Πέφτουμε από τα σύννεφα...
Στην ολιγοπωλιακή δομή που εξακολουθεί να χαρακτηρίζει αρκετές αγορές ακόμη στη χώρα οφείλεται κατά κύριο λόγο η ανακολουθία που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια μεταξύ μισθών και τιμών. Μελέτη που δημοσιεύεται στο 40ό τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδας για τη σχέση μεταξύ του μοναδιαίου κόστους εργασίας και της εξέλιξης των τιμών δείχνει ότι την περίοδο 2010-2013, δηλαδή από την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου κι έπειτα αν και ο ρυθμός μεταβολής του μοναδιαίου κόστους εργασίας υποχώρησε κατά μέσο όρο κατά 3,3% στο σύνολο της οικονομίας, ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 2%.
Την ίδια περίοδο το περιθώριο κέρδους αυξήθηκε κατά 3,3%, αύξηση η οποία δείχνει κυρίως την ακαμψία των τιμών και λιγότερο τάση υπερβολικής κερδοσκοπίας από πλευράς των επιχειρήσεων, καθώς, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας της μελέτης αναφέρει, δεν λαμβάνονται υπόψη οι λοιποί συντελεστές κόστους παραγωγής, η φορολογική επιβάρυνση και το χρηματοπιστωτικό κόστος.
Η απόκλιση μεταξύ μισθών και τιμών κατά την κύρια περίοδο της ύφεσης γίνεται ακόμη πιο αισθητή εάν συγκριθεί με τα προηγούμενα χρόνια. Ετσι, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας της μελέτης, κ. Ζαχαρίας Γ. Μπραγουδάκης, από τη Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της ΤτΕ, ενώ την περίοδο 2000-2009 υπάρχει μια σχετικά κοινή πορεία των τιμών, των μισθών και των περιθωρίων κέρδους, από το 2010 και έπειτα αρχίζουν οι μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ τους και ουσιαστικά η αποσύνδεσή τους.
Πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο βιομηχανικός κλάδος, όπου κατά την περίοδο 2010-2013 ο πληθωρισμός ήταν 2,3%, όμως το μοναδιαίο κόστος εργασίας υποχωρούσε με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 6,9%. Η αποσύνδεση αυτή φαίνεται πιο καθαρά τα έτη 2012 και 2013, οπότε ο δείκτης περιθωρίου κέρδους αυξήθηκε κατά 19,6% και 7,6% αντιστοίχως, ενώ το μοναδιαίο κόστος εργασίας υποχώρησε κατά 12,6% και 6,3% και οι τιμές αυξήθηκαν κατά 4,6% και 0,8%. Προ Μνημονίου, την περίοδο 2001-2009, στον ίδιο κλάδο το μοναδιαίο κόστος εργασίας εμφάνιζε ετήσιο ρυθμό μεταβολής 5,1%, ενώ οι τιμές αυξάνονταν κατά 3,8%. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η μεγάλη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μείωση των ονομαστικών αμοιβών ανά απασχολούμενο και όχι στην αύξηση της μέσης παραγωγικότητας της εργασίας, κάτι που αποτελεί ζητούμενο για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Σε άλλους, πάντως, τομείς της οικονομικής δραστηριότητας δεν παρατηρούνται τόσο μεγάλες αποκλίσεις και υπήρξε μεγαλύτερη και ταχύτερη προσαρμογή των τιμών στη δραστική υποχώρηση των μισθών.
Καθοριστικό παράγοντα, σύμφωνα με τη μελέτη για τον βαθμό και την ταχύτητα προσαρμογής των τιμών, διαδραματίζει η διάρθρωση της αγοράς. Στη μελέτη αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Οταν σε μια αγορά δραστηριοποιούνται λίγες επιχειρήσεις, υπάρχει κίνητρο σύναψης μυστικών συμφωνιών και δημιουργίας καρτέλ μεταξύ τους με σκοπό ένα καθαρό ποσοστό κέρδους. Σε αυτή την περίπτωση, η μείωση των τιμών από μια επιχείρηση όταν πέφτει το μοναδιαίο κόστος εργασίας μπορεί να θεωρηθεί από τις άλλες επιθετική κίνηση αθέτησης της συμφωνίας. Κατά συνέπεια, οι επιχειρήσεις έχουν την τάση να κρατούν τις τιμές άκαμπτες ή να τις μεταβάλλουν με χρονική υστέρηση για να επιτυγχάνουν παράταση ενός υψηλότερου περιθωρίου κέρδους σε περιόδους πτώσης του μισθολογικού κόστους. Αντιθέτως, στην περίπτωση αύξησης του μισθολογικού κόστους, δεν υπάρχει θέμα παρερμηνείας για σπάσιμο του καρτέλ, οπότε οι επιχειρήσεις τείνουν να αυξάνουν τις τιμές άμεσα και αναλογικά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου