Τρίτη 15 Αυγούστου 2023

Οι ελεύθερες παραλίες ως ύστατες ετεροτοπίες





ΜΟΤΙΟΝΤΕΑΜ/ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΡΥΨΑΝΗΣ
Οι ελεύθερες παραλίες ως ύστατες ετεροτοπίες
ΑΠΟΨΕΙΣ 11.08.23 16:21Παναγιώτης Τριτσιμπίδας*

Είναι πιθανό —βέβαιο θα ήθελα να μπορώ να γράψω— σε μια μελλοντική εποχή οι άνθρωποι να βλέπουν τις «οργανωμένες» παραλίες όπως βλέπουμε εμείς σήμερα τα τσίρκο με ζώα: ως κάτι απαράδεκτο, ξεπερασμένο και ευλόγως απαγορευμένο. Θα είναι αυτονόητο ότι οι παραλίες —όπως και το σύνολο του φυσικού περιβάλλοντος— πρέπει να είναι ελεύθερες ως κοινά αγαθά και όχι οργανωμένες ως εμπορεύματα. Άλλωστε, το συγκεκριμένο πρόβλημα (όπως και το γενικότερο) από εκεί ξεκινάει και όχι από το ότι οι ξαπλώστρες είναι υπερβολικά πολλές, ακριβές ή ακαλαίσθητες. Από τη στιγμή που οι παραλίες προσφέρονται κάθε χρόνο από το Δημόσιο για «αξιοποίηση» μέσω δημοπρασιών, και μετατρέπονται έτσι σε τόπους παραγωγής και κυκλοφορίας ανταλλακτικής αξίας (κοντολογίς, χρήματος), επόμενο είναι: α) να καταλαμβάνονται από τον αντίστοιχο εξοπλισμό (ξαπλώστρες, ομπρέλες, πολυθρόνες, κρεβάτια με ουρανούς και κουρτίνες, πουφ, ηχεία), β) την αντίστοιχη κοινωνική σχέση (πελάτες που καταναλώνουν, εργαζόμενους που υπηρετούν, ιδιοκτήτες που πλουτίζουν), γ) και να περιφράσσονται από όσους και όσες, επειδή δεν πληρώνουν, δε χωρούν σε αυτές.

Ωραία αυτά τα μαρξιστικά, θα πει κανείς: το γεγονός όμως ότι η έκταση αυτής της κατάληψης/αξιοποίησης, ή ακόμα και η ίδια η ύπαρξη της, είναι στο 99% των περιπτώσεων παράνομη, δε σημαίνει άραγε ότι το πρόβλημα καθ' αυτό βρίσκεται στην παρανομία και την ασυδοσία των επιχειρηματιών σε σχέση με τα όσα προβλέπουν οι νόμοι και οι συμβάσεις τους, καθώς και στην αδράνεια των δημοτικών αρχών και των ελεγκτικών μηχανισμών που κάνουν τα στραβά μάτια; Με άλλα λόγια, ακόμα κι αν το πρόβλημα είναι η εμπορευματοποίηση (ο καπιταλισμός!), δεν επαρκεί η νομιμότητα για να το λύσει ή έστω να το περιορίσει σημαντικά; Στο μέτρο που οι πράξεις των επιχειρηματιών και οι παραλήψεις των κρατικών αρχών είναι πλήρως ευθυγραμμισμένες με τον νόμο της κερδοφορίας και της ανάπτυξης (της), όχι, η νομιμότητα από μόνη της δεν αρκεί. Όπως μας έδειξε το φετινό καλοκαίρι, σε σύγκριση πχ. με το περσινό που ίσχυε η ίδια κατάσταση, για να μπει κάποιο όριο στην παράνομη αξιοποίηση των παραλιών από τις επιχειρήσεις χρειάζεται να αναδυθεί ένα κίνημα που αποφασίζει να της αντιταχθεί και να τις επανοικειοποιηθεί επικαλούμενο αυτή τη νομιμότητα, διεκδικώντας την εφαρμογή της από τις κρατικές αρχές, αλλά και πραγματώνοντάς τη στο εδώ και το τώρα με τον δικό του τρόπο και τις δικές του δυνάμεις (μέσα από συλλογικό μπάνιο στις κατειλημμένες παραλίες που περιλαμβάνει εκτόπιση ξαπλωστρών και κατάληψη χώρου μπροστά και ανάμεσα τους).

Το κίνημα για τις ελεύθερες παραλίες φαίνεται να πετυχαίνει κάτι αρκετά σπάνιο τα τελευταία χρόνια: μια νίκη. Πιο συγκεκριμένα, μια νίκη, πρώτον, που δεν έχει μόνο συμβολικό χαρακτήρα αλλά και κάποια αισθητά —προς το παρόν— υλικά αποτελέσματα· και δεύτερον, που δεν αφορά την άρνηση και την αποτροπή κάποιας δυσμενούς αλλαγής που έρχεται από τα πάνω (πχ. το πέρασμα ενός νόμου), αλλά την ανατροπή με πρωτοβουλία των από κάτω μιας εδραιωμένης πραγματικότητας και τον μετασχηματισμό της προς μια θετική κατεύθυνση. Όταν πριν από δυο Κυριακές στη μικρή Σάντα Μαρία της Πάρου εκτοπίσαμε κάποιες ξαπλώστρες, για να φανεί από κάτω η παραλία, ομολογώ ότι δεν περίμενα η χειρονομία αυτή να έχει κάτι παραπάνω από μια συμβολική σημασία. Το επόμενο πρωί οι εργαζόμενοι θα τις έχουν επιστρέψει στη θέση τους, σκέφτηκα, και το μόνο που θα έχει μείνει είναι μια ωραία αγωνιστική εικόνα, ένα καλό κλικ. Αν είναι να κερδηθεί το οτιδήποτε που θα μπορέσει να λειτουργήσει ως παράδειγμα προς μίμηση, θα χρειαστούν συνεχόμενες παρεμβάσεις στη συγκεκριμένη παραλία.


Δεν ήταν μόνο η δύναμη της συνήθειας που τροφοδοτούσε αυτήν τη συγκρατημένα απαισιόδοξη εκτίμηση, ήταν ότι γυρνώντας από τη συγκέντρωση, παρότι είχα την αίσθηση του ενθουσιασμού και της χαράς που αφήνει μια κινητοποίηση που καταλήγει σε μια πετυχημένη συλλογική χειρονομία, έπιασα τον εαυτό μου να παρατηρεί —για μια ακόμα φορά— τι χτίζεται και τι έχει χτιστεί στην Πάρο τα τελευταία χρόνια, πόσα αυτοκίνητα (και τι αυτοκίνητα!) κυκλοφορούν στους δρόμους (όταν δεν είναι κολλημένα σε ένα ακόμα μποτιλιάρισμα): εν ολίγοις, τι λεφτά μπαίνουν και βγαίνουν σε αυτό το νησί.

Μην ξεχνάμε άλλωστε τα ποσοστά που πήρε η ΝΔ στις τελευταίες εκλογές στις Κυκλάδες (47% Πάρο και Μύλο, 52% Σαντορίνη, 53% Μύκονο), οι οποίες έχουν μετατραπεί ίσως στην πιο μεγάλη και κερδοφόρα (τουριστική) βιομηχανική περιοχή τη χώρας, με χωριά να ενώνονται από το χτίσιμο ξενοδοχείων, καταλυμάτων και μαγαζιών και κάθε βράχος και πλαγιά να τρώγεται για να χτιστούν υποσκαφές βίλες, γιγαντιαία συγκροτήματα με γκαζόν και αμέτρητες πισίνες. Είναι άλλωστε γνωστό, σκέφτηκα, ότι στο ελληνικό μοντέλο κεφαλαιακής συσσώρευσης η παρανομία δεν αποτελεί μια έκτακτη, περιθωριακή αλλά μια διαδεδομένη, καθημερινή πρακτική κερδοφορίας σε βαθμό που η αφαίρεσή της από το οπλοστάσιο της μικρής και μεσαίας ελληνικής επιχειρηματικότητας θα ισοδυναμούσε με το κλείσιμο αμέτρητων επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, πόσες από τις χιλιάδες επιχειρήσεις εστίασης της χώρας θα συνέχιζαν να λειτουργούν αν αναγκάζονταν να εκμεταλλεύονται μόνο τα τετραγωνικά της ιδιοκτησίας τους και να πληρώνουν όλα τα ένσημα και τα προβλεπόμενα δώρα των εργαζομένων τους; Τα beach bar σε Μύκονο και Πάρο δεν αποφάσισαν να κλείσουν μετά τους ελέγχους και τα αντίστοιχα πρόστιμα που δέχτηκαν; Και εκείνα στη Νάξο δεν εξαφάνισαν με φορτηγά τις ξαπλώστρες λίγες μέρες πριν τους ελέγχους για να τις επαναφέρουν λίγες ώρες αφότου πέρασαν οι ελεγκτές ανακαταλαμβάνοντας και πάλι παράνομα τον δημόσιο χώρο; Δεν είναι μόνο ότι ολόκληρα τμήματα του κεφαλαίου τα συμφέρει να παρανομήσουν, αλλά και το ότι αν δεν παρανομήσουν ίσως να μην τα συμφέρει αρκετά να επενδύσουν.


Μπροστά σε δυνάμεις τόσο μεγάλης κλίμακας όπως αυτή της αγοράς και της αναζήτησης του κέρδους, τι μπορεί να πετύχει μια κίνηση πολιτών που διεκδικεί την ελευθερία —δηλαδή την αποεμπορευματοποίηση— των παραλιών και τι σημασία μπορεί να έχει τελικά η υπεράσπιση κάποιων τετραγωνικών άμμου; Έτσι κι αλλιώς, στα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων —και όχι μόνο— η καταστροφή του φυσικού τοπίου έχει δυστυχώς ήδη συντελεστεί σε μεγάλο βαθμό, για να μην αναφερθούμε σε εκείνη του λεγόμενου κοινωνικού ιστού. Πουλώντας για εκατομμύρια κάτι ξεροκόμματα γης που μετά βίας χρησιμοποιούνταν για να βοσκήσουν τα ζώα πριν από 50 χρόνια, αρκετοί ντόπιοι μπόρεσαν να αγοράσουν 5 διαμερίσματα στην Αθήνα όπου μετακόμισαν τα παιδιά τους. Την ίδια στιγμή η ζωή στο νησί το καλοκαίρι πλέον μοιάζει σε όλο και περισσότερες πτυχές της με εκείνη σε ένα προάστιο της Αθήνας, ενώ τον χειμώνα με την νέκρα της πόλης τον δεκαπενταύγουστο.

Κι όμως, η Κίνηση Πολιτών για ελεύθερες παραλίες στην Πάρο, μετά από δεκαπέντε μέρες, επέστρεψε στην ίδια παράλια η οποία έχει πλέον απαλλαχθεί από τις ξαπλώστρες της επιχείρησης που είδε τη σεζόν να λήγει πρόωρα και έχει μετατραπεί από παραλία των λίγων και εκλεκτών που απολαμβάνουν μέχρι και υπηρεσίες μασάζ στις ξαπλώστρες τους, σε παραλία των πολλών με τις πετσέτες και τα ταπεράκια τους. Ακόμα πιο σημαντικά, λειτούργησε ως παράδειγμα αντίστοιχων κινήσεων για τη γειτονική Νάξο μέχρι τη Χαλκιδική, τη Θάσο και άλλου. Το κίνημα που αναδύεται σε παραθαλάσσιες τουριστικές περιοχές φαίνεται, επίσης, να ενεργοποιεί τον προβληματισμό για την ιδιοποίηση του δημόσιου χώρου των πόλεων από επιχειρήσεις εστίασης και το ενδιαφέρον για ανάπτυξη αντίστοιχων κινήσεων εναντίωσης.

Πού οφείλεται η αξιοσημείωτη δυναμική και αποτελεσματικότητα του κινήματος αυτού, η ταχεία εξάπλωσή του και η σχεδόν καθολική αποδοχή που συνάντησε, με μέσα όπως η Καθημερινή ως και το Liberal να φιλοξενούν θετική σχετική αρθρογραφία και τα τηλεοπτικά κανάλια να το προβάλλουν ασμένως έστω και ως «κίνημα της πετσέτας»;

Η συγκυρία εντός της οποίας αναδύεται έχει τη σημασία της καθώς καθορίζεται από την διασταύρωση δύο δυναμικών. Πρώτον, της επιταχυνόμενης (τουριστικής) ανάπτυξης, δηλαδή της ολοένα και πιο έντονες και εκτεταμένης εμπορευματικής αξιοποίησης κάθε σπιθαμής γης και κάθε πτυχής της κοινωνικής ζωής (ενδεικτικά μέχρι και τα πανηγύρια μετατρέπονται σε φεστιβάλ και αποκτούν και εισιτήριο). Δεύτερον, της ακρίβειας, δηλαδή της μείωσης των δυνατοτήτων κατανάλωσης ευρύτερων και ιδίως των πιο λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων. Όπως έχει γίνει πλέον αισθητό σε όλες, όσο περισσότερο αναπτύσσονται οι τουριστικές περιοχές τόσο λιγότεροι και για λιγότερο έχουν πρόσβαση στο «ελληνικό καλοκαίρι». Ο τουρισμός στην Ελλάδα γίνεται κατά κύριο λόγο τομέας εξαγωγών αντί εσωτερικής κατανάλωσης με τις υπηρεσίες και τις τιμές στις τουριστικές περιοχές να απευθύνονται περισσότερο στους ξένους παρά στους κατοίκους. Το να μείνει κανείς μάλιστα σε αυτές τις περιοχές χωρίς να καρπώνεται κέρδη από την ανάπτυξη τους (πχ. ως εκπαιδευτικός ή ως εργαζόμενη μετά το πέρας της σεζόν) γίνεται σχεδόν αδύνατο, καθώς δεν υπάρχει ούτε στέγη προς ενοικίαση, πέρα από τους χειμερινούς μήνες που σταματάει το airbnb, ούτε μαγαζί που οι τιμές να μην είναι απλησίαστες πέρα από τα σούπερ μάρκετ. Η υπερ-τουριστικοποίηση και η ακρίβεια έχουν ως αποτέλεσμα κατηγορίες κατοίκων, εργαζομένων και παραθεριστών των τουριστικών περιοχών να νοιώθουν όλο και περισσότερο ότι δε χωράνε και ζορίζονται να υπάρξουν, πόσο μάλλον να απολαύσουν, σε αυτές. Η δυσφορία που προκαλεί αυτή η κατάσταση αποτελεί την αναγκαία όχι όμως και την επαρκή συνθήκη για την ανάδυση του κινήματος για τις ελεύθερες παραλίες.

Η απήχηση και η επίδραση του κινήματος προκύπτει κατά κύριο λόγο από τη συγκεκριμένη στρατηγική και οργανωτική πολιτική μορφή την οποία προσέλαβε. Στην Πάρο, έπειτα από πρωτοβουλία προσώπων με μακροχρόνια πολιτική και κοινωνική δράση οικολογικού κυρίως χαρακτήρα, συγκροτήθηκε μια κίνηση πολιτών που κάλεσε σε συγκεντρώσεις σε διαφορετικές παραλίες. Το κρίσιμο είναι ότι ο κόσμος καλέστηκε και κινητοποιήθηκε στη βάση της ταυτότητας του ως πολίτης, δια-δηλώνοντας στις συγκεντρώσεις τη βούλησή του ως έκφραση της βούλησης της κοινωνίας των πολιτών και του λαού («ο αιγιαλός ανήκει στον λαό!»). Μάλιστα, ενάντια στις αυθαιρεσίες των επιχειρηματιών και την ανοχή των δημοτικών αρχών, χρησιμοποίησε ως κεντρική νομιμοποιητική του αναφορά το Σύνταγμα και τους νόμους (σύμφωνα με τον ν. 2971/2001 οι αιγιαλοί και οι παραλίες είναι «κοινόχρηστα πράγματα που ανήκουν στο Δημόσιο»), υιοθετώντας έτσι ως κεντρικό «επαναστατικό» —κατά την διατύπωση του Χρ. Γεωργούση— αίτημα την επιβολή της νομιμότητας. Από αυτή την οπτική, θα μπορούσε να μιλήσει κανείς και για την κινητοποίηση ενός ιδιότυπου λαϊκού ή λαϊκιστικού συνταγματισμού στις παραλίες αλλά και να εντοπίσει ομοιότητες του κινήματος αυτού με άλλα κινήματα όπως εκείνο των πλατειών, όσον αφορά την (διαταξική) κοινωνική σύνθεση του, τον (διαπαραταξιακό) λόγο που αρθρώνει και γύρω από τον οποίο συγκροτείται και τον (κρατοκεντρικό) ορίζοντα των αιτημάτων του. Αυτό συνεπάγεται και την ύπαρξη συγκεκριμένων —λιγότερο ή περισσότερο ανοικτών στη διαπραγμάτευση και υπέρβαση— ορίων. Ενδεικτικά, η εστίαση στην παρανομία ως το βασικό πρόβλημα όσον αφορά την ιδιοποίηση των παραλιών από τις επιχειρήσεις θέτει δύο ζητήματα: Πρώτον, παραβλέπει πως οι παραλίες δημοπρατούνται με νόμιμες διαδικασίες στους «αξιοποιητές» τους (ένα ενδιάμεσο αίτημα σε σχέση με την άμεση κατάργηση κάθε αξιοποίησης των παραλιών από ιδιώτες θα ήταν να δίνονται μόνο όσες άδειες μπορούν να ελέγχονται σε τακτική —πχ. εβδομαδιαία— βάση, δηλαδή απειροελάχιστες). Δεύτερον, μπορεί να επεκταθεί ως συλλογιστική σε μια εναντίωση και στο ελεύθερο κάμπινγκ, το οποίο είναι επίσης παράνομο και θα μπορούσε να στοχοποιηθεί ­πολιτικά —από τις κρατικές αρχές— ως πράξη οικειοποίησης χώρου των παραλιών, αν δεν αναγνωριστεί —από τις κοινωνικές δυνάμεις— η κρίσιμη διαφορά του ότι οι σκηνίτες, όπως και οι «πετσετάκηδες», εκμεταλλεύονται προσωρινά τις παραλίες ως προς την αξία χρήσης τους, ενώ οι επιχειρηματίες αποσπούν μια ανταλλακτική αξία από αυτές βγάζοντας χρήματα.

Η επιτυχία του κινήματος σχετίζεται σαφώς και με την επιλογή των κατάλληλων τακτικών: ειρηνική στάση στις παρεμβάσεις και ταυτόχρονη χρήση πρακτικών άμεσης δράσης, καθώς και έντονη δραστηριοποίηση στα κοινωνικά δίκτυα για την προπαγάνδιση των δράσεων, αλλά και την ανάπτυξη ενός πεδίου πληροφόρησης και «ζύμωσης» μεταξύ συμμετεχόντων, υποστηρικτών και ενδιαφερομένων. Τα παραπάνω μένει να εξεταστούν αναλυτικότερα στο μέλλον, όταν συμπληρωθεί ένας κύκλος και γίνει και ορατή η πιθανή επίδραση του κινήματος στις δημοτικές εκλογές.

Υπάρχει όμως και ένα άλλο καθοριστικό στοιχείο που είναι εύκολο να παραβλέψουμε επειδή βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας: ότι το διακύβευμα είναι οι παραλίες. Για αρκετό κόσμο που έχει μεγαλώσει και ζήσει στην Ελλάδα η παραλία είναι ο χώρος που συνδέεται περισσότερο από κάθε άλλο με τις διακοπές, που υπόσχεται δηλαδή μια διακοπή: τη φυγή από τις σκοτούρες και τις πιέσεις την καθημερινής ζωής, την απόλαυση κάποιων αγαπημένων επιτόπιων ασχολιών ή άλλων που αποκτούν εκεί μια ξεχωριστή χαρά, συμπεριλαμβανομένης φυσικά της σχόλης, της αποχής από κάθε δραστηριότητα και έννοια χρησιμότητας. Από αυτή την οπτική, η παραλία έχει αποτελέσει ένα κρίσιμο, αν όχι συστατικό, στοιχείο της επιθυμητικής συγκρότησης της υποκειμενικότητας μας. Τόσοι και τόσες από εμάς την έχουμε οραματιστεί και βιώσει ως τον κατ' εξοχήν ουτοπικό, ή ακριβέστερα, ετεροτοπικό χώρο: τον χώρο εντός του οποίου «αναστέλλονται, εξουδετερώνονται ή και αντιστρέφονται οι σχέσεις» που ορίζουν τον ομοιογενή, παραγωγικό κοινωνικό χώρο και έτσι, βρισκόμενοι εντός του, «οι άνθρωποι έρχονται σε ένα είδος απόλυτης ρήξης με τον παραδοσιακό χρόνο τους» (Φουκώ, Ετεροτοπίες). Ίσως η κατ' εξοχήν ετεροτοπία να μην είναι το καράβι —όπως υποστηρίζει ο Φουκώ— αλλά η παραλία: «κλεισμέν[η]» κι αυτή «στον εαυτό τ[ης] και ταυτόχρονα παραδομέν[η] στο άπειρο της θάλασσας».

Ένα κίνημα μέσα στο κατακαλόκαιρο επιχειρεί, μπροστά στην ανεξέλεγκτη δυναμική διαδικασιών παγκόσμιας κλίμακας (από την καπιταλιστική ανάπτυξη ως την κλιματική αλλαγή), να χαράξει πάνω στην άμμο των παραλιών ένα ανάχωμα, μια κόκκινη γραμμή στην υπαγωγή κάθε σπιθαμής του χώρου και του χρόνου μας στην εμπορευματική αξιοποίηση. Εναντιώνεται στους κοινωνικούς αποκλεισμούς, τη φυσική καταστροφή και την ομοιογενοποίηση που αυτή επιφέρει και συμπυκνώνεται στην εικόνα παραλιών κατειλημμένων από άκρη εις άκρη από στρατιές από πανομοιότυπες ξαπλώστρες (που στην Ρόδο πήραν κι αυτές φωτιά). Η κραυγή «ε, όχι, και τις παραλίες!» είναι μια κραυγή απόγνωσης και ταυτόχρονα επίγνωσης ότι η επανοικειοποίησή τους σημαίνει διαφύλαξη της δυνατότητας οι δικές μας δυνάμεις —άγνωστης και απρόβλεπτης κλίμακας— να παράξουν κάποια αποτελέσματα και να λειτουργήσουν αντισταθμιστικά στον ζόφο που μας περιβάλλει. Ο λόγος που ο αγώνας για τις ελεύθερες παραλίες έχει αποκτήσει τέτοια απήχηση και δυναμική δεν είναι ότι απλά αποτελεί μια καλή αρχή προς τη σωστή κατεύθυνση. Ίσως κρύβεται στο ότι αφορά την επανοικειοποίηση της ύστατης ετεροτοπίας, της παραλίας. Ο δημόσιος χώρος στις πόλεις δεν έχει γίνει μέχρι τώρα αντικείμενο μιας διεκδίκησης αντίστοιχα μαζικής δυναμικής πιθανώς επειδή έχουμε μάθει να βιώνουμε την πόλη, σε αντιδιαστολή με την παραλία, ως χώρο από τον οποίο δεν προσδοκούμε τίποτα διαφορετικό πόσο μάλλον ευχάριστο. Αν χαθούν και οι παραλίες δεν είναι απλά ότι δεν θα έχει μείνει τίποτα, ότι κυριολεκτικά δε θα χωράμε πουθενά μέσα στο «ελληνικό καλοκαίρι», αλλά ότι έτσι θα έχει χαθεί η πρόσβαση στον συγκεκριμένο χώρο που μας προσέφερε τη δυνατότητα για το κάτι άλλο, ή ακόμα και για το τίποτα. Γι' αυτό λοιπόν, όπως λέει και ένα τραγούδι των Lost Bodies, έχει φτάσει ο καιρός που λέμε: «Αρκετά ρε μαλάκες με την κονόμα και τις μαλακίες σας, μας γαμήσατε!».

*Yποψήφιος διδάκτορας Πολιτικών Επιστημών, ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου