Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020

«Ο αιώνιος έφηβος»


Φωτ: Χριστίνα Φοίβη Θωμοπούλου ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ 16.02.2020, 12:55
«Ο αιώνιος έφηβος»

Διακονεί μια τέχνη που έρχεται από τα βάθη των αιώνων: δίνει μορφή στα λιθάρια, σμιλεύει την πέτρα, αυτό το αρχέγονο υλικό της φύσης μαζί με τον αέρα και το νερό. Είναι ο αρχιτέκτονας που στέκεται με ταπεινότητα στα έργα των μαστόρων: μονοπάτια, γεφύρια, ροοκρήνες, τζαμιά, εκκλησίες, μύλοι, νερόμυλοι, σκεπαστές αυλές, πέτρινα αρχοντικά.

Ο μαστρ' Αργύρης -όπως θέλει να τον αποκαλούμε-, ο Αργύρης Πετρονώτης, πιστεύει ακράδαντα πως «οι μαστόροι έχτισαν τον κόσμο». Με μια βαθιά λαϊκή ψυχή αφουγκράστηκε τον λαϊκό πολιτισμό. Είναι ο ιστορικός ερευνητής που αποκατέστησε την έννοια της ιστορικής συνέχειας στον κόσμο του καθημερινού μόχθου, καθώς ανέδειξε και μελέτησε το έργο –των μέχρι προ ολίγων ετών– «καταφρονεμένων χτιστών και μαστόρων».

Είναι ο δάσκαλος που διδάσκει κάθε καλοκαίρι το πελέκημα της πέτρας στα εργαστήρια αρχιτεκτονικής και μορφολογίας των Ανθέων της Πέτρας, σ’ ένα από τα σπουδαιότερα μαστοροχώρια, τα Λαγκάδια Γορτυνίας, στην Αρκαδία. Ο Πετρονώτης ευλαβικά υπηρέτησε στο έργο της αναστήλωσης του Ναού Επικουρίου Απόλλωνος, του Ικτίνου. Ομως αξίζει να σταθούμε στο συγγραφικό του έργο στο πεδίο της αρχιτεκτονικής.


Με το τελευταίο βιβλίο του «Η μνήμη του νερού. Οι ροοκρήνες της Αρκαδίας», (2019), σε επιμέλεια Ζιζής Σαλίμπα, από τις εκδόσεις Θίνες, παρουσιάζεται μια εμπεριστατωμένη ερευνητική εργασία για τα κοινόχρηστα κρηναία κτίσματα της Αρκαδίας, που καταγράφονται, ταξινομούνται και τεκμηριώνονται με επιστημονική ακρίβεια. Συγχρόνως όμως η προσέγγισή τους είναι κοινωνιολογική, συνοδευόμενη και από ποιητική ευαισθησία.

Σε συσχέτιση με τα πρώτα ιστορικά αρχέτυπα και με όμοια κτίσματα στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο, αναδεικνύεται η συμμετοχή των κρηνών στη μορφολογική και οικοδομική εξέλιξη. Σύμφωνα με τον σχολιασμό του Χρήστου Φλώρου, αρχιτέκτονα: «Το βιβλίο αυτό μας βοηθάει να γνωρίσουμε και να αγαπήσουμε αυτό το είδος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και μπορεί να ευαισθητοποιήσει τους αρμόδιους να συμβάλουν θετικότερα».
Μνημείο πεσόντων


Γεννήθηκε το 1924 στην Τρίπολη Αρκαδίας, παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας. Από μικρός, ορειβάτης, ποδηλάτης, εξερευνητής του αρκαδικού τοπίου. Ο βίος του είναι γέφυρα ανάμεσα στην προπολεμική, σχεδόν προβιομηχανική επαρχιακή κοινωνία, και τη σημερινή. Μεγάλωσε στην Τρίπολη, με τα πέτρινα διώροφα, κεραμόσκεπα σπίτια. Εκεί όπου δέσποζε ο «αρκαδικός νεοκλασικισμός», γιατί συνδύαζε παραδοσιακά τόξα στο ισόγειο με νεοκλασικά στοιχεία, αετώματα στον όροφο και μαρμάρινα μπαλκόνια με ιωνίζοντες καράβολους. Σήμερα η πόλη μεταλλάχθηκε, έγινε διαφορετική, καθώς το αρχιτεκτονικό παρελθόν της συγχωνεύτηκε με το μπετόν των πολυώροφων οικοδομών και τα αλουμινένια παράθυρα.

Την 28η Οκτωβρίου 1940, ο Αργύρης συμμετέχει στη μεγάλη διαδήλωση της πόλης και εκεί γνωρίζεται με τον Μίκη Θεοδωράκη. Ανάμεσα στους Αρκάδες πεσόντες αγωνιστές του Αλβανικού Επους ήταν και ο αδελφός του, ο ανθυπολοχαγός Μιχαλάκης, ένα παλικάρι είκοσι δύο ετών.

Μισό και παραπάνω αιώνα μετά ο Αργύρης, συγκινημένος, αποφασίζει να αναλάβει τη μελέτη και την αυτεπιστασία του Μνημείου των Υπερεξακοσίων Αρκάδων Πεσόντων το 1940-1941. Η αδερφή του, Κάντω, αναλαμβάνει τη δαπάνη κατασκευής.

Το 2004 αρχίζει η κατασκευή, η οικονομική κρίση δεν επέτρεψε την αποπεράτωσή του, σήμερα απομένουν ορισμένες ακόμα εργασίες. Το έργο αυτό είναι δισυπόστατο: αφενός είναι αρχιτεκτόνημα, καθώς στηρίζεται στην ελληνική διαχρονική ταφική αρχιτεκτονική, αφετέρου δε είναι μνημείο, γιατί έχει καθαυτό ιστορική αξία, με χαραγμένα τα ονόματα των πεσόντων και τα βασικά στοιχεία από τη συμμετοχή τους στον πόλεμο.
Από τον Πικιώνη στη Μακρόνησο


Το τέλος της Κατοχής βρίσκει τον μαστρ' Αργύρη στην Αθήνα. Αρχίζει φροντιστήριο για το Πολυτεχνείο. Γνωρίζει τον Δημήτρη Πικιώνη και εμπνέεται από το έργο του. Επηρεάζεται από την ολιστική προσέγγιση του έργου του, τη σχέση της αρχιτεκτονικής με τη φύση και τα κοινωνικά προτάγματα.

Ο διάσημος αρχιτέκτονας-πολεοδόμος-μηχανικός Γεώργιος Κανδύλης μυεί τον Πετρονώτη στην Εθνική Αντίσταση και στο ΕΑΜ. Το 1943 φούντωσε το αντάρτικο στην Πελοπόννησο. Με το ποδήλατό του ο μαστρ’ Αργύρης ξεκινά από την Αθήνα και ύστερα από περιπέτειες φτάνει στον τόπο της καταγωγής του, στη Στεμνίτσα Αρκαδίας. Στρατεύεται στον ΕΛΑΣ. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, λαμβάνει απολυτήριο από τον ΕΛΑΣ. Τον αποκηρύττει –με συμβολαιογραφική πράξη– ο πατέρας του. Δεν του αντιμιλά και δεν του εκφράζει κανένα παράπονο.

Περνά στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ, αλλά οι σπουδές του διακόπτονται το 1947 λόγω στράτευσης. Από το στρατόπεδο στην Τρίπολη ο Πετρονώτης, λόγω της αγωνιστικής δράσης του, μεταφέρθηκε ως πολιτικός κρατούμενος στη Μακρόνησο. Ηταν ένας από τους χιλιάδες Ελληνες πολίτες «που δεν θεωρούνταν έμπιστοι από την κυβέρνηση για να φέρουν όπλα», αλλά «επικίνδυνοι, πολίτες δεύτερης κατηγορίας». Παραδέχθηκε δημόσια ότι δεν άντεξε τα βασανιστήρια, τη φάλαγγα, και υπέγραψε, χωρίς -παρά τη συνέχιση των βασανιστηρίων- να αναφέρει ονόματα άλλων συντρόφων.

Το 1952 τελειώνει τη Σχολή Αρχιτεκτόνων και άρχισε να εργάζεται επαγγελματικά στην Αθήνα και στη Νέα Ιωνία. Το 1953 συνεχίζει τις σπουδές του στη Στουτγάρδη της Γερμανίας. Επιστρέφει με ποδήλατο στην Αθήνα, τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα, είκοσι επτά ημέρες. Φοιτά στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, απ’ όπου πήρε το πτυχίο του Ιστορικού-Αρχαιολογικού Τμήματος.

Το 1963 φεύγει ξανά με υποτροφία για σπουδές στο Μόναχο, απ’ όπου λαμβάνει το διδακτορικό του. Το 1968 επιστρέφει στην Ελλάδα. Βγάζει πύρινους λόγους για τη διατήρηση του Βαλιδέ Τζαμί στο Ηράκλειο της Κρήτης και έρχεται στα μαχαίρια με τον χουντικό υπουργό Στυλιανό Παττακό, ο οποίος του κάνει μήνυση. Στη δίκη οι μάρτυρες, εκτός από έναν, τον υποστήριξαν, πάνω απ’ όλους ο βασικός μάρτυρας, ο Θεοδόσης Τάσιος. Τελικά το Βαλιδέ Τζαμί κατεδαφίστηκε. Από το 1979 έως το 1991 ο Αργύρης Πετρονώτης δίδαξε στην Πολυτεχνική Σχολή Θεσσαλονίκης, απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε.


Ακαταπόνητος ερευνητής, ο Πετρονώτης έλαβε μέρος σε τοπικά, εθνικά και διεθνή συνέδρια. Μέλος Επιστημονικών Εταιρειών/Ινστιτούτων. Δημοσίευσε εργασίες σχετικές με την ειδίκευσή του καθώς και τα συγγραφικά αρχιτεκτονικά έργα «Αρκαδία», εκδ. Μέλισσα, «Μάστοροι και καλφάδες καστοριανοί και οι άλλοι ξενικοί σύντεχνοι στα μέρη τους, Παράθυρα πετροπελέκητα αγροτικών σπιτιών Πελοποννήσου», εκδ. Σταμούλη, αισθητικής του τοπίου «Επιστροφή στην Αρκαδία», εκδ. Fotorama, και κοινωνικής ιστορίας «Χρονικό Ελισσαβίτη», εκδ. Υπερόριος.

Με αφορμή την έκδοση του τελευταίου του βιβλίου «Η μνήμη του νερού. Οι ροοκρήνες της Αρκαδίας», η Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, σε συνεργασία με τις εκδόσεις Θίνες, διοργανώνουν τη Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου, στις 7 μ.μ., στο ΕΜΠ, στο κτίριο Αβέρωφ, στην αίθουσα Καυταντζόγλου, εκδήλωση με την οποία θα τιμηθούν το έργο του και η συμβολή του στην αρχιτεκτονική.

Για τον αρχιτέκτονα μαστρ’ Αργύρη Πετρονώτη σημασία έχει όχι μόνο το έργο, αλλά και η σχέση του με τη φύση και τους ανθρώπους, ζήτημα πρωταρχικό και στάση ζωής γι’ αυτόν.

Ροοκρήνες - Τόποι μυθοπλασίας και ιστορικών γεγονότων


Διαβάζουμε στο βιβλίο:

Τέλος, υπενθυμίζεται ότι οι βρύσες και οι κρήνες, πέρα από τη στενότερη οπτική αρχιτεκτονική γωνία, προκαλούν και άλλα πολλαπλά ενδιαφέροντα και βιώματα και βρίσκονται στο επίκεντρο για έρευνα και μελέτη από πολλούς επιστήμονες. Αυτό, γιατί οι κρήνες υπήρξαν αφορμή ίδρυσης οικισμών, εκκλησιών και δημιουργίας δρόμων. Αποτελούσαν πόλο, βασικό πόλο κοινωνικής έλξης, στα χωριά ιδίως. Ηταν σημείο καθημερινής συνάντησης του γυναικείου πληθυσμού, «του μισού του ουρανού».

Οι ροοκρήνες συνιστούν χώρο τέλεσης σημαντικών λαογραφικών και λατρευτικών εθίμων, κυρίως όταν είχαν ή νομιζόταν ότι είχαν ιαματικές, είτε μαγικές ή άλλες ιδιότητες, όπως ευγονίας ή ευτεκνίας. Οι ροοκρήνες αναδείχτηκαν σε τόπους μυθοπλασίας, γι᾽ αυτό και γι’ άλλους λόγους θαυμαστά τα τοπωνύμια και υδρωνύμιά τους. Οι ροοκρήνες φημίζονται ως χώροι ιστορικών (ενίοτε θανατηφόρων) επεισοδίων, εξαιρετικά στα χρόνια της Κλεφτουριάς, της ληστείας, της Αντίστασης και του Εμφυλίου.

Ετσι, για όλους τους παραπάνω λόγους είναι ατέλειωτα τα τραγούδια και ποιήματα, τα εμπνευσμένα από τις πηγές, τις βρύσες και κρήνες του Πάρνωνα (και Μαλεβού), του Λύκαιου, του Μαίναλου και των άλλων αρκαδικών βουνών, τραγούδια που, σε συνδυασμό με άλλες εμπειρίες και επιθυμίες, κάποτε τραγουδήθηκαν με πάθος, όπως το αρκαδικό δημοτικό τραγούδι:

«Καλῶς ἀνταμωθήκαμεν ἐμεῖς οἱ ντερτιλῆδες,
νὰ κλάψουμε τὰ ντέρτια μας καὶ τὰ παράπονά μας·
τοῦτον τὸν χρόνον τὸν καλό, τὸν ἄλλον ποιὸς τὸ ξέρει
γιὰ ζοῦμε, γιὰ πεθαίνουμε, γιὰ σ᾽ ἄλλον κόσμο πᾶμε,
πάλι καλὲς ἀντάμωσες, πάλι ν᾽ ἀνταμωθοῦμε
στὸν Ἁι-Λιά, στὸν Πλάτανο, ποὺ ᾽ναι μιὰ κρύα βρυσούλα,...»

και ποιημάτων που ψιθυρίζονται ακόμα με νοσταλγία από τους μύστες της Αρκαδίας, όπως:

«Διαβάτη, μὴ ζητᾶς ἐδῶ, στ᾽ αρκαδικὰ βουνά,
τὸ θρύλο τῆς ἀμέριμνης ζωῆς. Ἔχουν σωπάσει
κι ἡ μαγεμένη Σύριγγα κι ὁ Αὐλὸς παντοτινά.
Πέθαν᾽ ὁ Πάν! Κι οἱ Σάτυροι δὲν περπατοῦν στὰ δάση!
Νύμφη καμμιὰ στὶς ἔρημες πηγές μας δὲν κερνᾶ
τὰ χείλη τὰ ἐρωτόθυμα μὲ τῶν χεριῶν τὸ τάσι.
Δὲν τ᾽ ἄκουσες λυπητερὰ τ᾽ ἀγέρι ποὺ περνᾶ
καὶ κλαίει τὴν ὄμορφη ζωὴ καὶ τὸ παλιό γιορτάσι;
Γυμνὸ τὸ Μαίναλο, βωμὸς τοῦ παρελθόντος μοιάζει.
Μὰ ἔχουν μισέψει ἀπὸ καιρὸ πολὺ μακριὰ οἱ πιστοί.
Καὶ τῆς θυσίας ὁ λευκὸς καπνὸς δὲν εὐωδιάζει.
Κι ὅμως, θυμήσου – στὸν ἀνθὸ τοῦ ὀνείρου μας κλειστὴ –
πόσες φορὲς μᾶς μήνυσες, ἀπαρνημένη Φύση:
“Μιὰ μέρα ἀπ᾽τὴν ἀγάπη σας ὁ Πὰν θὰ ξαναζήση”».

(Του Γεωργ. Κ. Βλάχου)​​​​

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου