Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Για τις εκλογές της 6ης Μαΐου ξανά

Από συναδέλφους μέλη της συσπείρωσης λάβαμε και αναδημοσιεύουμε μία ακόμα αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος της 6ης Μάη.

Για τις εκλογές της 6ης Μαΐου και την κατεύθυνση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
  1. Οι βουλευτικές εκλογές της 6ης Μαΐου εξέφρασαν με πρωτοφανή τρόπο την βαθιά κρίση πολιτικής εκπροσώπησης που χαρακτηρίζει την ελληνική πολιτική σκηνή. Τα δύο αστικά κόμματα εξουσίας που εναλλάσσονταν στην κυβερνητική εξουσία τα τελευταία σαράντα χρόνια έπεσαν σε ιστορικά χαμηλά ποσοστά, ανάλογα μόνο με αυτά που αφορούσαν σε περιόδους ιστορικών πολιτικών και κοινωνικών κρίσεων. Ειδικά η συντριβή του ΠΑΣΟΚ, στα μεγάλα αστικά κέντρα και στις εργαζόμενες τάξεις θα βαθύνει τα στοιχεία της πολιτικής κρίσης. Από κοντά και οι μνημονιακοί τους εταίροι ΛΑΟΣ και ΔΗΣΥ, συνετρίβησαν πολιτικά, αποτυγχάνοντας να μπουν στη βουλή. Αναμφίβολα, η μαζική αποδέσμευση των εργαζόμενων τάξεων από την επιρροή του δικομματισμού, αποτελεί το βασικό - και θετικό - στοιχείο των βουλευτικών εκλογών και αντανακλούν όχι μόνο την κοινωνική δυσαρέσκεια και την κρίση νομιμοποίησης του αστικού πολιτικού προσωπικού, αλλά και τις επιπτώσεις σε πολιτικό επίπεδο των μεγάλων κοινωνικών αγώνων της προηγούμενης διετίας.
  2. Η αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, άλλες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς) απέσπασε 1.700.000 ψήφους και κατέλαβε ένα ποσοστό 27 %, το υψηλότερο από τον εμφύλιο και μετά. Όμως η εκλογική αυτή επιτυχία των αριστερών δυνάμεων, αναιρείται εν μέρει από το ότι, η βασική κερδισμένη δύναμη είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος όλη την προηγούμενη περίοδο και ειδικά πριν τις εκλογές υιοθέτησε μία φιλοΕΕ και φιλοΟΝΕ στάση, αποφεύγοντας να απαντήσει στα τρομοκρατικά διλήμματα και λειτουργώντας ως ανάχωμα, απέναντι, σε μία ποιο αντισυστημική μετατόπιση. Αντίστοιχα, η πολιτική συμμαχία με τους διαφωνούντες του ΠΑΣΟΚ, που όλα τα προηγούμενα χρόνια στήριξαν τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, τουλάχιστον στην Αττική φαίνεται ότι θα έχει επιπτώσεις και στην διάρθρωση της κοινοβουλευτικής του ομάδας, ενισχύοντας πιθανά μια σοσιαλδημοκρατική του κατεύθυνση. Έτσι αυτές οι εκλογές παρά τις συνθήκες της οξύτατης κοινωνικής και πολιτικής κρίσης εξέφρασαν μία αλλαγή των συσχετισμών στην αριστερά και την ενίσχυση των φιλοΕΕ και φιλοΟΝΕ δυνάμεων και την καθήλωση των αντιΕΕ δυνάμεων.
  3. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά ότι η ιδεολογική επίδραση πτυχών της κυρίαρχης ιδεολογίας όπως η παραμονή στην ΟΝΕ, δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί παρά τις κοινωνικές συνθήκες της κρίσης. Αντανακλά όμως επίσης τις σοβαρές πολιτικές αδυναμίες και υστερήσεις εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που έχουν έναν διακηρυκτικά αντισυστημικό λόγο και πρώτα και κύρια του ΚΚΕ. Η πολιτική του καθήλωση σε μία τέτοια συγκυρία, όπου εκτοξεύθηκαν ένα σύνολο αντιμνημονιακών, δεξιών και αριστερών δυνάμεων, η περιχαράκωση του στα αστικά κέντρα, στις εργαζόμενες τάξεις και στις δυναμικές ηλικίες, είναι εν μέρει και αποτέλεσμα της σεχταριστικής και διασπαστικής πολιτικής, της άρνησης κάθε μορφής πολιτικής συνεργασίας και σχέσεις με τις άλλες δυνάμεις της αριστεράς. Είναι όμως εμμέσως και η αποδοκιμασία μιας πολιτικής γραμμής, που παραπέμπει την επίλυση όλων των ζητημάτων στο άδηλο μέλλον της λαϊκής εξουσίας.

  4. Το αποτέλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είναι αναντίστοιχο με τη συγκυρία και τις απαιτήσεις της. Είναι γεγονός ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τριπλασίασε τις επιδόσεις της σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του 2009 ενώ εμφανίζει και εξαπλάσια ποσοστά από τις μέσες εκλογικές επιδόσεις της άκρας αριστεράς σε όλες τις εκλογές από το 1974 έως το 2009. Όμως αν συνεκτιμηθεί η κοινωνική συγκυρία, η πολιτική της κατεύθυνση που διακηρυκτικά είχε μαζικά χαρακτηριστικά και μπορούσε να αποτελέσει μία εναλλακτική πολιτική πρόταση τότε το αποτέλεσμα αποτελεί αποτυχία και θα δημιουργήσει πιέσεις. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δεν κατάφερε να αποκρυσταλλώσει ένα επαρκές τρίτο διακριτό ρεύμα στην αριστερά, λαμβάνοντας υπ όψη και την εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, που αποτελεί ένα ανταγωνιστικό πολιτικό σχέδιο. Υπάρχουν αντικειμενικοί παράγοντες που έπαιξαν ρόλο, ο εκλογικός νόμος, το ναρκοθετημένο πεδίο των εκλογών, τα ισχυρά διαχρονικά διλήμματα υπέρ του ευρώ, η ιστορική χαμηλή εκλογική απήχηση της άκρας αριστερά, με όλο το φορτίο που παράγει. Ωστόσο, κυρίως αυτό που βαραίνει σε σχέση με ένα εκλογικό αποτέλεσμα που θα μπορούσε να υπερβαίνει σημαντικά την επίδοση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και να κάνει τη διαφορά, αφορά την ίδια την πολιτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ειδικά μετά τις περιφερειακές εκλογές του 2010, όπου αποτυπώθηκε μία σημαντική κρίση του ΣΥΡΙΖΑ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ απέφυγε, να κάνει οποιοδήποτε άνοιγμα σε άλλες δυνάμεις που εμφάνιζαν μία αντι ΟΝΕ και αντι ΕΕ κατεύθυνση και συνέκλιναν με το πρόγραμμα της, όχι μόνο για να διευρυνθεί πολιτικά, αλλά και για να οικοδομήσει πολιτικές σχέσεις στη βάση, σε επίπεδο συνοικιών, τοπικών πρωτοβουλιών, σωματείων με δυνάμεις, ρεύματα και αντιλήψεις που διαφοροποιούνταν από την δεξιόστροφη πολιτική μετατόπιση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και τη σεκταριστική πολιτική του ΚΚΕ. Αποκορύφωμα αυτής της πολιτικής ήταν η απόρριψη της πολιτικής συνεργασίας με δυνάμεις του ΜΑΑ λίγες μέρες πριν τις εκλογές, παρά την ταύτιση τους με το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γεγονός που επέδρασε αρνητικά α) στην αποδυνάμωση του λόγου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που θα είχε μεγαλύτερη διεισδυτικότητα σε ένα ευρύτερο λαϊκό ακροατήριο, στο βαθμό θα εκφραζόταν και από ιστορικά στελέχη της αριστεράς, β) εμφανίζοντας την αναξιόπιστη σε σχέση με την πραγματική της πρόθεση για μία ευρύτερη μετωπική πολιτική και να ενισχύσει την επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ για τα αριστερίστικα χαρακτηριστικά της, τη λογική της χαμένης ψήφου κ.λ.π. Παράλληλα όλο το προηγούμενο διάστημα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αντί να κατευθυνθεί προς τις μάζες με ένα μετωπικό πολιτικό πρόγραμμα, ανάλωσε υπερβολικές δυνάμεις, στους εσωτερικούς συσχετισμούς, τις μικροισορροπίες και τους μικροηγεμονισμούς, μεταξύ οργανώσεων, ή και προσώπων και τάσεων εντός των οργανώσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη σημαντικότερη περίοδο κοινωνικών αγώνων και κρίσης του πολιτικού συστήματος το Σεπτέμβριο – Οκτώβριο του 2011, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ασχολείτο με την Συνδιάσκεψη της με τις γνωστές μεθοδολογίες και αποτελέσματα. Αλλά και οι πολιτικές επιλογές της προεκλογικής περιόδου (όπως η μη συνεργασία με τις δυνάμεις του ΜΑΑ) αλλά και εν μέρει ο τρόπος διεξαγωγής της προεκλογικής εκστρατείας έφερε τη σφραγίδα των επιδιώξεων, και των ισορροπιών μεταξύ οργανώσεων και των βασικών τους τάσεων. Ακόμα περισσότερο η απογείωση των τελευταίων ημερών της προεκλογικής περιόδου, περισσότερο έβλαψε μακροπρόθεσμα το εγχείρημα, παρά το βοήθησε. Δεν έλειψε η “επάρκεια και το στρατηγικό βάθος των προγραμματικών απαντήσεων” αλλά το άνοιγμα σε ευρύτερα ακροατήρια που έστω και δημοσκοπικά ασπάζονται τις θέσεις μας (παύση πληρωμών, έξοδος από ΟΝΕ κλπ). Αντίστοιχα στην ιδιαίτερη σημερινή συγκυρία, δεν ήταν η έλλειψη, ενός επαναστατικού κομμουνιστικού ανανεωτικού ρεύματος που καθόρισε την οριοθέτηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά η αδυναμία της να υλοποιήσει μία μαζική πολιτική γραμμή σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Νομίζουμε ότι πολιτικές κατευθύνσεις για την οικοδόμηση του νέου κομμουνιστικού κόμματος, ή ενός νέου κομμουνιστικού φορέα, ή ακόμα χειρότερα η οικοδόμηση σχέσεων και προσωπικής προβολής, μέσω δικτύων διανοουμένων της αριστεράς, όπως φαίνεται και από τα αποτελέσματα είναι μακριά από τις απαιτήσεις της συγκυρίας.
  5. Ανεξάρτητα από τα παραπάνω και τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αποτελεί μία σημαντική πολιτική παρακαταθήκη η οποία πρέπει να ενισχυθεί. Αυτό που πρέπει να γίνει, είναι α) να αναπροσανατολισθεί η πολιτική της κατεύθυνση, σε μία πολιτική συμμαχιών στη βάση, επιχειρώντας να αξιοποιήσει τις υπαρκτές αντιφάσεις και διαθέσεις ενός σημαντικού δυναμικού που υποστήριξε την αριστερά και στις δύο βασικές της εκδοχές β) να επιχειρήσει να διευρυνθεί, να ενισχύσει την πολιτική δραστηριότητα της και να λειτουργήσει ως αυτό που πραγματικά είναι, ως μέτωπο και όχι ως πρόπλασμα μίας νέας οργάνωσης,.
  6. Εκτός από την ενίσχυση της αριστεράς οι εκλογές αυτές κατέγραψαν μία μεγάλη άνοδο της ακροδεξιάς, κάτι που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και ποιο αρνητικά μηνύματα τους. Η τάση αυτή, αποκρυσταλλώνεται κυρίως στο αποτέλεσμα της Χ.Α., αλλά όχι μόνο. Ειδικά, η άνοδος της Χ.Α. με τα ιδιαίτερα φιλοναζιστικά, και τρομοκρατικά χαρακτηριστικά της, πρέπει να μελετηθεί, στο βαθμό που αναπτύσσεται ομοιογενώς σε περιοχές που δεν υπάρχουν μετανάστες και αντανακλά ευρύτερα αντιδραστικά χαρακτηριστικά, το ρατσισμό, το σεξισμό, τον αντικομμουνισμό, τον ατομισμό και τη ροπή προς τη βία, που αναπτύσσονται σε τμήματα της νεολαίας, των ανέργων και των μικροαστικών στρωμάτων μέσα στο νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό σύστημα και οξύνονται μέσα στη κρίση. Για την εκτόξευση αυτή σίγουρα παίζει ρόλο η ενίσχυση του αυταρχισμού μέσω του μνημονίου, η ένταση της πολιτικής του κοινωνικού αυτοματισμού και διάσπασης της εργατικής τάξης (έλληνες εναντίον ξένων, εργάτες κατά δημοσίων υπαλλήλων κλπ), η μετατόπιση δηλαδή της πολιτικής συζήτησης σε πεδία που ενισχύουν τις πιο μαύρες πλευρές του συστήματος. Ρόλο παίζει και το αυξημένο βάρος των απασχολούμενων στους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς ( αστυνομία, στρατός, δικαιοσύνη) ως ποσοστό των εργαζόμενων τάξεων στην Ελλάδα, που στις συνθήκες της κρίσης και της πόλωσης τροφοδότησε εκλογική και ιδεολογικά την ακροδεξιά. Η αριστερά είτε υποτίμησε αυτές τις τάσεις και την ανάγκη για αντιπαράθεση μαζί τους, είτε επιχείρησε να το κάνει, με τρόπους εξωτερικούς από τις ανάγκες και τις συνθήκες ύπαρξης των λαϊκών στρωμάτων στα οποία απευθύνεται η ακροδεξιά. H αριστερά δεν κατάφερε να αναδείξει ότι η ΧΑ είναι κατ’εξοχήν τμήμα του συστήματος (αποδοχή δανειακής σύμβασης και ΕΕ, συνεργασία με αστυνομία) και άφησε ελεύθερο το πεδίο στη ΧΑ χωρίς να αντιπαρατεθεί στις πρακτικές της που εγκλωβίζουν τμήματα της νεολαίας που νιώθει ιδιαίτερα την πίεση της ανεργίας. Το γεγονός αυτό σηματοδοτεί ότι υπάρχει ένας ισχυρός πυρήνας ψηφοφόρων του νεοναζισμού που θα ενισχυθεί με κρατικές χρηματοδοτήσεις, θα επενδύσει σε δίκτυα και επιχειρήσεις που θα αναπαράγουν τις ιδεολογικές πρακτικές της ΧΑ (εταιρείες security, γυμναστήρια) και θα λειτουργούν ως μηχανισμοί αλληλεγγύης και πελατείας με αποτέλεσμα τη διόγκωση του προβλήματος, όσο και αν ξεφουσκώσει συγκυριακά σε επόμενη εκλογική μάχη. Άλλωστε η ισχυρή και αυτόνομη καταγραφή δυνάμεων της λαϊκής δεξιάς και ακροδεξιάς (από το ΛΑΟΣ, μέχρι την ΧΑ) που ερίζουν για την ιδεολογική εκπροσώπηση των νικητών του εμφυλίου, τελικά (και σε συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης μεταξύ δεξιάς και αριστεράς) θα ενισχύσει παρά θα πλήξει τη ΧΑ.
  7. Είναι επιτακτική σήμερα η οικοδόμηση ενός μετώπου όλων των δυνάμεων της αριστεράς, αλλά ακόμα και αστικοδημοκρατικών δυνάμεων (ΔΗΜΑΡ, οικολόγοι κ.λ.π.), που με συγκεκριμένο και ενιαίο τρόπο και σε πολιτικό επίπεδο, αλλά κυρίως σε επίπεδο εργασιακών χώρων και συνοικιών, να αποκαλύπτει τις θέσεις και το ρόλο της ακροδεξιάς να αντιπαρατίθεται σε αυτές, αλλά και να την αντιμετωπίζει και πρακτικά σε κάθε επίπεδο και με κάθε πρόσφορο μέσο.
  8. Τα εκλογικά αποτελέσματα σε μία πρώτη φάση φαίνεται να μην δίνουν διέξοδο στο αστικό πολιτικό σύστημα, και να οξύνουν τα στοιχεία πολιτικής κρίσης, κάτι που θα εντείνει και την κοινωνικό οικονομική κρίση. Αναμφίβολα αυτό θα συσπειρώσει τα κέντρα εξουσίας του πολιτικού συστήματος σε ποιο αυταρχικές κατευθύνσεις, ενιοποίησης των αστικών πολιτικών δυνάμεων, έντασης του αυταρχικού λόγου και πρακτικής, γιατί δεν υπάρχει σήμερα κάποια εναλλακτική διέξοδος κευνσιανού χαρακτήρα παρά μόνο η ένταση της συνολικότερης επίθεσης στα λαϊκά στρώματα. Στο πλαίσιο αυτό είναι εξαιρετικά πιθανή η επανάληψη, των εκλογών, με ένταση των τρομοκρατικών διλημμάτων. Ωστόσο η γενικότερη συγκυρία είναι τέτοια, που η ρευστότητα θα παραμείνει και θα υπάρξουν σημαντικές δυνατότητες για τις αριστερές αντικαπιταλιστικές τάσεις στο βαθμό που θα αναπτύξουν μία συνεκτική μετωπική πολιτική κυρίως στους κοινωνικούς και εργασιακούς χώρους και θα αναπτύσσουν κοινές πρακτικές και πολιτικές σχέσεις με άλλες δυνάμεις και τάσεις στο εσωτερικό της αριστεράς.
  9. Στη σημερινή συγκυρία υπάρχει πάντα ο κίνδυνος (και οι κινήσεις που γίνονται από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ τον ενισχύουν) να εκτονωθεί η λαϊκή δυσαρέσκεια και αποφασιστικότητα με λογικές «ανάθεσης» της επίλυσης των προβλημάτων σε μια «αριστερή κυβέρνηση» στα πλαίσια της ΕΕ. Κατ’ αρχήν καμιά «αριστερή» κυβέρνηση δεν μπορεί να σταθεί χωρίς να πατά σε ένα ρωμαλέο κίνημα ανατροπής στους χώρους δουλειάς, στη νεολαία, στις γειτονιές, Κατά δεύτερο και σημαντικότερο, η λογική της εξασφάλισης κοινοβουλευτικής στήριξης οδηγεί σε διαρκείς μετατοπίσεις προς τα δεξιά: από τη στάση πληρωμών περάσαμε στην τριετή αναστολή και στο μορατόριουμ, ενώ στα 5 σημεία της κυβερνητικής πρότασης δεν περιλαμβάνεται καν η καταγγελία της δανειακής σύμβασης. Yπό τον παρόντα κοινωνικό συσχετισμό όλες οι μερίδες του κεφαλαίου συνασπίζονται με όλα τα όπλα τους (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ, επιτρόπους, πιέσεις των αγορών κλπ) στο πρόγραμμα επίθεσης ενάντια στους εργαζομένους και αναίρεσης κάθε κοινωνικής κατάκτησης προηγούμενων χρόνων προκειμένου να μεταφερθούν τα βάρη της καπιταλιστικής κρίσης στη πλάτη των λαϊκών στρωμάτων. Η ΕΕ είναι ένας μηχανισμός στην αιχμή του δόρατος για την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και οι συσχετισμοί στο εσωτερικό της δεν αλλάζουν ούτε με την εκλογή σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων. Για να αλλάξει αυτός ο κοινωνικός συσχετισμός απαιτείται το δυνάμωμα και η ταξική ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος, απαιτείται όμως ταυτόχρονα και η ανάπτυξη ενός πλατιού αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής που θα βάλει στην προμετωπίδα του το αναγκαίο σήμερα πρόγραμμα για μια διέξοδο από την κρίση προς όφελος των εργαζομένων, της νεολαίας, των πλατιών λαίκών στρωμάτων (στάση πληρωμών-διαγραφή του χρέους-έξοδο από ΟΝΕ-ρήξη, σύγκρουση και αποδέσμευση από ΕΕ- εθνικοποιήσεις τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο- απαγόρευση των απολύσεων-αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις). Στην γραμμή και την κατεύθυνση αυτή είναι αναγκαίο το λαϊκό κίνημα με τα δικά του όργανα (ταξικά συνδικάτα, λαϊκές συνελεύσεις, επιτροπές καταλήψεων και αγώνα) να οργανωθεί προκειμένου να ανταποκριθεί στα κρίσιμα καθήκοντα. Η υιοθέτηση της πολιτικής που προβάλει ο ΣΥΡΙΖΑ (καταγγελία του μνημονίου μέσα στην ΟΝΕ-δημόσιο έλεγχο αντί για εθνικοποίηση των τραπεζών) είτε θα οδηγήσει στην ενσωμάτωση και στην διαχείριση της ίδιας μνημονιακής πολιτικής αλλάζοντας απλώς πολιτικό προσωπικό (αφού «δεν γίνεται αλλιώς» προκειμένου να παραμείνουμε στο ευρώ, όπως είναι και το σχέδιο Κουβέλη), είτε στη διαφυγή των κεφαλαίων στο εξωτερικό από την πρώτη κόλας μέρα καταγγελίας της δανειακής σύμβασης, αφού οι τράπεζες δεν θα έχουν εθνικοποιηθεί και δεν θα έχουν επιβληθεί μέτρα απαγόρευσης εξαγωγής κεφαλαίων (που έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με την πολιτική της ΕΕ). Η Αριστερά θα χρεωθεί σε αυτή την περίπτωση με ένα κοινωνικό χάος που θα την καθηλώσει για τις επόμενες δεκαετίες. Η καταγγελία της δανειακής σύμβασης ή θα συνδυασθεί με πολιτικές διάσωσης του λαϊκού εισοδήματος που έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με την ΟΝΕ και την πολιτική της ΕΕ (ανάκτηση εθνικού νομίσματος, εθνικοποιήσεις χωρίς αποζημίωση, έλεγχο της αγοράς, επιβολή δασμών, ρήξη με επιταγές απελευθέρωσης του τομέα ενέργειας-μεταφορών-επικοινωνιών, ρήξη με ΚΑΠ, ρήξη με επιβαλλόμενα εμπάργκο κλπ) ή απλά θα είναι ένα σύνθημα χωρίς αντίκρυσμα, καλό για μια σοσιαλδημοκρατία έτοιμη να το ξεπουλήσει στην πρώτη στροφή. Υπό αυτή την έννοια δεν μπορεί να υπάρξει το επόμενο χρονικό διάστημα και ένα κοινό ψηφοδέλτιο της αριστεράς στο οποίο να συμμετάσχει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αφού ούτε είναι δυνατόν να αποκρύψεις την πραγματικότητα, ούτε να αντιμάχονται μεταξύ τους οι συνυποψήφιοι. Ακόμα και αν εκλεγούν με αυτό το ψηφοδέλτιο βουλευτές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τι στάση θα κρατήσουν; Θα ψηφίσουν την καταγγελία της δανειακής σύμβασης, χωρίς να παρθούν τα αναγκαία μέτρα;
  10. Είναι συνεπώς αναγκαίο παρά ποτέ να ανοίξει ένας πλατύς διάλογος μέσα στην αριστερά και μέσα στο μαχητικό κίνημα για το ποια είναι σήμερα η διέξοδος από την κρίση και με ποιον τρόπο και από ποιες δυνάμεις μπορεί να επιβληθεί. Πιστεύουμε ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να προτείνει σε όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς και του μαχόμενου ταξικού κινήματος την λειτουργία πλατιών ενωτικών και δημοκρατικών συνελεύσεων σε κάθε χώρο δουλειάς, νεολαίας, γειτονιάς προκειμένου να οργανωθεί η αναγκαία κοινή δράση, η αλληλεγγύη και ο πλατύς διάλογος. Μ’ αυτό τον τρόπο θα δημιουργηθεί η κρίσιμη μάζα που μπορεί να βάλει φραγμό σε κάθε προσπάθεια επαναφοράς της πολιτικής του μνημονίου απ΄ όπου κι αν προέρχεται. Ήδη άλλωστε προετοιμάζονται και άλλα (πέραν του Κουβέλη, των Οικολόγων, του ΛΑΟΣ) δεκανίκια χρήσιμα για κάθε μνημονιακή συγκυβέρνηση όπως η ενοποίηση των (νέο) φιλελεύθερων δυνάμεων.
  11. Η περίοδος θέτει σημαντικές προκλήσεις και κινδύνους για τις δυνάμεις εκείνες που θέλουν να κινηθούν σε μία αντισυστημική και αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, γιατί και ο αντικειμενικός ιδεολογικός συσχετισμός δυνάμεων αλλά και τα λάθη και οι ανεπάρκειες, των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων, παράγει πιέσεις. Ωστόσο αποτελεί στρατηγικό διακύβευμα η ανεξαρτησία της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς, όχι μόνο σε πολιτικό και οργανωτικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο πολιτικών και ιδεολογικών θέσεων απέναντι στο φιλο ΕΕ ρεύμα και στη στρατηγική του κυβερνητισμού.
  12. Το στοίχημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (παρά τα σοβαρά ελλείμματα του) δε μπορεί να υποταχθεί σε ένα θολό αντιμνημονιακό-φιλοευρωπαϊκό λόγο, αλλά να αξιοποιήσει τις δυνάμεις της για την ανατροπή των συσχετισμών στην κοινωνία και την αριστερά. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να γίνει ούτε μέσα από τον απομονωτισμό τύπου ΚΚΕ (που δεν δικαιώθηκε για τις επιλογές του), αλλά προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση: την απεύθυνση και την κοινή δράση με όλο τον κόσμο της αριστεράς και των κινημάτων, χωρίς αγκυλώσεις. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συνεπώς οφείλει να υποβάλει πρόταση σε όλες τις δυνάμεις που ενστερνίζονται την αναγκαία αντιμνημονιακή, αντι-ΟΝΕ, αντισυνδιαχειριστική κατεύθυνση και πρωτίστως τις δυνάμεις του ΜΑΑ που συγκλίνουν στο μεταβατικό πρόγραμμα εργατικής διεξόδου από τη κρίση έτσι ώστε και να οργανωθεί από κοινού η παρέμβαση, αλλά και να καταγραφεί ενιαία εκλογικά αυτή η αναγκαία πολιτική κατεύθυνση. Σε κάθε περίπτωση η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να παρέμβει στην εκλογική μάχη, προβάλλοντας μία πραγματική εναλλακτική στρατηγική για τα λαϊκά στρώματα απέναντι στις δυνάμεις της ενσωμάτωσης. Το καθήκον είναι δύσκολο και κόντρα στο αυθόρμητο ρεύμα, αλλά είναι το μόνο που μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη και όχι στην υποχώρηση των αγώνων.

    ΑΡΑΣ, 12 Μαίου 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου