Αναδημοσιεύουμε άρθρο από το Αντιγειτονιές
Μια λέξη επανήλθε με ένταση στο καθημερινό μας λεξιλόγιο τους τελευταίους μήνες: πλατεία. Και μάλιστα με αναβαθμισμένο περιεχόμενο που νοηματοδότησαν τα τελευταία γεγονότα από τις 25 Μάη και μετά, αλλά και που είχαν ήδη αναδείξει οι εξεγέρσεις στις αραβικές χώρες και οι αντίστοιχες κινητοποιήσεις στην Ισπανία.
Η αλήθεια είναι ότι στην ιστορία της Αριστεράς και του κινήματος στη χώρα μας, διάφορες πλατείες έχουν συνδεθεί κατά καιρούς με ιστορικά γεγονότα και αγώνες του λαού μας, φυσικά και αυτή του Συντάγματος, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τα Δεκεμβριανά, είτε ακόμα και με την χρήση τους ως χώροι προσυγκεντρώσεων πορειών, εκδηλώσεων και κινητοποιήσεων. Αλλά τον τελευταίο καιρό, μάλλον η έννοια της πλατείας είχε κατά βάση συνδεθεί με εικόνες εξαθλίωσης, αν αυτή αφορούσε το κέντρο της πόλης, τα... τραπεζοκαθίσματά της σε άλλες -περιφερειακές- περιπτώσεις και, ακόμα χειρότερα, με γεγονότα σαν αυτά στον Αγιο Παντελεήμονα.Παρηκμασμένες παρέμεναν, λοιπόν, οι περισσότερες πλατείες, στην Αθήνα τουλάχιστον, σε πλήρη αρμονία με την πλήρη απαξίωση του δημόσιου χώρου και του αστικού τοπίου της υπόλοιπης πόλης που έφτιαξε η αστική τάξη της χώρας. Να, όμως, που οι πλατείες σε ολόκληρη την Ελλάδα επανασυνδέθηκαν με το κίνημα και ανέδειξαν μια σειρά από “ξεχασμένες” λειτουργίες τους ως δημόσιοι και ελεύθεροι χώροι, χώροι συζήτησης, πολιτικοποίησης και αντίστασης, πέρα από αυτό για το οποίο τις προορίζει το καπιταλιστικό σύστημα στις σύγχρονες μητροπόλεις. Χώροι στους οποίους εγγράφεται μαζικά στη μνήμη των ανθρώπων μια συλλογική εμπειρία και μαζί με αυτό αναγνωρίζεται το παράγωγο μιας κοινωνικής αλληλεπίδρασης που είχε χαθεί από τέτοιους χώρους. Χώροι της πόλης που, τελικά, εντάσσονται στη διαδικασία του να τελεστεί κάποια πράξη, να παραχθεί κάποια δράση και όχι χώροι κενοί, αποστειρωμένοι από κάθε κοινωνική αναφορά πέραν αυτής της κατανάλωσης και της εμπορικής χρήσης.
Πέρα από τα πολιτικά συμπεράσματα που βγαίνουν από την κίνηση του κόσμου στις πλατείες, το περιεχόμενο των παρεμβάσεων που έγιναν από κάθε πλευρά, τις λογικές συγκεκριμένων δυνάμεων στο πώς τις αντιμετώπισαν και πώς παρενέβησαν σε αυτές και, φυσικά, την τελική έκβαση της κεντρικής αυτής αναμέτρησης με τις δυνάμεις του συστήματος, στο συγκεκριμένο άρθρο θα αναφερθώ σε συγκεκριμένες πτυχές που έχουν να κάνουν και με μια αντίληψη του δημόσιου χώρου που προκύπτει και την υπεράσπισή του από τη μεριά του κινήματος ως χώρου φυσικής παρουσίας του και ενταγμένου στις διαδικασίες του. Μια αντίληψη η οποία απέδωσε τόσο θετικά με τη διεκδίκηση ενός κεντρικού σημείου λαϊκού μαζέματος και παρέμβασης στον κόσμο που μαζευότανε κάθε βράδυ εκεί, όσο και αρνητικά, όταν κατά τη διάρκεια των απεργιών τέθηκε ως αυτοσκοπός από πολλές δυνάμεις, γεγονός που δημιούργησε συνθήκες πολιτικού αποκλεισμού και συμπόρευσης με τις δυνάμεις της εργασίας.
Η αλλαγή στην αντίληψη του δημόσιου χώρου στις πόλεις είχε ήδη αρχίσει να εμφανίζεται κάποια χρόνια πριν και, πλέον, έχει γίνει φανερή με την έλευση της κρίσης και αφορά την αλλαγή στον τρόπο διαβίωσης που έχει επιφέρει σε μια σειρά από δραστηριότητες που σχετίζονται με τη ζωή στην πόλη: Από τις μετακινήσεις και τις υπαίθριες δραστηριότητες, μέχρι την κατανάλωση και τη διασκέδαση. Κοινός παρανομαστής, μια αναθεώρηση και αναζήτηση αυτού που ονομάζεται “δημόσιο” είτε αυτό αφορά κάποια υπηρεσία (από τα νοσοκομεία, τα ΜΜΜ, τους παιδικούς σταθμούς κ.λπ.) είτε κάποια ατομική ή συλλογική δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα σε τέτοιους χώρους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι περίπου το ίδιο διάστημα που ξεδιπλωνόταν η οικονομική κρίση και η γενικευμένη επίθεση του συστήματος υπό τις εντολές της τρόικας, υπήρχε ήδη στις γειτονιές της Αθήνας μια τάση επανανακάλυψης και χρήσης του δημόσιου χώρου των πλατειών από κομμάτια του πληθυσμού της πόλης, πέρα από τους μόνιμους χρήστες τους, τους μετανάστες, οι οποίοι και τον κρατούσαν ζωντανό ως τα τώρα.
Ενα μέρος της νεολαίας που αδυνατούσε να ανταποκριθεί στο αυξανόμενο κόστος διασκέδασης ήδη δημιουργούσε μια ιδιαίτερη κουλτούρα στις πλατείες, ανάλογα και με τις ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής, ενώ κάποιοι άλλοι, νεολαίοι κυρίως, διάλεγαν να περνάνε τα βράδια τους στις πλατείες συζητώντας στα πλαίσια μιας “εναλλακτικότητας” και μιας νέας αστικής κουλτούρας και, τέλος, αρκετός κόσμος τις χρησιμοποιούσε για να πάρει μια ανάσα, αφού είναι ο μοναδικός ελεύθερος χώρος που έχει απομείνει στις πόλεις.
Παράλληλα, ένα νέο ενδιαφέρον για ζητήματα πόλης έχει αρχίσει να εκδηλώνεται, γεγονός που πιστοποιείται και από την κυκλοφορία νέων περιοδικών με σχετική θεματολογία, που προσπαθούν να προσεγγίσουν παλιές αλλά και νέες αναλύσεις σχετικά με θέματα αστικού χώρου, πολεοδομίας και κριτικής γεωγραφίας. Τα παραπάνω συνέβαλαν, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, ώστε να επαναθεμελιώνεται στη συνείδηση ενός κόσμου η διεκδίκηση των χώρων αυτών ως δικαίωμα και η θεώρησή τους από διάφορα μέσα ως “μόδα”, ουσιαστικά, απλά έκρυβε τις πραγματικές ανάγκες του κόσμου στις πόλεις. Η αντίφαση που παρατηρείται σήμερα είναι ότι ενώ έχουμε τη στροφή του κόσμου προς αυτή την κατεύθυνση, ως αποτέλεσμα της κρίσης, οι δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες αποσυντίθενται και συρρικνώνονται ακόμα παραπέρα, με αποτέλεσμα η τελική ποιότητα της υπηρεσίας να προσφέρεται με χειρότερους όρους απ’ ότι το προηγούμενο διάστημα ή ο δημόσιος χώρος να απαξιώνεται ακόμα παραπάνω. Από την άποψη αυτή, πρωτοβουλίες τύπου ΣΚΑΪ ή ακόμα και πιο ...αυτόνομες, θα έχουν σίγουρα “αναβαθμισμένο” έργο να επιτελέσουν.
Θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε και την ιδιομορφία που έχουν οι πλατείες στην ελληνική πόλη καθώς αυτή αναπτύσσονταν μεταπολεμικά. Ιδιομορφία που σχετίζεται άμεσα με την ποιότητα της αστικής τάξης της χώρας, αλλά και των τοπικών αρχόντων που κατά καιρούς κατείχαν τη σχετική εξουσία να παρεμβαίνουν σε αυτές. Ενας από τους βασικούς άξονες που ακολουθήθηκε για τις πλατείες του κέντρου ήταν αυτός του κυκλοφοριακού κόμβου και του περάσματος. Γι’ αυτό και οι περισσότερες πλατείες του κέντρου της Αθήνας διατηρήθηκαν χωρίς πράσινο, αλλά και χωρίς παγκάκια, ώστε να μη μπορεί κάποιος να καθίσει, να σταθεί στις πλατείες, αλλά ούτε και να χρησιμοποιηθούν από τους άστεγους και τους εξαθλιωμένους των Αθηνών ως καταλύματα τα βράδια, κάτι το οποίο, τελικά βέβαια, δεν κατάφεραν σε αρκετές κεντρικές πλατείες της Αθήνας. Κάθε άλλο, δηλαδή, ώστε να ευνοεί συνθήκες συνάθροισης και να καλλιεργεί τη λογική του δημόσιου χώρου που ανήκει στους πολίτες και χρησιμοποιείται ελεύθερα από αυτούς. Ο άλλος άξονας ήταν αυτός που τις ήθελε ως χώρους εμπορικής χρήσης και εκμετάλλευσης, όπου, στην ουσία, και αυτή η χρήση συντελούσε στην ίδια λογική, ώστε ο χρήστης της πλατείας να ταυτίζεται, τελικά, με τον καταναλωτή, κάνοντας πολύ συγκεκριμένη τη χρήση της πλατείας. Η συγκεκριμένη χρήση περισσότερο λειτούργησε σε περιοχές των προαστίων.
Τις λογικές αυτές κόντραρε ανοιχτά το μάζεμα του κόσμου στην πλατεία Συντάγματος, αλλά και περιφερειακά. Ειδικά για τη πλατεία Συντάγματος, υπάρχει η ιδιαιτερότητα ότι αυτή αποτελεί το “νευραλγικό” κέντρο της πόλης, αλλά και χώρος κατά βάση προβολής της κεντρικής εξουσίας, άρα και των πολιτικών που αυτή προωθεί (ας θυμηθούμε τα τελευταία χρόνια ποιοι φορείς και τι είδους συστημικές και εμπορικές εκδηλώσεις φιλοξένησε η πλατεία Συντάγματος). Ακόμα, αποτελεί το κέντρο πολιτικής και οικονομικής διοίκησης της άρχουσας τάξης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και σε συμβολικό επίπεδο, το παράθυρο προς τη δύση. Οπότε, αποτελεί σημαντικό γεγονός από μόνο του η κατάληψη και χρήση του κεντρικού αυτού σημείου από τον κόσμο και η χρησιμοποίησή του για κινηματικούς σκοπούς, παρότι είχε φανεί από την αρχή ότι το σύστημα δε σκόπευε να το αφήσει αμαχητί και γι’ αυτό το λόγο διατηρούσε μηχανισμούς και ομαδοποιήσεις που εκφράζονταν κυρίως στο “πάνω Σύνταγμα” και που προσπάθησαν -όχι χωρίς βοήθεια από το “κάτω Σύνταγμα- να δημιουργήσουν συνθήκες αποκλεισμού σε συγκεκριμένες -αριστερές- απόψεις.
Με μια έννοια, μια τέτοιου τύπου κεντρική αναμέτρηση, σαν αυτή που ζήσαμε κατά τη διάρκεια της 48ωρης απεργίας, δε θα μπορούσε να έχει καταλληλότερο φόντο από το ίδιο το Σύνταγμα. Γι’ αυτό και ήταν σημαντική για το σύστημα η ανακατάληψη του χώρου, γι’ αυτό και η μανία των δυνάμεων καταστολής να αδειάσουν το χώρο από τους διαδηλωτές και να τον παραδώσουν στην “κανονικότητα”. Από την άλλη, το πείσμα του κόσμου να υπερασπιστεί την πλατεία, εκτός από την πολιτική του σημασία στον αγώνα που έδινε, σίγουρα έκρυβε και μια διάθεση να υπερασπιστεί κάτι δικό του, να υπερασπιστεί το χώρο που είχε κατακτήσει και το δικαίωμά του να βρίσκεται και να διαδηλώνει στο συγκεκριμένο σημείο της πόλης τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Είναι προφανές ότι η αστική τάξη απεχθάνεται αυτή την μη κανονικότητα που επικρατεί μέχρι και σήμερα στο Σύνταγμα, που συνιστά το καθημερινό μάζεμα του κόσμου, οι εκδηλώσεις, οι συζητήσεις, τα δρώμενα. Μέχρι και “αισθητικούς” λόγους επικαλούνται με τις σκηνές που έχουν στηθεί και τα πανό που χαλάνε την τουριστική εικόνα του κέντρου. Λες και η αισθητική της εξουσίας, που αντανακλάται στη ίδια τη δόμηση και συνολική διαμόρφωση της Αθήνας ανά τα χρόνια, μπορεί να προκαλέσει οποιουδήποτε τύπου ...έμπνευση σε οποιονδήποτε, τουρίστα ή μη.
Ο λαός, όμως, πλέον γεμίζει και τους δρόμους και τις πλατείες και εκφράζεται με κάθε τρόπο όταν του δίνεται η δυνατότητα, δημιουργώντας και επιβάλλοντας τη δική του “αισθητική” και προασπίζοντας το δημόσιο χαρακτήρα της πόλης με την ίδια του την παρουσία. Είναι προφανές ότι, εφόσον ο λαός παραμείνει στους δρόμους, θα μιλάει και υπό άλλους όρους για ζητήματα χώρου και ενόσω η κρίση θα πιέζει και θα επαναπροσδιορίζει συνήθειες και συμπεριφορές στην πόλη, η διαμόρφωση συλλογικής στάσης και η από κοινού αντιμετώπιση των προβλημάτων που θα τίθενται θα αποτελέσει ζωτικής σημασίας διέξοδο για το λαό.
Η αλήθεια είναι ότι στην ιστορία της Αριστεράς και του κινήματος στη χώρα μας, διάφορες πλατείες έχουν συνδεθεί κατά καιρούς με ιστορικά γεγονότα και αγώνες του λαού μας, φυσικά και αυτή του Συντάγματος, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τα Δεκεμβριανά, είτε ακόμα και με την χρήση τους ως χώροι προσυγκεντρώσεων πορειών, εκδηλώσεων και κινητοποιήσεων. Αλλά τον τελευταίο καιρό, μάλλον η έννοια της πλατείας είχε κατά βάση συνδεθεί με εικόνες εξαθλίωσης, αν αυτή αφορούσε το κέντρο της πόλης, τα... τραπεζοκαθίσματά της σε άλλες -περιφερειακές- περιπτώσεις και, ακόμα χειρότερα, με γεγονότα σαν αυτά στον Αγιο Παντελεήμονα.Παρηκμασμένες παρέμεναν, λοιπόν, οι περισσότερες πλατείες, στην Αθήνα τουλάχιστον, σε πλήρη αρμονία με την πλήρη απαξίωση του δημόσιου χώρου και του αστικού τοπίου της υπόλοιπης πόλης που έφτιαξε η αστική τάξη της χώρας. Να, όμως, που οι πλατείες σε ολόκληρη την Ελλάδα επανασυνδέθηκαν με το κίνημα και ανέδειξαν μια σειρά από “ξεχασμένες” λειτουργίες τους ως δημόσιοι και ελεύθεροι χώροι, χώροι συζήτησης, πολιτικοποίησης και αντίστασης, πέρα από αυτό για το οποίο τις προορίζει το καπιταλιστικό σύστημα στις σύγχρονες μητροπόλεις. Χώροι στους οποίους εγγράφεται μαζικά στη μνήμη των ανθρώπων μια συλλογική εμπειρία και μαζί με αυτό αναγνωρίζεται το παράγωγο μιας κοινωνικής αλληλεπίδρασης που είχε χαθεί από τέτοιους χώρους. Χώροι της πόλης που, τελικά, εντάσσονται στη διαδικασία του να τελεστεί κάποια πράξη, να παραχθεί κάποια δράση και όχι χώροι κενοί, αποστειρωμένοι από κάθε κοινωνική αναφορά πέραν αυτής της κατανάλωσης και της εμπορικής χρήσης.
Πέρα από τα πολιτικά συμπεράσματα που βγαίνουν από την κίνηση του κόσμου στις πλατείες, το περιεχόμενο των παρεμβάσεων που έγιναν από κάθε πλευρά, τις λογικές συγκεκριμένων δυνάμεων στο πώς τις αντιμετώπισαν και πώς παρενέβησαν σε αυτές και, φυσικά, την τελική έκβαση της κεντρικής αυτής αναμέτρησης με τις δυνάμεις του συστήματος, στο συγκεκριμένο άρθρο θα αναφερθώ σε συγκεκριμένες πτυχές που έχουν να κάνουν και με μια αντίληψη του δημόσιου χώρου που προκύπτει και την υπεράσπισή του από τη μεριά του κινήματος ως χώρου φυσικής παρουσίας του και ενταγμένου στις διαδικασίες του. Μια αντίληψη η οποία απέδωσε τόσο θετικά με τη διεκδίκηση ενός κεντρικού σημείου λαϊκού μαζέματος και παρέμβασης στον κόσμο που μαζευότανε κάθε βράδυ εκεί, όσο και αρνητικά, όταν κατά τη διάρκεια των απεργιών τέθηκε ως αυτοσκοπός από πολλές δυνάμεις, γεγονός που δημιούργησε συνθήκες πολιτικού αποκλεισμού και συμπόρευσης με τις δυνάμεις της εργασίας.
Η αλλαγή στην αντίληψη του δημόσιου χώρου στις πόλεις είχε ήδη αρχίσει να εμφανίζεται κάποια χρόνια πριν και, πλέον, έχει γίνει φανερή με την έλευση της κρίσης και αφορά την αλλαγή στον τρόπο διαβίωσης που έχει επιφέρει σε μια σειρά από δραστηριότητες που σχετίζονται με τη ζωή στην πόλη: Από τις μετακινήσεις και τις υπαίθριες δραστηριότητες, μέχρι την κατανάλωση και τη διασκέδαση. Κοινός παρανομαστής, μια αναθεώρηση και αναζήτηση αυτού που ονομάζεται “δημόσιο” είτε αυτό αφορά κάποια υπηρεσία (από τα νοσοκομεία, τα ΜΜΜ, τους παιδικούς σταθμούς κ.λπ.) είτε κάποια ατομική ή συλλογική δραστηριότητα που λαμβάνει χώρα σε τέτοιους χώρους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι περίπου το ίδιο διάστημα που ξεδιπλωνόταν η οικονομική κρίση και η γενικευμένη επίθεση του συστήματος υπό τις εντολές της τρόικας, υπήρχε ήδη στις γειτονιές της Αθήνας μια τάση επανανακάλυψης και χρήσης του δημόσιου χώρου των πλατειών από κομμάτια του πληθυσμού της πόλης, πέρα από τους μόνιμους χρήστες τους, τους μετανάστες, οι οποίοι και τον κρατούσαν ζωντανό ως τα τώρα.
Ενα μέρος της νεολαίας που αδυνατούσε να ανταποκριθεί στο αυξανόμενο κόστος διασκέδασης ήδη δημιουργούσε μια ιδιαίτερη κουλτούρα στις πλατείες, ανάλογα και με τις ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής, ενώ κάποιοι άλλοι, νεολαίοι κυρίως, διάλεγαν να περνάνε τα βράδια τους στις πλατείες συζητώντας στα πλαίσια μιας “εναλλακτικότητας” και μιας νέας αστικής κουλτούρας και, τέλος, αρκετός κόσμος τις χρησιμοποιούσε για να πάρει μια ανάσα, αφού είναι ο μοναδικός ελεύθερος χώρος που έχει απομείνει στις πόλεις.
Παράλληλα, ένα νέο ενδιαφέρον για ζητήματα πόλης έχει αρχίσει να εκδηλώνεται, γεγονός που πιστοποιείται και από την κυκλοφορία νέων περιοδικών με σχετική θεματολογία, που προσπαθούν να προσεγγίσουν παλιές αλλά και νέες αναλύσεις σχετικά με θέματα αστικού χώρου, πολεοδομίας και κριτικής γεωγραφίας. Τα παραπάνω συνέβαλαν, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, ώστε να επαναθεμελιώνεται στη συνείδηση ενός κόσμου η διεκδίκηση των χώρων αυτών ως δικαίωμα και η θεώρησή τους από διάφορα μέσα ως “μόδα”, ουσιαστικά, απλά έκρυβε τις πραγματικές ανάγκες του κόσμου στις πόλεις. Η αντίφαση που παρατηρείται σήμερα είναι ότι ενώ έχουμε τη στροφή του κόσμου προς αυτή την κατεύθυνση, ως αποτέλεσμα της κρίσης, οι δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες αποσυντίθενται και συρρικνώνονται ακόμα παραπέρα, με αποτέλεσμα η τελική ποιότητα της υπηρεσίας να προσφέρεται με χειρότερους όρους απ’ ότι το προηγούμενο διάστημα ή ο δημόσιος χώρος να απαξιώνεται ακόμα παραπάνω. Από την άποψη αυτή, πρωτοβουλίες τύπου ΣΚΑΪ ή ακόμα και πιο ...αυτόνομες, θα έχουν σίγουρα “αναβαθμισμένο” έργο να επιτελέσουν.
Θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε και την ιδιομορφία που έχουν οι πλατείες στην ελληνική πόλη καθώς αυτή αναπτύσσονταν μεταπολεμικά. Ιδιομορφία που σχετίζεται άμεσα με την ποιότητα της αστικής τάξης της χώρας, αλλά και των τοπικών αρχόντων που κατά καιρούς κατείχαν τη σχετική εξουσία να παρεμβαίνουν σε αυτές. Ενας από τους βασικούς άξονες που ακολουθήθηκε για τις πλατείες του κέντρου ήταν αυτός του κυκλοφοριακού κόμβου και του περάσματος. Γι’ αυτό και οι περισσότερες πλατείες του κέντρου της Αθήνας διατηρήθηκαν χωρίς πράσινο, αλλά και χωρίς παγκάκια, ώστε να μη μπορεί κάποιος να καθίσει, να σταθεί στις πλατείες, αλλά ούτε και να χρησιμοποιηθούν από τους άστεγους και τους εξαθλιωμένους των Αθηνών ως καταλύματα τα βράδια, κάτι το οποίο, τελικά βέβαια, δεν κατάφεραν σε αρκετές κεντρικές πλατείες της Αθήνας. Κάθε άλλο, δηλαδή, ώστε να ευνοεί συνθήκες συνάθροισης και να καλλιεργεί τη λογική του δημόσιου χώρου που ανήκει στους πολίτες και χρησιμοποιείται ελεύθερα από αυτούς. Ο άλλος άξονας ήταν αυτός που τις ήθελε ως χώρους εμπορικής χρήσης και εκμετάλλευσης, όπου, στην ουσία, και αυτή η χρήση συντελούσε στην ίδια λογική, ώστε ο χρήστης της πλατείας να ταυτίζεται, τελικά, με τον καταναλωτή, κάνοντας πολύ συγκεκριμένη τη χρήση της πλατείας. Η συγκεκριμένη χρήση περισσότερο λειτούργησε σε περιοχές των προαστίων.
Τις λογικές αυτές κόντραρε ανοιχτά το μάζεμα του κόσμου στην πλατεία Συντάγματος, αλλά και περιφερειακά. Ειδικά για τη πλατεία Συντάγματος, υπάρχει η ιδιαιτερότητα ότι αυτή αποτελεί το “νευραλγικό” κέντρο της πόλης, αλλά και χώρος κατά βάση προβολής της κεντρικής εξουσίας, άρα και των πολιτικών που αυτή προωθεί (ας θυμηθούμε τα τελευταία χρόνια ποιοι φορείς και τι είδους συστημικές και εμπορικές εκδηλώσεις φιλοξένησε η πλατεία Συντάγματος). Ακόμα, αποτελεί το κέντρο πολιτικής και οικονομικής διοίκησης της άρχουσας τάξης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και σε συμβολικό επίπεδο, το παράθυρο προς τη δύση. Οπότε, αποτελεί σημαντικό γεγονός από μόνο του η κατάληψη και χρήση του κεντρικού αυτού σημείου από τον κόσμο και η χρησιμοποίησή του για κινηματικούς σκοπούς, παρότι είχε φανεί από την αρχή ότι το σύστημα δε σκόπευε να το αφήσει αμαχητί και γι’ αυτό το λόγο διατηρούσε μηχανισμούς και ομαδοποιήσεις που εκφράζονταν κυρίως στο “πάνω Σύνταγμα” και που προσπάθησαν -όχι χωρίς βοήθεια από το “κάτω Σύνταγμα- να δημιουργήσουν συνθήκες αποκλεισμού σε συγκεκριμένες -αριστερές- απόψεις.
Με μια έννοια, μια τέτοιου τύπου κεντρική αναμέτρηση, σαν αυτή που ζήσαμε κατά τη διάρκεια της 48ωρης απεργίας, δε θα μπορούσε να έχει καταλληλότερο φόντο από το ίδιο το Σύνταγμα. Γι’ αυτό και ήταν σημαντική για το σύστημα η ανακατάληψη του χώρου, γι’ αυτό και η μανία των δυνάμεων καταστολής να αδειάσουν το χώρο από τους διαδηλωτές και να τον παραδώσουν στην “κανονικότητα”. Από την άλλη, το πείσμα του κόσμου να υπερασπιστεί την πλατεία, εκτός από την πολιτική του σημασία στον αγώνα που έδινε, σίγουρα έκρυβε και μια διάθεση να υπερασπιστεί κάτι δικό του, να υπερασπιστεί το χώρο που είχε κατακτήσει και το δικαίωμά του να βρίσκεται και να διαδηλώνει στο συγκεκριμένο σημείο της πόλης τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Είναι προφανές ότι η αστική τάξη απεχθάνεται αυτή την μη κανονικότητα που επικρατεί μέχρι και σήμερα στο Σύνταγμα, που συνιστά το καθημερινό μάζεμα του κόσμου, οι εκδηλώσεις, οι συζητήσεις, τα δρώμενα. Μέχρι και “αισθητικούς” λόγους επικαλούνται με τις σκηνές που έχουν στηθεί και τα πανό που χαλάνε την τουριστική εικόνα του κέντρου. Λες και η αισθητική της εξουσίας, που αντανακλάται στη ίδια τη δόμηση και συνολική διαμόρφωση της Αθήνας ανά τα χρόνια, μπορεί να προκαλέσει οποιουδήποτε τύπου ...έμπνευση σε οποιονδήποτε, τουρίστα ή μη.
Ο λαός, όμως, πλέον γεμίζει και τους δρόμους και τις πλατείες και εκφράζεται με κάθε τρόπο όταν του δίνεται η δυνατότητα, δημιουργώντας και επιβάλλοντας τη δική του “αισθητική” και προασπίζοντας το δημόσιο χαρακτήρα της πόλης με την ίδια του την παρουσία. Είναι προφανές ότι, εφόσον ο λαός παραμείνει στους δρόμους, θα μιλάει και υπό άλλους όρους για ζητήματα χώρου και ενόσω η κρίση θα πιέζει και θα επαναπροσδιορίζει συνήθειες και συμπεριφορές στην πόλη, η διαμόρφωση συλλογικής στάσης και η από κοινού αντιμετώπιση των προβλημάτων που θα τίθενται θα αποτελέσει ζωτικής σημασίας διέξοδο για το λαό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου