Αναδημοσίευση από την Εποχή. Ο Ζακ Σαπίρ είναι γνωστός στους αναγνώστες της «Εποχής». Είναι ο πρώτος
οικονομολόγος που ανακίνησε θέμα έκδοσης ευρώ από την ελληνική κεντρική
τράπεζα σε περίπτωση ανάγκης.
Στην κρίσιμη καμπή της κρίσης της ευρωζώνης μετά τις εξελίξεις στην Κύπρο, του ζητήσαμε να απαντήσει στις ερωτήσεις μας και το έκανε πρόθυμα. Με αναλυτικό τρόπο, που δίνει λαβή για γόνιμο και κριτικό προβληματισμό ακόμη και σε όσους δεν συμφωνούν πλήρως με τις εκτιμήσεις του.
Στην κρίσιμη καμπή της κρίσης της ευρωζώνης μετά τις εξελίξεις στην Κύπρο, του ζητήσαμε να απαντήσει στις ερωτήσεις μας και το έκανε πρόθυμα. Με αναλυτικό τρόπο, που δίνει λαβή για γόνιμο και κριτικό προβληματισμό ακόμη και σε όσους δεν συμφωνούν πλήρως με τις εκτιμήσεις του.
Η κρίση της ευρωζώνης εμπόδιο για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
Μετά τα όσα συνέβησαν στην Κύπρο, πού βαδίζει η ευρωζώνη; Διακρίνετε κάποιο σχέδιο της Γερμανίας; Μήπως ετοιμάζεται να εγκαταλείψει, όπως λέγεται, το ευρώ ή μήπως υπάρχουν χώρες που θα αναγκαστούν να το εγκαταλείψουν νωρίτερα; Εκτός αν βλέπετε να προωθείται το σενάριο των δύο ζωνών του ευρώ…
Είναι φανερό ότι η κρίση στην ευρωζώνη πέρασε σ’ ένα σημαντικό στάδιο. Η κυπριακή κρίση κατέρριψε το ταμπού της περικοπής τραπεζικών λογαριασμών, που ίσχυε μέχρι τώρα. Η ιδέα ότι η περίπτωση της Κύπρου ήταν μια εξαίρεση, έχει πεθάνει για τα καλά. Ο Κλάας Κνοτ, μέλος του συμβουλίου της ΕΚΤ, δήλωσε στις 29 Μαρτίου ότι είναι κατ’ αρχήν σύμφωνος με τη δήλωση του Γερούν Ντάισελμπλουμ, επικεφαλής του Γιούρογκρουπ, που είχε προκαλέσει τόσες συζητήσεις. Επιβεβαιώνοντας έτσι ότι το πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στην Κύπρο είναι ένα νέο «δόγμα».
Η απόφαση αυτή, όμως, εισάγει μια κεφαλαιώδη αλλαγή στη διαχείριση της κρίσης της ευρωζώνης. Στην πραγματικότητα, εμπεριέχει το τέλος της ευρωζώνης, κι αυτό για δύο λόγους. Από τη μια, μπορεί να διανοηθούμε τη συμμετοχή των μετόχων μιας τράπεζας σ’ ένα σχέδιο διάσωσης, αλλά το να θιγούν οι καταθέτες είναι εντελώς αντιπαραγωγικό, καθώς μπορεί να προκαλέσει πανικό. Το μέτρο αυτό καταστρέφει την εμπιστοσύνη μεταξύ της τράπεζας και του πελάτη, που είναι η ουσία της τραπεζικής δραστηριότητας. Αυτή η ρήξη εμπιστοσύνης θα έχει συνέπειες στις χώρες που είναι ήδη εκτεθειμένες στην κρίση, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία. Θα έχουμε ταχύτατη επιδείνωση της κρίσης στους επόμενους μήνες.
Δεν ήταν ένα απλό επεισόδιο
Φαίνεται, λοιπόν, καθαρά ότι αυτή η κρίση δεν ήταν ένα μειωμένης σημασίας επεισόδιο σχετικό με ένα πρόβλημα σε μια μικροσκοπική χώρα της περιφέρειας της ευρωζώνης. Πρόκειται για ένα πολιτικό άλμα στην εξέλιξη της κρίσης.
Η Γερμανία αποκομίζει σημαντικά κέρδη από την ύπαρξη της ευρωζώνης, της τάξης του 3% του ΑΕΠ της κάθε χρόνο (75 δισ. ευρώ). Πάνω από το 60% του εμπορικού πλεονάσματός της πραγματοποιείται εντός της ευρωζώνης. Ωστόσο, για να επιβιώσει η ευρωζώνη, χρειάζεται να γίνουν βήματα προς την κατεύθυνση της ομοσπονδοποίησης της Ευρώπης. Μόνο που οι υποστηρικτές τής ομοσπονδίας δεν υπολογίζουν τα ποσά που χρειάζονται για να γίνει αυτό, ούτε ποιος θα τα καταβάλει. Η αλήθεια είναι ότι χρειάζονται μεταβιβάσεις 325 με 350 δισ. ευρώ το χρόνο, και μάλιστα για μια δεκαετία τουλάχιστον. Για τη Γερμανία αυτό σημαίνει ότι θα έπρεπε να εκταμιεύσει 8% με 10% του ΑΕΠ κάθε χρόνο, αν εφαρμοζόταν η λύση του κοινού ομοσπονδιακού προϋπολογισμού στην ευρωζώνη, για να μπορεί να λειτουργήσει το ευρώ.
Το δίλημμα του Βερολίνου
Μετά τα όσα συνέβησαν στην Κύπρο, πού βαδίζει η ευρωζώνη; Διακρίνετε κάποιο σχέδιο της Γερμανίας; Μήπως ετοιμάζεται να εγκαταλείψει, όπως λέγεται, το ευρώ ή μήπως υπάρχουν χώρες που θα αναγκαστούν να το εγκαταλείψουν νωρίτερα; Εκτός αν βλέπετε να προωθείται το σενάριο των δύο ζωνών του ευρώ…
Είναι φανερό ότι η κρίση στην ευρωζώνη πέρασε σ’ ένα σημαντικό στάδιο. Η κυπριακή κρίση κατέρριψε το ταμπού της περικοπής τραπεζικών λογαριασμών, που ίσχυε μέχρι τώρα. Η ιδέα ότι η περίπτωση της Κύπρου ήταν μια εξαίρεση, έχει πεθάνει για τα καλά. Ο Κλάας Κνοτ, μέλος του συμβουλίου της ΕΚΤ, δήλωσε στις 29 Μαρτίου ότι είναι κατ’ αρχήν σύμφωνος με τη δήλωση του Γερούν Ντάισελμπλουμ, επικεφαλής του Γιούρογκρουπ, που είχε προκαλέσει τόσες συζητήσεις. Επιβεβαιώνοντας έτσι ότι το πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στην Κύπρο είναι ένα νέο «δόγμα».
Η απόφαση αυτή, όμως, εισάγει μια κεφαλαιώδη αλλαγή στη διαχείριση της κρίσης της ευρωζώνης. Στην πραγματικότητα, εμπεριέχει το τέλος της ευρωζώνης, κι αυτό για δύο λόγους. Από τη μια, μπορεί να διανοηθούμε τη συμμετοχή των μετόχων μιας τράπεζας σ’ ένα σχέδιο διάσωσης, αλλά το να θιγούν οι καταθέτες είναι εντελώς αντιπαραγωγικό, καθώς μπορεί να προκαλέσει πανικό. Το μέτρο αυτό καταστρέφει την εμπιστοσύνη μεταξύ της τράπεζας και του πελάτη, που είναι η ουσία της τραπεζικής δραστηριότητας. Αυτή η ρήξη εμπιστοσύνης θα έχει συνέπειες στις χώρες που είναι ήδη εκτεθειμένες στην κρίση, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία. Θα έχουμε ταχύτατη επιδείνωση της κρίσης στους επόμενους μήνες.
Δεν ήταν ένα απλό επεισόδιο
Φαίνεται, λοιπόν, καθαρά ότι αυτή η κρίση δεν ήταν ένα μειωμένης σημασίας επεισόδιο σχετικό με ένα πρόβλημα σε μια μικροσκοπική χώρα της περιφέρειας της ευρωζώνης. Πρόκειται για ένα πολιτικό άλμα στην εξέλιξη της κρίσης.
Η Γερμανία αποκομίζει σημαντικά κέρδη από την ύπαρξη της ευρωζώνης, της τάξης του 3% του ΑΕΠ της κάθε χρόνο (75 δισ. ευρώ). Πάνω από το 60% του εμπορικού πλεονάσματός της πραγματοποιείται εντός της ευρωζώνης. Ωστόσο, για να επιβιώσει η ευρωζώνη, χρειάζεται να γίνουν βήματα προς την κατεύθυνση της ομοσπονδοποίησης της Ευρώπης. Μόνο που οι υποστηρικτές τής ομοσπονδίας δεν υπολογίζουν τα ποσά που χρειάζονται για να γίνει αυτό, ούτε ποιος θα τα καταβάλει. Η αλήθεια είναι ότι χρειάζονται μεταβιβάσεις 325 με 350 δισ. ευρώ το χρόνο, και μάλιστα για μια δεκαετία τουλάχιστον. Για τη Γερμανία αυτό σημαίνει ότι θα έπρεπε να εκταμιεύσει 8% με 10% του ΑΕΠ κάθε χρόνο, αν εφαρμοζόταν η λύση του κοινού ομοσπονδιακού προϋπολογισμού στην ευρωζώνη, για να μπορεί να λειτουργήσει το ευρώ.
Το δίλημμα του Βερολίνου
Η Γερμανία, λοιπόν, βρίσκεται μπροστά στο ακόλουθο δίλημμα: είτε να
δεσμευτεί σε μια τέτοια επιλογή, που πάντα την αρνιόταν, και συνεπώς να
καταβάλει σημαντικό τμήμα του εθνικού πλούτου της, είτε να πει αντίο
στην ευρωζώνη και να υποστεί τις απώλειες που θα προκύψουν από τη
διάλυσή της, οι οποίες, ωστόσο, θα είναι πολύ μικρότερες από τις
απαιτούμενες καταβολές για τη στήριξή της.
Για την ώρα η Γερμανία αρνείται να επιλέξει και προσπαθεί να επιβάλει, με αρκετή επιτυχία, λύσεις που επιβαρύνουν τις χώρες που έχουν προβλήματα. Είναι προφανές ότι αυτό θα οδηγήσει σε ταχεία επιδείνωση της κρίσης στις χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα και, στο τέλος, δεν θα τους αφήσει άλλη επιλογή από την έξοδο από την ευρωζώνη ή την οριστική καταστροφή. Και μπορεί να προβλέψει κανείς ότι με τη δειλή στάση που κρατούν τόσο οι κυβερνήσεις όσο και οι αντιπολιτεύσεις, οι χώρες αυτές θα επιλέξουν την έξοδο από την ευρωζώνη μόνο όταν θα επέλθει η οριστική καταστροφή.
Συχνά λέγεται ότι αυτή η πολιτική είναι της Μέρκελ. Από μία άποψη είναι σωστό. Άδραξε την ευκαιρία της κυπριακής κρίσης για να δείξει με σαφήνεια ότι δεν ήταν διατεθειμένη να πληρώσει. Αλλά, αν πάρουμε υπόψη τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει μακροπρόθεσμα η Γερμανία και ιδίως τη δημογραφική παρακμή της, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οποιοσδήποτε γερμανός ηγέτης στη θέση της θα αντιδρούσε βασικά με τον ίδιο τρόπο, έστω κι αν δεν ακολουθούσε ακριβώς την ίδια μορφή αντίδρασης.
Όσο δεν αμφισβητεί κανείς το δόγμα του ευρώ, η Γερμανία μπορεί να ελπίζει ότι μπορεί να παίζει το παιχνίδι της να αποκομίζει τα οφέλη, αλλά να αρνείται να συμβάλει ουσιαστικά στη λειτουργία της ευρωζώνης. Με το μέγεθος των πλεονασμάτων που αποκομίζει η Γερμανία σε βάρος των χωρών της ευρωζώνης, θα ήταν ανόητο να υποθέσει κάποιος ότι το Βερολίνο θέλει να διώξει από την ευρωζώνη οποιαδήποτε χώρα. Ταυτόχρονα, όμως, δεν μπορεί να αναλάβει το βάρος της προσπάθειας που χρειάζεται για να λειτουργήσει η ζώνη του ευρώ.
Το αποτέλεσμα είναι ότι ζούμε όλοι μέρα με τη μέρα, αλλά μέσα σε μια λιτότητα που επιδεινώνεται. Κάθε μήνας που περνά, σημαίνει κέρδος 12 δισ. για τη Γερμανία. Πέρα απ’ αυτό, η Γερμανία επωφελείται από την κρίση των χωρών της ευρωζώνης που έχουν πρόβλημα. Για να αντιμετωπίσει το δημογραφικό πρόβλημά της, «εισάγει» διπλωματούχους νέους (που για την εκπαίδευσή τους δεν έχει δώσει δεκάρα), στερώντας έτσι από τις χώρες τους τις μελλοντικές οικονομικές και επιστημονικές ελίτ και βυθίζοντάς τες λίγο πιο βαθιά στην κρίση.
Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί γιατί η Γερμανία «εισάγει» αυτούς τους εργαζόμενους και δεν μεταφέρει κάποιες παραγωγικές μονάδες σε χώρες όπως η Ισπανία ή η Ελλάδα. Η απάντηση είναι απλή. Η πολιτική αυτή προκαλεί αυτόματη άνοδο του ΑΕΠ της Γερμανίας, αλλά και των ασφαλιστικών εισφορών και των φόρων που καταβάλλουν οι εξ ανάγκης «μετανάστες», οι οποίοι μετέχουν έτσι στο σημερινό αντίστοιχο των Υπηρεσιών Υποχρεωτικής Εργασίας του 1942. Αντίθετα, αν η Γερμανία μετέφερε κάποιες δραστηριότητες σε άλλες χώρες, θα ήταν υποχρεωμένη να επενδύσει στις χώρες αυτές και τα εισοδήματα από την εργασία στις συγκεκριμένες χώρες δεν θα έδιναν φόρους ή ασφαλιστικές εισφορές στη Γερμανία, αλλά στη χώρα όπου εργάζονται οι απασχολούμενοι στις μετεγκατεστημένες επιχειρήσεις.
Το ευρώ καταδικάζεται
Οι γερμανικές ελίτ ξέρουν καλά ότι η κατάσταση αυτή θα έχει ένα τέλος, όπως φαίνεται και από τις πρόσφατες δηλώσεις του Χανς Όλαφ Χένκελ, πρώην προέδρου του γερμανικού συνδέσμου βιομηχάνων. Δεν θα κάνουν, όμως, τίποτε που θα έθετε τέρμα σ’ αυτή την ευνοϊκή για τις ίδιες κατάσταση. Με μια έννοια, η άρνηση να δώσει ένα απεχθές γι’ αυτήν τέλος, καταδικάζει τις άλλες χώρες να ζουν σε μια απεχθή πραγματικότητα.
Είναι πια φανερό ότι η ευρωζώνη, με τη σημερινή μορφή της, είναι καταδικασμένη. Ένας διχασμός της, για παράδειγμα, μεταξύ χωρών του «Νότου» και χωρών του «Βορρά» μπορεί να είναι ένα ενδεχόμενο, αλλά είναι ελάχιστα πιθανό. Η συζήτηση γύρω από αυτή την υπόθεση των «δύο ευρώ» ήταν έντονη στη Γαλλία το 2010 και κατά ένας μέρος το 2011. Αλλά η υπόθεση αυτή συνεπάγεται συμφωνία της Γερμανίας. Δεν τη συμφέρει, όμως, περισσότερο να δεχτεί το διχασμό αυτό, από το να προτιμήσει την κατάργηση του ευρώ. Αν διασπαζόταν η ευρωζώνη, θα ανασυγκροτείτο γύρω από τη Γερμανία μια «ζώνη του μάρκου» με τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία και τη Φιλανδία. Σ’ αυτές τις συνθήκες η υπόθεση των «δύο ευρώ» ανάγεται στην πραγματικότητα σε μια ζωή του μάρκου και μια ζωή του ευρώ για τις χώρες του «Νότου».
Αλλά η ετερογένεια των υπόλοιπων χωρών δεν θα ήταν μικρότερη απ’ ό,τι είναι σήμερα στην ευρωζώνη. Η Ιρλανδία και η Ισπανία οικοδόμησαν το αναπτυξιακό πρότυπό τους πάνω στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και στα ακίνητα, ενώ η Γαλλία και η Ιταλία μένουν μάλλον πιστές σε μορφές οικονομίας όπου η βιομηχανία παίζει σχετικά σημαντικό ρόλο. Η Ελλάδα, αλλά επίσης και η Κύπρος και η Μάλτα είναι ιδιαίτερες περιπτώσεις. Για την Ελλάδα πρέπει να θυμίσουμε ότι η χώρα αυτή διέθετε, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000, ένα δυναμικό εξαγωγικό τομέα, ο οποίος όμως ήταν στραμμένος εκτός ευρωζώνης. Ο τομέας αυτός καταστράφηκε με την αποδοχή του ευρώ και την άνοδο των τιμών που προκάλεσε η ανατίμηση του ευρώ σε σχέση με το δολάριο μετά το 2003. Η Ελλάδα, άλλωστε, είναι η χώρα που παρουσιάζει τη μικρότερη εμπορική ολοκλήρωση στο πλαίσιο της ευρωζώνης.
Μεταξύ «Βορρά» και «Νότου»
Στην πραγματικότητα, αν αναζητούμε μια σχετική ομοιογένεια οικονομικής και κοινωνικής δυναμικής, θα τη βρούμε μονάχα σε τρεις χώρες: το Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ιταλία. Θα είχε νόημα αυτές οι χώρες να έχουν το ίδιο νόμισμα. Ωστόσο, η κατάσταση αλλάζει ταχύτατα. Δεν είναι βέβαιο ότι η κατάσταση στην Ιταλία δεν θα τη μεταβάλει στο προσεχές μέλλον σε χώρα με ιδιαίτερη οικονομική δυναμική.
Η πολιτική λιτότητας που ακολούθησε ο Μάριο Μόντι από τον Νοέμβριο του 2011, έχει κάνει εύθραυστο το βιομηχανικό ιστό της Ιταλίας, η οποία υποφέρει από σημαντική συστολή της τραπεζικής πίστης. Αυτή η κακή υγεία των βιομηχανικών επιχειρήσεων (ιδιαίτερα των μικρών και μεσαίων, που το βάρος τους είναι σημαντικό στην Ιταλία) έχει την αντανάκλασή της στις τράπεζες. Το τμήμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων αγγίζει πια το 12% του ενεργητικού των τραπεζών, που αποτελεί ποσοστό συγκρίσιμο με των τραπεζών της Ισπανίας. Αν η σύγκριση Γαλλίας και Ιταλίας είχε κάποιο νόημα όταν στη Γαλλία γινόταν η δημόσια συζήτηση για τα «δύο ευρώ», δεν είναι βέβαιο ότι εξακολουθεί να έχει το 2013.
Το συμπέρασμα είναι ότι η πιο πιθανή υπόθεση είναι της διάλυσης της ευρωζώνης. Είναι η λύση που έχει το χάρισμα της απλότητας, πράγμα σημαντικό για μια πολιτική απόφαση, καθώς στο πολιτικό επίπεδο συχνά μια λύση που θεωρείται τέλεια αλλά στην εφαρμογή της είναι σύνθετη, αντικαθίσταται από μια λύση «επαρκή» αλλά πολύ πιο απλή στην εφαρμογή. Στο κέντρο ερευνών που παρακολουθώ, προσπαθήσαμε να διαμορφώσουμε ένα μοντέλο με βάση την υπόθεση της διάλυσης της ευρωζώνης. Τα πρώτα αποτελέσματα δείχνουν ότι δεν οδηγεί στην καταστροφή που ορισμένοι προφητεύουν, αντίθετα μπορεί να ξαναδώσει στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου το χαμένο οικονομικό δυναμισμό τους.
Πού πάει η Ευρώπη;
Ποια πολιτική θα μπορούσε να ακολουθηθεί σήμερα, ώστε και η πρόοδος της ευρωπαϊκής ενοποίησης να εξασφαλισθεί, αλλά και το δόγμα της σωτηρίας του ευρώ πάση θυσία να αποκρουστεί;
Η πολιτική που επιδιώκει την ευρωπαϊκή ενότητα προσκρούει στην ακόλουθη πραγματικότητα: δεν υφίσταται ευρωπαϊκός λαός, ιδίως με την πολιτική έννοια του όρου. Υπάρχουν μόνο οι λαοί των χωρών μελών. Είναι μια διαπίστωση που έχει κάνει και το συνταγματικό δικαστήριο της Καρλσρούης. Την ίδια στιγμή, υπάρχει πραγματική διάθεση για περισσότερο συντονισμό μεταξύ των μελών της ΕΕ. Ένα μέρος του δράματος που ζούμε οφείλεται ακριβώς σ’ αυτή τη σύγχυση μεταξύ συνεργασίας και ενοποίησης, ιδίως στο νομισματικό πεδίο.
Στο εξής η προσπάθεια διατήρησης του ευρώ θα επιβάλλει στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου θυσίες όλο και πιο μεγάλες: μεγαλύτερη ανεργία, χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο και λιγότερες κοινωνικές παροχές. Οι θυσίες αυτές προκαλούν αρνητικά συναισθήματα απέναντι στην ΕΕ και τη Γερμανία, που θεωρούνται, όχι αναίτια, υπεύθυνες για τις θυσίες. Σήμερα, το ευρώ είναι το κύριο εμπόδιο στην εμβάθυνση της συνεργασίας ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες. Το ευρώ έχει μετατραπεί στον κυριότερο κίνδυνο για την Ευρώπη, εξαιτίας της έκτασης και της βιαιότητας των αντιδράσεων που συνεπάγεται.
Αυτό θέτει το ερώτημα: θα μπορούσε να διαλυθεί η ευρωζώνη, χωρίς να προκληθούν μείζονες κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές; Και η εκπληκτική απάντηση που έρχεται από την Κύπρο, είναι «ναι». Αυτό είναι το κυριότερο παράδοξο της κυπριακής κρίσης. Για να μπορέσουν να ανοίξουν πάλι οι τράπεζες, χρειάστηκε να εφαρμοστεί ένα εξαιρετικά αυστηρό πλαίσιο ελέγχων. Τα μέτρα ελέγχου της κίνησης κεφαλαίων επέτρεψαν την αποφυγή της κατάρρευσης των κυπριακών τραπεζών με το άνοιγμά τους.
Όμως, τα μέτρα αυτά κατέληξαν να δημιουργήσουν δύο ευρώ, το κυπριακό, με περιορισμένη χρήση, και αυτό που ισχύει για την υπόλοιπη ευρωζώνη. Αυτοί που συνέλαβαν την ιδέα αυτού του συστήματος, δεν έλαβαν υπόψη ότι αποτελεί απόδειξη πως τίποτε δεν θα ήταν πιο απλό από το να εγκαταλείψει κάποιος τη ζώνη του ευρώ. Όσα καταστροφολογικά λέγονταν περί αυτού, καταρρέουν μπροστά στην πραγματικότητα. Από τη στιγμή που άρχισαν να εφαρμόζονται έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων, η έξοδος από την ευρωζώνη φαίνεται σχετικά εύκολο να πραγματοποιηθεί.
Πρέπει να υπογραμμίσουμε εδώ την εντυπωσιακή εξέλιξη της άποψης των διεθνών οργανισμών σχετικά μ’ αυτό το θέμα. Την εποχή της ρωσικής κρίσης, το 1998, οι έλεγχοι αυτοί είχαν αποκρουστεί ως πιθανό μέτρο. Το να τους υποστηρίξει κάποιος τότε, ήταν ο πιο σίγουρος τρόπος για να χαρακτηριστεί αιρετικός και να αφοριστεί από τους αρχιερείς της οικονομικής επιστήμης. Σήμερα τα μέτρα αυτά γίνονται αποδεκτά από το ίδιο το ΔΝΤ.
Η πολιτική λιτότητας στο στόχαστρο
Σήμερα, λοιπόν, πρέπει να δούμε την πραγματικότητα κατάματα. Αν διατηρήσουμε το ευρώ, χάνουμε κάθε μέσο με το οποίο θα μπορούσαμε να αντιταχθούμε στις δολοφονικές πολιτικές λιτότητας που ερειπώνουν τον ευρωπαϊκό Νότο. Αρκεί να δούμε την ιστορία της Γερμανίας μεταξύ 1930 και 1932, για να έχουμε μια πρόγευση για το τι θα συμβεί. Τότε, για τη διάσωση των τραπεζών εφαρμόστηκε δραστική πολιτική λιτότητας. Οι τράπεζες μεν διασώθηκαν, αλλά η ανεργία από 15% έφτασε στο 30%. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για τους ναζί. Σήμερα, ο κύριος κίνδυνος που υπάρχει, είναι να φέρουμε αντιμέτωπους τους λαούς της Ευρώπης τον ένα απέναντι στον άλλο και να ξανακάνουμε τη Γερμανία κεντρικό πρόβλημα της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Αν αποφασίσουμε να διαλύσουμε την ευρωζώνη, εφόσον ορισμένες χώρες αποχωρήσουν παρασύροντας και άλλες σε μια διαδικασία ταχείας αποσύνθεσης, ίσως ξαναβρούμε το δρόμο της ανάπτυξης και της κοινωνικής προόδου. Ο συντονισμός των εθνών δεν βρίσκει αποτελεσματικά επιχειρήματα, παρά μόνο αν τεθεί στην υπηρεσία της ανάπτυξης και της κοινωνικής προόδου.
Να προσθέσω ότι θα είναι σημαντικό να θέσουμε σε λειτουργία μορφές συντονισμού μεταξύ χωρών που έχουν ανακτήσει τη νομισματική κυριαρχία τους. Θα μπορούσε να πάρει αυτός ο συντονισμός τη μορφή του συντονισμού της τιμής συναλλάγματος, στο πλαίσιο ενός ελέγχου της κίνησης των κεφαλαίων. Τουλάχιστον μεταξύ της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας.
Άλλες χώρες θα μπορούσαν προοδευτικά να συνδεθούν μ’ αυτό το συντονισμό, που θα μπορούσε να απολήξει, σε μερικά χρόνια, σ’ ένα κοινό νόμισμα, που θα ερχόταν να προστεθεί στα υπάρχοντα και όχι να τα υποκαταστήσει. Ένα νόμισμα που θα χρησιμοποιείται στις εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές με τις τρίτες χώρες. Τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας θα λύνονταν μ’ αυτό τον τρόπο μέσω της υποτίμησης ή της ανατίμησης των εθνικών νομισμάτων σε σχέση με αυτό το κοινό νόμισμα.
Για την ώρα η Γερμανία αρνείται να επιλέξει και προσπαθεί να επιβάλει, με αρκετή επιτυχία, λύσεις που επιβαρύνουν τις χώρες που έχουν προβλήματα. Είναι προφανές ότι αυτό θα οδηγήσει σε ταχεία επιδείνωση της κρίσης στις χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα και, στο τέλος, δεν θα τους αφήσει άλλη επιλογή από την έξοδο από την ευρωζώνη ή την οριστική καταστροφή. Και μπορεί να προβλέψει κανείς ότι με τη δειλή στάση που κρατούν τόσο οι κυβερνήσεις όσο και οι αντιπολιτεύσεις, οι χώρες αυτές θα επιλέξουν την έξοδο από την ευρωζώνη μόνο όταν θα επέλθει η οριστική καταστροφή.
Συχνά λέγεται ότι αυτή η πολιτική είναι της Μέρκελ. Από μία άποψη είναι σωστό. Άδραξε την ευκαιρία της κυπριακής κρίσης για να δείξει με σαφήνεια ότι δεν ήταν διατεθειμένη να πληρώσει. Αλλά, αν πάρουμε υπόψη τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει μακροπρόθεσμα η Γερμανία και ιδίως τη δημογραφική παρακμή της, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οποιοσδήποτε γερμανός ηγέτης στη θέση της θα αντιδρούσε βασικά με τον ίδιο τρόπο, έστω κι αν δεν ακολουθούσε ακριβώς την ίδια μορφή αντίδρασης.
Όσο δεν αμφισβητεί κανείς το δόγμα του ευρώ, η Γερμανία μπορεί να ελπίζει ότι μπορεί να παίζει το παιχνίδι της να αποκομίζει τα οφέλη, αλλά να αρνείται να συμβάλει ουσιαστικά στη λειτουργία της ευρωζώνης. Με το μέγεθος των πλεονασμάτων που αποκομίζει η Γερμανία σε βάρος των χωρών της ευρωζώνης, θα ήταν ανόητο να υποθέσει κάποιος ότι το Βερολίνο θέλει να διώξει από την ευρωζώνη οποιαδήποτε χώρα. Ταυτόχρονα, όμως, δεν μπορεί να αναλάβει το βάρος της προσπάθειας που χρειάζεται για να λειτουργήσει η ζώνη του ευρώ.
Το αποτέλεσμα είναι ότι ζούμε όλοι μέρα με τη μέρα, αλλά μέσα σε μια λιτότητα που επιδεινώνεται. Κάθε μήνας που περνά, σημαίνει κέρδος 12 δισ. για τη Γερμανία. Πέρα απ’ αυτό, η Γερμανία επωφελείται από την κρίση των χωρών της ευρωζώνης που έχουν πρόβλημα. Για να αντιμετωπίσει το δημογραφικό πρόβλημά της, «εισάγει» διπλωματούχους νέους (που για την εκπαίδευσή τους δεν έχει δώσει δεκάρα), στερώντας έτσι από τις χώρες τους τις μελλοντικές οικονομικές και επιστημονικές ελίτ και βυθίζοντάς τες λίγο πιο βαθιά στην κρίση.
Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί γιατί η Γερμανία «εισάγει» αυτούς τους εργαζόμενους και δεν μεταφέρει κάποιες παραγωγικές μονάδες σε χώρες όπως η Ισπανία ή η Ελλάδα. Η απάντηση είναι απλή. Η πολιτική αυτή προκαλεί αυτόματη άνοδο του ΑΕΠ της Γερμανίας, αλλά και των ασφαλιστικών εισφορών και των φόρων που καταβάλλουν οι εξ ανάγκης «μετανάστες», οι οποίοι μετέχουν έτσι στο σημερινό αντίστοιχο των Υπηρεσιών Υποχρεωτικής Εργασίας του 1942. Αντίθετα, αν η Γερμανία μετέφερε κάποιες δραστηριότητες σε άλλες χώρες, θα ήταν υποχρεωμένη να επενδύσει στις χώρες αυτές και τα εισοδήματα από την εργασία στις συγκεκριμένες χώρες δεν θα έδιναν φόρους ή ασφαλιστικές εισφορές στη Γερμανία, αλλά στη χώρα όπου εργάζονται οι απασχολούμενοι στις μετεγκατεστημένες επιχειρήσεις.
Το ευρώ καταδικάζεται
Οι γερμανικές ελίτ ξέρουν καλά ότι η κατάσταση αυτή θα έχει ένα τέλος, όπως φαίνεται και από τις πρόσφατες δηλώσεις του Χανς Όλαφ Χένκελ, πρώην προέδρου του γερμανικού συνδέσμου βιομηχάνων. Δεν θα κάνουν, όμως, τίποτε που θα έθετε τέρμα σ’ αυτή την ευνοϊκή για τις ίδιες κατάσταση. Με μια έννοια, η άρνηση να δώσει ένα απεχθές γι’ αυτήν τέλος, καταδικάζει τις άλλες χώρες να ζουν σε μια απεχθή πραγματικότητα.
Είναι πια φανερό ότι η ευρωζώνη, με τη σημερινή μορφή της, είναι καταδικασμένη. Ένας διχασμός της, για παράδειγμα, μεταξύ χωρών του «Νότου» και χωρών του «Βορρά» μπορεί να είναι ένα ενδεχόμενο, αλλά είναι ελάχιστα πιθανό. Η συζήτηση γύρω από αυτή την υπόθεση των «δύο ευρώ» ήταν έντονη στη Γαλλία το 2010 και κατά ένας μέρος το 2011. Αλλά η υπόθεση αυτή συνεπάγεται συμφωνία της Γερμανίας. Δεν τη συμφέρει, όμως, περισσότερο να δεχτεί το διχασμό αυτό, από το να προτιμήσει την κατάργηση του ευρώ. Αν διασπαζόταν η ευρωζώνη, θα ανασυγκροτείτο γύρω από τη Γερμανία μια «ζώνη του μάρκου» με τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία και τη Φιλανδία. Σ’ αυτές τις συνθήκες η υπόθεση των «δύο ευρώ» ανάγεται στην πραγματικότητα σε μια ζωή του μάρκου και μια ζωή του ευρώ για τις χώρες του «Νότου».
Αλλά η ετερογένεια των υπόλοιπων χωρών δεν θα ήταν μικρότερη απ’ ό,τι είναι σήμερα στην ευρωζώνη. Η Ιρλανδία και η Ισπανία οικοδόμησαν το αναπτυξιακό πρότυπό τους πάνω στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και στα ακίνητα, ενώ η Γαλλία και η Ιταλία μένουν μάλλον πιστές σε μορφές οικονομίας όπου η βιομηχανία παίζει σχετικά σημαντικό ρόλο. Η Ελλάδα, αλλά επίσης και η Κύπρος και η Μάλτα είναι ιδιαίτερες περιπτώσεις. Για την Ελλάδα πρέπει να θυμίσουμε ότι η χώρα αυτή διέθετε, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000, ένα δυναμικό εξαγωγικό τομέα, ο οποίος όμως ήταν στραμμένος εκτός ευρωζώνης. Ο τομέας αυτός καταστράφηκε με την αποδοχή του ευρώ και την άνοδο των τιμών που προκάλεσε η ανατίμηση του ευρώ σε σχέση με το δολάριο μετά το 2003. Η Ελλάδα, άλλωστε, είναι η χώρα που παρουσιάζει τη μικρότερη εμπορική ολοκλήρωση στο πλαίσιο της ευρωζώνης.
Μεταξύ «Βορρά» και «Νότου»
Στην πραγματικότητα, αν αναζητούμε μια σχετική ομοιογένεια οικονομικής και κοινωνικής δυναμικής, θα τη βρούμε μονάχα σε τρεις χώρες: το Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ιταλία. Θα είχε νόημα αυτές οι χώρες να έχουν το ίδιο νόμισμα. Ωστόσο, η κατάσταση αλλάζει ταχύτατα. Δεν είναι βέβαιο ότι η κατάσταση στην Ιταλία δεν θα τη μεταβάλει στο προσεχές μέλλον σε χώρα με ιδιαίτερη οικονομική δυναμική.
Η πολιτική λιτότητας που ακολούθησε ο Μάριο Μόντι από τον Νοέμβριο του 2011, έχει κάνει εύθραυστο το βιομηχανικό ιστό της Ιταλίας, η οποία υποφέρει από σημαντική συστολή της τραπεζικής πίστης. Αυτή η κακή υγεία των βιομηχανικών επιχειρήσεων (ιδιαίτερα των μικρών και μεσαίων, που το βάρος τους είναι σημαντικό στην Ιταλία) έχει την αντανάκλασή της στις τράπεζες. Το τμήμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων αγγίζει πια το 12% του ενεργητικού των τραπεζών, που αποτελεί ποσοστό συγκρίσιμο με των τραπεζών της Ισπανίας. Αν η σύγκριση Γαλλίας και Ιταλίας είχε κάποιο νόημα όταν στη Γαλλία γινόταν η δημόσια συζήτηση για τα «δύο ευρώ», δεν είναι βέβαιο ότι εξακολουθεί να έχει το 2013.
Το συμπέρασμα είναι ότι η πιο πιθανή υπόθεση είναι της διάλυσης της ευρωζώνης. Είναι η λύση που έχει το χάρισμα της απλότητας, πράγμα σημαντικό για μια πολιτική απόφαση, καθώς στο πολιτικό επίπεδο συχνά μια λύση που θεωρείται τέλεια αλλά στην εφαρμογή της είναι σύνθετη, αντικαθίσταται από μια λύση «επαρκή» αλλά πολύ πιο απλή στην εφαρμογή. Στο κέντρο ερευνών που παρακολουθώ, προσπαθήσαμε να διαμορφώσουμε ένα μοντέλο με βάση την υπόθεση της διάλυσης της ευρωζώνης. Τα πρώτα αποτελέσματα δείχνουν ότι δεν οδηγεί στην καταστροφή που ορισμένοι προφητεύουν, αντίθετα μπορεί να ξαναδώσει στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου το χαμένο οικονομικό δυναμισμό τους.
Πού πάει η Ευρώπη;
Ποια πολιτική θα μπορούσε να ακολουθηθεί σήμερα, ώστε και η πρόοδος της ευρωπαϊκής ενοποίησης να εξασφαλισθεί, αλλά και το δόγμα της σωτηρίας του ευρώ πάση θυσία να αποκρουστεί;
Η πολιτική που επιδιώκει την ευρωπαϊκή ενότητα προσκρούει στην ακόλουθη πραγματικότητα: δεν υφίσταται ευρωπαϊκός λαός, ιδίως με την πολιτική έννοια του όρου. Υπάρχουν μόνο οι λαοί των χωρών μελών. Είναι μια διαπίστωση που έχει κάνει και το συνταγματικό δικαστήριο της Καρλσρούης. Την ίδια στιγμή, υπάρχει πραγματική διάθεση για περισσότερο συντονισμό μεταξύ των μελών της ΕΕ. Ένα μέρος του δράματος που ζούμε οφείλεται ακριβώς σ’ αυτή τη σύγχυση μεταξύ συνεργασίας και ενοποίησης, ιδίως στο νομισματικό πεδίο.
Στο εξής η προσπάθεια διατήρησης του ευρώ θα επιβάλλει στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου θυσίες όλο και πιο μεγάλες: μεγαλύτερη ανεργία, χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο και λιγότερες κοινωνικές παροχές. Οι θυσίες αυτές προκαλούν αρνητικά συναισθήματα απέναντι στην ΕΕ και τη Γερμανία, που θεωρούνται, όχι αναίτια, υπεύθυνες για τις θυσίες. Σήμερα, το ευρώ είναι το κύριο εμπόδιο στην εμβάθυνση της συνεργασίας ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες. Το ευρώ έχει μετατραπεί στον κυριότερο κίνδυνο για την Ευρώπη, εξαιτίας της έκτασης και της βιαιότητας των αντιδράσεων που συνεπάγεται.
Αυτό θέτει το ερώτημα: θα μπορούσε να διαλυθεί η ευρωζώνη, χωρίς να προκληθούν μείζονες κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές; Και η εκπληκτική απάντηση που έρχεται από την Κύπρο, είναι «ναι». Αυτό είναι το κυριότερο παράδοξο της κυπριακής κρίσης. Για να μπορέσουν να ανοίξουν πάλι οι τράπεζες, χρειάστηκε να εφαρμοστεί ένα εξαιρετικά αυστηρό πλαίσιο ελέγχων. Τα μέτρα ελέγχου της κίνησης κεφαλαίων επέτρεψαν την αποφυγή της κατάρρευσης των κυπριακών τραπεζών με το άνοιγμά τους.
Όμως, τα μέτρα αυτά κατέληξαν να δημιουργήσουν δύο ευρώ, το κυπριακό, με περιορισμένη χρήση, και αυτό που ισχύει για την υπόλοιπη ευρωζώνη. Αυτοί που συνέλαβαν την ιδέα αυτού του συστήματος, δεν έλαβαν υπόψη ότι αποτελεί απόδειξη πως τίποτε δεν θα ήταν πιο απλό από το να εγκαταλείψει κάποιος τη ζώνη του ευρώ. Όσα καταστροφολογικά λέγονταν περί αυτού, καταρρέουν μπροστά στην πραγματικότητα. Από τη στιγμή που άρχισαν να εφαρμόζονται έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων, η έξοδος από την ευρωζώνη φαίνεται σχετικά εύκολο να πραγματοποιηθεί.
Πρέπει να υπογραμμίσουμε εδώ την εντυπωσιακή εξέλιξη της άποψης των διεθνών οργανισμών σχετικά μ’ αυτό το θέμα. Την εποχή της ρωσικής κρίσης, το 1998, οι έλεγχοι αυτοί είχαν αποκρουστεί ως πιθανό μέτρο. Το να τους υποστηρίξει κάποιος τότε, ήταν ο πιο σίγουρος τρόπος για να χαρακτηριστεί αιρετικός και να αφοριστεί από τους αρχιερείς της οικονομικής επιστήμης. Σήμερα τα μέτρα αυτά γίνονται αποδεκτά από το ίδιο το ΔΝΤ.
Η πολιτική λιτότητας στο στόχαστρο
Σήμερα, λοιπόν, πρέπει να δούμε την πραγματικότητα κατάματα. Αν διατηρήσουμε το ευρώ, χάνουμε κάθε μέσο με το οποίο θα μπορούσαμε να αντιταχθούμε στις δολοφονικές πολιτικές λιτότητας που ερειπώνουν τον ευρωπαϊκό Νότο. Αρκεί να δούμε την ιστορία της Γερμανίας μεταξύ 1930 και 1932, για να έχουμε μια πρόγευση για το τι θα συμβεί. Τότε, για τη διάσωση των τραπεζών εφαρμόστηκε δραστική πολιτική λιτότητας. Οι τράπεζες μεν διασώθηκαν, αλλά η ανεργία από 15% έφτασε στο 30%. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για τους ναζί. Σήμερα, ο κύριος κίνδυνος που υπάρχει, είναι να φέρουμε αντιμέτωπους τους λαούς της Ευρώπης τον ένα απέναντι στον άλλο και να ξανακάνουμε τη Γερμανία κεντρικό πρόβλημα της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Αν αποφασίσουμε να διαλύσουμε την ευρωζώνη, εφόσον ορισμένες χώρες αποχωρήσουν παρασύροντας και άλλες σε μια διαδικασία ταχείας αποσύνθεσης, ίσως ξαναβρούμε το δρόμο της ανάπτυξης και της κοινωνικής προόδου. Ο συντονισμός των εθνών δεν βρίσκει αποτελεσματικά επιχειρήματα, παρά μόνο αν τεθεί στην υπηρεσία της ανάπτυξης και της κοινωνικής προόδου.
Να προσθέσω ότι θα είναι σημαντικό να θέσουμε σε λειτουργία μορφές συντονισμού μεταξύ χωρών που έχουν ανακτήσει τη νομισματική κυριαρχία τους. Θα μπορούσε να πάρει αυτός ο συντονισμός τη μορφή του συντονισμού της τιμής συναλλάγματος, στο πλαίσιο ενός ελέγχου της κίνησης των κεφαλαίων. Τουλάχιστον μεταξύ της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας.
Άλλες χώρες θα μπορούσαν προοδευτικά να συνδεθούν μ’ αυτό το συντονισμό, που θα μπορούσε να απολήξει, σε μερικά χρόνια, σ’ ένα κοινό νόμισμα, που θα ερχόταν να προστεθεί στα υπάρχοντα και όχι να τα υποκαταστήσει. Ένα νόμισμα που θα χρησιμοποιείται στις εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές με τις τρίτες χώρες. Τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας θα λύνονταν μ’ αυτό τον τρόπο μέσω της υποτίμησης ή της ανατίμησης των εθνικών νομισμάτων σε σχέση με αυτό το κοινό νόμισμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου