Η εισήγηση του Δημήτρη Σαραφιανού στην εκδήλωση του ΚΟΜΜΟΝ που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 25 Μαΐου 2015.
Βρισκόμαστε
σε μια περίοδο όπου το ερώτημα ρήξη ή υποταγή είναι εξαιρετικά
επίκαιρο. Η κυβέρνηση ετοιμάζεται να υπογράψει μια συμφωνία που θα έχει
ως περιεχόμενο πολλά από τα μέτρα που προβλέπονταν και στο μέιλ
Χαρδούβελη με ευρύτερο χρονικό ορίζοντα (κατάργηση πρόωρων
συνταξιοδοτήσεων, ενοποίηση ταμείων, μείωση επικουρικών συντάξεων από το
2017, αύξηση ΦΠΑ), σε συνδυασμό με τη διατήρηση του ΕΝΦΙΑ, την
επικύρωση των ιδιωτικοποιήσεων και με ερώτημα για το μέγεθος των
αναδιαρθρώσεων στον εργασιακό τομέα.
Παρά
τις εμφανιζόμενες αντιθέσεις μεταξύ των θεσμών της τρόϊκα (όπου το ΔΝΤ
εμφανίζεται πιο σκληρό σε θέματα προσαρμογής στις νεοφιλελεύθερες
πολιτικές), η πραγματικότητα βέβαια είναι ότι η νεοφιλελεύθερη
προσαρμογή αποτελεί πλέον «συνταγματική» επιταγή της ΕΕ. Το σύμφωνο για
την προστασία του ευρώ περιέχει συγκεκριμένες ρήτρες έτσι ώστε να
επιτευχθεί μείωση μισθών, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων,
ιδιωτικοποιήσεις και κατεδάφιση κοινωνικής ασφάλισης, ενώ η ΕΚΤ και το
ΔΝΤ αποκτούν θεσμικό ρόλο καθώς ελέγχουν την βιωσιμότητα των
προγραμμάτων που θα εισάγονται στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας
(ESM) και δανειοδοτούνται από αυτόν. Η πολιτική του ΔΝΤ αναγνωρίζεται
από το σύμφωνο για το ευρώ ως υπόδειγμα που πρέπει να ακολουθηθεί από
όλες τις χώρες, ενώ το μοντέλο της Ελλάδας (Μνημόνιο-Δανειακή Σύμβαση με
σταδιακή χρηματοδότηση εφόσον επιτυγχάνονται οι προβλεπόμενοι στόχοι
και εφόσον εφαρμόζονται τα συμφωνημένα μέτρα) επεκτείνεται για κάθε χώρα
που θα χρηματοδοτηθεί βάσει του ESM. Σε κάθε όμως περίπτωση –ακόμα και
για τις χώρες που δεν εντάσσονται στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας-
το Σύμφωνο για το Ευρώ προβλέπει ότι προκειμένου να τηρηθούν οι όροι
της μείωσης των ελλειμμάτων τα μέτρα οικονομικής πολιτικής κάθε χώρας θα
ελέγχονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι διαδικασίες δηλαδή που προέβλεπε η
Συνθήκη της Λισσαβώνας μόνο για τις χώρες που έχουν εισαχθεί στην
διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος επεκτείνονται σε όλες τις χώρες
της Ευρωζώνης (πλέον των 6 χωρών που συνυπογράφουν το Σύμφωνο
–Βουλγαρία,Δανία,Λετονία,Λιθουανία,Πολωνία,Ρουμανία) προκειμένου ο
έλεγχος αλλά και η διαδικασία επιβολής κυρώσεων κατά των χωρών που δεν
θα επιτυγχάνουν δημοσιονομική πειθαρχία και χρηματοπιστωτική σταθερότητα
να ξεκινούν από πολύ νωρίτερο στάδιο. Η απαξίωση των μισθών
καθιερώνεται ως βασικός κανόνας αφού παραβίαση της ανταγωνιστικότητας
θεωρείται όχι μόνο η αύξηση των μισθών πάνω από την αύξηση της
παραγωγικότητας, αλλά και συγκρινόμενη ανά κλάδο με τους εμπορικούς
ανταγωνιστές της ΕΕ. Δεν είναι λάθος συνεπώς να διαπιστώσουμε ότι η
Ευρώπη περνά από το σύνδρομο του «Πολωνού υδραυλικού» (Σύμφωνο
Μπόλκενστάιν) στην κινεζοποίηση των μισθών: προς το σκοπό αυτό τίθενται
ρητά στο στόχαστρο, οι μηχανισμοί ΑΤΑ (όπου έχουν διατηρηθεί), οι
συλλογικές συμβάσεις εργασίας (προκειμένου να μειωθεί ο βαθμός
διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων), οι μισθοί του δημοσίου τομέα
(καθώς θεωρείται ότι πιέζουν προς τα πάνω τους μισθούς του ιδιωτικού
τομέα), τα λεγόμενα κλειστά επαγγέλματα αλλά και το εκπαιδευτικό
σύστημα, προκειμένου να αποδωθούν περισσότεροι κλάδοι στην ασυδοσία του
μεγάλου κεφαλαίου, ενώ ως ιδιαιτεροι στόχοι εισάγονται η ευελιξία της
εργασίας και η δια βίου μάθηση, προκειμένου να αναδιαρθρωθούν οι
δεξιότητες του συλλογικού εργάτη και κατοχυρωθεί πανευρωπαϊκά το μοντέλο
του απασχολήσιμου εργαζόμενου, η βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων,
προκειμένου να αυξηθεί το όριο συνταξιοδότησης με βάση το προσδόκιμο
ζωής και να περιορισθούν οι περιπτώσεις πρόωρης συνταξιοδότησης. Εν
γένει με το Σύμφωνο για το Ευρώ ανενδοίαστα παραβιάζεται η Συνθήκη της
Λισσαβώνας αφού η ΕΕ καθίσταται αποφασιστικό όργανο για μια σειρά τομέων
άσκησης πολιτικής (εισοδηματική, κοινωνική ασφάλιση, εκπαίδευση κλπ)
που δεν εμπίπτουν στον κύκλο των συνταγματικών αρμοδιοτήτων της.
Ταυτόχρονα
αποδεικνύεται ολοένα και ταχύτερα μέσω της οικονομικής ασφυξίας και της
αύξησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων ότι ακόμα και η διατήρηση των
μνημονιακών μέτρων (πόσο μάλλον η επέκτασή τους) αναπαράγει το φαύλο
κύκλο του υφεσιακού σπιράλ. Ο συνδυασμός της εξυπηρέτησης του χρέους,
που οδηγεί σε μείωση των δημοσίων επενδύσεων, με τη μείωση της ζήτησης
λόγω μείωσης των αμοιβών εργασίας και αύξησης της φορολογίας, αλλά και
με τη διατήρηση των τραπεζών υπό ιδιωτικό έλεγχο που οδηγεί σε ασφυκτικό
περιορισμό στις χορηγήσεις δανείων διαμορφώνει αντικειμενικά ένα
εκρηκτικό υφεσιακό πεδίο. Δεν φταίει λοιπόν πρώτα και κύρια η διαδικασία
της διαπραγμάτευσης για την κατάσταση της οικονομίας, η οποία θα
συνεχίσει να κυμαίνεται στον αστερισμό της ύφεσης και μετά το πέρας της.
Η μόνη
βιώσιμη κατεύθυνση εξόδου από την κρίση για τους εργαζόμενους και τα
πληττόμενα λαϊκά στρώματα περνάει μέσα από την γραμμή της ρήξης με την
επιβολή ενός μεταβατικού προγράμματος που ως άξονες θα έχει
- τη στάση πληρωμών και τη μη αναγνώριση του χρέους
- Την έξοδο από την Ευρωζώνη και την αποκατάσταση εθνικής νομισματική πολιτικής και την υποτίμηση του νέου νομίσματος
- την μείωση του ιδιωτικού χρέους νοικοκυριών και επιχειρήσεων με κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια
- την εθνικοποίηση του πιστωτικού συστήματος και τη λειτουργία στο σύνολο του υπό ένα και μόνο δημόσιο πιστωτικό ίδρυμα. Την υιοθέτηση μίας επεκτατικής νομισματικής πολιτικής με την αύξηση του όγκου κυκλοφορίας του χρήματος
- την εθνικοποίηση των μεγάλων παραγωγικών μονάδων και τη λειτουργία τους κάτω από συλλογικό δημοκρατικό κοινωνικό σχεδιασμό. Την λειτουργία υπό κρατικό έλεγχο και λειτουργία των τομέων της ενέργειας, ύδρευσης, μεταφορών, τηλεπικοινωνιών, κατασκευής βασικών υποδομών (οδικών αξόνων, αεροδρομίων, λιμένων).
- τον αναπροσανατολισμό της κοινωνικο-οικονομικής δραστηριότητας με έμφαση στη μείωση της κατανάλωσης πολυτελών ειδών και στην αύξηση των κοινωνικών δαπανών, για την κάλυψη ενός συνόλου υλικών και άυλων (πολιτιστικών, ηθικών κ.λ.π.) αναγκών των λαϊκών τάξεων
- την ενίσχυση οικονομικών κλάδων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας και τεχνολογικής καινοτομίας, καθώς και τομέων ήπιας ανάπτυξης όπου μπορούν να αναπτυχθούν συγκριτικά πλεονεκτήματα όπως είναι τομείς της αγροτικής παραγωγής, της ήπιας μορφής τουρισμού κ.λ.π. Η ενίσχυση αυτών των οικονομικών κλάδων βάσει ενός σημαντικού προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, πρέπει ταυτόχρονα να συνδυάζεται με μία διαδικασία ήπιας αποανάπτυξης ειδικά σε τομείς που οδηγούν σε περιβαλλοντική υποβάθμιση ή συνδέονται με την παρασιτική κατανάλωση.
- την επιβολή ελέγχου στις κινήσεις κεφαλαίου και φορολογίας στις κινήσεις κεφαλαίου που αφορούν στο χρηματιστικό τομέα
- την επιβολή ελέγχων στις τιμές των προϊόντων, αλλά και δασμών στα είδη πολυτελείας ή σε προϊόντα τα οποία παράγονται και μπορούν να παραχθούν με συγκριτικά πλεονεκτήματα κόστους ή και διαφοροποίησης στην Ελλάδα.
- τη δραστική φορολόγηση του κεφαλαίου και των εύπορων εισοδηματικά στρωμάτων και την περιστολή της φοροδιαφυγής και της εισφοροαποφυγής, τη φορολόγηση των ειδών πολυτελείας.
- τον ενεργειακό αναπροσανατολισμό, α) με τη στροφή σε άλλες ενεργειακές αγορές πετρελαίου β) με τον καθορισμό στόχων για τη μείωση της συνεισφοράς του πετρελαίου στο ενεργειακό ισοζύγιο γ) με τη έμφαση σε άλλες πηγές ενέργειας όπως σε μία πρώτη φάση είναι ο λιγνίτης αλλά και εναλλακτικές πηγές ενέργειας
- την αύξηση των μισθών και των κοινωνικών παροχών για τις εργαζόμενες τάξεις, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα ως βασικού μοχλού στην αναδιανομή του εισοδήματος
- την μείωση του χρόνου εργασίας
- την ενίσχυση δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης
Πρόκειται
για ένα πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα το οποίο, δεν μπορεί να
εφαρμοστεί, χωρίς την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από ένα
ριζοσπαστικό κοινωνικο-πολιτικό μπλοκ, δυνάμεων, αλλά και τομέων
πραγματικής εξουσίας στο εσωτερικό του κράτους και του πολιτικού
συστήματος. Ενα τέτοιο πολιτικό μπλοκ δεν μπορεί να ανέλθει στην
κυβέρνηση και πολύ περισσότερο να διατηρηθεί σε αυτή και να επιβάλλει
αυτό το πρόγραμμα χωρίς την ένταση και ριζοσπαστικοποίηση των ταξικών
αγώνων, και την παραγωγή μετασχηματισμών στο εσωτερικό του κράτους (την
υιοθέτηση της απλής αναλογικής, την διαμόρφωση νέων θεσμών πολιτικής,
νέων διαδικασιών οικονομικής διαχείρισης, νέων θεσμών αυτοδιοίκησης
κ.λ.π.). Αυτό το πολιτικό πρόγραμμα και η διαδικασία υλοποίησης του θα
συναντήσει ισχυρότατες αντιστάσεις. Από την αστική τάξη και τα ανώτερα
μικροαστικά στρώματα στην Ελλάδα, τις τάξεις στηρίγματά τους, από τους
ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς.
Δεν
πρόκειται δηλαδή ένα τέτοιο πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα να
αποκαταστήσει τους ρυθμούς αύξησης της κατανάλωσης της περιόδου του
χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού, ούτε αποτελεί ένα μεταβατικό στάδιο
σε μία πορεία αστικού εκσυγχρονισμού και ανασυγκρότησης της παραγωγικής
βάσης της ελληνικής οικονομίας. Η εφαρμογή ενός τέτοιου οικονομικού
πολιτικού προγράμματος έχει σαφείς αντικαπιταλιστικούς προσδιορισμούς
και αποτελεί ένα σημαντικό βήμα μετάβασης προς μία νέα εξουσία, και με
τάσεις σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.
Από
τον κυρίαρχο ιδεολογικοπολιτικό λόγο υπερτονίζονται οι συνέπειες μίας
εξόδου από το ευρώ και την ευρωζώνη για να ενταθεί η ιδεολογική πίεση
προς τα εργαζόμενα στρώματα ώστε να εμφανιστεί και να καταστεί
αναπόφευκτη, η πολιτική διεξόδου από την κρίση δια της εσωτερικής
υποτίμησης – εξαθλίωσης. Από υπάρχουσες μελέτες προκύπτει ότι τυχόν
υποτίμηση του νομίσματος κατά 37,2% ως 42,4%, δηλ. περίπου στην τάξη που
απαιτούν οι δυσμενέστερες εκτιμήσεις, η επίπτωση στον πληθωρισμό
εκτιμάται 5,31% ως 9,29% το πρώτο και 1,59% ως 5,96% το δεύτερο έτος από
την υποτίμηση.
Με τις
παραπάνω εκτιμήσεις η μείωση της αγοραστικής δύναμης από την υποτίμηση
εμφανίζεται αρκετά περιορισμένη και θα μπορούσε να έχει ακόμα μικρότερες
επιπτώσεις αν η υποτίμηση συνδυαστεί με
- τον έλεγχο των περιθωρίων κέρδους των μεγάλων δικτύων διανομής των εμπορευμάτων και την υποστήριξη δικτύων άμεσης διάθεσης προϊόντων από τοπικούς παραγωγούς
- τον σαφή έλεγχο του ολιγοπωλιακού και κεντρικοποιημένου συστημάτος εμπορίας προϊόντων, ακόμα και με την εθνικοποίηση ορισμένων τέτοιων δικτύων
Σε
κάθε όμως περίπτωση δεν αρκεί μόνο η έξοδος από το ευρώ για να παραχθεί
διέξοδος από την κρίση εις όφελος των λαϊκών στρωμάτων. Αντίθετα χωρίς
ολοκληρωμένες κοινωνικές και πολιτικές παρεμβάσεις που να ανατρέπουν το
υπαρκτό κοινωνικό καθεστώς συσσώρευσης, πιθανόν τα αποτελέσματα να είναι
και αντίστροφα (ιδίως βέβαια αν η διαχείριση της τυχόν εξόδου από το
ευρώ παραμείνει στα χέρια των ευρωλατρών). Και πάλι όμως τυχόν
κατάρρευση της ΟΝΕ θα αποτελέσει ένα συντριπτικό πλήγμα στο τρόπο
συγκρότησης του συνασπισμού εξουσίας. Την προοπτική αυτή απεύχονται οι
κυρίαρχες τάξεις. Γι’αυτό και επιχειρούν να την αποφύγουν μέσω
μηχανισμών στήριξης που μεταφέρουν ακόμα περισσότερο την πίεση προς τα
λαϊκά στρώματα. Παρότι σήμερα η προοπτική αυτή τρομάζει τις κυρίαρχες
τάξεις, τα λαϊκά στρώματα δεν θα έχουν παρά να επιχαίρουν: το
ξεδόντιασμα της ΕΕ από σημαντικά εργαλεία επιβολής των συμφερόντων του
κεφαλαίου και ο κλυδωνισμός του συνασπισμού εξουσίας θα κλυδωνίσουν και
την ΕΕ την ίδια. Είναι σίγουρο ότι σε μια τέτοια περίπτωση η ταξική πάλη
θα ενταθεί και το αποτέλεσμα της θα εξαρτηθεί και πάλι από τις
αντιστάσεις και τις διεκδικήσεις των δυνάμεων της εργασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου