Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Δημόσιος χώρος στην πόλη των «άλλων»


Της Ντ. Βαϊου από εδώ
      Χρύσα (Βαρδέα), Fragment With Movement, λάδι σε χαρτί, 102,9x114,3εκ., 1970
Όσο πλησιάζουν οι Δημοτικές εκλογές, ο δημόσιος χώρος γίνεται για άλλη μια φορά πεδίο αντιπαραθέσεων, καθώς υποψήφιοι δημοτικοί άρχοντες μας υπόσχονται να διορθώσουν, καθένας κατά την αντίληψή του, τα «προβλήματα της πόλης». Οι «μεγάλες παρεμβάσεις» και τα εμβληματικά έργα, που θα φέρουν ανατροπές στο δημόσιο χώρο, είναι στην ημερήσια διάταξη. Αντίθετα, μένουν στα αζήτητα της δημόσιας συζήτησης και της πολιτικής για την πόλη οι χώροι όπου οι κάτοικοι ζουν τις σύνθετες, διαφορετικές και κοινωνικά άνισες καθημερινότητές τους/μας. Τέτοιες ιεραρχήσεις συνδέονται με συγκεκριμένες κάθε φορά αντιλήψεις για το ρόλο, τις εννοιολογήσεις και τις χρήσεις του δημόσιου χώρου και εξ ίσου συγκεκριμένες αντιλήψεις για τους κατοίκους της πόλης.
Στην Αθήνα της κρίσης και των Μνημονίων, οι μεγάλες παρεμβάσεις και τα εμβληματικά έργα συνήθως συνδέονται με επιχειρηματικά συμφέροντα και συχνά ακυρώνουν δημόσιους χώρους και καθιερωμένες από τους κατοίκους χρήσεις (πχ Ακαδημία Πλάτωνος, Δημοτική Αγορά Κυψέλης, Πανεπιστημίου). Τέτοιες παρεμβάσεις υπονοούν και προϋποθέτουν κατοίκους καταναλωτές, άεργους περιπατητές, παρατηρητές και τουρίστες, αμέριμνους ποδηλάτες. Οι «άλλοι» -οι φτωχοί, οι άστεγοι, οι άνεργες, οι τοξικοεξαρτημένοι, οι εκδιδόμενες γυναίκες, οι μοναχικές μητέρες, οι μετανάστριες και οι πρόσφυγες, τα πεινασμένα παιδιά στα σχολεία, τα παιδιά υπό απέλαση, οι ανασφάλιστοι– όσοι και όσες έχουν εκπέσει από τις προστατευτικές δομές ενός διαλυμένου κράτους πρόνοιας, δεν είναι κάτοικοι, αλλά παρείσακτοι που βλάπτουν την εικόνα της πόλης και «βρωμίζουν» τους δημόσιους χώρους της.

Μ’ αυτή τη λογική άλλωστε νομιμοποιούνται επιχειρήσεις «σκούπα» διαφόρων μορφών, αλλά και ένας δημόσιος λόγος με όρους κάθαρσης του δημόσιου χώρου, ο οποίος κατευθύνει προτεραιότητες και οριοθετεί πεδία άσκησης πολιτικής. Η καταστολή κάθε κινητοποίησης με όλο και πιο βίαιους τρόπους, η ανοχή έως ασυλία της ρατσιστικής βίας, οι συχνοί αποκλεισμοί ολόκληρων περιοχών «για λόγους ασφάλειας», το κλίμα φόβου και ανασφάλειας, εγκαθιστούν αποκλεισμούς και περιστέλλουν ή/και ακυρώνουν σημαντικά χαρακτηριστικά του δημόσιου χώρου, όπως η προσβασιμότητα, η λειτουργική πολυπλοκότητα, η κοινωνική πολυσυλλεκτικότητα. Ταυτόχρονα καλύπτουν ή αποσιωπούν παραλείψεις και αστοχίες της εξουσίας, όπως επιχειρούν να υπενθυμίσουν τα μικρά παραδείγματα που ακολουθούν.
Η Αθήνα της κρίσης έχει, περισσότερο από άλλοτε, ανάγκη από κοινωνικά προγράμματα και παρεμβάσεις μικρής κλίμακας σε κάθε γειτονιά – από τον λεγόμενο «αστικό βελονισμό». Το τεχνικό πρόγραμμα του Δήμου στην πράξη έχει μηδενικό προϋπολογισμό για μικρά έργα, ενώ οι δημοτικές υποδομές χρειάζονται επειγόντως συντήρηση και εμπλουτισμό (βρεφονηπιακούς σταθμούς, επισκευές σχολείων, δημοτικά ιατρεία, καταφύγια αστέγων, ΚΑΠΗ, αναπλάσεις συνοικιακών πλατειών, κέντρα στήριξης εξαρτημένων ατόμων και πολλά άλλα). Τα κοινωνικά προγράμματα από την άλλη μετατρέπονται σταδιακά σε project προς υλοποίηση από πολυάριθμες ΜΚΟ, με δραματικά διαφορετικούς βαθμούς αξιοπιστίας. Με τη λήξη κάθε project τελειώνει και η σχετική υπηρεσία (πχ βοήθεια στο σπίτι, κέντρα δημιουργικής απασχόλησης παιδιών, υποστήριξη τοξικοεξαρτημένων ατόμων κλπ). Το προσωπικό και οι πόροι που θα στήριζαν δημοτικές υπηρεσίες με στοιχειώδη συνέχεια και ασφάλεια παροχής έπεσαν θύμα των προγραμμάτων λιτότητας και των συνακόλουθων περικοπών, οι οποίες όμως δεν ισχύουν για τις λαμπερές «μεγάλες παρεμβάσεις», που θα «αλλάξουν το ηθικό της πόλης», όπως μας υποσχέθηκε ο Μάρτιν Κνάουτ, επί κεφαλής του γραφείου μελέτης της Πανεπιστημίου.
 Η Αθήνα είναι μια πόλη με ελάχιστο πράσινο και με ανεπαρκείς και μη φιλικούς δημόσιους χώρους, τους οποίους η ανασφάλεια, η δράση διαφόρων ομάδων ασφαλείας και η εντεινόμενη φτώχεια κάνουν ακόμη λιγότερο φιλικούς. Αυτή η αυτονόητη διαπίστωση επιτρέπει να υιοθετείται άκριτα κάθε πρόταση ανάπλασης που προτείνει «πολύ πράσινο», τουλάχιστον στα φωτορεαλιστικά σχέδια και τις διακηρύξεις. Παραμένει όμως περιθωριακό το ενδιαφέρον για το υπαρκτό πράσινο των συνοικιακών πλατειών και δρόμων, εκεί όπου οι «άλλοι» αυτής της πόλης αγωνίζονται να επιβιώσουν σ’ ένα όλο και πιο εχθρικό περιβάλλον. Οι δε μη φιλικοί και κατά την κοινή έκφραση «υποβαθμισμένοι» δημόσιοι χώροι δεν έχουν προκύψει από κάποια άγνωστη αιτία, ούτε είναι (μόνο) αποτέλεσμα έλλειψης ή στενότητας χώρου ή ανεπαρκούς σχεδιασμού.
Η εικόνα της «υποβάθμισης» επιτείνεται από την εντεινόμενη κοινωνική πόλωση, αλλά συγκροτείται και από την ανεπάρκεια ή την απόσυρση στοιχειωδών δημοτικών υπηρεσιών, όπως η συστηματική αποκομιδή των σκουπιδιών, το καθάρισμα δρόμων, πλατειών και πάρκων, η επιμέλεια του πράσινου και των πεζοδρομίων, ο φωτισμός, η συντήρηση του αστικού εξοπλισμού, ο έλεγχος των αυθαίρετων χρήσεων (ΙΧ παρκαρισμένα με άνεση σε πεζόδρομους και χώρους πρασίνου, μηχανάκια και βαν τροφοδοσίας στα πεζοδρόμια, καταλήψεις από τραπεζοκαθίσματα κλπ). Ένας περίπατος από την Πλατεία Φιλικής Εταιρείας ως την Πλατεία Αγάμων δείχνει και στους πιο δύσπιστους όχι μόνο την ανεπάρκεια αλλά και την επιλεκτικότητα άσκησης απλών καθημερινών καθηκόντων του δήμου – πριν ξεκινήσει οποιαδήποτε συζήτηση περί αναγκαίων παρεμβάσεων και του αποτρεπτικού κόστους αυτών.
Εγκαταλειμμένοι από τις δημοτικές αρχές και ανύπαρκτοι στο δημόσιο λόγο οι δημόσιοι χώροι στις γειτονιές της πόλης κινδυνεύουν να μετατραπούν σε χώρους αποκλεισμού, όπου η ανασφάλεια και οι κοινωνικές διαιρέσεις αποτρέπουν την πρόσβαση και περιορίζουν τη χρήση. Ταυτόχρονα αποτελούν προνομιακό και ίσως μοναδικό πεδίο συνάντησης ποικίλων ομάδων και ατόμων που, μέσα από τις καθημερινές τους πρακτικές και εμπειρίες κατοίκησης της πόλης, διαμορφώνουν τρόπους συνύπαρξης, αναπτύσσουν πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και αντίστασης στην κρίση, δίνουν περιεχόμενο στην έννοια του «δημόσιου». Παραμένει στοίχημα για την πόλη και για τη λειτουργία του δημόσιου χώρου της η επιβίωση αυτών των πρακτικών και πρωτοβουλιών ή η ακύρωσή τους από εμβληματικά έργα, λιγότερο εμβληματικές παραλείψεις και πολιτικές καταστολής.

Η Ντίνα Βαΐου είναι καθηγήτρια ΕΜΠ, Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας, 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου