Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

Ένα Πρόγραμμα Οικονομικής Πολιτικής για την Ελλάδα

Θεόδωρος Μαριόλης από εδώ


Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο, και πρόεδρος του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών Δημήτρης Μπάτσης

Εισαγωγή

Στο παρόν κείμενο κωδικοποιούνται τα βασικά σημεία ενός προγράμματος οικονομικής πολιτικής για την Ελλάδα. Στοχεύει στην ανάταξη και, εν συνεχεία, ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της κοινωνικής παραγωγής, με γνώμονα τα γενικά εθνικά συμφέροντα, αλλά δίνοντας προτεραιότητα σε εκείνα των μισθωτών. Αποτελείται από δύο ενότητες: Η Ενότητα Ι επικεντρώνεται στην κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, στο ζήτημα της ανάπτυξης και στην ευρωπαϊκή ΟΝΕ. Υποστηρίζει ότι η παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη είναι ασυμβίβαστη με την υλοποίηση προγράμματος απελευθέρωσης από τον βρόχο των Μνημονίων-επιταχυνόμενης ανάπτυξης. Η Ενότητα ΙΙ προσδιορίζει το απαιτούμενο μείγμα οικονομικής πολιτικής.[1]

Η δομή και οι προτάσεις του προγράμματος έχουν συγκροτηθεί βάσει θεωρητικών και εμπειρικών μελετών της ελληνικής οικονομίας.[2] Πρόκειται για πρόγραμμα ανοικτό ως προς, πρώτον, την εξειδίκευση επιμέρους σημείων του, και, δεύτερον, την επικαιροποίηση των προαναφερθέντων εμπειρικών μελετών και, έτσι, την ανατροφοδότηση της ποσοτικής διάστασής του. Στην περίπτωση όπου υπάρξουν νέα ποσοτικά ευρήματα, τα οποία υποδηλώνουν την εμφάνιση ποιοτικών μεταβολών, θα απαιτηθεί ανασχεδιασμός του.

Υπογραμμίζεται, επίσης, ότι είναι πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής καιόχι πολιτικής οικονομίας. Αντικείμενό του είναι, επομένως, τα μέσα και οι μέθοδοι κατεύθυνσης του συστήματος σε τροχιά ευσταθούς και διευρυνόμενης αναπαραγωγής, και όχι οι – ενδεχομένως – απαιτούμενες για την επίτευξη αυτού του στόχου μεταβολές των υφιστάμενων εθνικών κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Πριν από την πραγμάτευση του κατά σειρά πρώτου ζητήματος, το εγχείρημα πραγμάτευσης του δευτέρου είναι άτοπο.

Ωστόσο, δεν θα ήταν άσκοπο να διευκρινιστούν τα εξής: Εάν το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό υπερβαίνει εκείνο το οποίο αντιστοιχεί στις υφιστάμενες σχέσεις παραγωγής και, ειδικότερα, οι τελευταίες «έχουν μεταβληθεί από μορφές ανάπτυξης σε δεσμά» (Marx) των πρώτων, τότε η σοσιαλιστική επανάσταση συνιστά αντικειμενική αναγκαιότητα.[3]Όσοι υποστηρίζουν το συμπέρασμα, οφείλουν να αποδείξουν την προκείμενη. Από την πλευρά μου εκτιμώ ότι η κύρια αντίθεση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού έγκειται στο ότι, ενώ είναι κεφαλαιοκρατικός, δεν δύναται να αναπτυχθεί περαιτέρω εντός του ευρωζωνικού (ή, γενικότερα, «παγκοσμιοποιητικού») κεφαλαιοκρατικού πλαισίου. Στο ορατό μέλλον της Ευρωζώνης ενέχονται δύο, κατά βάση, εναλλακτικές, αλλά ασυμβίβαστες μεταξύ τους, προοπτικές. Η μία είναι η ανάδυση νέου – εθνικού και εν συνεχεία διεθνικού – προτύπου ανάπτυξης, το οποίο θα βασίζεται σε μετα-κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής. Η άλλη είναι ο – δια μετάβασης στο στάδιο της «Πλήρους Οικονομικής (Κεφαλαιοκρατικής) Ολοκλήρωσης» – μετασχηματισμός της Ελλάδας σε κάτι ανάμεσα στην Πολιτεία του Μισισίπι και στο Χαμπερστόουν-Ατακάμα της Ευρωζώνης, με ορισμένες «νησίδες» τύπου Μαϊάμι. Η κατά σειρά πρώτη προοπτική οδηγεί στην επίλυση της κύριας αντίθεσης, ενώ η δεύτερη στην – πολιτική, ιδεολογική και δικαϊκή – επισκότισή της.

Ενότητα Ι

Η Κατάσταση της Ελληνικής Οικονομίας, το Ζήτημα της Ανάπτυξης και η ΟΝΕ

Ι.1. Τα Δεδομένα

Η βαθιά ύφεση της ελληνικής οικονομίας, η επακόλουθη εκτίναξη της ανεργίας και η πολωτική αναδιανομή του εισοδήματος εις βάρος των μισθωτών, των αυτοαπασχολούμενων και των συνταξιούχων είναι, με διεθνή μέτρα και σταθμά, πρωτοφανείς. Μάλλον πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι το υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα για τις «Μνημονιακές Κυβερνήσεις» ήταν και είναι η εφαρμογή μέτρων, τα οποία εντείνουν, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, την ύφεση και την αποσάθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας. Παραλλήλως, αυτή η εφαρμογή συσκοτίζεται, άλλοτε εκουσίως και άλλοτε ακουσίως, με κάθε είδους ιδεοληψία, όπως: «ευρωπαϊσμός-κοσμοπολιτισμός», «μεταρρυθμίσεις-εκσυγχρονισμός», «επιστροφή στην εθνική παραγωγή-αυτάρκεια» και «κατοχική δραχμή», από την μία πλευρά, και «ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση μέσω μεταφοράς αξίας και υπεραξίας», «πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους» και «παγκόσμια κρίση-επανάσταση», από την άλλη.

Τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας δείχνουν τα εξής:

Ι.1.1. Ανεργία

Για να αρχίζει να μειώνεται η ανεργία πρέπει να σημειωθούν ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ άνω του 2%. Ενδεικτικά, η εντός περιόδου 5 ετών συμπίεση της ανεργίας στο ποσοστό του 10% προαπαιτεί μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά 5.4% και δημιουργία 181 χιλ. θέσεων εργασίας ανά έτος.

Ι.1.2. Αποταμίευση και επενδύσεις

Μετά την είσοδο στην Ευρωζώνη, η ετήσια καθαρή εθνική αποταμίευση είναι συστηματικά αρνητική (από το έτος 1960, για το οποίο υπάρχουν συμβατά στατιστικά στοιχεία, έως την είσοδο ήταν μόνον θετική). Η ελληνική οικονομία είναι η μοναδική της Ευρωζώνης με αυτό το γνώρισμα.

Ειδικότερα, οι αθροιστικές καθαρές αποταμιεύσεις της περιόδου 2008-2013 (σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ) ανέρχονται σε μείον 127 δισ. ευρώ (ετήσιος μέσος όρος: μείον 21 δισ. ευρώ). Οι καθαρές επενδύσεις εμφανίζουν έντονη κάμψη μετά το έτος 2008, και καθίστανται αρνητικές από το 2011: μείον 4.4 δισ. το 2011, μείον 9.9 δισ. το 2012 και μείον 13 δισ. το 2013. Η αρνητικότητα των καθαρών επενδύσεων αποτελεί νέο ποιοτικό δεδομένο με πολλαπλές συνεπαγωγές, διότι δηλώνει ότι το σύστημα έχει εισέλθει σε διαδικασία φθίνουσας αναπαραγωγής.

Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι χωρίς υψηλά θετική καθαρή εθνική αποταμίευση δεν δύνανται να μειωθούν τα δημοσιονομικά ελλείμματα ούτε να υπάρξει ανάπτυξη, εκτός εάν βασίζεται στον συνεχή εξωτερικό δανεισμό. Αλλά η συντηρούμενη μέσω εξωτερικού δανεισμού ανάπτυξη ήταν, ακριβώς, το κύριο γνώρισμα του υποδείγματος «ισχυρή Ελλάδα μέσα σε μία ισχυρή Ευρώπη», το οποίο κατέρρευσε: κατά την περίοδο 2000-2010, ο αθροιστικός καθαρός εξωτερικός δανεισμός της χώρας ανήλθε στο 148% των αθροιστικών καθαρών επενδύσεων αυτής.

Ι.1.3. Δημόσια Οικονομικά

Το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης μειώθηκε, από τα 36 δισ. ευρώ (16% του ΑΕΠ), το 2009, στα 6 δισ. ευρώ (4% του ΑΕΠ), το 2014: οι δαπάνες μειώθηκαν από τα 125 δισ. (54% του ΑΕΠ) στα 88 δισ. (49% του ΑΕΠ), τα έσοδα μειώθηκαν από τα 89 δισ. (38% του ΑΕΠ) στα 82 δισ. (46% του ΑΕΠ), και το πρωτογενές ισοζύγιο μειώθηκε από τα μείον 24 δισ. (-10.5% του ΑΕΠ) στα 0.6 δισ. (0.4% του ΑΕΠ). Το χρέος της Γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε από τα 300 δισ. (130% του ΑΕΠ) στα 356 δισ. το 2011 (171% του ΑΕΠ). Με το PSI, μειώθηκε στα 305 δισ. το 2012 (157% του ΑΕΠ), ενώ το 2014 ανήλθε, εκ νέου, στα 317 δισ. (177% του ΑΕΠ). Σημειώνεται, επίσης, ότι: 
Κατά την περίοδο 2008-2012 τα πιο φτωχά νοικοκυριά έχασαν σχεδόν το 86% του εισοδήματός τους, ενώ τα πλουσιότερα έχασαν το 17-20%. Η φορολογική επιβάρυνση των φτωχών αυξήθηκε κατά 337%, ενώ των ανωτέρων εισοδηματικά τάξεων αυξήθηκε μόνον κατά 9% (Θεοδοσίου, 2015). Το έτος 2013, 2.5 εκατ. άτομα βρίσκονταν «κάτω από το όριο της φτώχειας» και 3.8 εκατ. άτομα βρίσκονταν «σε κίνδυνο φτώχειας λόγω υλικών στερήσεων και ανεργίας». Βάσει αυτών και άλλων ομοειδών στοιχείων, η ασκούμενη πολιτική έχει χαρακτηρισθεί ως «πόλεμος εναντίον των φτωχών». 
Ακόμα και εάν δεν αμφισβητηθούν οι – όχι και τόσο πραγματοκρατικές – παραδοχές του ΔΝΤ (ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας 2.8%, πρωτογενές πλεόνασμα 4.2% και μέσο ετήσιο επιτόκιο 3.6%), απαιτούνται περί τα 26 έτη, ούτως ώστε να μειωθεί το δημόσιο χρέος στο επίπεδο της Συνθήκης του Μάαστριχτ, δηλαδή στο 60% του ΑΕΠ (Λαπαβίτσας, 2014). Με την ευκαιρία, ας ξαναθυμηθούμε ότι η ικανοποίηση και των δύο σχετικών κριτηρίων του Μάαστριχτ (χρέος 60% και έλλειμμα 3%), τα οποία δεν έχουν, βεβαίως, την ελάχιστη οικονομική θεμελίωση, διασφαλίζεται με ρυθμό μεγέθυνσης του ονομαστικού ΑΕΠ 5.3% (και είναι ανεξάρτητη του ύψους του επιτοκίου, το οποίο καθορίζει, στην προκείμενη περίπτωση, το ύψος του πρωτογενούς ισοζυγίου). 

Ι.1.4. Εσωτερική υποτίμηση

Η ισχυρή εσωτερική υποτίμηση (εκτιμάται ότι, κατά την περίοδο 2009-2013, οι μέσοι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν κατά 24%) δεν οδήγησε σε ευσταθή και σημαντική άνοδο των εξαγωγών. Μάλιστα, σε σταθερές τιμές του έτους 2010, οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 3.3%, οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 15.5%, ενώ το μερίδιο των εξαγωγών της ελληνικής οικονομίας στις παγκόσμιες εξαγωγές μειώθηκε κατά 9.4%. Επομένως, η παρατηρούμενη βελτίωση του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών οφείλεται, κυρίως, στην καθίζηση των εισαγωγών, η οποία ακολούθησε εκείνη της οικονομικής δραστηριότητας. Η συστηματική αύξηση των εξαγωγών αποτελεί, ωστόσο, όρο αύξησης της εθνικής αποταμίευσης. Σημειώνεται, τέλος, ότι η «Καθαρή Διεθνής Επενδυτική Θέση» (εκφράζει τις καθαρές υποχρεώσεις των κατοίκων της χώρας έναντι των μη κατοίκων) της Ελλάδας χειροτερεύει συστηματικά: από το μείον 44% του ΑΕΠ το 2000, έφτασε στο μείον 98% το 2010, ενώ για το 2014 εκτιμάται στο μείον 121% (το καθαρό εξωτερικό χρέος εκτιμάται στο 130%).

Ι.1.5. Δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας και διεθνές εμπόριο

Ι.1.5.1. Χαρακτηριστικά

Συνεπεία της συμμετοχής στην ευρωπαϊκή «ολοκλήρωση», συρρικνώθηκε, από την μία πλευρά, ο τομέας παραγωγής «διεθνώς εμπορεύσιμων εμπορευμάτων» (δηλαδή, εμπορευμάτων για την διεθνή αγορά), ο οποίος δεν μπόρεσε να επιβιώσει ως είχε στον διεθνή ανταγωνισμό, και διογκώθηκε, από την άλλη πλευρά, ο τομέας παραγωγής «μη διεθνώς εμπορεύσιμων εμπορευμάτων» (δηλαδή, εμπορευμάτων μόνον για την εγχώρια αγορά – βλέπε Gibson, 2010). Ειδικότερα: 
Η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από συγκριτικά χαμηλότερη παραγωγικότητα στον τομέα παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων εμπορευμάτων, ενώ η παραγωγικότητά της είναι αντίστοιχη του ευρωπαϊκού μέσου όρου μόνον στον τομέα παραγωγής μη διεθνώς εμπορεύσιμων εμπορευμάτων (ιδίως, στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, των κατασκευών και του εσωτερικού εμπορίου). 
Η – πριν από το ξέσπασμα της λεγόμενης κρίσης – παρατηρούμενη αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ προερχόταν πρωτίστως από την ανάπτυξη του τομέα των διεθνώς μη εμπορεύσιμων εμπορευμάτων, ενώ οι κλάδοι του άλλου τομέα είτε ήταν στάσιμοι (επί τρεις δεκαετίες) είτε αναπτύσσονταν με αργούς ρυθμούς (όπως, για παράδειγμα, ο τουρισμός). 
Η εν λόγω διατομεακή μεταβολή λειτούργησε ανατροφοδοτικά στην περαιτέρω μείωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας και συνέβαλε, έτσι, στη δημιουργία εξωτερικών ελλειμάτων και, μέσω αυτών, στη δημιουργία δημοσίων ελλειμμάτων («δίδυμα ελλείμματα»). 
Στις εισαγωγές σημειώνεται συνεχής άνοδος του μεριδίου των «προϊόντων υψηλής τεχνολογίας», ενώ για τις εξαγωγές ισχύει μάλλον το αντίθετο. Επίσης, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από ιδιαιτέρως χαμηλό ποσοστό διεθνούς ενδοκλαδικού εμπορίου στην μεταποίηση (ως προς τα υπόλοιπα μέλη της Ευρωζώνης), πράγμα που έχει ιδιαιτέρως αρνητική σημασία, διότι η ανάπτυξη του ενδοκλαδικού εμπορίου αντιστοιχεί σε οικονομίες με παρόμοιο και, ταυτοχρόνως, υψηλό τεχνολογικό επίπεδο. 

Ι.1.5.2. Σωρευτική αιτιότητα

Είναι γνωστό ότι: 
Σε κάθε οικονομία, ο ποσοστιαίος ρυθμός μεγέθυνσης της συνολικής παραγωγικότητας καθορίζεται σε σημαντικό βαθμό από το ρυθμό μεγέθυνσης του βιομηχανικού τομέα της. 
Η ελληνική οικονομία (όπως και, γενικά, οι χώρες του ευρωπαϊκού «Νότου») είναι εξειδικευμένη σε εμπορεύματα χαμηλής εισοδηματικής ελαστικότητας ζήτησης, δηλαδή στα «παραδοσιακά ή εντάσεως φυσικών πρώτων υλών, χαμηλής/μέσης τεχνολογίας και ανειδίκευτης εργασίας» εμπορεύματα. 

Συνάγεται, λοιπόν, ότι έχει δημιουργηθεί ένας φαύλος «κύκλος σωρευτικής αιτιότητας»: Άνευ εξωτερικού δανεισμού, η ελληνική οικονομία δύναται να μεγεθυνθεί μόνον με συγκριτικά χαμηλούς ρυθμούς, πράγμα που έχει αρνητικό αντίκτυπο στην παραγωγικότητα και, άρα, στη διεθνή ανταγωνιστικότητά της, και αυτό, με τη σειρά του, την ωθεί εκ νέου στο ήδη διαμορφωμένο πρότυπο διεθνούς εξειδίκευσης. Ειδικότερα, έχει εκτιμηθεί ότι, άνευ εξωτερικού δανεισμού και εντός της Ευρωζώνης, η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να μεγεθυνθεί παρά κάτω από το 60% του μέσου ρυθμού μεγέθυνσης του συνόλου των εμπορικών εταίρων της (Μαριόλης, 2015α).

Ι.2. Το Ζήτημα της Ανάπτυξης

Κάθε εθνική οικονομία αποτελείται από τρεις τομείς, τον Ιδιωτικό (επιχειρήσεις και νοικοκυριά), τον Δημόσιο και τον Εξωτερικό τομέα. Όταν, λοιπόν, βρίσκεται σε βαθιά ύφεση, πρέπει ένας, τουλάχιστον, εξ αυτών να λειτουργήσει ως «ατμομηχανή», δηλαδή να καθοδηγήσει την τόνωση της συνολικής ενεργού ζήτησης. Τέλος, αυτή η τόνωση επιτυγχάνεται μέσω δημοσιονομικών, νομισματικών, συναλλαγματικών, εισοδηματικών, εμπορικών και διαρθρωτικών πολιτικών.

Δεδομένης της συμμετοχής της χώρας στην ΟΝΕ: 
Οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν την νομισματική, συναλλαγματική και εμπορική πολιτική. 
Η δημοσιονομική πολιτική περιορίζεται από τα «κριτήρια του Μάαστριχτ» (και, γενικότερα, την αρχιτεκτονική της ΟΝΕ). 
Η εισοδηματική πολιτική δεν δύναται παρά να ασκείται μονομερώς, δηλαδή εις βάρος των μισθωτών. Διότι, δεδομένης της πλήρους ελευθερίας στην κίνηση των διεθνών χρηματικών κεφαλαίων, η οποία συνεπάγεται τάση διαμόρφωσης ενός διεθνώς ενιαίου επιτοκίου-ποσοστού κέρδους, μόνον οι μισθοί αποτελούν μεταβλητή ελέγχου για τις αρχές οικονομικής πολιτικής (Μαριόλης, 2012, 2015β). Και θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι μισθοί συνιστούν το μεγαλύτερο τμήμα της καταναλωτικής ζήτησης, με συνέπεια κάθε μείωσή τους να ενεργοποιεί τάση ισχυρότερης μείωσης της συνολικής ζήτησης. 

Από την άλλη πλευρά: 
Ο Επιχειρηματικός τομέας βρίσκεται σε δεινή θέση, αποστραγγίζεται με φόρους, και εμφανίζει, ως σύνολο, περιορισμένες προοπτικές κερδοφορίας. 
Ο Δημόσιος τομέας είναι φορτωμένος με χρέη, ενώ αποδιαρθρώνεται περαιτέρω μέσω της ασκούμενης συσταλτικής πολιτικής των «Μνημονίων». 
Παρά την εσωτερική υποτίμηση, η οποία οδηγεί (όταν και όποτε οδηγεί) σε έμμεση και βραδεία αύξηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας (και όχι, όπως η εξωτερική-νομισματική υποτίμηση, σε άμεση και ταχεία αύξηση αυτής), ο Εξωτερικός τομέας δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί. Πέραν όσων ήδη αναφέρθηκαν (Παράγραφος Ι.1.5), η αδυναμία του συναρτάται με τρεις παράγοντες: 
Χρησιμοποιεί το ευρώ, δηλαδή ένα από τα «σκληρότερα» νομίσματα της παγκόσμιας οικονομίας. 
Η συναλλαγματική πολιτική υπάγεται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και όχι στην Τράπεζα της Ελλάδας. Κάθε ανατίμηση του ευρώ έρχεται, επομένως, σε αντίφαση με την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης. 
Ανταγωνίζεται τους πολύ πιο προηγμένους εξωτερικούς τομείς άλλων Ευρωζωνικών οικονομιών βάσει «οιονεί-απολύτων πλεονεκτημάτων κόστους».[4] 

Σε τελική ανάλυση, λοιπόν, η «πολιτική των Μνημονίων» δύναται να θεωρηθεί εγχείρημα αντιμετώπισης πλέγματος ζητημάτων, εκ των οποίων αυτό της διεθνούς ανταγωνιστικότητας κατέχει την κεντρική θέση, μέσω τριών «εργαλείων»: 
Συσταλτική δημοσιονομική πολιτική. 
Μονομερής, εις βάρος των μισθωτών, εισοδηματική πολιτική. 
Αποδιάρθρωση της αγοράς εργασίας και του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, η οποία αποκαλείται «διαρθρωτική πολιτική ή μεταρρύθμιση». 

Σύμφωνα με εκτιμήσεις μας (MariolisandSoklis, 2015), για κάθε 1 εκατ. ευρώ μείωσης της ζήτησης για προϊόντα του: 
Πρωτογενή τομέα: το συνολικό προϊόν της οικονομίας μειώνεται κατά 1.05 εκατ. ευρώ και η απασχόληση κατά 57 εργαζομένους. 
Βιομηχανικό τομέα: το συνολικό προϊόν της οικονομίας μειώνεται κατά 0.74 εκατ. και η απασχόληση κατά 20 εργαζομένους. 
Τομέα των Υπηρεσιών: το συνολικό προϊόν της οικονομίας μειώνεται κατά 1.22 εκατ. και η απασχόληση κατά 27 εργαζομένους. 
Δημοσίου τομέα: το συνολικό προϊόν της οικονομίας μειώνεται κατά 1.55 εκατ. ευρώ και η απασχόληση κατά 41 εργαζομένους. 

Έπεται, λοιπόν, ότι η «πολιτική των Μνημονίων», δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει και όντως οδήγησε, εντός τριών ετών (2010-2013), σε: 
Υπερβαίνουσα το 22% ύφεση (σε σταθερές τιμές του έτους 2010). 
Υπερβαίνουσα το 27% ανεργία. 
Νέο δανεισμό για την εξυπηρέτηση παλαιότερου δανεισμού. 
Εκποιήσεις και υποθηκεύσεις δημοσίων και ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων. 

Έπεται, όμως, επίσης ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομικής είναι αδύνατον να λάβει χώρα εντός αυτού του ασφυκτικού «κλωβού υπότασης». Το ζήτημα της ανάπτυξης πρέπει, επειγόντως, να τεθεί σε τελείως διαφορετική βάση δια της υλοποίησης προγράμματος στοχευμένης τόνωσης της ζήτησης.

Ι.3. Η Συμμετοχή στην ΟΝΕ: Από Μέσο σε Σκοπό

Όταν άρχισε να σχηματίζεται η Ευρωζώνη, αλλά και τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της, γράφτηκε συστηματικά ότι η δημιουργία της δεν ήταν Σκοπός. Η ζώνη του κοινού νομίσματος θα ήταν, υποτίθεται, ένα Μέσο συμβολής στην επίτευξη βασικών στόχων της οικονομικής πολιτικής, δηλαδή: 
της μικροοικονομικής αποτελεσματικότητας, 
της μακροοικονομικής σταθερότητας, και 
της ισόρροπης ανάπτυξης μεταξύ χωρών και περιφερειών. 

Κανείς, ανάμεσα στους πλέον θερμούς υποστηρικτές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, δεν διατύπωσε αντίθετη θέση.

Δεκαπέντε χρόνια μετά, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Όχι μόνον λόγω των ισχνών μέσων ρυθμών ανάπτυξης, οι οποίοι έχουν σημειωθεί στην Ευρωζώνη συνολικά, ή/και των μεγάλων αποκλίσεών τους από χώρα σε χώρα (ιδίως, μεταξύ «Βορρά-Νότου»), αλλά και λόγω της μεταστοιχείωσης του – υποτιθέμενου – Μέσου σε – μοναδικό και αδιαμφισβήτητο – Σκοπό.

Η τελευταία συμφωνία «δανειστών»-κυβέρνησης-πλειοψηφίας αντιπολίτευσης, της 13ης Ιουλίου 2015, εξαντλείται σε παραθέσεις μέτρων, από τα οποία δεν απουσιάζουν μόνον αναλυτικές εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις τους, αλλά και οι αναφορές στην ενεργοποίηση αναπτυξιακών μηχανισμών. Πρόκειται για μέτρα, τα οποία έχουν, εκ νέου, συσταλτικό χαρακτήρα και προάγουν τη φτωχοποίηση, τις απορρυθμίσεις αγορών και την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα λαθεμένης ανάλυσης ή παραλογισμών (όπως διατείνονται ορισμένες «αριστερο-κεϋνσιανές» πλευρές) αλλά δομικών περιορισμών, οι οποίοι απορρέουν από τη συμμετοχή μίας χώρας στην Ευρωζώνη. Όπως ήδη επισημάνθηκε, η περικοπή δημοσίων δαπανών και η μονομερής, εις βάρος των μισθωτών, εισοδηματική και φορολογική πολιτική, είναι τα κύρια εργαλεία οικονομικής πολιτικής, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιούν οι εθνικές κυβερνήσεις στην υπαρκτή Ευρωζώνη ανεξαρτήτως των προθέσεών τους. Σε χώρες όπως η Ελλάδα, η πλάστιγγα γέρνει εις βάρος, επιπλέον, της αυτοαπασχόλησης, της μικροϊδιοκτησίας, και των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων.

Το Ευρώ μετατράπηκε, λοιπόν, από Μέσο σε Σκοπό, ενώ στη θέση του Μέσου τοποθετήθηκε ένα αναλλοίωτο μείγμα μονομερών-συσταλτικών πολιτικών. Η παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη συνιστά τακτική χωρίς στρατηγική, για τα συμφέροντα της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, και είναι ασυμβίβαστη με την υλοποίηση προγράμματος απελευθέρωσης από τον βρόχο των Μνημονίων-επιταχυνόμενης ανάπτυξης.

Ενότητα ΙΙ

Η Έξοδος από την Ευρωζώνη

Η κατόπιν – προετοιμασμένων και, άρα, μη μακρόσυρτων – διαπραγματεύσεων έξοδος από την Ευρωζώνη αποτελεί την «πρώτη καλύτερη επιλογή», διότι περιορίζει αισθητά τους αστάθμητους παράγοντες, οι οποίοι αντικειμενικά ενέχονται κατά και μετά από αυτήν έξοδο (για τη νομική διάσταση, βλέπε Μηλιαράκης, 2015). Εκτιμώ ότι η ελληνική πλευρά πρέπει να εμμείνει, κατά βάση, στα εξής: 
Παύση πληρωμών και αναδιάρθρωση χρέους βάσει του κριτηρίου της «βιωσιμότητάς» του. Υιοθέτηση «ρήτρας ανάπτυξης», για ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ ίσους ή μεγαλύτερους του 4%, ούτως ώστε να συμπιέζεται αισθητά η ανεργία. 
Παροχή ρευστότητας από την ΕΚΤ στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, έως τη μετάβαση στο νέο νόμισμα, και υποστήριξη της νέας, χαμηλότερης, συναλλαγματικής ισοτιμίας (σε συμφωνία με τους στόχους της εθνικά ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής), έως την εμφάνιση δειγμάτων ευσταθούς ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. 
Μη ένταξη του νέου νομίσματος στον «Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών ΙΙ». 
Εφαρμογή συστήματος «ρητρών εξαίρεσης» για την άσκηση στοχευμένων πολιτικών βιομηχανικής ανάπτυξης και αύξησης της απασχόλησης βάσει αναλυτικού μακροχρονίου, της τάξης των πέντε ετών, προγράμματος.[5] 

Εάν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν, τότε η ελληνική κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να ανακοινώσει αλλαγή του νομίσματος σύμφωνα με την αρχή Lexmonetae. Εάν, τέλος, το αίτημα περί εθνικής ανεξαρτησίας της νομισματικής πολιτικής ή «ρητρών εξαίρεσης» δεν γίνει δεκτό από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε πρέπει να επιλεγεί η έξοδος και από αυτήν.

ΙΙ.1. Το Γενικό Πλαίσιο της Νέας Οικονομικής Πολιτικής

Με την έξοδο από την Ευρωζώνη απαιτούνται:[6] 
Εισαγωγή νέου νομίσματος[7] σε ισοτιμία: 1:1. 
Νομισματική υποτίμηση. 
Σύσταση μηχανισμού φραγμών στις διεθνείς κινήσεις χρηματικών κεφαλαίων. 

Αυτές οι ρυθμίσεις στοχεύουν: 
Στην μεταστροφή της αλλοδαπής και ημεδαπής ζήτησης προς τα εγχωρίως παραγόμενα εμπορεύματα. 
Στην αύξηση της εθνικής αποταμίευσης (βλέπε την Παράγραφο Ι.1.2). 
Στη δημιουργία βαθμών ελευθερίας στην άσκηση εθνικά ανεξάρτητης και αναπτυξιακής νομισματικής πολιτικής. 
Στην υποστήριξη της ισοτιμίας του νέου νομίσματος. 

ΙΙ.2. Άμεσες Συνέπειες

ΙΙ.2.1. Πληθωρισμός και διεθνής ανταγωνιστικότητα

Λαμβανομένων υπόψη εναλλακτικών δεικτών διαχρονικής εξέλιξης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, καθώς και των επειγόντων αναπτυξιακών αναγκών αυτής, ενδείκνυται ποσοστό υποτίμησης με «κέντρο» το 40% και «άκρα» το 30% και 50%. Εκτιμούμε ότι η ελαστικότητα του μέσου πληθωρισμού κόστους (μετρούμενου σε όρους της ακαθάριστης αξίας της εγχώριας παραγωγής) ως προς την ονομαστική υποτίμηση του ημεδαπού νομίσματος δεν πρέπει να θεωρείται μεγαλύτερη του 0.20 (KatsinosandMariolis, 2012). Επομένως, μία ονομαστική υποτίμηση στο εύρος του 30% με 50%, προκαλεί: 
Εισαγόμενο μέσο πληθωρισμό της τάξης του 6% με 10%, αντιστοίχως, για το πρώτο έτος (4% με 6%, για το δεύτερο έτος). 

Οι τρεις κλάδοι όπου αναπτύσσονται οι ισχυρότερες πληθωριστικές πιέσεις είναι: 
Οπτάνθρακας, προϊόντα διύλισης πετρελαίου, πυρηνικά καύσιμα: 22% με 37%. 
Υπηρεσίες πλωτών μεταφορών: 14% με 23%. 
Αυτοκίνητα και οχήματα: 13% με 22%. 

Αντιθέτως, οι τρεις κλάδοι όπου αναπτύσσονται οι ασθενέστερες πληθωριστικές πιέσεις είναι: 
Εκπαιδευτικές υπηρεσίες: 0.7% με 1.1%. 
Υπηρεσίες που αφορούν ακίνητα: 0.4% με 0.7%. 
Προϊόντα δασοκομίας και υλοτομίας: 0.2% με 0.3%. 

Τέλος, οι πληθωριστικές πιέσεις σε τέσσερις κλάδους, τα εμπορεύματα των οποίων έχουν ιδιαίτερη σημασία (τρόφιμα, φάρμακα, τουρισμός και υγεία) είναι: 
Τρόφιμα και ποτά: 4% με 6%. 
Χημικές ουσίες και χημικά προϊόντα: 11% με 19%. 
Υπηρεσίες παροχής καταλύματος και εστίασης: 5% με 8%. 

Υπηρεσίες υγείας και κοινωνικής μέριμνας: 10% με 17%. 
Αύξηση της μέσης διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίαςκατά 23% με 37%, αντιστοίχως (σε όρους πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας). Οι τομεακές διαστάσεις αυτής της βελτίωσης έχουν ως εξής: 
Πρωτογενής τομέας: 25% με 40%. 
Βιομηχανία: 20% με 31%. 

Υπηρεσίες: 25% με 40%. 
Βελτίωση του σε ευρώ εκφρασμένου εξωτερικού ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών (σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, για το έτος 2014, οι εξαγωγές ανέρχονται σε 59 δισ. ευρώ και οι εισαγωγές 63.3 σε δισ. ευρώ): το έλλειμμα των 4.3 δισ. ευρώ μετατρέπεται σε πλεόνασμα της τάξης των 4.5 με 10.6 δισ. ευρώ.[8] Ειδικότερα, τα 59 δισ. των εξαγωγών του έτους 2014 κατανέμονται σε: 31 δισ. αγαθά και 28 δισ. υπηρεσίες, ενώ τα 63.3 δισ. των εισαγωγών σε: 51.9 δισ. αγαθά και 11.4 δισ. υπηρεσίες. Άρα, χρησιμοποιώντας τις ίδιες με προηγουμένως ελαστικότητες (λόγω έλλειψης στοιχείων), δύναται να εκτιμηθεί, χονδρικά, ότι: 
Το έλλειμμα των 20.9 δισ. σε αγαθά μειώνεται στα 12.5 με 6.9 δισ. (ο μηδενισμός του ελλείμματος απαιτεί ονομαστική υποτίμηση της τάξης του 78%). 
Το πλεόνασμα των 16.6 δισ. σε υπηρεσίες αυξάνεται στα 17 με 17.5 δισ. (για χαμηλά ποσοστά ονομαστικής υποτίμησης το πλεόνασμα μειώνεται κάπως, ελαχιστοποιείται για ονομαστική υποτίμηση της τάξης του 6%, και επανέρχεται στο αρχικό ύψος των 16.6 δισ. για ονομαστική υποτίμηση της τάξης του 12%). 

Λαμβανομένων υπόψη των διεθνών δεδομένων (θεωρητικών και εμπειρικών), αλλά και την ιδιομορφία της δημιουργούμενης από την μετάβαση στο νέο νόμισμα κατάστασης, τα πρώτα δείγματα της βελτίωσης του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών θα αρχίσουν να διαμορφώνονται έπειτα από μία χρονική περίοδο, η οποία δεν αναμένεται να είναι μικρότερη των έξι και αισθητά μεγαλύτερη των δώδεκα μηνών (με πολύ πιθανότερο το δεύτερο όριο).

Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι όλες οι προηγούμενες εκτιμήσεις έχουν πραγματοποιηθεί σε όρους του μάλλον δυσμενέστερου σεναρίου για την εξέλιξη του εισαγόμενου πληθωρισμού (και, άρα, της ανταγωνιστικότητας), υπό την έννοια ότι έχουμε προϋποθέσει (είτε για λόγους ασφαλείας είτε επειδή δεν υπάρχουν πρωτογενή στοιχεία): (i) τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών, (ii) αμετάβλητους φορολογικούς συντελεστές επί της παραγωγής, (iii) αμετάβλητες τιμές εισαγωγών σε ξένο νόμισμα, και (iv) μη υποκατάσταση εισαγωγών στην παραγωγή και στην κατανάλωση.

ΙΙ.2.2. Ανάπτυξη και διανομή εισοδήματος

Η προκαλούμενη από την υποτίμηση τόνωση της ζήτησης δύναται, λοιπόν, να θέσει την οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης. Ειδικότερα, εκτιμάται ότι, με παράλληλη παύση, πρώτον, του εξωτερικού δανεισμού, αλλά και, δεύτερον, της καταβολής τόκων για την εξυπηρέτηση του, το προαναφερθέν εύρος υποτίμησης δεν είναι ασύμβατο με την αύξηση του ΑΕΠ κατά 4% με 7%, αντιστοίχως (Μαριόλης, 2015α).

Η άποψη ότι οι νομισματικές υποτιμήσεις πλήττουν τα συμφέροντα των μισθωτών, διότι οδηγούν, αναπόφευκτα, σε μείωση των μοναδιαίων πραγματικών μισθών, είναι εσφαλμένη. Το ορθό είναι ότι, όταν υφίσταται πλήρης απασχόληση του επενδεδυμένου κεφαλαίου, οι υποτιμήσεις τείνουν να οδηγούν είτε σε μείωση του μέσου μοναδιαίου πραγματικού μισθού (με αμετάβλητο το μέσο πραγματικό ποσοστό κέρδους) είτε σε μείωση του μέσου πραγματικού ποσοστού κέρδους (με αμετάβλητο το μέσο μοναδιαίο πραγματικό μισθό). Δεδομένης, όμως, της βαθιάς ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, η υποαπασχόληση του επενδεδυμένου κεφαλαίου είναι υψηλή (εκτιμάται σε επίπεδα άνω του 30%). Δεν αποκλείεται, επομένως, η προκαλούμενη από την υποτίμηση (σε συνδυασμό, μάλιστα, με τα άλλα μέτρα οικονομικής πολιτικής, τα οποία προτείνονται στη συνέχεια του παρόντος) τόνωση της ζήτησης για τα εγχωρίως παραγόμενα εμπορεύματα να αυξήσει το βαθμό απασχόλησης του κεφαλαίου σε ύψη όπου καθίσταται δυνατή η αύξηση και των δύο, προαναφερθέντων, μεταβλητών της διανομής του εισοδήματος. Στην αντίθετη περίπτωση, βεβαίως, κάθε κυβέρνηση έκφρασης των συμφερόντων των μισθωτών οφείλει να προασπίσει αυτά έναντι άλλων συμφερόντων.

ΙΙ.3. Κλαδική Πολιτική: Άξονες και Υλοποίηση

ΙΙ.3.1. Ζητούμενα

Η οικονομική πολιτική δεν δύναται περιοριστεί στο μέτρο της νομισματικής υποτίμησης. Οφείλει, επίσης, να εστιάσει σε εκείνα τα «εμπορεύματα και κλάδους-κλειδιά» της ελληνικής οικονομίας, για τα οποία πρέπει να μεταβληθεί η ζήτηση, ούτως ώστε να αυξηθούν στον μέγιστο δυνατό βαθμό: 
το συνολικά παραγόμενο προϊόν και η συνολικά απασχολούμενη ποσότητα εργασίας. 

Το εξαιρετικά κρίσιμο για την ελληνική οικονομία ζήτημα έγκειται στο ότι αυτή η μεταβολή της ζήτησης πρέπει να συντελεστεί υπό τους όρους-περιορισμούς της μείωσης: 
του δημοσίου ελλείμματος και του εξωτερικού ελλείμματος. 

ΙΙ.3.2. Άξονες

Από μελέτη για την υφιστάμενη διάρθρωση της ελληνικής οικονομικής προκύπτει ότι οι βασικοί άξονες της εν λόγω κλαδικής πολιτικής είναι οι εξής (MariolisandSoklis, 2015):

1. Αύξηση της κρατικής κατανάλωσηςγια τα εμπορεύματα: 
Υπηρεσίες επιστημονικής έρευνας και ανάπτυξης. 
Υπηρεσίες δημόσιας διοίκησης και άμυνας, υπηρεσίες υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης. 
Υπηρεσίες εκπαίδευσης. 
Υπηρεσίες ανθρώπινης υγείας. 
Υπηρεσίες κοινωνικής μέριμνας. 

2. Αύξηση των επενδύσεωνγια το εμπόρευμα: 
Υπηρεσίες επισκευής και εγκατάστασης μηχανημάτων και εξοπλισμού. 

3. Επιλεκτική μείωση τμημάτων της κρατικής κατανάλωσης για τα εμπορεύματα: 
Υπηρεσίες δημιουργικές, τέχνης και διασκέδασης, υπηρεσίες βιβλιοθηκών, αρχειοφυλακείων, μουσείων και άλλων πολιτιστικών υπηρεσιών, υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών και στοιχημάτων. 
Αθλητικές υπηρεσίες και υπηρεσίες διασκέδασης και ψυχαγωγίας. 

4. Μείωση της κρατικής ζήτησης και αύξηση των εξαγωγώνγια τα εμπορεύματα: 
Υπηρεσίες χονδρικού και λιανικού εμπορίου και υπηρεσίες επισκευής μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσυκλετών. 
Υπηρεσίες χονδρικού εμπορίου εκτός των μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσυκλετών. 
Υπηρεσίες λιανικού εμπορίου εκτός των μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσυκλετών. 
Υπηρεσίες παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών, βίντεο, τηλεοπτικών προγραμμάτων, ηχογραφήσεων, μουσικών εκδόσεων, προγραμματισμού και τηλεοπτικών εκπομπών. 
Υπηρεσίες προγραμματισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών, παροχής συμβουλών και άλλων συναφών δραστηριοτήτων, και υπηρεσίες πληροφοριών. 

5. Αύξηση των εξαγωγών για τα εμπορεύματα: 
Προϊόντα δασοκομίας, υλοτομίας. 
Προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας. 
Βασικά μέταλλα. 
Υπηρεσίες πλωτών μεταφορών. 
Υπηρεσίες επιστημονικής έρευνας και ανάπτυξης. 

ΙΙ.3.3. Αποτελέσματα

Για κάθε 1 εκατ. ευρώ μεταβολής της ζήτησης, αυτή η πολιτική οδηγεί, κατά μέσο όρο, σε: 
Αύξηση του προϊόντος κατά 1.18 εκατ. ευρώ. 
Αύξηση της απασχόλησης κατά 45 εργαζόμενους. 
Μείωση του δημοσίου ελλείμματος κατά 0.35 εκατ. ευρώ (υποθέτοντας έναν μέσο φορολογικό συντελεστή της τάξης του 0.30). 
Βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών κατά 0.95 εκατ. ευρώ. 

ΙΙ.3.4. Υλοποίηση

Διαπιστώνεται ότι: 
Τα περισσότερα εμπορεύματα, για τα οποία απαιτείται αύξηση των εξαγωγών, αφορούν, κατά πρώτον, στον τομέα των Υπηρεσιών και, κατά δεύτερον, στον Πρωτογενή τομέα. Όπως έχει ήδη σημειωθεί (Παράγραφος ΙΙ.2.1), η διεθνής ανταγωνιστικότητα αυτών των δύο τομέων αυξάνεται, συνεπεία μίας υποτίμησης, περισσότερο από όσο αυξάνεται η μέση διεθνής ανταγωνιστικότητα του συστήματος. 
Τα περισσότερα εμπορεύματα, για τα οποία απαιτείται αύξηση της εγχώριας ζήτησης, σχετίζονται με τον Δημόσιο τομέα. 
Υφίστανται λίγα μόνον βιομηχανικά εμπορεύματα-κλειδιά. Αυτό οφείλεται στο ότι ο τομέας της ελληνικής βιομηχανίας είναι ιδιαιτέρως εξαρτημένος από εισαγόμενα εμπορεύματα, γεγονός που αντανακλάται και στη συγκριτικά μικρότερη βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς του συνεπεία μίας υποτίμησης (Παράγραφος ΙΙ.2.1). 

Από αυτές τις διαπιστώσεις έπονται, κατά αντιστοιχία, τα ακόλουθα: 
Η νομισματική υποτίμηση υποβοηθά σημαντικά την τόνωση της ζήτησης αυξάνοντας ιδιαιτέρως την διεθνή ανταγωνιστικότητα εμπορευμάτων του Πρωτογενούς τομέα και των Υπηρεσιών. 

Απαιτείται μία «επιθετική» πολιτική στοχευμένης ανακατανομής και, ταυτοχρόνως, αύξησης των δημοσίων δαπανών. Οι δημόσιες δαπάνες χρηματοδοτούνται, κατά κανόνα, με τρεις τρόπους: δανεισμό, φορολόγηση, και έκδοση νέου χρήματος («νομισματική χρηματοδότηση ελλειμμάτων»). Δεδομένης της κατάστασης, στην οποία βρίσκεται η ελληνική οικονομία, οι δύο πρώτοι τρόποι πρέπει – σε πρώτη φάση – να απορριφθούν. Απομένει, λοιπόν, η έκδοση νέου χρήματος, για την οποία λέγεται, από ορισμένες πλευρές, ότι οδηγεί σε «υψηλό πληθωρισμό». Αυτή η άποψη παραβλέπει, ωστόσο, έναν παράγοντα που έχουμε ήδη σημειώσει, δηλαδή τον βαθμό υποαπασχόλησης της δυναμικότητας παραγωγής. Εκτιμούμε, ειδικότερα, ότι μία αύξηση της «νομισματικής βάσης» κατά 10 δισ. ευρώ, για τη χρηματοδότηση κρατικών δαπανών σε εμπορεύματα του Πρωτογενούς τομέα και των Υπηρεσιών (για παράδειγμα), αποτελεί όριο συμβατό με πληθωρισμό της τάξης του 10%, και δύναται να οδηγήσει σε: 
Δημιουργία 420 χιλ. θέσεων εργασίας. 
Αύξηση του ΑΕΠ κατά 11.4 δισ. ευρώ ή 6.4%. 
Μείωση του δημοσίου ελλείμματος κατά 3.4 δισ. ευρώ. 
Άνευ διαρκούς εξωτερικού δανεισμού και νομισματικών υποτιμήσεων, οι μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας είναι περιορισμένες (Παράγραφος Ι.1.5). Απαιτείται, επομένως, μεταβολή της διακλαδικής δομής της, με δύο κύριους στόχους, έναν γενικό και έναν ειδικό: 
Γενικός: μείωση του βαθμού εξάρτησης του Βιομηχανικού τομέα από εισαγόμενες εισροές («εκβιομηχάνιση μέσω υποκατάστασης εισαγωγών»). 
Ειδικός: ανάπτυξη της παραγωγής εμπορευμάτων υψηλής έντασης ειδικευμένης εργασίας και τεχνολογίας (ηλεκτρονικά και οπτικά προϊόντα, εξοπλισμός μεταφορών, χημικά, φαρμακευτικά κ.λπ.). Αυτά τα εμπορεύματα έχουν κομβικό ρόλο στην αύξηση των εξαγωγών και του εθνικού εισοδήματος, ακριβώς επειδή χαρακτηρίζονται από υψηλή εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης και, επομένως, από διεθνή ανταγωνιστικότητα, η οποία δεν εξαρτάται πρωτίστως από τις τιμές τους. 

Ειδικά για την ελληνική οικονομία, το εγχείρημα της υποκατάστασης εισαγωγών για τα εμπορεύματα «Ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ηλεκτρονικά και οπτικά προϊόντα» θα ήταν σκόπιμο: το 68% των ακαθάριστων επενδύσεων σε αυτά τα εμπορεύματα προέρχεται από εισαγωγές, ενώ οι τελευταίες υπερβαίνουν κατά 17 φορές την εγχώρια ακαθάριστη παραγωγή (για τον κύριο «Εξοπλισμό μεταφορών» οι αντίστοιχοι δείκτες είναι 76% και 16). Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, το υψηλής στάθμης διαθέσιμο επιστημονικό δυναμικό της χώρας θα μπορούσε να αξιοποιηθεί στην περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου των «Υπηρεσιών προγραμματισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών», ο οποίος χαρακτηρίζεται, ήδη σήμερα, από ικανοποιητικούς δείκτες εξάρτησης από εισαγόμενες εισροές (10% κάτω από τον μέσο όρο της ελληνικής οικονομίας), εξαγωγικής επίδοσης (10% πάνω από τον μέσο όρο), εισαγωγικής διείσδυσης (81% κάτω από τον μέσο όρο), και διεθνούς ενδοκλαδικού εμπορίου (88% πάνω από τον μέσο όρο).

Η μεταβολή της διακλαδικής δομής εγγυάται τη συστηματική άνοδο του επιπέδου της εθνικής αποταμίευσης, και επιτυγχάνεται με τις ακόλουθες δύο μεθόδους: 
Άμεση μέθοδος: επανεπένδυση ενός βαθμιαία αυξανόμενου τμήματος του καθαρού προϊόντος του τομέα παραγωγής μέσων παραγωγής στον εαυτό του. 
Έμμεση μέθοδος: απόκτηση των απαιτούμενων, επιπρόσθετων μέσων παραγωγής μέσω του διεθνούς εμπορίου. 

Ενδεικτικά, η ανάπτυξη ενός σχετικά καθέτως ολοκληρωμένου κλάδου (προς τα «εμπρός» και «πίσω») με πυρήνα την ΕΛΒΟ, την ΕΑΣ, τα ναυπηγεία και την ΛΑΡΚΟ, σε συνδυασμό, μάλιστα, με την αξιοποίηση του – φημολογούμενου όσον αφορά, κυρίως, στο πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο – ορυκτού πλούτου της χώρας,[9] θα συνέβαλε αποφασιστικά στη δυνατότητα ταυτόχρονης εφαρμογής των ως άνω δύο μεθόδων.

ΙΙ.4. Συναλλαγματική Πολιτική

Η από τις αρχές οικονομικής πολιτικής επιδίωξη σταθεροποίησης του ύψους της νέας συναλλαγματικής ισοτιμίας περιορίζει το λεγόμενο «κόστος νομισματικής αβεβαιότητας» και συμβάλλει, έτσι, στη δημιουργίαπεριβάλλοντος ευστάθειας για το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων. Σε αυτήν, την περίπτωση, όμως, ανακύπτουν τα ακόλουθα δύο ζητήματα: 
Συστέλλεται η εθνική ανεξαρτησία της νομισματικής πολιτικής (ανεξαρτησία η οποία, όπως σημειώθηκε στην Παράγραφο ΙΙ.3.4, είναι βασικό στοιχείο του μείγματος της απαιτούμενης αναπτυξιακής πολιτικής). Διότι, ως γνωστόν, σε συνθήκες σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας και πλήρους ελευθερίας στις διεθνείς κινήσεις χρηματικών κεφαλαίων, είναι αδύνατη η άσκηση εθνικά ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής («Ασύμβατο Τρίγωνο»). 
Η Κεντρική Τράπεζα πρέπει να διαθέτει επαρκή συναλλαγματικά διαθέσιμα για να στηρίζει το ύψος της ισοτιμίας. Στην αντίθετη περίπτωση, το μέσο της αύξησης των επιτοκίων ωθεί την οικονομία στην ύφεση και, αργά ή γρήγορα, οι αρχές αναγκάζονται να το εγκαταλείψουν, αφήνοντας το ύψος της ισοτιμίας να καθορισθεί από τις δυνάμεις της αγοράς. 

Για την αντιμετώπισή τους επιβάλλεται, λοιπόν, η σύσταση μηχανισμού φραγμών στις διεθνείς κινήσεις χρηματικών κεφαλαίων, ο οποίος να είναι καταρχάς ιδιαίτερα αυστηρός και να αμβλυνθεί στη συνέχεια, σε συνάρτηση με την αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας. Ειδικότερα, να επιτρέπει μόνον εκείνες τις πράξεις συναλλάγματος, οι οποίες, πρώτον, αφορούν συναλλαγές του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, δεύτερον, αφορούν μακροπρόθεσμες εισροές χρηματικών κεφαλαίων και, τρίτον, πραγματοποιούνται από τις αρχές οικονομικής πολιτικής. Ο μηχανισμός πρέπει να διατηρηθεί και όταν η οικονομία εισέλθει στη φάση της ανάκαμψης, διότι, στην αντίθετη περίπτωση, δεν αποκλείεται να σημειωθεί ισχυρή εισροή μη μακροπρόθεσμων («κερδοσκοπικών») κεφαλαίων, η οποία να προκαλέσει πιέσεις για ανεπιθύμητη ανατίμηση του νομίσματος και, γενικότερα, να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην εφαρμογή του ενδεδειγμένου, σε εκείνην τη φάση, μείγματος οικονομικής πολιτικής (η εμπειρία του Μεξικού κατά την περίοδο 1991-1993 είναι χαρακτηριστική).

Σε αυτήν τη βάση είναι απαραίτητο να επισημανθούν τα ακόλουθα: 
Η πλήρης ελευθερία στις διεθνείς κινήσεις χρηματικών κεφαλαίων αποτελεί σημαντική πηγή αστάθειας στο διεθνές οικονομικό σύστημα, η οποία συμβάλλει στην αύξηση της έντασης και συχνότητας διαφόρων ειδών κρίσεων: για παράδειγμα, έχει υποστηριχθεί ότι, κατά την περίοδο 1970-2008, δηλαδή στην μετα-BrettonWoods εποχή, σημειώθηκαν 124 τραπεζικές κρίσεις, 208 συναλλαγματικές κρίσεις και 63 κρίσεις κρατικού χρέους. Ιδίως μετά τη διεθνή κρίση του 2008-2009, δημοσιοποιούνται συνεχώς εκκλήσεις και αναλύσεις υπέρ της διαμόρφωσης εναλλακτικού διεθνούς χρηματοπιστωτικού πλαισίου, γενικά, και επιβολής περιορισμών στις διεθνείς κινήσεις χρηματικών κεφαλαίων, ειδικά (Rodrik, 2012). 
Σε συνθήκες σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας και πλήρους ελευθερίας στις διεθνείς κινήσεις χρηματικών κεφαλαίων, οι εθνικές αρχές οικονομικής πολιτικής αυτοδεσμεύονται σε συνεχή διαδικασία ανταγωνιστικής μείωσης-συγκράτησης των ημεδαπών μισθών, προκειμένου να σταθεροποιούν ή προάγουν (αναλόγως της συγκυρίας) τη θέση του εξωτερικού τομέα των οικονομιών τους (Μαριόλης, 2015β). Η συνύπαρξη των εν λόγω συνθηκών βρίσκεται, επομένως, σε συστηματική αντίθεση με τα συμφέροντα των μισθωτών. 
Οι συναλλαγματικές κρίσεις, όπου τελικά εξαντλούνται, αναπόφευκτα, τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Κεντρικής Τράπεζας στην προσπάθεια στήριξης της ισχύουσας συναλλαγματικής ισοτιμίας, προϋποθέτουν την ανάπτυξη προσδοκιών, από την αγορά, για την μη διατηρησιμότητα αυτής της ισοτιμίας. Οι προσδοκίες δεν αναπτύσσονται, όμως, στο κενό, αλλά όταν οι αγορές ανιχνεύουν αντίφαση στο συνολικό μείγμα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής ή/και ανισορροπίες στην παραγωγική βάση (στις οποίες περιλαμβάνεται ο υψηλός δανεισμός των ημεδαπών επιχειρήσεων σε ξένο νόμισμα). Η συνοχή της εδώ εκτιθέμενης οικονομικής πολιτικής, σε συνδυασμό με τον μηχανισμό φραγμών στις διεθνείς κινήσεις χρηματικών κεφαλαίων, αναμένεται να λειτουργήσουν αποτρεπτικά για την ανάπτυξη τέτοιων προσδοκιών. Σε κάθε περίπτωση, και αυτό θα πρέπει να τονιστεί, το αποφασιστικό ζήτημα είναι η παραγωγική κινητοποίηση της ελληνικής οικονομίας και, μάλιστα, στην κατεύθυνση της υποκατάστασης των εισαγωγών και της διεύρυνσης των εξαγωγών. Εάν αυτό δεν επιτευχθεί, τότε δεν υφίσταται μακροχρονίως αποτελεσματικός τρόπος στήριξης της ισοτιμίας, οι μεταβολές της οποίας δεν εκφράζουν παρά μεταβολές του λόγου ισοδυναμίας ανάμεσα στην εθνική «αφηρημένη εργασία» (Marx) και στην αντίστοιχη διεθνή εργασία. 
Δεδομένου ότι μεγάλο μέρος (άνω του 60%) του συνολικού εμπορίου της Ελλάδας διεξάγεται με χώρες εκτός της ΟΝΕ, είναι σκόπιμη, έπειτα από την ολοκλήρωση της μετάβασης στο νέο νόμισμα, η από τις εθνικές αρχές παρακολούθηση της ισοτιμίας σε σχέση με ένα αντιστοίχως σταθμισμένο (δηλαδή, με βάση τις εισαγωγές από και τις εξαγωγές προς τους κυριότερους εμπορικούς εταίρους) «καλάθι» αλλοδαπών νομισμάτων. Διότι με αυτόν τον τρόπο λαμβάνεται υπόψη η εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας ως προς το σύνολο των εμπορικών εταίρων και, έτσι, επαυξάνεται η ακρίβεια των απαιτούμενων διορθωτικών κινήσεων. Μεταξύ αυτών δεν θα πρέπει να αποκλείεται εκ των προτέρων η εισαγωγή συστήματος «δυαδικής συναλλαγματικής ισοτιμίας». 

ΙΙ.5. Μεσοχρόνιο και Μακροχρόνιο Πρόγραμμα

Το Πρόγραμμα της Εξόδου από τη ΟΝΕ πρέπει, επομένως, να περιλαμβάνει δύο σκέλη: το Μεσοχρόνιο (με ορίζοντα τα δύο έτη) και το Μακροχρόνιο (πέντε ετών).

Στο Μεσοχρόνιο πρόγραμμα αντιστοιχούν, κατά πρώτον, τα εξής: 
Παύση πληρωμών και αναδιάρθρωση χρέους. 
Κλαδική πολιτική αύξησης της παραγωγής και της απασχόλησης εργασίας: 
Ο μοχλός της νομισματικής υποτίμησης χρησιμοποιείται για την μείωση του εξωτερικού ελλείμματος και την μη επιβάρυνση του δημοσίου ελλείματος. Δίνει ώθηση στους εξαγωγικούς κλάδους όλων των τομέων και πρέπει να αξιοποιηθεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό από τον Βιομηχανικό τομέα. 

Ο μοχλός της νομισματικά χρηματοδοτούμενης δημοσιονομικής πολιτικής χρησιμοποιείται για τη μείωση του δημοσίου ελλείμματος και την ελαχιστοποίηση της επιβάρυνσης του εξωτερικού ελλείμματος. Δίνει ώθηση σε εκείνους τους μη εξαγωγικούς κλάδους, οι οποίοι δεν είναι ισχυρά εξαρτημένοι από τις εισαγωγές και, ταυτοχρόνως, δημιουργούν ισχυρά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα παραγωγής και απασχόλησης. 
Σύσταση μηχανισμού φραγμών στις διεθνείς κινήσεις χρηματικών κεφαλαίων. 
Συγκρότηση μηχανισμού ελέγχου της εξέλιξης των τιμών («Παρατηρητήριο Τιμών»), και πρωτίστως της διάχυσης του πληθωριστικού «κύματος» της υποτίμησης, σε συμφωνία με, πρώτον, εκείνην τη διάχυση, η οποία αναμένεται βάσει των υφιστάμενων τεχνικών συνθηκών παραγωγής και, δεύτερον, την ασκούμενη εισοδηματική πολιτική. 
Καταγραφή και έναρξη αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου. Επτά δεκαετίες μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ορυκτός πλούτος της χώρας παραμένει, σύμφωνα με δημοσιεύματα ειδικών, άγνωστος στις εθνικές αρχές. 
Σε συνδυασμό με τις εξαγωγικές επιδόσεις που θα έχουν σημειωθεί, ολοκλήρωση του σχεδιασμού και απαρχές υλοποίησης τηςμεταβολής της διακλαδικής δομής δια υποκατάστασης εισαγωγών και ανάπτυξης της παραγωγής εμπορευμάτων υψηλής εισοδηματικής ελαστικότητας ζήτησης. Η ολοκλήρωση αυτής της δομικής μεταβολής αποτελεί το Μακροχρόνιο σκέλος του προγράμματος. 

Σημειώσεις

[1]. Για συζητήσεις, παρατηρήσεις και προτάσεις είμαι υπόχρεος στους Αλέκο Αλαβάνο, Γιάννη Θεοδοσίου, Κώστα Λαπαβίτσα, Κώστα Παπουλή, Γιώργο Σώκλη και Νίκο Ροδουσάκη. Οι προαναφερθέντες δεν συμφωνούν κατανάγκην με ό,τι υποστηρίζεται εδώ.

[2]. Ο χαρακτήρας του κειμένου επιβάλλει τον περιορισμό των βιβλιογραφικών παραπομπών στο απολύτως αναγκαίο.

[3]. Θα είναι σαφές ότι επικαλούμαι τον θεμελιώδη νόμο του Ιστορικού Υλισμού, τον «νόμο της υποχρεωτικής αντιστοιχίας των σχέσεων παραγωγής προς τον χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων».

[4]. Εν μέσω της λεγόμενης κρίσης (δηλαδή, μετά το 2010) οι ελληνικές αρχές οικονομικής πολιτικής (και άλλοι) ανακάλυψαν τη σημασία των «συγκριτικών πλεονεκτημάτων κόστους». Αυτά, όμως, τα πλεονεκτήματα έχουν σημασία μόνον για το διεθνές εμπόριο με οικονομίες εκτός Ευρωζώνης, ενώ για το διεθνές εμπόριο με τις ευρωζωνικές οικονομίες σημασία έχουν τα «οιονεί-απόλυτα πλεονεκτήματα κόστους» και, όσο αναπτύσσεται η ευρωπαϊκή «ολοκλήρωση», τα «απόλυτα πλεονεκτήματα κόστους». Τέλος, στις ευρωζωνικές οικονομίες, τα κατά σειρά πρώτα πλεονεκτήματα υπερκαθορίζονται από τα δεύτερα.

[5]. Οι «ρήτρες εξαίρεσης» θα πρέπει να αφορούν σε όσο το δυνατόν περισσότερες μορφές δασμολογικών και μη δασμολογικών (επιδοτήσεις εξαγωγών, αξίωση ελαχίστου εγχώριου μεριδίου παραγωγής, ποσοστώσεις εισαγωγών, προμήθειες δημοσίου) παρεμβάσεων. Αυτές θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν, σε ορισμένο βαθμό, με συμφωνίες για μεταφορά τεχνολογίας μέσω εγχωρίων συμπαραγωγών με αλλοδαπές επιχειρήσεις.

[6]. Λαμβάνεται υπόψη η περίπτωση της μη συναινετικής διπλής εξόδου. Για τεχνικές όψεις-βήματα, τα οποία δεν θίγονται εδώ (νομισματική κυκλοφορία, εθνικοποίηση και αναδιάρθρωση τραπεζικού συστήματος, ρύθμιση δανείων, κ.λπ.), βλέπε Λαπαβίτσας και Φλάσμπεκ (2015) και, σε συνοπτική μορφή, Λαπαβίτσας (2015).

[7].Θα προτιμούσα ένα νέο όνομα για αυτό, όπως, ας πούμε, «Ελλάδιο».

[8]. Για την εκτίμηση υποθέτουμε, σε συμφωνία με ευρήματα άλλων μελετών, ότι η ελαστικότητα του όγκου των εξαγωγών (των εισαγωγών) ως προς την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία ισούται με 0.6 (με μείον 0.9). Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία για το έτος 2014, της τελευταίας Έκθεσης του Διοικητή της ΤτΕ, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών ανέρχονται σε 54.7 δισ. ευρώ και οι εισαγωγές σε 52.9 δισ. ευρώ. Επαναλαμβάνοντας τον υπολογισμό, το πλεόνασμα των 1.8 δισ. αυξάνεται στα 8.9 με 13.7 δισ. ευρώ.

[9]. Σχετικά, βλέπε Βατικιώτης (2013), Ζαργάνης και Φιλόπουλος (2015α, β). Θα είχε ενδιαφέρον να πληροφορηθούμε τι απέγινε, μεταξύ άλλων, το μοντέλο Aletis, που παρουσιάστηκε το 2001 από την ΕΛΒΟ, στο Διεθνές Σαλόνι Αυτοκινήτου της Φρανκφούρτης, αλλά δεν κατασκευάστηκε ποτέ.

Αναφορές

Βατικιώτης, Λ. (2013) ΕΑΣ, ΕΛΒΟ, ΛΑΡΚΟ: Ομαδική εκτέλεση, με συνοπτικές διαδικασίες.


Gibson, H. D. (2010) Ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά τομέα την περίοδο 1995-2003, στο: Γ.Οικονόμου, Ι. Σαμπεθάι και Γ. Συμιγιάννης (Επιμ.) (2010) Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών της Ελλάδος: Αιτίες Ανισορροπιών και Προτάσεις Πολιτικής, Αθήνα, Τράπεζα της Ελλάδος.

Ζαργάνης, Β. και Φιλόπουλος, Θ. (2015α) Το ενεργειακό δυναμικό και η ενεργειακή βάση, στο: Θ. Μαριόλης (Επιμ.) (2015).

Ζαργάνης, Β. και Φιλόπουλος, Θ. (2015β) Η βαρειά μεταλλουργική βιομηχανία, στο: Θ. Μαριόλης (Επιμ.) (2015).

Θεοδοσίου, Ι. (2015) Η λιτότητα στην Ελλάδα είναι πόλεμος εναντίον των φτωχών.


Katsinos, A. and Mariolis, T. (2012) Switch to devalued drachma and cost-push inflation: a simple input-output approach to the Greek case, Modern Economy, 3, pp. 164-170.

Λαπαβίτσας, Κ. (2014) Ένα Ριζοσπαστικό Πρόγραμμα για την Ελλάδα και την Περιφέρεια της Ευρωζώνης, Αθήνα, Α.Α. Λιβάνης.

Λαπαβίτσας, Κ. (2015) Η μετάβαση στο εθνικό νόμισμα.


Λαπαβίτσας, Κ. και Φλάσμπεκ, Χ. (2015) Σχέδιο Κοινωνικής Αλλαγής και Εθνικής Ανασυγκρότησης για την Ελλάδα, Mimeo.

Μαριόλης, Θ. (2012) Εγκώμιο στο Ευρώ, στο: Μέτωπο Αλληλεγγύης και Ανατροπής (2013) Ο Μόνος Δρόμος είναι ο Δεύτερος Δρόμος. Ευρώ ή Δραχμή; Σχέδιο Β, Επιμέλεια έκδοσης: Α. Αλαβάνου, Αθήνα, Δ. Κοροντζής.

Μαριόλης, Θ. (Επιμ.) (2015) Μελέτες στο Έργο του Δημήτρη Μπάτση «Η Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα». Σχεδιασμένη Καθυπόταξη ή Σχεδιασμένη Ανάπτυξη; (υπό έκδοση).

Μαριόλης, Θ. (2015α) Ανεργία, εξωτερικός τομέας, και αναπτυξιακή δομική μεταβολή της ελληνικής οικονομίας, στο: Θ. Μαριόλης (Επιμ.) (2015).

Μαριόλης, Θ. (2015β)Ο θεμελιώδης οικονομικός νόμος της ζώνης του ευρώ, στο: Θ. Μαριόλης (Επιμ.) (2015).


Mariolis, T. and Soklis, G. (2015) The Sraffian Multiplier for the Greek Economy: Evidence from the Supply and Use Table for the year 2010, Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών,Discussion Paper No. 142, Αθήνα, Ιούνιος 2015.


Μηλιαράκης, Π. (2015) Η νομική διάσταση της εξόδου από την ΟΝΕ, στο: Κ. Λαπαβίτσας και Χ. Φλάσμπεκ (2015).

Rodrik, D. (2012) Το Παράδοξο της Παγκοσμιοποίησης, Αθήνα, Κριτική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου