Για «πρωτοφανή αύξηση του ΑΕΠ» το τρίτο τρίμηνο του 2014 μας μιλούσε ο κ. Σαμαράς[6], για «πρωτοφανή ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας» μας μιλάει η σημερινή κυβέρνηση[7]. Σε μια λογική συνέχειας τόσο αυτή όσο και οι προηγούμενες κυβερνήσεις αξιοποιούν τις στατιστικές χωρίς να ελέγχουν την συμβατότητα τους με την πραγματική οικονομία και πολύ περισσότερο με δείκτες όπως η ανεργία, η απασχόληση, οι μισθοί, το κατά κεφαλήν εισόδημα κ.α. που σίγουρα αποτυπώνουν πληρέστερα την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας.
Η ουσία είναι ότι η κυβέρνηση, παρά τα κατά καιρούς, επικοινωνιακά και μόνο, μηνύματα για τις υποτιθέμενες “ρωγμές στο μνημόνιο”, έχει προ πολλού περάσει στη θωράκιση και εμβάθυνση του. Η πώληση της δημόσιας περιουσίας μέσω ΤΑΙΠΕΔ συνεχίζεται κανονικά, οι ιδιωτικοποιήσεις προχωρούν, τα κόκκινα δάνεια “ρυθμίστηκαν” με διευκολύνσεις, μόνο που αυτές αφορούσαν τις τράπεζες παρά το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας. Και εδώ βρίσκεται η αλήθεια: Το μνημόνιο αποτελεί το μόνο συνεκτικό και ενιαίο πρόγραμμα της κάθε κυβέρνησης που το ψηφίζει και το διαχειρίζεται. Εξάλλου, το ίδιο το μνημόνιο είναι ένα πρόγραμμα που στο όνομα της εσαεί ελευσόμενης ανάπτυξης και ανάκαμψης έχει να υπηρετήσει και να εμβαθύνει δυο βασικούς στόχους τα επόμενα χρόνια: αφενός, την περαιτέρω υποτίμηση της εργατικής δύναμης και αφετέρου, τη διάνοιξη νέων λειτουργικών πεδίων για το κεφάλαιο μέσω των εκτεταμένων και ταχέων ιδιωτικοποιήσεων στην ελληνική επικράτεια.

Και οι μηχανικοί;

Όλα τα παραπάνω μας αφορούν ως μηχανικούς τόσο «άμεσα» όσο και «έμμεσα». Άμεσα διότι η διάλυση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των μηχανικών μέσω της διαδικασίας του λεγόμενου «ανοίγματος των κλειστών επαγγελμάτων» αποτελεί διαχρονικό στόχο των διαδοχικών μνημονίων ανεξάρτητα από τα κόμματα που κυβερνούσαν. Όπως σημειώνει η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση[8] «Στα τέλη της δεκαετίας του 2000, τα κλειστά επαγγέλματα στην Ελλάδα ήταν από τις μείζονες πηγές μεγάλων προσόδων και οικονομικής αναποτελεσματικότητας. Οι ρυθμίσεις στις υπηρεσίες των επαγγελματιών ήταν από τις αυστηρότερες ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Αυτό στρέβλωνε τον ανταγωνισμό, διατηρούσε το μικρό μέγεθος των εταιρειών και περιόριζε την καινοτομία». Στην γλώσσα των τροϊκανών «πρόσοδος» θεωρείται κάθε μορφή κέρδους που προέρχεται από την ανελαστικότητα της προσφοράς, η οποία στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, όπως η ίδια η ύπαρξη νομοθετικά ρυθμιζόμενων επαγγελμάτων[9]. Τα πολλά νομοσχέδια εφαρμογής των μνημονίων κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων και κυρίαρχα το πρόσφατο νομοσχέδιο για τη δημιουργία του Μητρώου Τεχνικών Έργων αποτυπώνει αυτή την κατεύθυνση. Ταυτόχρονα το ίδιο το ΤΕΕ συνέπραξε σταθερά στις πολιτικές των Μνημονίων από τις ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών, ως την σιωπή του στις αλλαγές που “άνοιξαν το επάγγελμα” καταργώντας τις ελάχιστες αμοιβές.
Υπάρχει όμως και μια έμμεση πτυχή που μας αφορά έχει να κάνει με την ευρύτερη συζήτηση περί ανάπτυξης. Στην πρώτη φάση της κρίσης περάσαμε μάλλον γρήγορα από τις πράσινες επενδύσεις (-πάντα- ιδιωτικές φαινομενικά προς όφελος του περιβάλλοντος) στα αναδιαρθρωτικά προγράμματα του μνημονίου, δηλαδή σε άμεση υφαρπαγή γης και δημόσιου πλούτου. Ποιός θυμάται σήμερα την πράσινη οικονομία του Παπανδρέου του νεότερου ή τα πράσινα λόμπι της Μπιρμπίλη; Οι θιασώτες, όμως, αυτής της «ανάπτυξης» δεν μας ξέχασαν. Στην τωρινή φάση της κρίσης έρχονται να δικαιολογήσουν τις πρακτικές υφαρπαγής και ιδιωτικοποιήσεων ως τη μέθοδο για τη «σωτηρία μας» όχι μόνο από την υπάρχουσα οικονομική κρίση αλλά και από την επερχόμενη οικολογική κρίση. Η οικολογική κρίση όμως δεν αναμένεται, είναι ήδη εδώ. «Βρίσκεται» στη Χαλκιδική με την επιδιωκόμενη εξόρυξη χρυσού, στη Θεσσαλονική με την (ανεπιτυχή ευτυχώς) προσπάθεια ιδιωτικοποίησης του νερού, στα δεκάδες νοικοκυριά που δεν έχουν πρόσβαση στο κοινωνικό αγαθό της ενέργειας, στις ιδιωτικοποιημένες παραλίες. Είναι μια κρίση που συνοδεύει την οικονομική κρίση και τη κρίση της δημοκρατίας που βιώνουμε.

 Ο άλλος δρόμος και ο κοινωνικός μας ρόλος

Αν υπάρχει μια κυρίαρχη κοινωνική ανάγκη σήμερα που καλούμαστε να υπερασπιστούμε αυτή, έχει μία «διττή ανάγνωση»:
Από την μία καλούμαστε να υπερασπιστούμε και να διεκδικήσουμε τα κεκτημένα μας τόσο στο εργασιακό όσο και στο κοινωνικό πεδίο. Αυτό δεν μπορεί παρά να γίνει με ενίσχυση των κινηματικών διαδικασιών και συγκροτήσεών μας. Δεν είναι τυχαίο ότι αναφερόμαστε πολύ συχνά σε ένα κίνημα μηχανικών χρήσιμων για τους εργαζόμενους και την κοινωνία και όχι για τις μνημονιακές αναδιαρθρώσεις. Δε μπορούμε να υπερασπιζόμαστε το υπό κατάρρευση κοινωνικοοικονομικό μοντέλο των προηγούμενων δεκαετιών. Οφείλουμε να συγκρουστούμε με συντεχνιακές λογικές fast-track επενδύσεων και “ανάπτυξης άνευ όρων” για να βρουν δουλειά οι μηχανικοί “με κάθε κόστος”.
Από την άλλη, η ανατροπή ενός αρνητικού συσχετισμού από την πλευρά μας πρέπει να περνά μέσα από την οργάνωση ενός «δικού μας υποδείγματος». Γι’ αυτό και επιμένουμε στην ενίσχυση των εγχειρημάτων της συνεργατικής οικονομίας (εργατικού ελέγχου – αυτοδιαχείρισης), τα οποία ήδη αναπτύσσονται σε τομείς της δραστηριότητας των μηχανικών, αλλά και με επαναλειτουργία επιχειρήσεων (ΒΙΟΜΕ κλπ.) από τους εργαζόμενους σε μια λογική συνολικότερης προώθησής τους ως σημαντικού τμήματος ενός άλλου οικονομικού μοντέλου, το οποίο μιας άλλης προοπτικής που δεν θα έχει το κέρδος ως κριτήριο λήψης των αποφάσεων, αλλά την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών. Γι’ αυτό και επιμένουμε στην ανατροπή των ιδιωτικοποιήσεων των δημοσίων υποδομών και του δημοσίου πλούτου γενικότερα, και στην ανάγκη απόκρουσής τους σε σύνδεση με τις κοινωνικές ανάγκες.
Δεν είμαστε καθόλου αντίθετοι, αλλά ενθαρρύνουμε την κοινωνική αυτοοργάνωσης και αυτοδιαχείριση σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, τις συνεταιριστικές δράσεις, την κοινωνική και δημοκρατική διαχείριση των κοινών. Θεωρούμε απαραίτητη την επέκταση και ανασυγκρότηση του δημόσιου τομέα παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών σε μια ριζικά νέα βάση, που εκτός των άλλων μπορεί και πρέπει να σημαίνει απασχόληση εργατικού δυναμικού. Σε έναν τέτοιο μετασχηματισμό κεντρικό ρόλο θα παίξουν οι δημόσιες επιχειρήσεις, τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα, οι επιστημονικοί-κοινωνικοί φορείς, η τοπική αυτοδιοίκηση, η κοινωνική οικονομία. Μια τέτοια πολιτική πρακτική είναι αναγκαία μαζί με εργαζομένους, τους τοπικούς θεσμούς και τα κοινωνικά κινήματα.
[5]Με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό του τουρισμού.
[9]Βλ. το πολύ κατατοπιστικό άρθρο του Κ. Βουρεκά http://k-lab.zone/mitroo-technikon-ergon-ke-viei-anadiarthrosi-tou-kladou-ton-michanikon/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου