Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018

Οι επίμονοι άνθρωποι

Ανθρωποι


Κάτι τέτοιες ηλιόλουστες ημέρες, ξυπνάς και λες πως όχι, δεν είναι αλήθεια αυτό που περνάς. Αυτό που χτες βράδυ σε έκανε να ξαγρυπνήσεις. Την ξαγρύπνια αυτήν που δεν γεννά στίχους αλλά σημειώσεις στα κατάστιχα των οφειλών, για να μην καταντήσουν ληξιπρόθεσμες.
Αφού εκείνη η απόφαση των πρώτων χρόνων του αγώνα κατά της υποτέλειας, το «δεν πληρώνω», που πάνω της ακούμπησε για να ανέβει και το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ, πληρώνεται επί των ημερών του ακριβά, με τις προσαυξήσεις και τις υπερημερίες. (Πόσες φορές πια πληρώνεται ένας δρόμος, μου έλεγε ένας από αυτούς που αψήφησαν τότε τα διόδια, θεωρώντας τα παράνομα. Στην Αμερική δεν θα μπορούσαν οι περιπλανώμενοι καλλιτέχνες σαν τον Κέρουακ να κάνουν τα ταξίδια τους.)
Κι όμως με όλη την ξαγρύπνια, με όλη την αγωνία για κάτι που έχει επιβληθεί για να αναιρέσει την πορεία τόσων ανθρώπων, για να κάνει τις ζωές τους πιο φτηνές, ο πρωινός ήλιος φωτίζει τις σκιές, τα μαύρα τετράγωνα της σκέψης, για να σχηματίσει άλλα σχήματα, λιγότερο κανονικά και κανονιστικά.
Μια χαρά που ξεχειλίζει, και γίνεται ακτίνες που διαπερνούν την ομίχλη, το θόλωμα του μυαλού, για το τι και το πώς της επιβίωσης. Για το τι και το πώς της αντίστασης. Για το τι και το πώς μιας πρότασης που θα μαζέψει τα σπαράγματα του νου, της ψυχής, της δράσης τόσων ανθρώπων, επίμονων ανθρώπων, που δεν έχουν παραιτηθεί.
Μια ελπίδα κοφτερή και λαμπερή επιμένει, χωρίς «ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα», χωρίς δηλαδή τις λέξεις εκείνες που μιλούν για να παρηγορήσουν για το τέλος μιας προσπάθειας, για το μετά το ρόδινο τέλος, που ποτέ δεν έρχεται σήμερα, χτες, αύριο, έτσι αυτόκλητο, χωρίς την αγωνία τού τι κάνω και τι δεν κάνω, του πού αναλώνω τη ζωή μου, αν την αναλώνω, αν μπορεί μια ζωή να γίνει εκ νέου, να είναι εσαεί παρανάλωμα.
Του πυρός λέμε δίπλα στο παρανάλωμα, ενώ οι στάχτες θολώνουν την ηλεκτρονική «Διαύγεια» αυτών που κυβερνούν, όσων θα είναι πάντα κρυμμένοι πίσω από την άλλη πλευρά, την αόρατη, της σελήνης, μαζεύοντας τη σκόνη από τα πόδια των ποιητών, για να τους κάνουν καθώς πρέπει επικήδειους.
Λελογισμένα τεθλιμμένοι, για την απώλεια που ευτυχώς ήρθε νωρίς, αφού, τι κρίμα, «οι καλοί πεθαίνουν νέοι».
Ενοχλημένοι που οι άλλοι, όσοι δεν είναι νέοι πια, επιμένουν να μιλούν, να αφουγκράζονται, να μην τους φτάνει η ελεημοσύνη, η φιλανθρωπία αυτών, των ευγενών, που δεν τους λένε πόσο τους περιφρονούν, πόσο πίσω τούς έχει αφήσει το πλοίο τους «Η Ανάπτυξη».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου