Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Το κίνημα και ο νόμος ή περί της νομιμότητας του κινήματος

Του Δ. Μπελαντή από το RedNoteBook. Δεν πυροβολούμε ένα κουνούπι, αλλά και δεν χρησιμοποιούμε εντομοκτόνο κατά ενός ελέφαντα.


«Όταν το άδικο γίνεται νόμος, η αντίσταση γίνεται καθήκον»
Σύνθημα του γερμανικού αυτόνομου κινήματος στην δεκαετία του 1980


Εδώ και αρκετές δεκαετίες, έχει επικρατήσει πλειοψηφικά η αντίληψη τόσο στην ελληνική όσο και στην ευρωπαϊκή Αριστερά ότι η δημοκρατική νομιμότητα, που απορρέει από το αστικό κοινοβουλευτικό Σύνταγμα, αποτελεί ένα κοινωνικό και πολιτικό όριο στην δράση του κινήματος και των εργαζομένων, το οποίο πρέπει να είναι κατ’ αρχήν σεβαστό. Η νομιμότητα και η παρανομία συνιστούν ένα κατώφλι ανάμεσα στην κοινοβουλευτική και την «ακραία εξωκοινοβουλευτική» Αριστερά καθώς και τον αναρχικό χώρο. Κατά συνέπεια, πράξεις κινηματικές, οι οποίες παραβιάζουν το όριο της νομιμότητας και ιδίως πράξεις πραγματικής ή λανθάνουσας φυσικής βίας κατά κρατικών κατασταλτικών οργάνων ή πολιτικών παραγόντων, αποδοκιμάζονται ή θεωρούνται και αντικειμενικά «επικίνδυνες» ή και «προβοκατόρικες». Η Αριστερά, η οποία κάποτε ηττήθηκε στο επίπεδο της μείζονος στρατιωτικής βίας (εμφύλιος πόλεμος), κατέληξε να αποδοκιμάζει και την ελάσσονα κινηματική (αυτοάμυνα του μαζικού κινήματος). Σε όλη την μεταπολιτευτική περίοδο, η γραμμή της επίσημης Αριστεράς υπήρξε αυτή του σεβασμού της δημοκρατικής νομιμότητας, ακόμη και όταν αυτή έβλαπτε ή εμπόδιζε το μαζικό κίνημα (με μεγάλο ορόσημο τις μεταπολιτευτικές κινητοποιήσεις και συγκρούσεις και την θέση της επίσημης Αριστεράς σε αυτές αλλά και πρόσφατα με την στάση ειδικά του ΚΚΕ στον Δεκέμβρη του 2008). Όπως έγραφε ένα σημαντικό στέλεχος της κομμουνιστικής ανανεωτικής νεολαίας (ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος) στα μέσα της δεκαετίας του 1970, η Αριστερά σταματούσε μπρος στο δίλημμα των «νόμιμων ΜΑΤ» και της «νόμιμης αύρας» του Καραμανλή. Και, βεβαίως, δεν μιλάμε εδώ για τις πρακτικές των ενόπλων οργανώσεων, όπου τίθενται μείζονα ζητήματα στρατηγικής διαφοράς με την λοιπή Αριστερά ή αναρχία, αλλά για τις μαζικές κινηματικές πρακτικές. Τι είναι, όμως, η «δημοκρατική νομιμότητα»; Και μάλιστα σε συνθήκες «κράτους έκτακτης ανάγκης»; Οφείλουμε μάλιστα και να την σεβαστούμε;

1. Τα πάγια χαρακτηριστικά της αστικής δημοκρατικής νομιμότητας

Η αστική δημοκρατική νομιμότητα αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή αστικής νομιμότητας, η οποία επιβάλλεται και λειτουργεί στην σύγχρονη αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία ως μορφή καθεστώτος του αστικού μονοπωλιακού κράτους. Η α.δ.ν. συμπεριλαμβάνει δυο διαφορετικές διαστάσεις, όπως και γενικότερα η αστική νομιμότητα. Από την μια πλευρά, αποτελεί κανονιστική έκφραση της δομικής και υλικής βίας και κυριαρχίας της αστικής τάξης απέναντι στην εργατική και τις κυριαρχούμενες τάξεις, αποτελεί την νομική έκφραση του υλικού βίαιου καταναγκασμού και οργανώνει «ορθολογικά» αυτόν τον καταναγκασμό. Αυτή είναι η δομική και κύρια όψη της α.δ.ν. Ο νόμος είναι οργανωμένη και ορθολογικοποιημένη (ταξική) κρατική βία, υπάρχει χάρη στην κρατική βία και την αποτυπώνει ως σχέση ταξικής κυριαρχίας (ρητά σε Ν. Πουλαντζάς «Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός», Αθήνα 1984). Στον βαθμό μάλιστα που το αστικό κράτος –καθώς και κάθε κράτος– οργανώνει το μονοπώλιο νόμιμης βίας (Μαξ Βέμπερ), ο νόμος είναι ακριβώς το εργαλείο διαχωρισμού και νομιμοποίησης ανάμεσα στην κρατική βία (κατ’ αρχήν επιτρεπτή) και στην μη κρατική βία (κατ αρχήν ανεπίτρεπτη).


Βεβαίως, σε ένα γνήσιο αστικό κράτος δικαίου (buergerlicher Rechtsstaat) και μάλιστα σε ένα δημοκρατικό αστικό κράτος δικαίου, η οργάνωση της κρατικής βίας επιδέχεται περιορισμούς, οι οποίοι είναι ευνοϊκοί για τους κυβερνώμενους και ιδίως για τις κυριαρχούμενες τάξεις και δεν πρέπει να υποτιμώνται. Πρώτον, υπό την έννοια ότι η κρατική δράση είναι μέσα από γενικούς και αφηρημένους κανόνες (ουσιαστικούς νόμους) διαφανής, προβλέψιμη και μετρήσιμη (αρχή του κράτους δικαίου) και δεύτερον υπό την έννοια ότι αποφασίζεται σε γενικές γραμμές από το κοινοβούλιο ως δημοκρατικό «εκπρόσωπο του λαού», πάντοτε στα αστικά δημοκρατικά πλαίσια. Σε τελική ανάλυση, μόνο η καθολική ψηφοφορία ήταν αυτή που έκρινε ότι και τα δικαιώματα των «από κάτω» θα γίνονται και αυτά σεβαστά και όχι μόνο τα δικαιώματα των κυρίαρχων.

Επιπλέον, σε ένα δημοκρατικό αστικό κράτος, αναδεικνύεται και μια εναλλακτική εκδοχή της αστικής νομιμότητας, αυτή που αφορά την σχεσιακή προσέγγιση της εξουσίας. Υπό αυτήν την έννοια, η α.δ.ν. αποτυπώνει τον πραγματικό ταξικό συσχετισμό δύναμης στα πλαίσια της νομικής σφαίρας και, άρα, και τις ιστορικές κατακτήσεις του λαού και των κυριαρχούμενων τάξεων. Το ίδιο το γεγονός ότι υπάρχει και λειτουργεί ένα αστικοδημοκρατικό συνταγματικό καθεστώς, είτε πραγματικά είτε και κατ’ επίφαση όπως τώρα, αποτελεί έκφραση ενός συσχετισμού δύναμης που διατηρεί μείζονες πολιτικές ελευθερίες και κατακτήσεις. Τα δικαιώματα που παρέχει το αστικό Σύνταγμα δεν είναι απλώς «τυπικά» (δηλαδή κενά ουσίας), όπως υποστηρίζει μια εκδοχή της Αριστεράς, είναι ατελή και κοινωνικά ανολοκλήρωτα (Κ.Καστοριάδη «Το περιεχόμενο του σοσιαλισμού», Αθήνα 1986). Η δεύτερη αυτή διάσταση της α.δ.ν. είναι πολύ σημαντική αλλά παραμένει δευτερεύουσα και ηγεμονευόμενη: στον βαθμό που ισχύουν ακόμη οι αποκλείουσες δομές του αστικού κράτους, η διεύρυνση των πολιτικών ελευθεριών αλλά και των κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων (σε θετική παροχή από τους εργοδότες και το κράτος) μέσα από το Σύνταγμα και τον κοινοβουλευτικό νόμο έχει ένα δομικό όριο, πέρα από το οποίο η ενίσχυση και διεύρυνση των κατακτήσεων σταματά. Η διάρρηξη αυτού του ορίου μπορεί να υπάρξει μόνο με την πρόοδο και επιτυχία της σοσιαλιστικής κοινωνικής επανάστασης. Για παράδειγμα, το σουηδικό μοντέλο του κράτους προνοίας ως την δεκαετία του ’80 ή και ορισμένες όψεις της ιταλικής εργατικής νομοθεσίας στην δεκαετία του 1970 υπήρξαν στην Δυτική Ευρώπη το μέγιστο των κοινωνικών κατακτήσεων σε συνθήκες καπιταλιστικές μέχρι σήμερα. Όμως, ο ηγεμονευόμενος και ανολοκλήρωτος χαρακτήρας της αστικής δημοκρατίας ως «πλαισίου κοινωνικών και πολιτικών κατακτήσεων» δεν μπορεί να οδηγεί στην άποψη ότι όλες οι μορφές καθεστώτος του μονοπωλιακού καπιταλισμού είναι στην πραγματικότητα οι ίδιες (όπως φαίνεται να υπαινίσσεται το ΚΚΕ σήμερα) και ότι οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν πάντοτε τις ίδιες συνθήκες υπό τον φασισμό, την σοσιαλδημοκρατία ή τον διεθνοποιημένο νεοφιλελευθερισμό. Μια τέτοια άποψη δεν μπορεί παρά να οδηγεί στην απογοήτευση και την ηττοπάθεια ή στον χιλιασμό-πράγμα, που είναι το ίδιο.

2. Ο απόλυτος εκφυλισμός της α.δ.ν. σήμερα, σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης

Η λειτουργία του «κεϋνσιανού» κοινωνικού συμβολαίου στην Δύση κατά την περίοδο 1945-1980, στα «τριάντα ένδοξα χρόνια», υπήρξε και η μέχρι σήμερα μοναδική ιστορικά μορφή του πιο ευνοϊκού για τους εργαζόμενους πολιτικού συσχετισμού δύναμης που έχει υπάρξει και, άρα, από την άποψη αυτήν, αντιπροσώπευε το πιο δημοκρατικό αστικό καθεστώς που έχει εκδηλωθεί ιστορικά. Παραδόξως και ειρωνικά, αυτό οφειλόταν όχι μόνο στους αγώνες των εργαζομένων στην Δύση και στην αντιφασιστική συμμαχία του Β’ ΠΠ αλλά και στην εναλλακτική εκδοχή και λειτουργία του αντιδημοκρατικού «Υπαρκτού Σοσιαλισμού» ως το 1989, του ιστορικού κομμουνισμού του 20ου αιώνα. Όπως παραπονούνταν οι αστοί διανοητές (π.χ. ο πολύς Χάντινγκτον), το κεϋνσιανό κράτος αυτό, ιδίως μετά την αναταραχή του 1968, έδωσε το καπιταλιστικά δυνατό μάξιμουμ σε πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα και σε ανοιχτή πολιτική συμμετοχή. Βεβαίως, και σε αυτήν την περίοδο, η αστική δημοκρατία υπήρξε μια αυταρχική δημοκρατία υπό την έννοια της εφαρμογής μιας διαρκούς (συχνά προληπτικής) καταστολής έναντι των πιο αγωνιστικών και αντισυστημικών/επαναστατικών πρακτικών των εργαζομένων και των κινημάτων ( ταξικά κινήματα του ’68, της δεκαετίας του ’70 κ.α.). Μελέτες, όπως κυρίως αυτή του Γ.Ανιόλι για τον αυταρχικό μετασχηματισμό της δημοκρατίας, το έχουν δείξει.
Το νεοφιλελεύθερο/ μεταφορντικό αστικό κράτος από την δεκαετία του 1980 και ιδίως αυτό μετά την διεθνή κρίση του 2008 αποτελεί μια ποιοτική τομή σε σχέση με το ζήτημα της αστικής δημοκρατίας αλλά και της α.δ.ν. Προκύπτει μια μορφή καθεστώτος, η οποία, αν και δεν αφίσταται τυπικά από την δημοκρατική αντιπροσώπευση και την «αφηρημένη» δυνατότητα τροποποίησης του ταξικού συσχετισμού δύναμης, εκφυλίζει και αναιρεί στον μέγιστο βαθμό και την πολιτική αντιπροσώπευση αλλά και την δυνατότητα εγγραφής εναλλακτικών πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών δύναμης στην σφαίρα της νομιμότητας. Η όποια αριστερή διακυβέρνηση πρέπει να ανατρέψει σημαντικές όψεις αυτού του καθεστώτος, αν θέλει να έχει ακόμη και στοιχειώδη πολιτικά αποτελέσματα. Πρόκειται, πλέον, για ένα καθεστώς μεταδημοκρατικό και όχι κατά κυριολεξία αστικοδημοκρατικό : όπως έχει δείξει ο βρετανός θεωρητικός Κόλιν Κράουτς στο έργο του «Μεταδημοκρατία» (ελλ. έκδοση 2006) , στο καθεστώς αυτό δεν υφίσταται ενεργητική πολιτική συμμετοχή ούτε και δυνατότητα εναλλακτικών ταξικών στρατηγικών ενσωμάτωσης των κυριαρχούμενων τάξεων στο γενικό καπιταλιστικό συμφέρον με όρους αναδιανομής, όπως ίσχυε στο κεϋνσιανό αστικό κράτος. Μεταλλάσσεται και η μορφή πολιτικό κόμμα αλλά και η μορφή της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Το απόλυτα μηντιακό και «ενιαίο/ομοιογενές» κόμμα υποκαθιστά το κόμμα της συλλογικής οργάνωσης και διαμαρτυρίας, ακόμη και το παραδοσιακά σοσιαλδημοκρατικό, η ενεργή πολιτική συμμετοχή αποθαρρύνεται δομικά, ενώ τα πολιτικά προγράμματα ομογενοποιούνται σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση.
Το παραπάνω πολιτικό καθεστώς κρίσης, είτε το ορίσουμε ως «μεταδημοκρατία» είτε –στην πιο οξυμμένη του μορφή, όπως την ζούμε στην Ελλάδα σήμερα– ως «κοινοβουλευτική δικτατορία» ή «κοινοβουλευτικό κράτος/καθεστώς έκτακτης ανάγκης», αναπτύσσει μια όλο και πιο αντιδραστική αστική νομιμότητα. Τόσο υπό την έννοια ότι οι ρυθμίσεις της κρατικής δράσης μετατοπίζονται από τον τυπικό νόμο και το κοινοβούλιο στην μορφή του «διατάγματος» (η οποία περιλαμβάνει και την περίφημη Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου – πράγμα που θυμίζει την τελευταία περίοδο της Βαϊμάρης) και της νομοθέτησης από την ίδια την εκτελεστική εξουσία και πρωτογενώς (ενώ στο αστικό δημοκρατικό κράτος η εκτελεστική εξουσία ομαλώς νομοθετεί κατά κανόνα μόνο μετά από σχετική και συγκεκριμένη νομοθετική εξουσιοδότηση– βεβαίως, αυτή η ρύθμιση έπασχε κατά πολύ και προ της κρίσης, εδώ και δεκαετίες), όσο και υπό την έννοια ότι οι ρυθμίσεις είναι αντιδραστικές από την άποψη των όλο και πιο συρρικνούμενων κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων αλλά και από την άποψη της όλο και μεγαλύτερης συρρίκνωσης των συλλογικών αγωνιστικών δικαιωμάτων (όπως σήμερα στην Ελλάδα με την απαγόρευση των απεργιών και την επιβολή επιστράτευσης, με την συρρίκνωση του δικαιώματος στην συνάθροιση/διαδήλωση, με την συρρίκνωση της ύλης των συνδικάτων κλπ). Η δημόσια πολιτική κηρύσσεται εκτός νόμου.
Αυτό που είναι πολύ ενδιαφέρον είναι όχι τόσο η αυταρχική κοινωνική συναίνεση που δημιουργείται από και γύρω από αυτό το αυταρχικό κράτος όσο η ευελιξία που παρέχει στους κυβερνώντες μια κυρίαρχη μορφή ερμηνείας του ίδιου του ισχύοντος αστικού Συντάγματος του 1975/1986/2001, ερμηνεία ενύπαρκτη στην ρίζα και στην λογική του Συντάγματος από γενετικούς λόγους, καθώς κάθε αστικό Σύνταγμα είναι δομημένο ώστε να λειτουργεί ως αυτοσυρρικνούμενο ή και ως αυτοαναστελλόμενο σε συνθήκες πολιτικής κρίσης, εφόσον το «υλικό Σύνταγμα» έχει αλλάξει. Άρα, δεν έχουμε μόνο παραβίαση ή αναστολή του αστικού Συντάγματος αλλά «αυτοανασταλτική» λειτουργία και ερμηνεία του από τους κυβερνώντες σε συνθήκες κρίσης. Φαίνεται, λοιπόν, ότι το ίδιο το αστικό Σύνταγμα έχει «προβλέψει» την κρίση της νομιμότητάς του σε περιόδους κρίσης είτε υπό την έκδηλη μορφή του στρατιωτικού νόμου (άρθρο 48 Συντάγματος) είτε υπό την διαστελλόμενη χρήση της «επιφύλαξης νόμου» είτε υπό την έννοια μορφών άτυπης κοινοβουλευτικής αναστολής και δικτατορίας. Έτσι, τίθεται το πρόβλημα ότι η αντιδραστική και αντιδημοκρατική ρύθμιση που παράγεται από το εκφυλισμένο αστικό κοινοβούλιο ως τυπικός νόμος, στα πλαίσια πάντοτε της συνταγματικής αστικής λογικής, δεν μπορεί να μην εφαρμοστεί από τον διοικούμενο και κυβερνώμενο –εκτός αν θεωρηθεί ότι η εκτροπή είναι συνολική, οπότε τίθενται ζητήματα εφαρμογής του δικαιώματος στην αντίσταση κατά το άρθρο 120 παρ. 4 Συντάγματος (πότε κρίνεται αυτό; και από ποιόν;). Στα πλαίσια της λογικής της α.δ.ν., ακόμη και αν πρόκειται για αντιδραστική νομιμότητα, αυτή οφείλει να εφαρμοστεί, καθώς α) ο νόμος, ακόμη και o πιο εξόφθαλμα αντισυνταγματικός, έχει εκ της γενέσεώς του υπέρ του το τεκμήριο συνταγματικότητας μέχρις ότου κηρυχθεί κάποια διάταξή του ως αντισυνταγματική από τα ανώτατα ακυρωτικά δικαστήρια β) ο νόμος, ακόμη και άδικος, διαθέτει υπέρ του το μονοπώλιο της νόμιμης βίας της εκτελεστικής εξουσίας, την συνδρομή του πανίσχυρου μηχανισμού του, και η αντίσταση στην εφαρμογή του συνιστά ποινικό αδίκημα (π.χ. απείθεια, αντίσταση κατά της αρχής, διατάραξη κοινωνικής ειρήνης κ.α.) γ) ο νόμος ισχύει μέχρις ότου καταργηθεί από άλλον νόμο (εσχάτως και από προεδρικά διατάγματα) και δ) δεν εναπόκειται, στα πλαίσια της λογικής της α.δ.ν., στους πολίτες και κυβερνώμενους να ερμηνεύσουν ή εφαρμόσουν τον νόμο του αντιπροσωπευτικού σώματος, από την στιγμή που η δημοκρατία μας είναι αντιπροσωπευτική και όχι άμεση (βασικό αστικό επιχείρημα, βλ.και σε Λ. Κολέττι «Ιδεολογία και κοινωνία», Αθήνα 1975) . Η πλειοψηφία ή η μειοψηφία εκφράζεται αποκλειστικά στο αντιπροσωπευτικό σώμα και δεν είναι τροποποιήσιμη στα πλαίσια του αυτοργανωμένου λαού. Η λογική της α.δ.ν., με εξαίρεση το ιδιόμορφο δικαίωμα αντίστασης, είναι μια περίκλειστη λογική, η οποία μπορεί να εξοπλίσει το κράτος έκτακτης ανάγκης ως νόμιμο κληρονόμο του παλαιού αστικοδημοκρατικού κράτους και να του προσδώσει αυταρχική αλλά και «αστικοδημοκρατική» κοινωνική νομιμοποίηση.
Άρα, αν μια αντισυστημική πολιτική δύναμη φιλοδοξεί να αμφισβητήσει και στην συνέχεια ανατρέψει την αντιδραστική νομιμότητα, οφείλει να έχει και μια νομικοπολιτική στρατηγική. Ποιά θα μπορούσε να είναι αυτή;

3. Μια αφετηριακή υπόθεση: η κοινωνική αντίσταση είναι δίκαιη, ακόμη/ ιδίως και ως παραβαίνουσα τα νομικά όρια

Υπάρχει μια λογική, εδώ και δεκαετίες, στην Αριστερά που λέει: θα διαμαρτυρηθούμε και θα αντισταθούμε στον άδικο νόμο αλλά δεν θα παρανομήσουμε, «θα μείνουμε και με τα δυο πόδια στο έδαφος της νομιμότητας» (γερμανική σοσιαλδημοκρατία κατά το σωτήριο έτος 1933). Σύμφωνα με αυτήν την λογική, η αστική δημοκρατική νομιμότητα είναι λάστιχο. Υφίσταται ένα απεριόριστο οπλοστάσιο νόμιμων και συνταγματικών μέσων, με τα οποία μπορείς να ανατρέψεις έναν άδικο νόμο εντός του καπιταλιστικού νομικού πλαισίου. Δηλαδή, η ίδια η νομιμότητα, αντιφατική ούσα, και μπορεί να προσλάβει την μορφή μιας αντιδραστικής (συνταγματικά ανεκτής ή μη) νομοθετικής διάταξης αλλά και μπορεί να αυτοϊαθεί και διορθωθεί με νόμιμα μέσα. Τέτοια μέσα είναι: α) οι δικαστικές προσφυγές β) τα συνταγματικώς προβλεπόμενα συλλογικά μέσα διαμαρτυρίας και η μέσω αυτών οργάνωση ενός μαζικού κινήματος διαμαρτυρίας και αντίστασης. Σκεπτόμενοι στα όρια του κράτους έκτακτης ανάγκης, μπορούμε να αμφισβητήσουμε κατ’ αρχήν την εσωτερική του νομική νομιμότητα, προτού αχθούμε στην εξωτερική πολιτική του νομιμότητα.
Όμως εδώ οφείλουμε να συνεννοηθούμε. Η αστική νομιμότητα, αν και πεδίο αντιφάσεων, δεν είναι λάστιχο ούτε χωρά τα πάντα. Ας δούμε κατ’ αρχήν το ζήτημα των δικαστικών προσφυγών κατά ενός άδικου και αντισυνταγματικού νόμου και των διατάξεών του. Αν και, ιδίως σε περιόδους ομαλότητας, οι δικαστικές προσφυγές μπορούν να υποβοηθούν έναν κοινωνικό αγώνα και να αναδεικνύουν την πολιτική του διάσταση ή και να δίνουν κάποιες θετικές θεσμικές λύσεις, όταν οξύνεται η πολιτική και θεσμική κρίση, είναι σχεδόν απίθανο να υπάρξει δικαστικός σχηματισμός (ιδίως μάλιστα οι κορυφαίοι), ο οποίος θα κρίνει ως αντισυνταγματικές τις βασικές πολιτικές επιλογές μιας αστικής αντιδραστικής κυβέρνησης. Οι δικαστικοί σχηματισμοί και ιδίως η κορυφή τους δεν είναι απλώς αθύρματα της εκτελεστικής αστικής εξουσίας αλλά έχουν έναν ρόλο στυλοβάτη της εξουσίας και της νομιμότητάς της παράλληλο προς την εκτελεστική εξουσία. Και μάλιστα στην κρίσιμη στιγμή, την στιγμή της κρίσης, καθίστανται θεσμικά άκαμπτοι. Το αντίθετο, ακριβώς, είαι πιθανόν να συμβεί: όπως επί Ρούζβελτ το 1932, αυτοί οι σχηματισμοί να ακυρώσουν όχι τις αντιδραστικές νομικές ρυθμίσεις του σήμερα αλλά τις ριζοσπαστικές νομικές ρυθμίσεις του αύριο.
Άρα, θα βρεθούμε κάποια στιγμή –ή και κάθε μέρα– απέναντι στην εφαρμογή ενός αντιδραστικού-καπιταλιστικού νόμου, ο οποίος είτε δεν έχει κριθεί δικαστικά και, άρα, είναι κατά τεκμήριο συνταγματικός είτε οι διατάξεις του έχουν κριθεί δικαστικά και επικυρωθεί ως συνταγματικές. Επίσης, η τυχόν αντίθεση του νόμου σε διεθνείς συμβάσεις και δικαιώματα (όπως η ΕΣΔΑ, οι Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας κλπ) θα θεωρηθεί ένα ζήτημα πολυτελούς και δολιχοδρομικής εξέτασης και σπανίως θα καταλήξει σε θετικά αποτελέσματα (βλ. και κρίσεις του ΕΕΔΑ για το πρώτο Μνημόνιο). Πολύ περισσότερο, όταν εκτιμούμε βάσιμα ότι τα διεθνή δικαστήρια σε συνθήκες κρίσης δεν θα «αδειάσουν» τις αντιδραστικές ρυθμίσεις των εθνικών κρατών. Συμφωνούμε ότι έχει πολιτικό νόημα να συνεχίζουμε να αντιστεκόμαστε στην εφαρμογή τους; Αν συμφωνούμε σε αυτό, θα πρέπει να σκεφτούμε την θεμελίωση του πώς, του τρόπου. Συμφωνούμε, επίσης, ότι μπορούμε να ζητάμε στον «δρόμο» την νομοθετική κατάργηση αυτού του άδικου και αντικοινωνικού νόμου για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα. Όμως, και τα πολιτικά μέσα μας δεν είναι νομικά απεριόριστα ή ευρύτατα. Συμμετέχοντας σε μια απεργία κατά ενός αντιδραστικού εργασιακού και κοινωνικού νομοθετήματος, οι εργαζόμενοι μπορεί να βρεθούν ή ορθότερα έχουν βρεθεί ήδη αντιμέτωποι με την εργοδοτική απόλυση (κατ’ αρχήν νόμιμη, μέχρις ότου κριθεί, αν κριθεί, ως καταχρηστική ή παράνομη), με την πολιτική επιστράτευση (η εφαρμογή της οποίας ποτέ δεν έχει κριθεί, αν και βασιζόμενη σε ένα ακραίο και «γκρίζας καθεστωτικής ζώνης» νομοθέτημα, ως αντισυνταγματική) , με την απαγόρευση της απεργίας από τα δικαστήρια-πράγμα εξαιρετικά συχνό. Επίσης, μια σειρά μαζικών μαχητικών διαδηλώσεων, ακόμη και αν εκτυλίσσονται κατά τρόπο απολύτως ειρηνικό, θα αντιμετωπίσει πέρα από το οριακό ενδεχόμενο μιας αστυνομικής απαγόρευσης, η οποία είναι συνταγματικά προβλεπόμενη και σπανίως ακυρώνεται δικαστικά, μια αστυνομική διάλυση ή παρενόχληση για λόγους «δημόσιας τάξης», οι οποίοι εναπόκεινται στην κρίση του κάθε επιχειρησιακού υπεύθυνου της αστυνομίας. Ένα σωρό ποινικά αδικήματα (η αντίσταση κατά της αρχής του 167 Π.Κ., η διατάραξη κοινωνικής ειρήνης του 189 Π.Κ., η απείθεια, η παράνομη βία, η σύσταση εγκληματικής οργάνωσης κατά το 187 Π.Κ. κ.π.α.) προβλέπονται και επιβάλλονται, αν αντισταθείς στην στρατηγική του επιχειρησιακά υπεύθυνου, πέρα από το ίδιο το γεγονός του «νόμιμου» ξυλοδαρμού σου ως μέσου εκτέλεσης του νόμου.
Σε συνθήκες οξείας κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, όπου η ίδια η καθεστωτική ανομία φουντώνει, η αντίσταση οδηγεί πολύ συχνά,, αν όχι κατά κανόνα, στην παρανομία. Ακόμη και αν αυτή η παρανομία έχει στην πραγματικότητα ένα έρεισμα υπεράσπισης του Συντάγματος (της διάστασης των κατακτήσεών μας), πράγμα πολύ ισχυρό και αναγκαίο από συμβολική και πολιτική διάσταση, η ίδια η νομική πραγματικότητα, ως ψευδοκληρονόμος της παλαιάς αστικής δημοκρατικής νομιμότητας θα στρέφεται περισσότερο εναντίον μας παρά υπέρ μας. Θα είναι το αρνητικό απείκασμα της παλιάς δημοκρατικής νομιμότητας. Άρα, θα πρέπει να δεχθούμε ότι απέναντι σε μια άκαμπτη και αντιδραστική κοινοβουλευτική και νομοθετική νομιμότητα οφείλουμε όχι μόνο να αντισταθούμε αλλά και να παρανομήσουμε καταπολεμώντας την. Δεν γίνεται διαφορετικά παρά τις όποιες προθέσεις μας να διαλεχθούμε με την άδικη νομοθετούσα εξουσία, αυτή δεν διαλέγεται μαζί μας επ’ ουδενί . Είναι διαφορετικό και αυτοτελές το ζήτημα της δικανικής νομικής μας στρατηγικής, αν δηλαδή σε ένα δικαστήριο θα αποδώσουμε την παρανομία στον αντίπαλο ή θα την οικειοποιηθούμε εμείς ως φορείς αντίστασης, αν θα είμαστε οι ηγέτες της συνταγματικής παράβασης και παραβατικότητας ή οι τελευταίοι υπέρμαχοι του αστικού Συντάγματος ( βλ. και σε Verges «Η στρατηγική της δίκης»). Καταλαβαίνουμε, πλέον, ότι το επιχείρημα της αντίστασης , ακόμη και όταν συνοδεύεται από μια συνταγματική και νομική θεμελίωση και στρατηγική, είναι στην πραγματικότητα ένα επιχείρημα, ιδίως σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, αυτού που παραβιάζει συστηματικά την αντιδραστική –αν και κοινοβουλευτική- νομιμότητα και μάλιστα (κατά την λεπτή διάκριση του αείμνηστου Μανόλη Λαμπρίδη) αυτού που την αμφισβητεί αξιακά ως «όλον» και δεν παραβιάζει ένα τμήμα της για ιδιοτελείς λόγους ( του πολιτικά και αξιακά «εχθρού» κατά την σμιτιανή ή την μαρξιστική έννοια και όχι του επιμέρους κοινού παραβατικού). Νομικό αδιέξοδο αλλά και κοινωνικοπολιτικές δυνατότητες.
Αλλά και ιστορικά, κάθε αντιδραστική εξουσία, ακόμη και αν παραβίαζε την δική της συνταγματική νομιμότητα, εφόσον διέθετε τέτοια, ακόμη και αν ήταν αντιδημοκρατική, ακόμη και αν καταργούσε το κράτος δικαίου -όπως συμβαίνει απολύτως σήμερα στην Ελλάδα-, τηρούσε κατά κανόνα μια δική της θετή νομιμότητα, όσο αποκρουστική και αντιφιλελεύθερη και αν ήταν αυτή. Ο δικτάτωρ στην αρχαία Ρώμη κυβερνούσε πέραν των ορίων του νόμου αλλά η εξουσία του προβλεπόταν από την υπάρχουσα νομική τάξη για την στιγμή της κρίσης και ανατιθόταν από τους ως τότε νόμιμους φορείς τους. Οι φεουδάρχες είχαν τα ειρηνοδικεία και τα φεουδαλικά δικαστήρια για να επιβάλουν την κυριαρχία τους στους δουλοπάροικους μέσω του εθιμικού φεουδαλικού δικαίου. Οι καπιταλιστές χρησιμοποίησαν διαδοχικά τους «νόμους για τους πτωχούς» στην Αγγλία του 16ου αιώνα, τον νόμο Σαπελιέ στην Γαλλία του 1790 κατά των εργατικών σωματείων, τους «νόμους κατά ων ταραχών», τους νόμους κατά των «αντιαμερικανικών δραστηριοτήτων» επί μακκαρθισμού και τόσους άλλους. Επίσης, η ναζιστική εξουσία οργανωνόταν και αυτή στην βάση μιας αντιδραστικής και μονίμως έκτακτης νομοθεσίας, εδραιωμένης στον νόμο του Φεβρουαρίου 1933 για την προστασία της πατρίδας από τον κομμουνιστικό κίνδυνο. Η κοινωνική και ταξική αντίσταση κατά κανόνα θεώρησε αυτούς τους νόμους ως απαράδεκτους κοινωνικοπολιτικά, ιδίως μάλιστα στις εποχές όπου σχεδόν όλοι οι νομικοί και οι δικηγόροι τάσσονταν στο πλευρό των κυρίαρχων τάξεων ή απλώς μετ’ επιγνώσεως σιωπούσαν. Στις εποχές όπου τα δικαστήρια επικύρωναν και εφάρμοζαν ως «αυτόματα» τον τεθειμένο νόμο.
Συνεπώς, η παραβίαση του αντιδραστικού τεθειμένου νόμου και η μη υπακοή σε αυτόν είναι ηθικά και πολιτικά δίκαιη. Ή με τα λόγια του προέδρου Μάο, η εξέγερση ενάντια στους αντιδραστικούς είναι δίκαιη, αν και , όπως θα προσθέταμε, συχνά μη νόμιμη. Αν επιθυμούμε να καταλάβουμε τον χώρο της δομικής αντιπολίτευσης ή αύριο της αντισυστημικής κυβέρνησης, αυτό θα πρέπει να το δεχθούμε. Θα πρέπει, δηλαδή, παρά το γεγονός ότι η θεμελίωση του ισχύοντος δικαίου πράγματι στηρίζεται περισσότερο σε θετικά παρά σε φυσικοδικαιϊκά επιχειρήματα (δηλαδή στην παραγωγή και ισχύ του από την κρατική εξουσία παρά από την ηθική σφαίρα), να δεχθούμε ότι η αντίσταση στο δίκαιο της κρίσης πρέπει να συνδεθεί με ισχυρά επιχειρήματα ηθικοπολιτικής δικαίωσης και νομιμοποίησης, με επιχειρήματα που παλαιότερα θα ορίζονταν ως «φυσιοδικαιϊκά». Όμως, αυτά τα φυσικοδικαιϊκά και ηθικοπολιτικά επιχειρήματα βοηθούν να καμφθεί και να απονομιμοποιηθεί η πίεση και ισχύς ενός σολιψιστικού νομικού συστήματος, το οποίο, όχι μόνο νομιμοποιείται ως κοινοβουλευτική νομιμότητα -παρά το ότι αποτελεί πλήρη παραφθορά και νοσηρό εκφυλισμό του παραδοσιακού κοινοβουλευτισμού-, αλλά και κλείνει κάθε θεσμικό δρόμο προς την νομική του αμφισβήτηση. Ποια όμως μπορεί να είναι αυτά τα ηθικοπολιτικά επιχειρήματα και ιδίως τα ισχυρότερα από αυτά;
- Πρώτα απ’όλα, το επιχείρημα της μετατροπής της αείποτε καπιταλιστικής δομικής βίας σε βιοεξουσιαστική στρατηγική, με τους όρους του Φουκώ, μακροχρόνιας πλήρους φυσικής και ψυχικής εξόντωσης των μισθωτών και του πληθυσμού. Όπως έχει υποστηριχθεί και παλαιότερα, η καπιταλιστική ταξική ισχύς δημιουργεί όρους σε μια αστική κοινωνία διαρκούς δομικής βίας (με την έννοια της διαρκούς αναντιστοιχίας ανάμεσα στις πραγματικές ταξικές συνθήκες κυριαρχίας και στις δυνατότητες αυτοπραγμάτωσης κάθε ανθρώπου, πρβλ. και τις μελέτες του J. Galtung για την δομική βία). Όμως, σήμερα βρισκόμαστε μπρος σε μια ριζική επιτάχυνση αυτής της πραγματικότητας. Πλέον, σε μια κοινωνία όπως η Ελλάδα η δομική βία έχει μετεξελιχθεί από το κεφάλαιο και τους μηχανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μια στρατηγική ανθρωπιστικής κρίσης και βίαιης φυσικής εξόντωσης ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού (μισθωτών, αγροτών, επαγγελματιών, συνταξιούχων, ανέργων κ.α.). Είναι απολύτως αστείο και ανήθικο να επικρίνεις τους φασίστες γιατί αρνούνται μια ιστορική κορυφαία γενοκτονία, όταν οργανώνεις ως εξουσία συστηματικά μια άλλη, λιγότερο γκροτέσκα αλλά όχι λιγότερο αποτελεσματική μακροχρόνια. Απέναντι σε μια στρατηγική φυσικής εξόντωσης του πληθυσμού και μάλιστα με σχέδιο, οφείλουμε όχι μόνο να παρανομήσουμε και να μην υπακούσουμε στον νόμο αλλά και να οργανώσουμε μια στρατηγική γενικής παρανομίας-παράβασης-ανυπακοής στο σήμερα και κατάργησης αυτής της νομιμότητας στο αύριο. Τα κοινωνικά και εργατικά δίκτυα μη υπακοής στα νομοθετήματα και στρατηγήματα της κυρίαρχης στρατηγικής οφείλουν να πολλαπλασιασθούν και να συντονιστούν, να τύχουν της αντίστοιχης πολιτικής και νομικής υποστήριξης. Βεβαίως, αυτό προϋποθέτει μια πραγματική διάθεση κοινωνικής αλληλεγγύης. Ο ένας που δεν υπακούει στον νόμο είναι ποινικός παραβάτης, οι χιλιάδες που δεν υπακούουν αποτελούν κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα, σταθμίσιμο από την εξουσία.
- Σύστοιχο με το ζήτημα της ανυπακοής στην φυσική και κοινωνική εξόντωση είναι και το ζήτημα της «κοινωνικής κατάστασης έκτακτης ανάγκης». Η «έκτακτη ανάγκη» δεν μπορεί ούτε και πρέπει να αντιμετωπίζεται μονομερώς και με ταξική μεροληπτικότητα ως ένα διευρυμένο άρθρο 48 του Συντάγματος (περί κατάστασης πολιορκίας) υπέρ των κυρίαρχων τάξεων. Είναι, αντίθετα, η ανάγκη όσων πλήττονται από τις μνημονιακες και κρισιακές πολιτικές να επιβιώσουν, να μην πεθάνουν. Η αντίσταση στον ψυχικό και φυσικό θάνατο και σωματική και ψυχική κακοποίηση συγκροτεί έναν ισχυρό λόγο για την μη υπακοή και την η εφαρμογή της νομοθεσίας που τον προωθεί. Ο ηθικοπολιτικός λόγος αυτός βρίσκει, άλλωστε, έρεισμα και στο ίδιο το θετό ισχύον δίκαιο, όπου συναντούμε την «άμυνα» ή και τν «κατάσταση ανάγκης» του Ποινικού Κώδικα ως λόγο άρσης του αδίκου αλλά και στο ίδιο το άρθρο 48 του Συντάγματος, όπου συναντούμε μια λογική (όπως και στο ν.δ. 17/1974 περί πολιτικής επιστρατεύσεως και επιτάξεως υπηρεσιών), κατά την οποία μια απολύτως έκτακτη συνθήκη και κατάσταση, η οποία επιφέρει μια τεράστια διακινδύνευση για την κοινωνία, μπορεί να οδηγήσει στην αναστολή και μη εφαρμογή όχι απλώς νομοθετικών διατάξεων αλλά και συνταγματικών δικαιωμάτων ακόμη. Το επιχείρημα είναι αντιστρέψιμο και υπέρ της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού. Συνεπώς, από την μια οφείλουμε να αμφισβητήσουμε ότι η πληρωμή των δανειστών και ο «δημοσιονομικός ορθολογισμός» μπορούν να αποτελούν ηθικοπολιτικό θεμέλιο μιας εύλογης νομοθεσίας-πολιτικής που οδηγεί στην ανθρωπιστική κρίση, από την άλλη μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η κοινωνική διάσωση από την ανθρωπιστική κρίση ως κατάσταση εκτάκτου ανάγκης μπορεί να αποτελεί πολιτικό θεμέλιο ανυπακοής και μη συμμόρφωσης στην νομοθεσία που την υπηρετεί αλλά-αύριο- και θεμέλιο αναστολής ή μη εφαρμογής νομοθετικών, συμβατικών ή και συνταγματικών ακόμη διατάξεων που εμποδίζουν την έξοδο από την ανθρωπιστική και κοινωνική κρίση.Βεβαίως, η τελική επίλυση του προβλήματος, αναγόμενη σε έναν μελλοντικό ευνοϊκότερο συσχετισμό δύναμης από τον σημερινό, θα δοθεί από ένα επόμενο φιλολαϊκό και φιλεργατικό Σύνταγμα, προερχόμενο από μια Συνέλευση αναθεωρητική ή ακόμη καλύτερα πρωτογενώς συντακτική.

4. Έξοδος: Από την πολιτική ανυπακοή στην αναγκαία κοινωνική άμυνα

Όπως γνωρίζουμε, η ίδια η αστική πολιτική παράδοση από τον 16ο αιώνα ήδη δεχόταν ότι η αντίσταση στην εξουσια, η οποία παρά την φαινόμενη νομιμότητά της καταντά τυραννική, είναι δίκαιη (βλ. και την παράδοση των Μοναρχομάχων και την συζήτησή τους με τον Bodin). Πρόκειται για ένα πρόβλημα ευρύτερο, που μας συνοδεύει από την εποχή της κλασσικής τραγωδίας και της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή. Πέρα από τις ενδιαφέρουσες διαφωνίες για το αν η σύσταση του κοινωνικού συμβολαίου αναιρεί το δικαίωμα στην αντίσταση ή όχι ή αν αυτό αναβιώνει, όταν αίρονται οι όροι το συμβολαίου, ένα συμπέρασμα μπορεί να συναχθεί και να υποστηριχθεί βάσιμα: όταν οι θεμελιώδεις κανόνες κοινωνικής ισορροπίας, κοινωνικού κράτους δικαίου και κοινωνικής αλληλεγγύης και εργασιακών δικαιωμάτων καταργούνται, όταν η βάση της αστικής δημοκρατίας ως προτύπου βασισμένου στην ελάχιστη κοινωνική εναρμόνιση αίρεται, υφίσταται ένα τουλάχιστον ηθικοπολιτικό δικαίωμα γενικευμένης κοινωνικής αντίστασης και μη υπακοής στον άδικο νόμο. Αυτό το δικαίωμα μπορεί να εκλάβει κατ’ αρχήν την μορφή της πολιτικής ανυπακοής, δηλαδή της αντίστασης, η οποία δεν προσβάλει την φυσική και σωματική ακεραιότητα των κρατικών οργάνων, τα οποία εφαρμόζουν την άδικη νομιμότητα.
Ιδίως στον αγγλοσαξωνικό φιλοσοφικό χώρο, η παράδοση αυτή ανάγεται σε στοχαστές του 19ου αιώνα, και ιδίως στον Χένρυ Ντεηβιντ Θορώ και στο σχετικό έργο του. Παρά το ότι η λογική του Θορώ αναγόταν κυρίως στον σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων και της ατομικής σφαίρας από το κράτος (π.χ. μη επιβολή αδίκων φόρων), είναι προφανές ότι η πολιτική ανυπακοή μπορεί να εξυπηρετήσει και μορφές που αφορούν την κοινωνική ή εθνική απελευθέρωση και την προστασία της δημοκρατίας (όπως έδειξε, υπό ειδικές συνθήκες, και το κίνημα Ahimsa του Μ. Γκάντι στην Ινδία). Η πολιτική ανυπακοή μπορεί να προσλάβει πολλές διαφορετικές μορφές από την συλλογική μη πληρωμή φόρων ή την μη εφαρμογή διοικητικών κανόνων ως την γενική απεργία, κανονική ή «απεργία ζήλου», και από την κατάληψη χώρων ως την φυσική παρεμπόδιση των δυνάμεων καταστολής χωρίς επίθεση στην σωματική τους ακεραιότητα. Όμως, αποτελεί μια λογική και θεωρητική παρανόηση το γεγονός ότι η πολιτική ανυπακοή, επειδή δεν φτάνει στην προσβολή της σωματικής ακεραιότητας του αντιπάλου, είναι απολύτως απαλλαγμένη από το στοιχείο της βίας με την ευρύτερη έννοια, δηλαδή της χρήσης σωματικής και φυσικής δύναμης για να εξαναγκάσεις ή να παρεμποδίσεις την αρχή. Έτσι, το αδίκημα του 167 Π.Κ. (αντίσταση κατά της αρχής) δεν αναφέρεται ουσιαστικά στην προσβολή της σωματικής ακεραιότητας του κρατικού οργάνου (πράγμα που προβλέπεται από άλλες διατάξεις), αλλά στην χρήση φυσικής βίας ή και ψυχολογικής για να επιβάλει κάποιος στο όργανο πράξη ή παράβαση. Πρόκειται, δηλαδή, ακριβώς για την ποινικοποίηση μορφών φυσικής βίας που υπάγονται κατά κάποιο τρόπο ακόμη και σε μορφές πολιτικής ανυπακοής, όπως π.χ, τα sit-ins ή ο φυσικός αποκλεισμός και υπεράσπιση ενός κτιρίου έναντι της αστυνομίας χωρίς προσβολή της σωματικής ακεραιότητας των οργάνων. Τα ίδια ισχύουν κατά κανόνα για την απείθεια, την παράνομη βία ή την διατάραξη κοινωνικής ειρήνης. Υπάρχει, δηλαδή, ένα πλέγμα ποινικών διατάξεων, οι οποίες προστατεύουν το κράτος περισσότερο από την νομική ανυπακοή, στηριγμένη ή όχι στην φυσική δύναμη, παρά από την στενή έννοια της φυσικής βίας. Διευρύνεται νομικά η έννοια της «βίας» προς την χρήση φυσικής δύναμης για την ανυπακοή ή ακόμη περισσότερο προς την ίδια την ανυπακοή. Δεν είναι τυχαίο που τα Μ.Μ.Ε. σήμερα, αξιοποιώντας αυτήν την ισχυρή νομική τάση, μιλούν για «βία» εννοώντας κάθε μορφή αντίστασης και ανυπακοής και όχι την κατά κύριο λόγο βία, δηλαδή την χρήση φυσικής δύναμης κατά της σωματικής ακεραιότητας κάποιου κρατικού οργάνου.
Και περαιτέρω, όμως, το κίνημα της εργατικής τάξης και τα άλλα κοινωνικά κινήματα σε συνθήκες κρίσης μπορούν να αντισταθούν, όσο και εφόσον δέχονται την αμείλικτη και διαρκή νομοθετική και υλική κρατική αλλά και υλική παρακρατική επίθεση, με κάθε μέσο ανάλογο και πρόσφορο προς την φορά και την ένταση της επίθεσης. Δεν πυροβολούμε ένα κουνούπι, αλλά και δεν χρησιμοποιούμε εντομοκτόνο κατά ενός ελέφαντα. Η λογική, η οποία τοποθετείται στο πλαίσιο «αρνούμαστε την βία από όπου και αν προέρχεται, δεν υπερασπίζεται την ειρήνη, την δημοκρατία και την ευταξία από την βία, υπερασπίζεται απλώς το κρατικό μονοπώλιο νόμιμης βίας, καθώς δέχεται: α) ότι η αστική κοινωνία είναι μια «ειρηνευμένη κοινωνία» χωρίς βία και όχι μια «ειρηνευμένη κοινωνία» ακριβώς χάρη στον λανθάνοντα ή παρόντα χαρακτήρα της ατσάλινης κρατικής βίας και β) ότι η βίαιη αντίδραση μιας κινηματικής μορφής είναι αυτή που ενεργοποιεί πρωτογενώς την διατάραξη της κοινωνικής και θεσμικής ισορροπίας και ότι, επίσης, αυτή ενεργοποιεί την κρατική καταστολή, η οποία, αλλοιώς, θα έμενε ανενεργή (η περίφημη θεωρία της «ανακλαστικής κρατικής αντίδρασης» ή backlash theory). Όπως έχουν δείξει σημαντικοί μαρξιστές θεωρητικοί, όπως ο Α. Wolfe κατά την δεκαετία του 1970, η κρατική καταστολή, μπορεί να ενισχύεται ή να νομιμοποιείται από μεμονωμένες βίαιες ενέργειες, αλλά δεν καθοδηγείται από αυτές ούτε αντιδρά ανακλαστικά προς αυτές αλλά, αντίθετα, οργανώνεται κατά κανόνα εκεί όπου ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις τείνουν να ριζοσπαστικοποιηθούν και να αμφισβητήσουν τα όρια της κυρίαρχης πολιτικής και της κυρίαρχης νομιμότητας. Η λογική ότι «αρνούμαστε την βία από όπου και αν προέρχεται» ακυρώνει όχι μόνο την αμυντική φυσική βία αλλά και την ευρύτερη άσκηση βίας στα πλαίσια της πολιτικής ανυπακοής και δεν μπορεί καν να υπερασπισθεί αποτελεσματικά το ισχύον Σύνταγμα. Με τα παραπάνω, θέλουμε να υποστηρίξουμε το επιχείρημα ότι το κοινωνικό κίνημα μπορεί να έχει στην φαρέτρα του όχι μόνο το όπλο της πολιτικής ανυπακοής (το οποίο μπορεί να αποτελεί μια πρώτη και σημαντική γραμμή άμυνας), αλλά και το όπλο της αναγκαίας και αναλογικής αμυντικής βίας κατά μορφών υλικής/φυσικής βίας, οι οποίες εκπορεύονται από το σύστημα και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του. Οι μορφές αυτές δεν μπορούν να προδιαγραφούν, αλλά υπόκεινται στην δυναμική και στην κοινωνική νομιμοποίηση των μαζικών κοινωνικών κινημάτων και δεν είναι απαγορεύσιμες από την Αριστερά υπό οιανδήποτε έννοια (βλ. και σε Λ. Φεραγιόλι «Βία και πολιτική», Αθήνα 1985, εκδ. Στοχαστής). Αυτό υποστηρίξαμε στην δεκαετία του 1990, αυτό υποστηρίζουμε και σήμερα. Αυτό που τότε ίσχυε, ισχύει σήμερα επικαιροποιημένο και αναβαθμισμένο σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου