Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Σκέψεις για την άμεση δημοκρατία

Το κείμενο περιέχει τις βασικές έννοιες της ομιλίας του Δημήτρη Κωτσάκη στη συνάντηση που διοργάνωσε η δημοτική συνεργασία ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ και οι ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ στις 13 Δεκεμβρίου του 2011 στο Κέντρο Νεότητας του Δήμου Χαλανδρίου, για την παρουσίαση του βιβλίου Σκέψεις για την άμεση δημοκρατία του Γιώργου Λιερού.

Κεφαλαιοκρατική παγκοσμιοποίηση και Κοινωνική οικουμενικότητα
Θα χρησιμοποιήσω δύο όρους για να διακρίνω δύο διαλεκτικά αντιτιθέμενες καταστάσεις: τον όρο κεφαλαιοκρατική παγκοσμιοποίηση, αναφερόμενος στο κυρίαρχο καθεστώς, και τον όρο κοινωνική οικουμενικότητα, αναφερόμενος στο αναπτυσσόμενο κοινωνικό κίνημα. Με τον δεύτερο όρο εννοώ ότι «μία είναι η πατρίδα όλων, η γη ολόκληρη, και ένα σπίτι είναι ο κόσμος», όπως έλεγαν οι επικούρειοι πριν από 23 αιώνες. Αλλά ο όρος «παγκοσμιοποίηση» είναι αμφιλεγόμενος. Υπάρχει μια αντιπαράθεση. Από τη μια πλευρά είναι εκείνοι που χρησιμοποιούν τον όρο λέγοντας ότι στο τέλος του αιώνα που διανύουμε δεν θα υπάρχουν εθνικές οικονομίες. Η νέα τεχνολογία (ηλεκτρονική), η νέα σχέση του χρηματικού κεφαλαίου με το παραγωγικό (κυριαρχία του χρηματικού) και η νέα σχέση παραγωγικού και εμπορικού κεφαλαίου σε αυτό το πλαίσιο, καθιστούν τα κρατικά σύνορα χωρίς οικονομική υπόσταση. Και από την άλλη, είναι εκείνοι που λένε το αντίθετο απορρίπτοντας τον όρο. Ξεκινώντας από το ότι οι σύγχρονες οικονομίες όχι μόνο δεν είναι περισσότερο διεθνοποιημένες, σε σύγκριση με αυτές των αρχών του προηγούμενου αιώνα, αλλά στους περισσότερους τομείς είναι λιγότερο διεθνοποιημένες, λένε ότι η παγκοσμιοποίηση είναι κενή περιεχομένου ως έννοια διακεκριμένη από διεθνοποίηση που είναι εγγενής στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, καθώς το σημερινό στάδιο της διεθνοποίησης δεν διαφέρει δομικά από τα προηγούμενα ιστορικά της στάδια. Σε ό,τι λέω εδώ η παγκοσμιοποίηση διαφέρει δομικά από τη διεθνοποίηση και η διαφορά αυτή συνίσταται στα εξής δύο: (α) κατ’ αντίθεση με την πρώτη από τις παραπάνω προσεγγίσεις, τα κρατικά σύνορα διατηρούν την οικονομική τους υπόσταση, αλλά (β) κατ’αντίθεση και με τη δεύτερη προσέγγιση, η πολιτειακή συγκρότηση της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας σε κράτος και η οικονομική της οργάνωση υπερβαίνουν το εθνικό επίπεδο —η κρατική δομή σήμερα είναι τριαδική: τοπική, εθνική και υπερεθνική. Το υπερεθνικό μέρος της δομής αυτής όμως, εντός του οποίου αίρεται η εθνική κυριαρχία, έχει μεν παγκόσμιο αλλά όχι οικουμενικό χαρακτήρα. Δηλαδή έχει τον χαρακτήρα μιας παγκόσμιας κρατικής δικτύωσης, παράλληλης με άλλες ανισόμετρα και ανταγωνιστικά αναπτυσσόμενες δικτυώσεις. Δεν έχει τον χαρακτήρα ενός παγκόσμιου κράτους. Αστική δημοκρατία και ολιγαρχία του πλούτου Η παγκοσμιοποίηση, με αυτή την έννοια του όρου, συνδέεται με μια καθοριστική πολιτειακή διεργασία: την ανατροπή της αστικής δημοκρατίας από την ολιγαρχία του πλούτου. Το αναδυόμενο τριαδικό κράτος είναι ολιγαρχικό, όχι δημοκρατικό· και η ολιγαρχία αυτή είναι —δεν μπορεί παρά να είναι στο κεφαλαιοκρατικό κοινωνικό σύστημα— ολιγαρχία του πλούτου. Και είναι ολιγαρχικό το αναδυόμενο κράτος και στα τρία επίπεδα της συγκρότησής του: το υπερεθνικό, το μη κυρίαρχο εθνικό και το υπό διττή κυριότητα, εθνική και υπερεθνική, τοπικό.
Λίγοι είναι σήμερα εκείνοι που έχουν συνείδηση της ολιγαρχικής ανατροπής. Για πολλούς δεν υπάρχει παρά μια «κρίση της δημοκρατίας», που οφείλεται στη φθορά του πολιτικού συστήματος και τη διαφθορά των πολιτικών. Και η κρίση αυτή θέτει ως καθήκον την «αποκατάσταση της δημοκρατίας». Και επειδή στη σύγχρονη «δημοκρατία», «δήμος» ήταν το έθνος στο καθεστώς της εθνικής κυριαρχίας, το καθήκον είναι η αποκατάσταση του δημοκρατικού εθνικού κράτους. Όλο το πολιτικό φάσμα εκπροσωπείται στην άποψη αυτή. Με ένα μέρος της αριστερής του πτέρυγας να θεωρεί ότι η «αποκατάσταση της δημοκρατίας» σήμερα έχει ως συνθήκη τον ταξικό μετασχηματισμό της εθνικής δημοκρατίας από «αστική» σε «εργατική». Όσοι σκεπτόμενοι με αυτόν τον τρόπο αναγνωρίζουν την παγκοσμιοποίηση, τη συνδέουν με την «κρίση της δημοκρατίας». Γι’ αυτούς το αίτημα της «αποκατάστασης της δημοκρατίας» διαμεσολαβείται από την «αποπαγκοσμιοποίηση»: την επιστροφή στο εθνικό κράτος. Υπάρχουν όμως, όπως είπαμε, και εκείνοι που δεν αναγνωρίζουν την παγκοσμιοποίηση. Γι’ αυτούς το αίτημα «αποκατάστασης της δημοκρατίας» είναι άμεσο.
Αλλά είμαστε και εμείς που έχουμε συνείδηση ότι η επιστροφή στο εθνικό παρελθόν δεν είναι παρά μια ιδεολογική πλάνη, δεν έχει πραγματική βάση. Και ότι αυτό ισχύει τόσο για τις εντός του συστήματος πολιτικές κινήσεις που διαχειρίζονται τη νέα μεγάλη του κρίση, όσο και για το αντιτιθέμενο προς το σύστημα κοινωνικό κίνημα, που υπερβαίνει τη σημερινή κατάσταση. Εμείς που θεωρούμε ότι η επιστροφή στο καθεστώς της εθνικής κυριαρχίας δεν είναι δυνατή —ότι η τριαδική δομή, τοπική-εθνική-υπερεθνική, είναι η τελική δομή του σύγχρονου κράτους— εμείς, λοιπόν, θεωρούμε επίσης ότι δεν είναι δυνατή η επιστροφή στο καθεστώς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, της δημοκρατίας που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της εθνικής κυριαρχίας.
Άμεση δημοκρατία
Το τέλος της εθνικής κυριαρχίας και της αντίστοιχης προς αυτήν αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι για μας η αρχή της άμεσης δημοκρατίας. Στην ολιγαρχία του πλούτου, την πολιτεία που διαδέχεται σήμερα την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, δεν αντιτίθεται η φθαρμένη πλέον αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αλλά η αναδυόμενη από τα πολιτικά χαλάσματα της φθοράς άμεση δημοκρατία.
Ο όρος «άμεση δημοκρατία», στην επίσημη πολιτική συζήτηση, αναφέρεται συνήθως σε μια εκδοχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, κατά την οποία οι πολιτικοί αντιπρόσωποι βρίσκονται σε άμεση σχέση με τους πολίτες κατά δύο τρόπους: πρώτον, το δημοψήφισμα, που προκηρύσσεται από τη βουλή των αντιπροσώπων ή με πρωτοβουλία των πολιτών σε ζητήματα της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας· δεύτερον, με τη συμμετοχή των πολιτών στην άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας. Η έννοια της άμεσης δημοκρατίας εδώ είναι διαφορετική: άμεση δημοκρατία είναι η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ σε αντιδιαστολή με την ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ.
Κράτος και κοινωνικός χώρος
Για να συζητηθεί η διαφορά ανάμεσα στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία σε όλες τις εκδοχές της —της λεγόμενης «άμεσης δημοκρατίας» συμπεριλαμβανόμενης— και στη δημοκρατία των προσώπων —τη χωρίς εισαγωγικά άμεση δημοκρατία— πρέπει να γίνει κατανοητή η διαφορά ανάμεσα στον πολιτικό χώρο, που είναι μέρος του κράτους και τον δημόσιο χώρο που είναι μέρος του κοινωνικού χώρου. Γιατί η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ενώ η άμεση δημοκρατία είναι ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Ας δούμε, λοιπόν, τη διαφορά ανάμεσα στο κράτος και τον κοινωνικό χώρο.
Ο Γκράμσι ορίζει το κράτος ως ενότητα της ιδιωτικής κοινωνίας (società civile) και της πολιτικής κοινωνίας (società politica). Στη διαίρεση αυτή του κράτους η ιδιωτική κοινωνία συγκροτείται μέσω της διαπλοκής μιας πολλαπλότητας σχέσεων της ιδιωτικής εξουσίας, προσωπικών, οικονομικών και ιδεολογικών. Ενώ η πολιτική κοινωνία συγκροτείται από τη διαλεκτική των σχέσεων της διττής πολιτικής εξουσίας: της εξουσία της πολιτείας πάνω στους υπηκόους (πολίτες ή μη), τη νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία, και της εξουσίας των πολιτών πάνω στην πολιτεία, που εκτείνεται από τον ορισμό των πολιτικών αντιπροσώπων έως την ανατροπή του πολιτεύματος. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτόν, το κράτος ορίζεται από τη διαλεκτική ιδιωτικό/πολιτικό, ως διαλεκτική της κρατικής εξουσίας. Ο κοινωνικός χώρος, από την άλλη πλευρά, ορίζεται από τη διαλεκτική προσωπικό/δημόσιο, ως διαλεκτική της ανθρώπινης επικοινωνίας. Πέρα από τη διαλεκτική της κρατικής εξουσίας, πριν από αυτήν, συγχρόνως με αυτήν και μετά το ενδεχόμενο τέλος της, υπάρχει μια διαλεκτική της ανθρώπινης επικοινωνίας κατά την οποία ο κοινωνικός χώρος διακρίνεται σε προσωπικό και δημόσιο. Προσωπικός χώρος, είναι ο χώρος στον οποίο το κοινωνικό υποκείμενο συγκροτείται σε ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. Δημόσιος χώρος είναι ο χώρος στον οποίο πραγματώνεται η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ των κοινωνικών υποκειμένων, όπου το καθένα συναντά το κάθε άλλο. Χαρακτηριστικοί χώροι στη διαλεκτική αυτή, είναι ο προσωπικός χώρος του σπιτιού και ο δημόσιος χώρος της πόλης. Οι δύο καταστατικές περιοχές του κοινωνικού χώρου, η δημόσια και η προσωπική, αλληλοεξαρτώνται κυκλικά: το κοινωνικό υποκείμενο συγκροτείται σε ελεύθερο πρόσωπο μόνο υπό τον όρο της ελεύθερης συνάντησής του με άλλα κοινωνικά υποκείμενα· και, συμμετρικά, η ελεύθερη συνάντηση των κοινωνικών υποκειμένων υπάρχει μόνο υπό τον όρο ότι τα κοινωνικά υποκείμενα είναι συγκροτημένα σε ελεύθερα πρόσωπα. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τους ενηλίκους, ισχύει και για τα παιδιά από τη στιγμή που αρχίζουν να περπατάνε. Η σημασία της κυκλικότητας είναι ότι η ελευθερία του προσώπου δεν είναι ατομική ελευθερία, είναι κοινωνική ελευθερία.
Το κράτος, λοιπόν, καθορίζεται από τη διάκριση της κρατικής εξουσίας σε ιδιωτική και πολιτική, στην οποία αναφέρεται η διάκριση ιδιωτικό/πολιτικό. Ενώ ο κοινωνικός χώρος καθορίζεται από τη διάκριση της κοινωνικής ελευθερίας σε ελευθερία του προσώπου και ελευθερία της συνάντησης των προσώπων, στην οποία αναφέρεται η διάκριση προσωπικό / δημόσιο.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να παρατηρήσω ότι η κυριαρχούσα στον πολιτικό και τον επιστημονικό λόγο μονοδιάστατη διάκριση ιδιωτικό/δημόσιο είναι συγχυτική των δύο διακρίσεων που μόλις έκανα: ιδιωτικό/πολιτικό και προσωπικό/δημόσιο. Και ότι η σύγχυση αυτή έχει μια ιδεολογική χρησιμότητα καθώς οδηγεί στην ταύτιση του δημόσιου με το πολιτικό. Δηλαδή, αφαιρεί από τη συζήτηση την εκτός του πολιτικού περιοχή του δημόσιου, την περιοχή του συλλογικού, που είναι καθοριστική για την ανάπτυξη της άμεσης δημοκρατίας.
Αλλά ο κοινωνικός χώρος, ως χώρος της κοινωνικής ελευθερίας, δεν αποκλείει την εξουσία εν γένει, αποκλείει την κρατική εξουσία. Πρέπει συνεπώς να διακρίνουμε τις δύο αυτές μορφές εξουσίας: την κρατική και την κοινωνική. Και για να το κάνουμε θα χρειαστούμε τη διάκριση των κοινωνικών σχέσεων σε δύο επίπεδα: το επίπεδο των σχέσεων παραγωγής της κοινωνικής ζωής και το επίπεδο των σχέσεων αναπαραγωγής του κοινωνικού συστήματος. Στην κρατικά συγκροτημένη κοινωνία, η διάκριση παίρνει την ακόλουθη μορφή: (α) Η παραγωγή της κοινωνικής ζωής είναι το περιεχόμενο των προσωπικών και των οικονομικών σχέσεων (β) Η αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος διακρίνεται σε (β1) αναπαραγωγή των κοινωνικών υποκειμένων που είναι το περιεχόμενο των ιδεολογικών σχέσεων και (β2) αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων που είναι το περιεχόμενο των πολιτικών σχέσεων. Έχουμε έτσι το τριαδικό σχήμα της κρατικής δημόσιας εξουσίας: οικονομική-ιδεολογική-πολιτική εξουσία. Θα αφήσουμε εκτός αυτής της συζήτησης το εξαιρετικά σημαντικό θέμα της προσωπικής εξουσίας —συμπληρωματικής προς τη δημόσια εξουσία.
 
Κρατική και κοινωνική δημόσια εξουσία
Περνάμε στη διαφορά ανάμεσα στην κοινωνική δημόσια εξουσία, που ασκείται από την άμεση δημοκρατία, από την κρατική δημόσια εξουσία, που ασκείται από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν, η ασκούμενη από την άμεση δημοκρατία εξουσία διασφαλίζει την ελευθερία του προσώπου στην πληρότητά της ως κοινωνική ελευθερία. Δηλαδή, διασφαλίζει την ελευθερία του προσώπου ως ελευθερία στον Εαυτό του και στη συνάντησή του με τον Άλλο. Το σημαντικό εδώ είναι η ολότητα των κοινωνικών συναντήσεων, την ελευθερία της οποίας διασφαλίζει η άμεση δημοκρατία. Δηλαδή, σύμφωνα με τα παραπάνω, η ολότητα αυτή είναι διττή: είναι η ολότητα των συναντήσεων για την παραγωγή της κοινωνικής ζωής και την αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος, με την έννοια της αναπαραγωγής υποκειμένων και σχέσεων. Ας μείνουμε σε αυτό το σχήμα της ολότητας των συναντήσεων.
Φαίνεται τώρα καθαρά η έννοια με την οποία η άμεση δημοκρατία είναι κοινωνική. Διέπει την παραγωγή της κοινωνικής ζωής και την αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος στην ολότητα των σχέσεών τους έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ελευθερία του προσώπου στην πληρότητά της. Η κοινωνική εξουσία της άμεσης δημοκρατίας, όταν απαιτείται, διασφαλίζει την ελευθερία, με την επικούρεια έννοια της άρνησης της αναγκαιότητας και, εν προκειμένω, διασφαλίζει την κοινωνική ελευθερία σε αντίθεση με τον κοινωνικό καταναγκασμό. Λέω «όταν απαιτείται» γιατί σε αντίθεση με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία που είναι μια σχέση κρατικής εξουσίας, η άμεση δημοκρατία δεν είναι, αντίστοιχα, σχέση κοινωνικής εξουσίας. Η άμεση δημοκρατία είναι σχέση ανθρώπινης επικοινωνίας η οποία οριακά μόνο γίνεται σχέση εξουσίας. Και ποιό είναι αυτό το όριο; Η επίθεση στην κοινωνική ελευθερία —την ελευθερία του προσώπου στην πληρότητά της.
Μια παρατήρηση στο σημείο αυτό. Σε αντίθεση με την επικούρεια έννοια της ελευθερίας ως άρνηση της αναγκαιότητας υπάρχει η στωική έννοιά της ως συνείδηση της αναγκαιότητας: «εκείνον που θέλει οι μοίρες τον οδηγούν, εκείνον που δεν θέλει τον σέρνουν», έλεγε ο Κικέρωνας. Η παρατήρηση δε έχει ως στόχο τις «μοίρες» των αρχαίων στωικών αλλά την «ιστορία» των σύγχρονων «μαρξιστών» —των «μαρξιστών» και όχι του Μαρξ, η διδακτορική διατριβή του οποίου ήταν στον Επίκουρο. Η θεμελιώδης θέση των όσων λέγονται εδώ είναι ότι η ιστορία ούτε οδηγεί ούτε σέρνει κανέναν. Η ιστορία ορίζει εκείνην, ακριβώς, την κοινωνική αναγκαιότητα που ανατρέπει η ελευθερία προκειμένου να είναι κοινωνική ελευθερία, δηλαδή, ελεύθερη συνάντηση των ελεύθερων προσώπων. Είναι η πολιτική εξουσία, αυτή που τελικά —στο όνομα της ιστορίας— οδηγεί και σέρνει.
Με βάση τα παραπάνω θα μπορούσαμε, ίσως, να πούμε την κοινωνική εξουσία της άμεσης δημοκρατίας αμυντική, καθώς είναι η εξουσία που απαιτείται για τη διατήρησης της ελευθερίας του προσώπου στην πληρότητά της, σε αντίθεση με την κρατική εξουσία, ιδιωτική ή πολιτική, μέσω της οποίας επιτελείται η καταστολή της ελευθερίας του προσώπου με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και που, με αυτήν την έννοια, είναι επιθετική. Αυτό που θα ήθελα να κρατήσω από την αντιδιαστολή των δύο είναι ότι η άμεση δημοκρατία υπάρχει ως εξουσία μόνο απέναντι σε μιαν άλλη εξουσία που στρέφεται κατά της ελευθερίας του προσώπου. Οι πράξεις της άμεσης δημοκρατίας, ως πράξεις κοινωνικής εξουσίας, δεν είναι καθεαυτές εξουσιαστικές, σε αντίθεση με τις πράξεις της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που, ως πράξεις κρατικής εξουσίας, είναι εξουσιαστικές καθεαυτές.
Και γιατί είναι έτσι τα πράγματα; Γιατί η κρατική εξουσία θεμελιώνεται στην ιδιοκτησία: την ατομική ιδιοκτησία των ιδιωτών και την κρατική ιδιοκτησία της πολιτείας. Και η ιδιοκτησία, ατομική ή κρατική, είναι μια πράξη εξουσιαστικού αποκλεισμού των άλλων από το αντικείμενό της. Το θέμα είναι πολύ μεγάλο, ας μείνουμε στην προηγούμενη νύξη συνοψίζοντάς την στον ακόλουθο αφορισμό: η κοινωνική εξουσία αξιώνει την ελευθερία του προσώπου, η κρατική εξουσία αξιώνει την ιδιοκτησία. Συμπληρώνοντάς τον με τον ακόλουθο ορισμό: πρόσωπο είναι το υποκείμενο ως τόπος της κοινωνικής ελευθερίας· άτομο είναι το υποκείμενο ως φορέας της ατομικής ιδιοκτησίας. Το υποκείμενο συγκροτείται σε πρόσωπο μέσω της ελευθερίας, το πρόσωπο εξατομικεύεται μέσω της ιδιοκτησίας.
Κεφαλαιοκρατικές είναι οι σχέσεις της ολοκληρωμένης εξατομίκευσης του προσώπου. Κατ’ αυτές: οι κοινωνικές δυνάμεις, οι δυνάμεις παραγωγής της κοινωνικής ζωής στην ολότητά τους, διασπώνται σε υποκειμενικές ικανότητες και αντικειμενικές δυνατότητες· οι υποκειμενικές ικανότητες εξαντικειμενίζονται, εμπίπτοντας στην ιδιοκτησία του φορέα τους εξατομικεύοντάς τον σε εργάτη· η ιδιοκτησία των ικανοτήτων μεταβιβάζεται μέσω της αγοράς στην ατομική ή κρατική ιδιοκτησία των δυνατοτήτων· η ενότητα των κοινωνικών δυνάμεων αποκαθίσταται υπό την ιδιοκτησία των δυνατοτήτων, ατομική στην οικονομία της αγοράς ή κρατική στην κρατική οικονομία, την αναφερόμενη και ως «σοσιαλιστική».
 
Τα δημόσια σώματα της άμεσης δημοκρατίας
Προσεγγίζοντας την άμεση δημοκρατία με το παραπάνω πνεύμα, τη βλέπουμε να υπερβαίνει την κατά την κρατική εξουσία διάκριση ιδιωτικό/πολιτικό εμμένοντας στην κατά την ανθρώπινη επικοινωνία διάκριση προσωπικό/δημόσιο. Και, μάλιστα, ως δημοκρατία των προσώπων καθιστά τη διάκριση αυτή θεμελιώδη. Πώς γίνεται αυτό στην πράξη; Ποιά είναι τα δημόσια σώματα με τα οποία η άμεση δημοκρατία στον ενιαίο δημόσιο χώρο —έναν χώρο που δεν διαιρείται σε ιδιωτικό και πολιτικό— συνθέτει τις διαφορετικές δραστηριότητες που κατά την κρατική της συγκρότηση η κοινωνία διακρίνει σε ιδιωτικές και πολιτικές;
Κατά το αστικό κράτος, τα σώματα της δημόσιας εξουσίας διακρίνονται σε ιδιωτικά και πολιτικά, κατά τον ακόλουθο τρόπο. Ιδιωτικά είναι τα σώματα της οικονομικής και ιδεολογικής εξουσίας: οι κεφαλαιοκρατικές επιχειρήσεις σε κάθε τομέα παραγωγής της κοινωνικής ζωής, οι εκκλησίες κάθε αναγνωρισμένου από την πολιτεία θρησκευτικού δόγματος, και κάθε ιδεολογική συλλογικότητα που δεν εμπίπτει στις δύο προηγούμενες κατηγορίες. Πολιτικά, από την άλλη πλευρά, είναι τα σώματα της πολιτικής εξουσίας, τα νομοθετικά, εκτελεστικά και δικαστικά σώματα της πολιτείας και τα σώματα των πολιτών.
Ιδιαίτερη σημασία στο αστικό κράτος έχει το παράδοξο του κόμματος. Κατά το πρότυπο αστικό δημοκρατικό κράτος, η ιδεολογία με επίκεντρο τη θρησκεία ανήκει στη σφαίρα του ιδιωτικού. Το παράδοξο κόμμα, στο κράτος αυτό, είναι το ιδεολογικοπολιτικό κοινωνικό σώμα που είναι πολιτικό κατά την πολιτική του διάσταση και ιδιωτικό κατά την ιδεολογική. Το παράδοξο του κόμματος αποκαθιστά την ιδεολογικοπολιτική ενότητα της αναπαραγωγής του κοινωνικού συστήματος. Αλλά το παράδοξο του κόμματος χαρακτηρίζει την αστική δημοκρατία όχι το αστικό κράτος εν γένει. Το παράδοξο αίρεται από την ΟΛΙΓΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ με την υπαγωγή της πολιτικής στην ιδιωτική εξουσία. Ενώ αντίστροφα, η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑ, στο «αριστερό» και το «δεξιό» άκρο του πολιτικού φάσματος, αίρει το παράδοξο με την υπαγωγή της ιδιωτικής στην πολιτική εξουσία.
Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, λοιπόν τηρώντας τη διάκριση της πολιτικής από την ιδιωτική εξουσία —σε αντιδιαστολή με την ολιγαρχία που την υπερβαίνει— περιορίζεται στην πολιτική. Τι κάνει σε αντιπαράθεση η άμεση δημοκρατία υπερβαίνοντας τη διάκριση ιδιωτικής/πολιτικής εξουσίας με τον δικό της —δημοκρατικό και όχι ολιγαρχικό— τρόπο; Ποιά είναι τα κοινωνικά σώματα που της αντιστοιχούν;
Κατ’ αρχήν, η άμεση δημοκρατία αρνείται τους δύο όρους της διάκρισης, δεν τους συνθέτει, υπάγοντας τον έναν στον άλλο. Και πώς γίνεται αυτό; Η απάντηση στο ερώτημα ολοκληρώνει τον κοινωνικό χαρακτήρα της άμεσης δημοκρατίας. Κατά τη θεμελιώδη της αρχή ως δημοκρατία των προσώπων, η άμεση δημοκρατία βρίσκεται σε αντίθεση με τον εκπραγματισμό του προσώπου που συνιστά ο εξαντικειμενισμός και η ατομική ιδιοκτησία των προσωπικών του ικανοτήτων και η υπαγωγή τους, μέσω της αγοράς, στην εξουσία του ιδιοκτήτη των δυνατοτήτων. Έτσι, λοιπόν, ολοκληρώνεται η άμεση δημοκρατία ως κοινωνική δημοκρατία: δεν στρέφεται μόνο κατά του πολιτικού χαρακτήρα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αλλά και κατά του κεφαλαιοκρατικού της χαρακτήρα. Η άμεση δημοκρατία δεν μπορεί να είναι κοινωνική στο επίπεδο της αναπαραγωγής του κοινωνικού συστήματος αν δεν είναι και στο επίπεδο της παραγωγής της κοινωνικής ζωής. Συνεπώς: δεν είναι πολιτική ως προς την αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος, καθώς δεν είναι κεφαλαιοκρατική ως προς την παραγωγή της κοινωνικής ζωής.
 
Παραγωγή της κοινωνικής ζωής
Πηγαίνοντας με αυτό το πνεύμα στον οικονομικό χώρο, τον χώρο παραγωγής της κοινωνικής ζωής, βλέπουμε ότι η άμεση δημοκρατία συνδέεται σήμερα με ό,τι λέγεται «κοινωνική οικονομία» και αναπτύσσεται παράλληλα με την οικονομία του κεφαλαίου. Σύμφωνα με το ισχύον ευρωπαϊκό δίκαιο, η κοινωνική οικονομία έχει τρεις τομείς παραγωγής και δύο τομείς ανταλλαγής των προϊόντων της παραγωγής. Αρχίζοντας από την παραγωγή, ο πρώτος και θεμελιώδης τομέας είναι οι Παραγωγικοί Συνεταιρισμοί∙ η κοινωνική οικονομία είναι κατ’ αρχήν η οικονομία των συνεταιρισμένων παραγωγών. Ακολουθούν οι Οργανισμοί Κοινωνικής Αλληλοβοήθειας, σε θέματα των όρων διαβίωσης. Και την κοινωνική οικονομία ολοκληρώνουν οι Κοινωνικοί Σύλλογοι στους τομείς της υγείας, της παιδείας και του πολιτισμού, στον οποίο εμπεριέχεται ο αθλητισμός, οι καλές τέχνες και ό,τι ολοκληρώνει την έννοια του τρόπου επικοινωνίας με τον οποίο συγκροτείται η κοινωνία σε σώμα. Ως προς την ανταλλαγή των προϊόντων της παραγωγής στις παραπάνω διαιρέσεις της, η κοινωνική οικονομία έχει δύο τομείς: του χρήματος και της δωρεάς, τον τομέα των χρηματικών και μη-χρηματικών ανταλλαγών.
Όταν, στο παραπάνω πνεύμα, οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί τίθενται στο κέντρο της κοινωνικής οικονομίας ως αντικαπιταλιστικής οικονομίας στις σημερινές συνθήκες καλό είναι να θυμόμαστε τα λόγια του Μαρξ στην ιδρυτική διακήρυξη της πρώτης διεθνούς: «καλοδιάθετοι ευγενείς, φιλάνθρωποι αστοί φαφλατάδες και μια χούφτα πονηροί πολιτικοί οικονομολόγοι μετατράπηκαν μονομιάς σε εκθειαστές του ίδιου εκείνου συστήματος συνεταιριστικής εργασίας που είχαν προσπαθήσει να το πνίξουν στη γένεσή του, που το είχαν χλευάσει σαν ουτοπία ονειροπόλου και που το είχε αναθεματίσει σαν αίρεση σοσιαλιστή.» Η υπενθύμιση προετοιμάζει την ερώτηση: πώς και η ευρωπαϊκή νομοθεσία ανέχεται σήμερα την κοινωνική οικονομία; Υπάρχουν πολλές απαντήσεις, μια από τις οποίες είναι ότι η κοινωνική οικονομία αντικαθιστά το κοινωνικό κράτος στην αντιμετώπιση των συνεπειών της οικονομικής κρίσης. Αλλά το σημαντικότερο της υπενθύμισης δεν είναι στο ότι μια «χούφτα πονηρών» εκθείαζε τότε το «σύστημα συνεταιριστικής εργασίας» αλλά το ότι στη γένεσή του το είχε «χλευάσει» σαν «ουτοπία» και το είχε «αναθεματίσει» σαν «αίρεση». Καθώς, όπως λέει ο Μαρξ στο ίδιο κείμενο, το συνεταιριστικό κίνημα ήταν η δεύτερη «και ακόμα μεγαλύτερη» νίκη της «οικονομίας της εργασίας» ενάντια στην «οικονομία του κεφάλαιου» (η πρώτη ήταν το δεκάωρο). Η κοινωνική οικονομία με βάση τη συνεταιριστική εργασία δεν είναι μόνο σανίδα σωτηρίας στο μέσο της θύελλας της οικονομικής κρίσης. Ας μείνουμε εδώ.
 
Αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος
Αν η κοινωνική οικονομία είναι η σημερινή απάντηση της άμεσης δημοκρατίας στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής της κοινωνικής ζωής, πώς απαντάει η κοινωνική δημοκρατία στον κρατικό τρόπο αναπαραγωγής του κοινωνικού συστήματος; Η απάντηση, ακολουθεί τη θεμελιώδη αρχή υπέρβασης της εξουσιαστικής διάκρισης ιδιωτικό/πολιτικό. Η κοινωνική δημοκρατία απαντάει στον κρατικό διχασμό της κοινωνικής αναπαραγωγής σε ιδιωτική-ιδεολογική αναπαραγωγή των υποκειμένων και πολιτική αναπαραγωγή των σχέσεων με την υπέρβαση της διαφοράς των δύο συνθέτοντάς τες στη δημόσια αναπαραγωγή του συστήματος.
Και ποιά είναι τα κοινωνικά σώματα της ενότητας αυτής; Αν, όπως μας έχει παραδοθεί, η κοινωνική οικονομία είναι η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ, η κοινωνική δημοκρατία, κατά την ίδια παράδοση, είναι η ΣΥΜΒΟΥΛΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Όπου «Συμβούλιο» είναι ο γενικός όρος για τις δημόσιες συναντήσεις των προσώπων, με περιεχόμενο την αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος, για ένα συγκεκριμένο κάθε φορά θέμα χωρίς απριόρι δια-χωρισμούς του είδους ιδεολογία/πολική, και με τη διαδικασία της άμεσης δημοκρατίας ως δημοκρατίας προσώπων (όχι αντιπροσώπων).
Αλλά τα Συμβούλια, με την παραπάνω έννοια του όρου, είναι η αρχή της απάντησης στο ερώτημα του με ποιο τρόπο το κοινωνικό σύστημα αναπαράγεται μέσω της άμεσης δημοκρατίας. Ανακύπτει ένα πλήθος θεμάτων. Ας τα κατατάξουμε σε δύο κατηγορίες. Πρώτα είναι τα θέματα της λειτουργίας των δημόσιων σωμάτων της άμεσης δημοκρατίας: πώς δια-κρίνονται σώματα αυτά με βάση τη λειτουργία τους. Ακολουθούν τα θέματα της δομής: μορφές, σύνδεση και ιεραρχία των σωμάτων. Ας τα δούμε με τη σειρά.
Αρχίζουμε με τη λειτουργία, συγκρίνοντας τα σώματα της συμβουλιακής δημοκρατίας με τα πολιτειακά σώματα του κράτους. Θεμελιώδης στα πολιτειακά σώματα είναι οι λειτουργίες της κρατικής εξουσίας. Αποσπώντας τη δικαστική λειτουργία της εξουσίας, που έχει ιδιαίτερη θέση απέναντι στις δύο άλλες, μένουν δύο ειδών πολιτειακά σώματα: της νομοθετικής και της εκτελεστικής λειτουργίας της εξουσίας. Ο όρος «εργαζόμενα σώματα», που έχει αποδοθεί στα σώματα της συμβουλιακής δημοκρατίας, είναι δηλωτικός της υπέρβασης της λειτουργικής αυτής διάκρισης ως καθοριστικής στη συγκρότηση τω συμβουλιακών σωμάτων. Αυτό δεν σημαίνει κατάργηση της νομοθετικής λειτουργίας. Σημαίνει κατάργηση της διαίρεσης των σωμάτων σε νομοθετικά και εκτελεστικά. Σε τί, κατά συνέπεια, αντιστοιχεί η διαίρεση των συμβουλιακών σωμάτων σε Συνελεύσεις και Επιτροπές; Οι Συνελεύσεις επιτελούν έργο νομοθετικό και στρατηγικά εκτελεστικό. Ενώ οι Επιτροπές επιτελούν έργο τακτικά εκτελεστικό. Δηλαδή, οι Συνελεύσεις ορίζουν τους κανόνες και τη στρατηγική της αναπαραγωγικής πράξης· ενώ οι Επιτροπές, στο ορισμένο από τις Συνελεύσεις πλαίσιο, ορίζουν την ταχτική και πράττουν ανάλογα.
Ως προς τη δομή τώρα των σωμάτων της συμβουλιακής δημοκρατίας, το κεντρικό πρόβλημα είναι το αναγκαστικά περιορισμένο μέγεθος των συμβουλιακών σωμάτων. Ως συναντήσεις συνομιλούντων προσώπων, ως σώματα διαλόγου, τα σώματα αυτά έχουν περιορισμένο μέγεθος. Η λύση του προβλήματος αυτού της άμεσης δημοκρατίας έχει δύο κατευθύνσεις. Πρώτα, ορίζεται ο μέγιστος αριθμός των μελών της συνέλευσης. Έπειτα, με βάση τον αριθμό αυτόν, ορίζονται τα σύνολα των συνελεύσεων και η ιεραρχία των συνόλων αυτών, ώστε να εξαντλούνται τα ενεργά μέλη του αναπαραγόμενου κοινωνικού συστήματος.
Ο θεσμός της εκπροσώπησης
Το μείζον ζήτημα στην παραπάνω λύση είναι η ιεραρχική σύνδεση των συνελεύσεων. Η σύνδεση αυτή απαιτεί έναν θεσμό, ομόλογο αλλά ουσιαστικά διαφορετικό, του θεσμού της αντιπροσώπευσης: τον θεσμό της εκπροσώπησης. Η επόμενη στην ιεραρχία συνέλευση αποτελείται από τους εκπροσώπους των αμέσως προηγούμενων συνελεύσεων. Η εκπροσώπηση είναι ανακλητή και θεματικά καθορισμένη: ο εκπρόσωπος, υπό την επιτήρηση της συνέλευσης που τον έχει ορίσει ως εκπρόσωπό της, προωθεί συγκεκριμένες αποφάσεις της. Δεν θα αναπτύξω εδώ τον θεσμό της εκπροσώπησης. Θα αρκεστώ στη βασική συνθήκη της σχέσης του με την ιεραρχική σύνδεση των συνελεύσεων: η ιεραρχία πρέπει να είναι μικρή, γιατί αλλιώς θα χαθεί στο δρόμο το νόημα της εκπροσώπησης.
Σημαντική συνέπεια της συνθήκης αυτής, σε συνδυασμό με το περιορισμένο μέγεθος των συνελεύσεων είναι ότι για να αναπαραχθεί με άμεσα δημοκρατικό τρόπο ένα κοινωνικό σύστημα πρέπει να έχει περιορισμένο μέγεθος. Ποιο είναι το μέγεθος αυτό; Σε αντιστοιχία με την τριαδική δομή του αναδυόμενου σύγχρονου κράτους, τοπική, εθνική και υπερεθνική, είναι φανερό ότι το πρωτογενές μέγεθος του άμεσα δημοκρατικά αναπαραγόμενου κοινωνικού συστήματος δεν υπερβαίνει το μέγεθος της τοπικής δομής του αναδυόμενου κράτους —το μέγεθος της πόλης. Ο δήμος είναι το θεμέλιο της άμεσης δημοκρατίας, όχι το έθνος. Ο όρος δημοκρατία επανακτά την αρχική του σημασία. Σε αυτό το θεμέλιο, οικοδομείται ένα σύστημα πόλεων, πρωτογενές, ομοσπονδιακό και συνομοσπονδιακό που αναπτύσσεται στο πλαίσιο της κοινωνικής οικουμενικότητας κατ’ αντιστοιχία και αντίθεση προς το σύστημα των τοπικών, εθνικών και υπερεθνικών κρατικών δικτυώσεων που αναπτύσσεται στο πλαίσιο της κεφαλαιοκρατικής παγκοσμιοποίησης. Και η αντίθεση αυτή είναι διαλεκτική, καθώς οι αντίθετοι όροι έχουν κοινά σημεία.
Αυτά λοιπόν ήταν έως εδώ τα σώματα της άμεσης δημοκρατίας: Παραγωγικοί Συνεταιρισμοί, Οργανισμοί Κοινωνικής Αλληλοβοήθειας και Κοινωνικοί Σύλλογοι, για την παραγωγή της κοινωνικής ζωής· και πολλαπλότητα ιεραρχημένων Συνελεύσεων και Επιτροπών Πόλης, σε πρωτογενές επίπεδο, ομοσπονδιακό και συνομοσπονδιακό επίπεδο για την αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος. Αυτό είναι όλο; Όχι, λείπει κάτι ιδιαίτερα σημαντικό —το σημαντικότερο ίσως. Είναι η διαδικασία διαμόρφωσης των αποφάσεων στην άμεση δημοκρατία. Φτάνουμε έτσι στο επόμενο και τελικό θέμα των όσων λέγονται εδώ για την άμεση δημοκρατία.
 
Κοινωνικά δίκτυα
Κεντρική στην άμεση δημοκρατία, ως δημοκρατία προσώπων, είναι η προσωπική συμμετοχή όλων. Αλλά, ως προς την παραγωγή της κοινωνικής ζωής, αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι μετέχουν σε όλα, ότι κάθε άνθρωπος μπορεί να εργαστεί σε οποιαδήποτε θέση: ως γεωργός, μηχανικός, γιατρός, μαθηματικός και ό,τι άλλο θα επιθυμούσε. Υπάρχει ένας δεδομένος καταμερισμός της εργασίας και ο κάθε άνθρωπος μετέχει στην παραγωγή της κοινωνικής ζωής από τη θέση του σε μια επαγγελματική ενότητα του καταμερισμού αυτού. Υπάρχει, όμως, μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στην παραγωγή της κοινωνικής ζωής και την αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος σε ό,τι αφορά στον καταμερισμό της εργασίας. Και η διαφορά αυτή διακρίνει τα δύο συστήματα δημοκρατίας. Στην πολιτική δημοκρατία, ως αντιπροσωπευτική δημοκρατία, τίθεται το ερώτημα αν ο αντιπρόσωπος κατέχει μια επαγγελματική θέση στον καταμερισμό της εργασίας, τη θέση του εξ επαγγέλματος πολιτικού. Στην κοινωνική δημοκρατία, ως δημοκρατία προσώπων, το ερώτημα δεν τίθεται, γιατί το κάθε μέλος του δημοκρατικά αναπαραγόμενου κοινωνικού συστήματος μετέχει, εφόσον θέλει, σε ένα από τα βασικά σώματα της αναπαραγωγής: τη Συνέλευση. Και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δίνει θετική απάντηση στο ερώτημά του επαγγελματισμού. Αν και η απάντηση αυτή δεν έχει —δεν επιτρέπεται για λόγους ιδεολογικούς να έχει— θεσμικό χαρακτήρα. Η απάντηση είναι ότι η πολιτική υπάρχει ως επάγγελμα και ότι ο αντιπρόσωπος δεν μπορεί να είναι αξιόπιστος αν δεν είναι επαγγελματίας πολιτικός. Αυτό άλλωστε είναι και το σκεπτικό της αντίθεσης που αναπτύσσεται στο εσωτερικό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας προς τη λεγόμενη αμεσοδημοκρατική εκδοχή της, την εκδοχή των δημοψηφισμάτων και της συμμετοχής των πολιτών όπως την είδαμε στην αρχή: αν ο πολιτικός δεν αφεθεί απερίσπαστος στην επαγγελματική του εργασία, και, κατά μείζονα λόγο αν οι μη-επαγγελματίες αδαείς τον υποκαταστήσουν στις πολιτικές αποφάσεις, η δημοκρατία κινδυνεύει.
Αλλά η άρνηση της επαγγελματικής πολιτικής αφήνει ένα κενό στην άμεση δημοκρατία ως τρόπο αναπαραγωγής. Και το κενό αυτό διπλασιάζεται καθώς το περιεχόμενο της αναπαραγωγής κατά την άμεση δημοκρατία που είναι δημοκρατία κοινωνική, είναι ολικό: είναι αναπαραγωγή υποκειμένων και σχέσεων, είναι —κατά τους ομόλογους κρατικούς όρους— ιδεολογικό και πολιτικό, δεν είναι μόνο πολιτικό, όπως είναι το περιεχόμενο της αναπαραγωγής κατά την αντιπροσωπευτική δημοκρατία που είναι πολιτική δημοκρατία. Διπλασιάζεται λοιπόν το κενό, καθώς δεν προκύπτει μόνο από την άρνηση των επαγγελματιών της πολιτικής αλλά και των επαγγελματιών της ιδεολογίας.
Κλείνω με την αναπτυσσόμενη τα τελευταία χρόνια πρόταση κάλυψης του κενού. Το ερώτημα είναι πώς θα αποκτήσει το πλήθος των ενεργών μελών ενός κοινωνικού συστήματος στο μέγεθος μιας πόλης τις γνώσεις που απαιτεί η συμμετοχή του στις Συνελεύσεις της άμεσης δημοκρατίας και στις Εκτελεστικές Επιτροπές των αποφάσεών τους. Η απάντηση συνδέεται με το ζήτημα της διαμόρφωσης των αποφάσεων στην άμεση δημοκρατία που αναφέρθηκε πριν. Η σύντομη απάντηση στο ερώτημα είναι ότι οι συνελεύσεις και οι επιτροπές λαμβάνουν αποφάσεις που διαμορφώνονται εκτός αυτών μέσα σε ένα κοινωνικό δίκτυο ομάδων εργασίας. Και τα δύο σημεία της απάντησης είναι κρίσιμα. Πρώτο σημείο: οι Ομάδες Εργασίας, ως σώματα διαμόρφωσης των αποφάσεων, συμπληρώνουν τις Συνελεύσεις και τις Επιτροπές που είναι τα σώματα που παίρνουν τελικά τις αποφάσεις. Δεύτερο σημείο: συγκροτούνται Κοινωνικά Δίκτυα με κόμβους τις ομάδες εργασίας.
Και τι είναι αυτά τα κοινωνικά δίκτυα; Ακολουθούν τέσσερις αρχές, που αντιδιαστέλλουν τα δίκτυα από τις οργανώσεις —η αντιδιαστολή αυτή είναι κρίσιμη για την ύπαρξη της άμεσης δημοκρατίας— και αρκούν για τον ορισμό τους.
 
Πρώτη αρχή
— Οι σχέσεις στο Κοινωνικό Δίκτυο είναι ανοιχτές. Το Κοινωνικό Δίκτυο δεν έχει μέλη.
Σε κάθε Ομάδα Εργασίας συμμετέχουν, αυτοεπιλεγόμενοι, όσοι συμφωνούν με τις αρχές του Κοινωνικού Δικτύου και την προγραμματισμένη από κοινού εργασία, για όσο χρόνο απαιτεί η εργασία.
 
Δεύτερη αρχή
— Οι σχέσεις στο Κοινωνικό Δίκτυο είναι σχέσεις προσώπων: δεν υπάρχει εκπροσώπηση.
Οι μετέχοντες, όσο βρίσκονται στον χώρο του δικτύου, ούτε είναι εκπρόσωποι ούτε έχουν εκπροσώπους. Αν υπάρχει εκπροσώπηση αλλού, αίρεται με την είσοδο στον χώρο του δικτύου. Στο Κοινωνικό Δίκτυο οι άνθρωποι αναγνωρίζονται ως πρόσωπα και μόνο.
 
Τρίτη αρχή
— Στο κοινωνικό Δίκτυο δεν ασκείται κανονιστική και διοικητική εξουσία
Οι σχέσεις του Κοινωνικού Δικτύου είναι σχέσεις επικοινωνίας και συντονισμού της επιτελούμενης στις ομάδες του εργασίας. Το Κοινωνικό Δίκτυο, όμως, έχει καταστατικές αρχές, που διέπουν την εργασία αυτή.
 
Τέταρτη αρχή
— Στο Κοινωνικό Δίκτυο δεν ασκείται πειθαρχική εξουσία.
Η συνοχή της εργασίας των ομάδων του Κοινωνικού Δικτύου στηρίζεται στον καταμερισμό της εργασίας και την ελεύθερη συνεργασία. Η πειθαρχία είναι ελεύθερη αμοιβαία πειθαρχία και αυτοπειθαρχία.
Φτάσαμε στο τέλος. Θα ήθελα κλείνοντας να κάνω μια εμπειρική παρατήρηση. Δύο είναι οι καθοριστικοί όροι για την ανάπτυξη της άμεσης δημοκρατίας: Πρώτον, η παράλληλη συγκρότηση σωμάτων παραγωγής της κοινωνικής ζωής και αναπαραγωγής του κοινωνικού συστήματος. Δηλαδή, η λειτουργία των Συνελεύσεων και των Επιτροπών σε συνάρτηση με Παραγωγικούς Συνεταιρισμούς, Οργανισμούς Κοινωνικής Αλληλοβοήθειας και Κοινωνικούς Συλλόγους. Δεύτερον, η συμπλήρωση των Συνελεύσεων και των Επιτροπών που παίρνουν τις αποφάσεις με τα Κοινωνικά Δίκτυα που διαμορφώνουν τις αποφάσεις. Χωρίς τις δύο αυτές προϋποθέσεις, οι Συνελεύσεις και οι Επιτροπές όχι μόνο στερούνται κάθε ελπίδας ανάπτυξης τους σε σώματα της κοινωνικής δημοκρατίας αλλά εμπεριέχουν εκείνους ακριβώς τους όρους που τις μετατρέπουν σε ανεξέλεγκτα όργανα της —αριστερής και δεξιάς— πολιτικής ολιγαρχίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου