Αναδημοσίευση άρθρου του Χάρη Σαββίδη από το http://contramee.wordpress.com. O Χάρης Σαββίδης είναι οικονομολόγος, επικεφαλής του διεθνούς οικονομικού ρεπορτάζ στην εφημερίδα Ημερησία.
Το ΚΚΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μεγάλο τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ (πχ Αριστερό Ρεύμα ΣΥΝ) καθώς και μια σειρά από οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που δεν ανήκουν σε κάποιο από τα πιο πάνω σχήματα, με άλλα λόγια η πλειοψηφία της Αριστεράς, τάσσεται πλέον ανοικτά υπέρ της άρνησης πληρωμής του χρέους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Η πλειοψηφία της ηγεσίας του ΣΥΝ, μιλά για «επαναδιαπραγμάτευση», για «αναστολή πληρωμής» ή για δραστική διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Συχνά οι εκπρόσωποι της πλειοψηφίας της ηγεσίας του ΣΥΝ τονίζουν ότι η «επαναδιαπραγμάτευση» που στην «καλύτερη» περίπτωση θα σημαίνει άρνηση πληρωμής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, θα πρέπει να γίνει στο πλαίσιο της Ευρωζώνης.
Σύμφωνα, ακόμα, με τις δημοσκοπήσεις, η άρνηση πληρωμής του χρέους είναι αυτή τη στιγμή η πρόταση που μπορεί να συσπειρώσει το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο κατά της Τρόικα. Παρότι λοιπόν η πλειοψηφία της Αριστεράς υποστηρίζει την άρνηση πληρωμής του συνόλου ή του μεγαλύτερου τμήματος του χρέους και ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας οδηγείται προς τα εκεί, εντούτοις, δεν φαίνεται να υπάρχει συμφωνία για το τι θα συνοδεύει μια τέτοια εξέλιξη.
Στο θέμα των συνεπειών αυτής της πρότασης και του τι προτείνει η Αριστερά για να αντιμετωπιστούν αυτές, επικρατεί μεγάλη σύγχυση. Έχει λοιπόν ιδιαίτερη αξία να περιγραφεί τι αναμένεται να συμβεί αν η Ελλάδα αρνηθεί να πληρώσει το χρέος και να προταθούν λύσεις για τα προβλήματα που θα ανακύψουν. Αποτελεί πολιτική ευθύνη της Αριστεράς όχι μόνο να προτείνει στον Ελληνικό λαό την άρνηση πληρωμής αλλά και να τον ενημερώσει για το τι αυτή σημαίνει. Να αφηγηθεί την ιστορία του τι θα συμβεί αν βρισκόταν αυτή στην κυβέρνηση, είτε με διακηρυγμένο στόχο είτε με πρακτικό αποτέλεσμα των πολιτικών της την άρνηση πληρωμής του χρέους.
Αυτή η συζήτηση δεν είναι πια αφηρημένη ή θεωρητική. Σε μερικές βδομάδες από σήμερα η ύπαρξη μιας κάποιου είδους «αριστερής» κυβέρνησης στην Ελλάδα αποτελεί μια σοβαρή πιθανότητα.
Ας υποθέσουμε: η Αριστερά στην εξουσία!
Ας υποθέσουμε ότι συμβαίνει ακριβώς αυτό – ότι δηλαδή μετά από τις ερχόμενες εκλογές, μία νέα, αριστερή (ή εργατική) ελληνική κυβέρνηση αρνείται να αποπληρώσει τα ομόλογα που έχει εκδώσει. Κάνουμε ακόμη την αφαίρεση ότι η Ελλάδα παραμένει κανονικά μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης στο βαθμό που η ίδια το επιθυμεί (όπως σήμερα καταγράφεται και στις δημοσκοπήσεις, από την πλειοψηφία του πληθυσμού) και δεν υπάρχει νομικός τρόπος να την αποπέμψουν παρά τη θέλησή της.
Στο βαθμό που η στάση πληρωμών δεν θα γίνει σε συνεννόηση (ασφαλώς) με την Τρόικα, είναι προφανές ότι οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και τα κοινοτικά όργανα θα έχουν απολύτως εχθρική στάση.
Θα μπορούσε, όμως, η Ελληνική κυβέρνηση να ποντάρει στο κίνημα αλληλεγγύης που θα δημιουργηθεί στα άλλα Ευρωπαϊκά κράτη και να ελπίζει ότι οι κυβερνήσεις θα αναγκαστούν από τους πολίτες να μεταβάλλουν την στάση τους. Αυτό είναι απόλυτα σωστό και εντελώς απαραίτητο, όμως, δεν πρόκειται να συμβεί εντός μερικών ημερών! Είναι άρα προφανές ότι σε πρώτη φάση, ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, κοινοτικά όργανα, ΔΝΤ και αγορές θα τηρήσουν απόλυτα εχθρική στάση!
«Bank run»
Ακόμα και αν η Ελληνική κυβέρνηση επιμείνει να παραμείνει στην Ευρωζώνη, είναι βέβαιο ότι θα υπάρχει έντονη ανησυχία για την παραμονή της χώρας στο ευρώ. Πιθανότατα θα υπάρξει αυτό που οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν «bank run», δηλαδή μαζικές αναλήψεις από χιλιάδες καταθέτες που θα συρρέουν υπό συνθήκες πανικού στις τράπεζες. Κανένα τραπεζικό σύστημα δεν είναι δυνατόν να επιβιώσει του φαινομένου αυτού, καθώς οι τράπεζες διατηρούν σε ρευστά διαθέσιμα εξαιρετικά μικρό κομμάτι των καταθέσεων που έχουν προσελκύσει. Οι τράπεζες (όπως και τα ασφαλιστικά ταμεία) θα δεχθούν, επίσης, από την στάση (ή και την «απλή» αναστολή) πληρωμών άμεσο πλήγμα στα κεφάλαιά τους, καθώς είναι οι μεγαλύτεροι κάτοχοι Ελληνικών ομολόγων.
Άρα εκ των πραγμάτων προκύπτει η ανάγκη κρατικοποίησης του τραπεζικού συστήματος. Αυτό άλλωστε προβλέπει να συμβεί πρακτικά και το σχέδιο της Τρόικα, μόνο που οι τραπεζίτες κατάφεραν αφού σωθούν από το κράτος να διατηρήσουν τον έλεγχο των τραπεζών τους.
Κρατικοποίηση τραπεζών
Η πρόταση λοιπόν για άρνηση πληρωμής (του συνόλου ή ενός μεγάλου μέρους) του χρέους δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται και από την πρόταση κρατικοποίησης (ή εθνικοποίησης) των τραπεζών.
Αυτό όμως, από μόνο του, δεν λύνει το πρόβλημα ρευστότητας που θα αντιμετωπίσει η οικονομία.
Στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε άλλο κράτος της Ευρωζώνης, η ρευστότητα εισέρχεται στην οικονομία μέσω του Ευρωσυστήματος που έχουν δημιουργήσει οι κεντρικές τράπεζες. Από εκεί προέρχονται όλα τα νέα χαρτονομίσματα που εμφανίζονται στην οικονομία, ακολουθώντας την οδό των πράξεων χρηματοδότησης που πραγματοποιεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Πώς λειτουργεί η χρηματοδότηση στα πλαίσια του Ευρωσυστήματος
Καθημερινά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) καλεί όλες τις τράπεζες να δανειστούν όσα κεφάλαια επιθυμούν, με προκαθορισμένο επιτόκιο (συνήθως 1%) και χρονική περίοδο (από ένα βράδυ μέχρι και 3 χρόνια) έναντι καταβολής κάποιου ενεχύρου (συνήθως κρατικά ομόλογα). Καθώς τα Ελληνικά ομόλογα θα τελούν πλέον υπό στάση πληρωμών, δεν θα έχουν αξία ως ενέχυρο. Άρα οι Ελληνικές τράπεζες δεν θα μπορούν να αντλήσουν ρευστότητα από την ΕΚΤ.
Στο Ευρωσύστημα υπάρχει και μια δεύτερη «δίοδος» χρηματοδότησης – ο μηχανισμός Έκτακτης Βοήθειας Ρευστότητας (ELA), που επιτρέπει στις εθνικές Κεντρικές Τράπεζες να δανείσουν τις τράπεζες της χώρας. Μπορεί, δηλαδή, μέσω του ELA η Τράπεζα της Ελλάδος (και όχι η ΕΚΤ, στη Φραγκφούρτη) να δανείσει με ευρώ τις Ελληνικές τράπεζες. Για να ενεργοποιηθεί, όμως, ο ELA, θα πρέπει να υπάρξει σχετική απόφαση της Διοίκησης της ΕΚΤ. Όσο αυτή θα τηρεί εχθρική στάση απέναντι στην Ελλάδα, ο ELA δεν θα ενεργοποιείται και άρα στην οικονομία δεν θα υπάρχει τρόπος να χορηγηθεί νέα ρευστότητα.
Φυγή κεφαλαίων
Πιθανότατα, δε, αυτό θα συμβαίνει σε ένα περιβάλλον μαζικής φυγής κεφαλαίων, καθώς όσοι διατηρούν ρευστότητα σε ευρώ θα προσπαθούν να την φυγαδεύσουν στο εξωτερικό.
Για να αποφευχθεί αυτό η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να επιβάλει ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, αναστέλλοντας την ισχύ βασικών άρθρων της Ευρωσυνθήκης.
Ακόμα και αν καταφέρει «νομικά» να το υπερασπίσει αυτό η Ελληνική κυβέρνηση (π.χ. επικαλούμενη ρήτρες εθνικής ασφάλειας, που υπάρχουν στην Ευρωσυνθήκη) είναι αμφίβολο αν αποδειχθεί πρακτικά εφικτό, στο παγκοσμιοποιημένο χρηματοπιστωτικό σύστημα και με εχθρικό το διεθνές περιβάλλον.
Πιστωτική ασφυξία
Η Ελληνική οικονομία, κατά συνέπεια, δεν θα έχει δυνατότητα εισροής ρευστότητας και στην καλύτερη πιθανότητα θα καταφέρει να ελέγξει την εκροή.
Ακόμα κι έτσι, η απουσία νέων δανείων από τις τράπεζες (που δεν θα μπορούν να αντλούν «φρέσκο» χρήμα) θα προκαλέσει «πιστωτική ασφυξία» σχεδόν στο σύνολο των μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων.
Η άρνηση πληρωμής μισθών θα γενικευθεί και οι (κρατικοποιημένες) τράπεζες θα κληθούν να αντιμετωπίσουν χιλιάδες «κανόνια» επιχειρήσεων. Η αδυναμία εξεύρεσης έστω και κεφαλαίου κίνησης, θα οδηγήσει ακόμα και μεγάλες επιχειρήσεις σε αδυναμία εφοδιασμού με πρώτες ύλες και προϊόντα. Τα ράφια στα μαγαζιά θα αρχίσουν όντως να αδειάζουν, καθώς η «αναιμία ρευστότητας» θα παραλύει την οικονομία.
Η παράλυση της οικονομικής δραστηριότητας θα περιορίσει δραματικά τα φορολογικά έσοδα και, μη έχοντας πρόσβαση σε δανεισμό, η κυβέρνηση θα αδυνατεί να καταβάλει μισθούς και συντάξεις. Θα έχει, ταυτόχρονα, αυτονόητο χρέος, υπό αυτές τις συνθήκες, να αποκαταστήσει την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας. Να υπάρχει, δηλαδή ασφάλεια, απαραίτητες υπηρεσίες υγείας, να λειτουργούν οι τηλεπικοινωνίες και να επαρκεί ο εφοδιασμός της αγοράς σε τρόφιμα και καύσιμα.
«Νέο» χρήμα – καινούργιο νόμισμα
Για να συνεχίσει να απασχολεί τους δημοσίους υπαλλήλους (παιδεία, νοσοκομεία, σώματα ασφαλείας, δημόσια διοίκηση, κλπ) η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να «εφεύρει» κάποιας μορφής νέο χρήμα ακόμα και αν επιμένει να παραμείνει στην Ευρωζώνη.
Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να πληρώσει τους δημοσίους υπαλλήλους σε νέα ομόλογα – άλλωστε ακριβώς αυτό (ομόλογα της ΤτΕ, πληρωτέα επί τη εμφανίση) είναι τυπικά και τα χαρτονομίσματα. Για να συνεχίσει, δηλαδή, η ομαλή λειτουργία της κοινωνίας ακόμα και παραμένοντας στην Ευρωζώνη, η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να δημιουργήσει μια οικονομία «δύο νομισμάτων» – στην πραγματικότητα, δηλαδή, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα έχουμε επιστροφή σε «εθνικό» νόμισμα, είτε αυτό ονομαστεί δραχμή, είτε όχι.
Το πρόβλημα που ανακύπτει σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ότι αρχικά το νέο νόμισμα (η νέα δραχμή, σε αυτή την περίπτωση) γίνεται δεκτό με απόλυτη καχυποψία. Οι δημόσιοι υπάλληλοι προφανώς θα προτιμούσαν να συνεχίσουν να πληρώνονται σε ευρώ, καθώς δεν θα είναι σίγουροι για την αγοραστική δύναμη που θα έχει «αύριο» η δραχμή. Ακόμα και αν το κράτος τους επιβάλλει την απόφαση, η πραγματική αξία των δραχμών στην αγορά θα είναι αμφίβολη (ειδικά καθώς το νομικό καθεστώς που θα την διέπει θα είναι θολό, εξαιτίας της ύπαρξης δύο νομισμάτων) και όλοι θα προτιμούν να πληρώνονται σε ευρώ.
Διεθνώς η αξία της δραχμής έναντι των υπολοίπων νομισμάτων θα υποχωρεί διαρκώς, όσο η ζήτηση για αυτή θα υπολείπεται της προσφοράς. Σε πρώτη φάση θα υπάρξει και έντονη κερδοσκοπία, με τους «επενδυτές» να «ποντάρουν» στην περαιτέρω εξασθένηση του νομίσματος. Αυτοί που προ 20ετίας κατάφεραν να «γονατίσουν» την (ισχυρή) βρετανική λίρα μέσα σε λίγες ημέρες, προφανώς και θα μπορούν να οδηγήσουν όσο χαμηλά επιθυμούν το νέο νόμισμα. Μεσοπρόθεσμα η ισοτιμία θα διαμορφωθεί, όμως, από την προσφορά και τη ζήτηση, που προκύπτουν από τις εισαγωγές (προσφορά δραχμών για ξένα νομίσματα) και τις εξαγωγές (ζήτηση δραχμών από ξένους για να αγοράσουν ελληνικά προϊόντα). Μέχρι να γίνει πλεονασματικό το ισοζύγιο αυτό, η δραχμή θα δέχεται υποτιμητικές πιέσεις και η αγοραστική αξία της θα μειώνεται.
Πρακτικά αυτό συνεπάγεται διαρκώς υψηλότερες τιμές στα εισαγόμενα αγαθά αλλά και διαρκώς χαμηλότερες για τις εξαγωγές. Αφενός, δηλαδή, θα ακριβαίνουν τα προϊόντα στην εγχώρια αγορά, αφετέρου θα γίνεται πιο ανταγωνιστική η εγχώρια παραγωγή. Οι τελικές συνέπειες για τους εργαζόμενους / καταναλωτές θα εξαρτηθούν από τον τρόπο που θα οργανωθεί η αναδιάρθρωση της παραγωγής – αν δηλαδή αξιοποιηθούν οι εγχώριοι πόροι ώστε γρήγορα να καλύψουν τα κενά που θα δημιουργήσει η αδυναμία αγοράς εισαγόμενων αγαθών. Αν, για παράδειγμα, καταστεί δυνατό να φτιάχνονται στην Ελλάδα τηλεοράσεις αντίστοιχες των εισαγόμενων και σε προσιτή για τους ντόπιους τιμή, τότε τελικά οι καταναλωτές δεν θα είναι χαμένοι και η οικονομία θα έχει ωφεληθεί.
Διαγραφή χρεών
Η συντριπτική πλειοψηφία των νοικοκυριών θα αδυνατεί να αποπληρώσει τα δάνεια που έχει λάβει από τις τράπεζες, κυρίως αν οι οφειλές παραμένουν σε ευρώ. Έχοντας κρατικοποιήσει τις τράπεζες η κυβέρνηση πιθανότατα θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε διαγραφή των χρεών αυτών (στεγαστικά, καταναλωτικά και προσωπικά δάνεια). Για να επιβιώσουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα πρέπει πιθανότατα να διαγραφούν και τα δικά τους κέρδη. Επιχειρήσεις μεσαίου και μεγάλου μεγέθους θα μπορούσαν να τύχουν διαφορετικής αντιμετώπισης, καθώς προκύπτει η ευκαιρία το Δημόσιο να αποκτήσει τον έλεγχο των μέσων παραγωγής.
Καύσιμα και φάρμακα
Η κυβέρνηση θα έχει, επίσης, απόλυτη ανάγκη τα ευρώ που μπορεί να κατέχει, καθώς με αυτά θα διασφαλίζεται ο εφοδιασμός της οικονομίας σε αγαθά πρώτης ανάγκης: καύσιμα, φάρμακα και τρόφιμα. Δεδομένου του ελλείμματος στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας, θα πρέπει να υπάρξουν ειδικές συμφωνίες αγοράς καυσίμων. Για τα δε φάρμακα, το σύστημα υγείας δύσκολα θα κληθεί είτε να συνεχίσει να προμηθεύεται με εξωφρενικές τιμές από το διεθνές καρτέλ των φαρμακευτικών, είτε να εξοικονομήσει πολύτιμα ευρώ στρεφόμενο σε εναλλακτικούς προμηθευτές (π.χ. την Κούβα) και σε εθνική παραγωγή φαρμάκων. Έτσι όμως, η Ελλάδα θα αναγκαστεί να παραβιάσει τους διεθνείς νόμους προστασίας «πατέντας», οπότε, και πάλι εκ των πραγμάτων, θα προκύψει θέμα αμφισβήτηση των διεθνών συνθηκών προστασίας «πνευματικής ιδιοκτησίας».
Εκ των πραγμάτων: ένα εναλλακτικό οικονομικό μοντέλο
Περισσότερο πολύπλοκο είναι το σκέλος της προσπάθειας που θα κληθεί να καταβάλει η κυβέρνηση για την ομαλή τροφοδοσία της αγοράς, αρχικά με τρόφιμα και στη συνέχεια με όλα τα αγαθά. Θα έχει στη διάθεσή της χιλιάδες ακίνητα και επιχειρήσεις (μέσω των κατασχέσεων) ενώ θα υπάρχουν εκατομμύρια άνεργοι. Θα μπορεί, επομένως, κι αυτό θα είναι και το βασικό, το κρίσιμο καθήκον της, να οργανώσει από την αρχή την παραγωγή, θέτοντας ως πρώτο στόχο την ομαλή τροφοδοσία της αγοράς με τρόφιμα.
Το σύστημα οικονομίας που θα δημιουργήσει θα προσφέρει τα αγαθά πρώτης ανάγκης έναντι δραχμών και έτσι θα γεννήσει την ζήτηση για το νέο νόμισμα. Προκειμένου να συνεχίσει να λειτουργεί η οικονομία θα προκύψει εκ των πραγμάτων η ανάγκη μετασχηματισμού της προς μια κατεύθυνση που τον κυρίαρχο λόγο θα έχει η κοινωνία και όχι η αγορά.
Συνεπώς…
Η πρόταση για άρνηση αποπληρωμής του χρέους, ή ακόμα και απλά η καταγγελία του μνημονίου και η άρνηση εφαρμογής των πολιτικών που απαιτεί η τρόικα και οι «αγορές», κατά συνέπεια, δεν μπορεί να κατατίθεται αυτοτελώς. Συνεπάγεται μια σειρά πολιτικών επιλογών μεγάλου βεληνεκούς όπως:
- κρατικοποίηση τραπεζικού συστήματος και μεγάλων επιχειρήσεων,
- αναστολή ισχύος άρθρων της Ευρωσυνθήκης και άλλων σημαντικών διεθνών Συνθηκών,
- παράλληλη (ή και αποκλειστική) κυκλοφορία εθνικού νομίσματος,
- διαγραφή χρέους νοικοκυριών και μικρομεσαίων,
- κοινωνικό μετασχηματισμό της οικονομίας.
Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις η αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας της κοινωνίας είτε δεν θα υπάρξει ποτέ, είτε θα γίνει με απείρως μεγαλύτερο κόστος για τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών. Θα υπάρχει, για παράδειγμα, έλλειψη καυσίμων, θα δημιουργηθεί μαύρη αγορά σε είδη πρώτης ανάγκης, θα πολλαπλασιαστούν οι ελλείψεις φαρμάκων κλπ.
Τι θα σημαίνει η σύγκρουση με ΕΕ και αγορές
Είναι σημαντικό να γίνει σαφές στην κοινωνία ότι οι δυνάμεις της Αριστεράς που προτείνουν τις παραπάνω πολιτικές επιλογές, δεν το πράττουν από… αρτηριοσκλήρωση. Σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι επί δεκαετίες η Αριστερά κατέθετε (τουλάχιστον στα… λόγια) προτάσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Σε αυτά τα «μέτωπα» ήταν περισσότερο έντονες οι αντιφάσεις του συστήματος και άρα εκεί καταθέτονταν οι περισσότερες απαντήσεις-προτάσεις.
Σήμερα, όμως, όλα αυτά δεν προτείνονται απλά από κεκτημένη ταχύτητα αλλά επειδή συνθέτουν τη μόνη ρεαλιστική πορεία εξόδου από το αδιέξοδο όπου οδηγήθηκε η Ελληνική οικονομία.
Ακόμα επομένως και αν υιοθετηθεί η στάση της παραμονής στην Ευρωζώνη και την ΕΕ, οι παραπάνω πολιτικές επιλογές θα απαιτηθεί να γίνουν, από τη στιγμή που κάποιος είναι αποφασισμένος να συγκρουστεί με τα Μνημόνια και τις πολιτικές της Τρόικας. Όσο μάλιστα πιο ξεκάθαρο είναι εκ των προτέρων ότι αυτός είναι ο μοναδικός εναλλακτικός δρόμος, τόσο ισχυρότερη θα γίνεται η διεθνής διαπραγματευτική θέση «της χώρας». Το θέμα της «διαπραγματευτικής ισχύος» υπάρχει κάτω από όλες τις συνθήκες και περιστάσεις – είτε με κυβέρνηση των καπιταλιστών είτε με μια κυβέρνηση της αριστεράς και κάτω από εργατική και λαϊκή εξουσία. Γιατί προφανώς, για να έχει νόημα η επιλογή της παραμονής στην Ευρωζώνη, στόχος θα πρέπει να είναι η ενίσχυση του κινήματος αλληλεγγύης στον υπόλοιπο κόσμο και της κοινής και συντονισμένης πάλης με τους υπόλοιπους εργαζόμενους στην Ευρώπη, ειδικά αυτούς που δέχονται αντίστοιχες επιθέσεις μ’ αυτές των Ελλήνων εργαζομένων.
Ισοζύγια δύναμης, μέσα και έξω
Η όποια φιλολαϊκή, ή εργατική, ή αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα θα ξεκινά από μια εξαιρετικά δεινή διαπραγματευτική θέση, έχοντας απέναντί της κυβερνήσεις και αγορές.
Ελπίδα της θα είναι ότι η κοινή γνώμη στον υπόλοιπο κόσμο θα κινητοποιηθεί υπέρ του αγώνα του ελληνικού λαού, πιέζοντας τις κυβερνήσεις. Ακόμα, ελπίδα της θα είναι οι αγώνες του ελληνικού κινήματος να λειτουργήσουν σαν καταλύτης για αντίστοιχους αγώνες στην υπόλοιπη Ευρώπη, στην προοπτική της πάλης για μια σοσιαλιστική Ευρώπη αντί της σημερινής ΕΕ του κεφαλαίου και των πολυεθνικών. Οι συνθήκες που θα επικρατούν στην Ελλάδα θα καθορίζουν την αντοχή της όποιας αριστερής κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις. Αν τα ράφια είναι άδεια, αν αναπτυχθεί μαύρη αγορά, αν υπάρχουν ελλείψεις βασικών φαρμάκων, αν δεν επαρκεί το ρεύμα, κλπ, η όποια Ελληνική κυβέρνηση θα βρίσκεται σε εξαιρετικά αδύναμη θέση – θα κινδυνεύει να πέσει ή να οδηγηθεί σε οδυνηρούς συμβιβασμούς. Αν από την άλλη έχει ένα αξιόπιστο εναλλακτικό πλάνο στο τραπέζι, η διαπραγματευτική της θέση ενισχύεται. (Με μια είναι η ίδια λογική με το περίφημο «πιστόλι στο τραπέζι» του κ. Παπακωνσταντίνου. Το ζητούμενο είναι αυτή τη φορά το «πιστόλι» να είναι γεμάτο – να υπάρχει δηλαδή μια καλά οργανωμένη εναλλακτική πρόταση).
Η απόλυτη αναγκαιότητα του εναλλακτικού σοσιαλιστικού οικονομικού μοντέλου
Οποιοσδήποτε συμφωνεί με τη διαγραφή χρέους (ακόμα και αν κατά τα άλλα πιστεύει, λ.χ. ότι για να ξεπεραστεί η κρίση αρκεί η έκδοση Ευρωομολόγων) είναι υποχρεωμένος να προχωρήσει στη διατύπωση μιας αξιόπιστης εναλλακτικής πρότασης. Και εφόσον επιθυμεί η πρόταση αυτή να είναι η ευνοϊκότερη για την Ελληνική κοινωνία, υποχρεωτικά θα οδηγηθεί στην κατεύθυνση των παραπάνω πολιτικών επιλογών.
Το θέμα, έτσι, ενός προγράμματος ανατροπής της εξουσίας των τραπεζιτών και του μεγάλου κεφαλαίου δεν αποτελεί –ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες– προνόμιο κάποιων «αδιόρθωτων» ή «ρομαντικών» επαναστατών. Αποτελεί το μοναδικό τρόπο να αντιμετωπιστεί η επιθετικότητα της Τρόικας και των «αγορών», οι οποίες επιβάλλουν τις πολιτικές τους με ένα εκβιαστικό δίλημμα: ή κάνετε αυτό που απαιτούμε ή σας κόβουμε τη χρηματοδότηση και με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αναγκάζεστε να επιστρέψετε στη δραχμή. Αυτό το εναλλακτικό πρόγραμμα είναι, στην ουσία, το ζητούμενο απ’ την Αριστερά που θέλει ανατροπή των σημερινών πολιτικών. Ακόμα και αν δηλώνει πως δεν θέλει ανατροπή του συστήματος είναι υποχρεωμένη να κινηθεί προς την κατεύθυνση που περιγράφουμε πιο πάνω διαφορετικά θα μετατραπεί σε υποχείριο της ΕΕ και του ΔΝΤ.
Και, παρόμοια, είναι το ζητούμενο από την αριστερά που μιλά για έξοδο από το € και την ΕΕ, χωρίς να κατανοεί πλήρως ότι αυτά από μόνα τους δεν προσφέρουν καμία λύση στα πρωτόγνωρα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα που αντιμετωπίζει ο ελληνικός λαός.
Η μοναδική προοπτική για καλύτερες μέρες είναι έτσι η πάλη για την ανατροπή του σημερινού, καπιταλιστικού συστήματος, όχι αφηρημένα, σε κάποιο μακρινό κι αόριστο μέλλον, αλλά ξεκινώντας από το σήμερα.
Και πάνω σ’ αυτή τη βάση η Αριστερά των διάφορων αποχρώσεων οφείλει να συνεργαστεί αν θέλει να συμβάλει στην έξοδο της κοινωνίας από τη βαρβαρότητα των τροϊκανών πολιτικών. Σε αντίθετη περίπτωση θα είναι δυστυχώς συνυπεύθυνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου