Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

Η φανταστική και η πραγματική ανάπλαση του Rethink Athens

Από εδώ

Η φανταστική και η πραγματική ανάπλαση του Rethink Athens
Ένα πρόσφατο ανοιξιάτικο βράδυ, με αρκετή ψύχρα, περίμενα το τρόλεϊ στη στάση πανεπιστήμιο, παρέα με διάφορους κουρασμένους που δεν έβλεπαν την ώρα να πάνε σπίτι τους. Ήταν αργά για καθημερινή, κοντά στις 12. Ο δρόμος ήταν άδειος, μόνο μερικά αυτοκίνητα, και ο κόσμος που περίμενε. Ήταν εντελώς ησυχία. Απέναντι, στη στοά έξω από μία τράπεζα, κοιμόταν μια ηλικιωμένη γυναίκα ρομά και παράλληλα μία άλλη κοπέλα φαινόταν ότι πηγαίνει προς το ΑΤΜ. Μέσα σε ένα λεπτό κατάλαβα ότι η κοπέλα ήταν ασφαλίτισσα αφού στο σημείο ήρθαν στα καπάκια 3 μηχανές δίας και ένα περιπολικό. Σύνολο 6 άτομα οπλισμένα. Γιατί; Για να διώξουν την κοιμισμένη γυναίκα από το πεζοδρόμιο. Πρέπει να την τραβολογούσαν πάνω από ένα τέταρτο για να καταφέρουν να τη σηκώσουν, ενώ αυτή φώναζε ότι δεν ήθελε. Η ασφαλίτισσα είχε τη φαεινή ιδέα να της πάρει τα πράγματα και να τα βάλει στο περιπολικό, αναγκάζοντάς την να μπει κι αυτή μέσα. Κι ύστερα εξαφανίστηκαν όλοι προς την ομόνοια, έτσι απλά. 
Παρακολουθούσα κάπως σαστισμένη κι έψαχνα στους διπλανούς μου ένα βλέμμα αγανάκτησης γι’ αυτό που συνέβαινε. Δεν μπορεί να μη θυμώνει κανείς, δεν μπορεί να μη βρίσκει υπερβολική όλη αυτή τη βία για το τίποτα. Οι μόνοι που συμμερίστηκαν τις χριστοπαναγίες μου ήταν κάτι πιτσιρικάδες λυκείου, και οι τρεις μελαμψοί και αλητεία. Η απάθεια των υπολοίπων έκανε τον αέρα ακόμα πιο κρύο.

Έχουν γραφτεί πολλά για την ανάπλαση του κέντρου. Τα περισσότερα προέρχονται από τη συμμαχία κράτους-ιδρύματος ωνάση-αρχιτεκτονικής. Τα περισσότερα παρουσιάζουν την Αθήνα σαν μια πόλη που έχει καταληφθεί από «αλλότριες δυνάμεις», όπως σκοτεινά και αόριστα τις ονομάζουν. Δηλαδή από τους γνωστούς ανεπιθύμητους της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, τους λούμπεν και τους περιθωριακούς, αυτούς που πρώτοι καθρεφτίζουν κάτω από σκληρό φως την κρίση στα σώματά τους, στον τρόπο που ζουν και πεθαίνουν. Τους ασθενείς που διασπείρουν τον ιό της υποβάθμισης στους δρόμους, στα μαγαζιά, στα σπίτια και πάνω απ’ όλα στο υπόλοιπο καλοπερασμένο, δήθεν υγιές και μέχρι το μεδούλι μικροαστικό κοινωνικό σώμα. Τα βλέμματα των λευκών περαστικών το δείχνουν ξεκάθαρα. Σιχαίνονται τη βρωμιά, σιχαίνονται τους βρώμικους, τους σκούρους, τους αστέγους, τους θολωμένους. Και φοβούνται. Γι’ αυτό αρέσκονται στο να ονειρεύονται καθαρά πεζοδρόμια, σαφώς ορισμένες χρήσεις, τυποποίηση και έλεγχο, να ονειρεύονται καινούργια ρούχα και νέες δυνατότητες κατανάλωσης ωραίων πραγμάτων, ανθρώπων, ατμόσφαιρας.
Όσοι ζούμε χρόνια στο κέντρο, εκτιμάμε την πλευρά που από ανάγκη ή και επιλογή φτιάχνει τον άλλο κόσμο. Τον κόσμο του τυχαίου και ταυτόχρονα σκληρά χαραγμένου, του ζωντανού που φθείρεται, της χρήσης και της βρωμιάς, της σύγκρουσης, της σύνθεσης και της καταστροφής. Αυτό που κάνει την Αθήνα ταυτόχρονα ξεχωριστή και ανυπόφορη. Γιατί, όπως η ζωή, έτσι και η πόλη που την περιέχει, έρχεται πακέτο με τις αντιφάσεις της. Όσο κι αν προσπαθεί κανείς να διαχωρίσει τους δύο κόσμους, να διαχωρίσει την Ομόνοια από το Σύνταγμα, ή να ταΐσει τον ένα πόλο στον άλλο, βρίσκεται πάντα στη δυσάρεστη θέση να συνειδητοποιεί ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο σε βάθος χρόνου. Η φθορά επανέρχεται, σαπίζοντας το εσωτερικό, φτάνει μέχρι το αστραφτερό περίβλημα, το λεκιάζει και το κατατρώει. Και πάλι από την αρχή.
Την τελευταία πενταετία, το «πολύπαθο» κέντρο της Αθήνας έχει παρακμάσει όντως. Όχι όμως, λόγω της παρουσίας των «μη επιθυμητών» κοινωνικών ομάδων, ούτε εξαιτίας της «πολιτικής αμφισβήτησης», που αναγνωρίζεται σαν ακόμα ένα πρόβλημα σύμφωνα με τους ιδεολογικούς συντελεστές της ανάπλασης. Αυτό που λείπει πια από τους δρόμους είναι η ζωντάνια. Η πεζοδρόμηση της νεκρής Πανεπιστημίου δε θα έρθει να λύσει κάποιο πρόβλημα που δεν έχει προλάβει να τακτοποιήσει η δημόσια τάξη. Κάθε πράγμα βρίσκεται ήδη στη θέση του. Αθέατες μαφιόζικες μπίζνες, κτηματομεσιτικές και όχι μόνο[1], φασίστες, μπάτσοι -πεζοί, σε δίτροχα, τετράτροχα και κλούβες-, οπλισμένοι έλεγχοι στην άσφαλτο και στα πεζοδρόμια, περιφρούρηση της σιωπής, του φόβου και της γενικευμένης κατάθλιψης. Πέρα από τον καταναλωτικό παροξυσμό του σαββατόβραδου, κανείς να μην βγαίνει τις καθημερινές, κανείς να μην πίνει παραπάνω, κανείς να μην κινείται ύποπτα, κανείς να μη μοιάζει ύποπτος. Και όπου αυτό γίνεται, να είναι ελεγχόμενο και προβλέψιμο.
Οι αρχιτέκτονες μαρκετίστες του όλου σχεδίου ήξεραν τι έκαναν, όταν εξ’ αρχής έβαλαν στο επίκεντρο την ακραία πρόταση της πεζοδρόμησης του πιο κεντρικού οδικού άξονα της Αθήνας. Όλα τα βλέμματα στράφηκαν προς τα εκεί, προς το μήλο της πανεπιστημίου, δημιουργώντας μια διαμάχη για το αν η πεζοδρόμηση είναι σωστή ή όχι. Μαζί με την ιδεολογική κατήχηση από τα μμε, για την αναβάθμιση, τον ευρωπαϊκό αέρα που θα φέρει μια τέτοια κίνηση, για την επιστροφή της κατανάλωσης και των κατοίκων του κέντρου, για τα χίλια μεταφυσικά καλά που θα σηματοδοτήσει ένας κωλοπεζόδρομος και μερικά δέντρα, πέρασε στην αφάνεια ότι ένα άλλο φρούτο, το τσαμπί του κέντρου είχε ήδη ωριμάσει[2] και ξεκίνησε να καταναλώνεται. Το Γεράνι και το Μεταξουργείο πουλήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές[3], η πλατεία Καρύτση και οι γύρω δρόμοι μέχρι την Ερμού γεμίσανε με μπαρ για τους κατοίκους των προαστίων που την είδανε downtown, το ίδιο και τα Εξάρχεια -με πιο συριζαίικο target group-, η Βικτώρια έχασε βίαια τη Βίλα Αμαλίας και γέμισε τραπεζάκια, η Σκαραμαγκά στην Πατησίων εκκενώθηκε, οι μικροπωλητές μεταφέρθηκαν από τα πεζοδρόμια στα τμήματα και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, η Τοσίτσα άδειασε από τοξικοεξαρτημένους και περιμένει να την περπατήσουν οι καλοκαιρινοί τουρίστες. Ο Ξένιος Δίας και η Θέτιδα έκαναν το θαύμα τους και συνεχίζουν. Και η περιβόητη ενοποίηση αρχαιολογικών χώρων έγινε στην πραγματικότητα ενοποίηση χώρων διασκέδασης και ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Από αυτήν την άποψη, η ανάπλαση έχει πετύχει.
Έχει πετύχει όμως κι από μία άλλη άποψη. Από την πλευρά της ιδεολογικής κληρονομιάς[4] που βοήθησε να δημιουργηθεί. Την πεποίθηση ότι όλοι είναι πάνω απ’ όλα έλληνες πολίτες, ότι οι έλληνες πολίτες πρέπει να είναι περήφανοι για το κέντρο της πρωτεύουσας, περήφανοι για το μικροαστισμό, το ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία που κουβαλάνε. Ότι έτσι, καθένας έχει δικαίωμα να μιλάει για τις λύσεις των προβλημάτων κέντρου, σαν να είναι λύσεις των δικών του προσωπικών προβλημάτων, ακόμα κι αν μένει στην άνω κωλοπετινίτσα. Ότι το κράτος μπορεί να κατασκευάζει τα προβλήματα οποτεδήποτε χρειάζεται συγκεκριμένες αντανακλαστικές απαντήσεις, να τις προωθεί ξεδιάντροπα μέσα από τα μίντια, για να τις ακούσει τελικά, δήθεν αυθόρμητα, από τα στόματα των υπηκόων του. Ότι οι αστραφτερές βιτρίνες μπορούν να κρύβουν πολύ καλά τη βίαιη εκμετάλλευση της εργασίας, για όσους κοιτούν απ’ έξω –καμιά φορά και για τους από μέσα.
Όλα τα παραπάνω, και ακόμα περισσότερα που έχουν ήδη γραφτεί -αλλά δε θα αναφέρουμε εδώ, ψάξτε τις παραπομπές-, διαμορφώνουν μια κατάσταση οπισθοχώρησης, ίσως και εγκατάλειψης εκ νέου του κέντρου, από όσους και όσες το ζούν καθημερινά, οι οποίοι σταδιακά αρχίζουν να χάνουν τους λόγους για τους οποίους επιλέγουν να κατοικούν εδώ. Το αν θα απαγορευτούν οι αφισοκολλήσεις και οι πορείες, το αν θα φτιαχτεί ένα άχρηστο τραμ πάνω από το υπάρχον μετρό και αν τελικά θα πλακοστρωθεί ολόκληρη η Πανεπιστημίου και η Πατησίων μέχρι το μουσείο, θα αποτελέσει σίγουρα μια ποιοτική διαφορά, ένα παραπάνω βήμα, μάλλον χωρίς επιστροφή. Στην ουσία όμως θα είναι το επιστέγασμα σε μια συγκυρία δουλεμένη καιρό, έτοιμη πλέον να το επιτρέψει χωρίς ερωτήματα, πόσο μάλλον αντιδράσεις. Ως γνωστόν, οι ταφόπλακες μπαίνουν σε ότι είναι ήδη νεκρό. Να θυμίσουμε το πανεπιστημιακό άσυλο ή θα μας πείτε κακούς;

Υ.γ.  Άραγε όλοι αυτοί οι ευαίσθητοι αριστερούληδες αρχιτέκτονες που συμμετείχαν στο αρχικό ερευνητικό του ΥΠΕΚΑ για λίγα ευρώ και που τώρα διαφημίζουν το rethink σε εφημερίδες και τηλεοράσεις, πώς θα ένοιωθαν εκείνη τη νύχτα μπροστά στην άστεγη γυναίκα που τραβολογούσαν οι μπάτσοι; Θα μπορούσαν να καταλάβουν την ευθύνη τους γι’ αυτό που συνέβαινε ή μήπως η ιδεολογική ανάπλαση τους έχει κάνει και τα δικά τους μυαλά ίσιωμα;



[1] Για μια προσέγγιση σχετικά με τα κτηματομεσιτικά αλλά και χρηματιστηριακά παιχνίδια που παίζονται στο κέντρο, βλ. περιοδικό Sarajevo, τεύχος 64, κείμενο με τίτλο «η δυστυχία του πολεοδόμου». http://www.sarajevomag.gr/entipa/teuhos_64/i64_p23_poleod.html
[2] Η γνωστή θεωρία του ώριμου φρούτου, στις πολεοδομικές αναπλάσεις περιγράφει τη διαδικασία υποβάθμισης και υποτίμησης μιας περιοχής με στόχο να αγοραστούν οι ιδιοκτησίες σε τιμές κάτω του κόστους. Μετά την ανάπλαση οι τιμές εκτοξεύονται παράγοντας υψηλά κέρδη στους νέους ιδιοκτήτες επιχειρηματίες.
[3] Ενδεικτικό του ότι πιθανότατα αυτή η διαδικασία έχει ολοκληρωθεί, είναι ότι φέτος αφαιρέθηκαν από τις φορολογικές δηλώσεις οι κωδικοί φοροελαφρύνσεων για όσους ανακαινίζουν κτίρια στο Γεράνι και το Μεταξουργείο συγκεκριμένα. Φανταζόμαστε ότι κάτι θα είχε πάρει από πριν, το αυτάκι του Ιάσωνα Τσάκωνα και των λοιπών «επιχειρηματιών» που δραστηριοποιούνται στις εν λόγω περιοχές. Για περισσότερα: http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=27686&subid=2&pubid=113224821
[4] Για την ανάλυση αυτής της άποψης αλλά και για τεκμηριωμένα επιχειρήματα αντίθετα με την ανάπλαση, βλ. την μπροσούρα του αυτοδιαχειριζόμενου στεκιού αρχιτεκτονικής με τίτλο: «ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός rethink Athens + η ιδεολογική/συμβολική σημασία του αθηναϊκού κέντρου», stekiar@yahoo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου