Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2024

Ανάμεσα στους ακάλυπτους των πολυκατοικιών


«Από τον ακάλυπτο», Λάδι σε χαρτόνι, Tάσης Παπαϊωάννου
Ανάμεσα στους ακάλυπτους των πολυκατοικιών
ART - ΝΕΑ19.01.24 18:11Τάσης Παπαϊωάννου*

Η νεοελληνική πόλη παρουσιάζει σαν τον Ιανό δύο πρόσωπα. Ενα αυτό των δρόμων με τις επιμελημένες προσόψεις κι ένα άλλο, στην πίσω πλευρά των κτιρίων, αυτό των ακαλύπτων. Εργολαβικές πολυκατοικίες, χτισμένες όπως όπως, η μία κολλητά στην άλλη, με μοναδικό στόχο τη μέγιστη εκμετάλλευση κάθε τετραγωνικού χιλιοστού. Χτίσαμε τα πάντα και τελικά καταντήσαμε να αναπνέουμε μέσα από φωταγωγούς-σωλήνες που αναδίδουν τη μυρωδιά μιας μακροχρόνιας αποπνικτικής κλεισούρας.

«Τα κτίρια συνοδεύουν την ανθρωπότητα από τις απαρχές της ιστορίας της», γράφει ο Walter Benjamin και συνεχίζει παρακάτω: «Τα κτίρια γίνονται αντιληπτά με δύο τρόπους: μέσω της χρήσης τους και μέσω της πρόσληψής τους. Ή, καλύτερα, με την αφή και την όραση»1. Βαδίζουμε καθημερινά στα πεζοδρόμια της πόλης αντικρίζοντας μόνο τα ισόγεια των κτιρίων, κοιτώντας αυτό που συντελείται στο έδαφός της, ενώ σπανίως στρέφουμε το βλέμμα μας ψηλά.

Ζούμε κυρίως με την εικόνα και τα συμβάντα της πόλης χαμηλά, κάτω από παρόδιες στοές, από στενόμακρα μπαλκόνια, διαβαίνοντας μπροστά από εισόδους πολυκατοικιών, από φωτισμένες βιτρίνες καταστημάτων. Περνάμε μπροστά από κοινότοπες τυποποιημένες προσόψεις, γκρίζες θλιβερές επιφάνειες κατακερματισμένων οικοδομικών τετραγώνων.

Η καθημερινότητα της πόλης, πολύβουη, με κάθε λογής θορύβους να αντηχούν και να πολλαπλασιάζονται πάνω στα μέτωπα των δρόμων της. Δρόμοι που ώρες ώρες φαντάζουν με αστικές χαράδρες μέσα στο πυκνοδομημένο, συμπαγές σώμα της.

Αστικές χαράδρες στις παρειές των οποίων ζουν στριμωγμένοι, σε αιωρούμενα «κουτιά», οι κάτοικοί της. Κουτιά που, παρ’ όλα αυτά, σήμερα είναι δυσεύρετα, πανάκριβα, απλησίαστα. Περπατάς σε στενούς δρόμους και, καθώς κοιτάς ψηλά, νομίζεις ότι οι πολυώροφες πολυκατοικίες, εκεί στις κορυφογραμμές τους, πλησιάζουν η μία στην άλλη, έτσι όπως στέκουν αντικριστά στις δυο πλευρές τους. Εχεις την αίσθηση πως αν απλώσουν τα χέρια τους οι κάτοικοι των απέναντι διαμερισμάτων, θα χαιρετήσουν ο ένας τον άλλον, από τα μικρά μπαλκόνια τους. Η προοπτική μερικές φορές ξεγελά, αλλοιώνοντας τις κατακόρυφες πλευρές των προσόψεων, κάνοντάς τις να γέρνουν και να συγκλίνουν η μια προς την άλλη. Την ίδια στιγμή όμως σε κάνει να συνειδητοποιείς το αποπνικτικό, συμπιεσμένο αστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο διαβιούμε.

Στην Αθήνα (κι όχι μόνο), παρ’ όλη την ομοιομορφία των γειτονιών της, πάντα θα συναντάς κάποια σημεία που θα σε εκπλήσσουν. Αλλες φορές έχεις την εντύπωση ότι βαδίζεις σε κοίτες σκοτεινών φαραγγιών, με τις ακτίνες του ήλιου σπάνια να φτάνουν μέχρι κάτω στα στενά ανήλιαγα σοκάκια κι άλλες να αντικρίζεις αναπάντεχα μπροστά σου ένα ξέφωτο, ένα πλάτωμα, σαν τυχαίο κενό που απέμεινε περιέργως άχτιστο μέσα στην παχύσαρκη αστική μάζα. Είναι σαν να περνάς από το ημίφως στο άπλετο φως, στην ανοιχτωσιά που τόσο την έχουμε ανάγκη στην πόλη μας.


Κι όμως, η Αθήνα είναι γεμάτη από τέτοια άγνωστα μέρη τα οποία συναντάς τυχαία, καθώς κινείσαι στις διάφορες παράμερες, υποβαθμισμένες και ξεχασμένες γειτονιές της, σαν να ανακαλύπτεις κάποια από τα κρυμμένα μυστικά της, μακριά από το πολυδιαφημισμένο φωταγωγημένο κέντρο της.

Μια τριγωνική λιλιπούτεια πλατεία όπου φουντώνουν μερικά ψηλόλιγνα δέντρα, ένα αδιέξοδο που καταλήγει σε μια όμορφη εσωτερική αυλή στο βάθος ή μια ανηφοριά που στο τέλος της σε οδηγεί σε σκαλάκια, σαν να βρίσκεσαι άξαφνα μπροστά στις κερκίδες ενός υπαίθριου θεάτρου.

Η νεοελληνική πόλη παρουσιάζει σαν τον Ιανό δύο πρόσωπα. Ενα αυτό των δρόμων με τις επιμελημένες προσόψεις κι ένα άλλο, στην πίσω πλευρά των κτιρίων, αυτό των ακαλύπτων. Εργολαβικές πολυκατοικίες, χτισμένες όπως όπως, η μία κολλητά στην άλλη, με μοναδικό στόχο τη μέγιστη εκμετάλλευση κάθε τετραγωνικού χιλιοστού. Χτίσαμε τα πάντα και τελικά καταντήσαμε να αναπνέουμε μέσα από φωταγωγούς-σωλήνες που αναδίδουν τη μυρωδιά μιας μακροχρόνιας αποπνικτικής κλεισούρας. Χώροι καταδικασμένοι να μένουν για πάντα στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, υγροί, μουχλιασμένοι, δύσοσμοι. Είναι ό,τι απέμεινε άχτιστο από την ακόρεστη κερδοσκοπική βουλιμία κι όχι οι όμορφες εσωτερικές αυλές, όπως θα περίμενε κανείς.

Και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου οι ακάλυπτοι, αυτά τα άναρχα υπολείμματα του άχτιστου, παρουσιάζουν μεγαλύτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον από τις επιτηδευμένες πανομοιότυπες και αδιάφορες προσόψεις. Συχνά, μέσα από ένα υπαίθριο parking, που διακόπτει το συνεχές μέτωπο των δρόμων, μπορείς να δεις το εσωτερικό των ακανόνιστων ακαλύπτων. Λευκές μεσοτοιχίες υψώνονται ψηλά, στενά μπαλκόνια επαναλαμβάνονται το ένα πάνω από το άλλο, φτάνοντας μέχρι τις ταράτσες. Εσωτερικές μακρόστενες όψεις στις οποίες βγαίνουν κουζίνες, λουτρά, μικρά υπνοδωμάτια, γεμάτες από κάθε είδους σωληνώσεις και κατακόρυφους φωταγωγούς που μοιάζουν με σκοτεινές σχισμές πάνω στις επιφάνειές τους. Αστικά πηγάδια που ο πυθμένας τους είναι το πιο εγκαταλελειμμένο και αφρόντιστο έδαφος της πόλης, υπολειμματικοί χώροι που μένουν στην αφάνεια, αφημένοι κυριολεκτικά στη μοίρα τους.

Οι ακάλυπτοι είναι η αθέατη πλευρά της πόλης. Φωτίζουν και αερίζουν το εσωτερικό των υπερ-χτισμένων οικοδομικών τετραγώνων, άλλοι μικροί, ελάχιστοι κι άλλοι κάπως φαρδύτεροι, αφήνοντας μεγαλύτερες αποστάσεις ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Εξαιρετικά σημαντικοί χώροι για τη λειτουργία της πόλης, οι οποίοι όμως σπάνια αξιοποιούνται, παραμένοντας βρωμεροί, κατακερματισμένοι και απομονωμένοι ο ένας από τον άλλο. Κάθε πολυκατοικία έχει τον δικό της τσιμεντοστρωμένο ακάλυπτο, συχνά σε διαφορετική στάθμη, από εκείνους των γειτονικών πολυκατοικιών, ο οποίος διαχωρίζεται με μάντρες, θαρρείς και δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να βλέπει ο ένας τον άλλον, αποκόπτοντας απόλυτα την ιδιοκτησία της μιας πολυκατοικίας από την άλλη.

Κι όμως θα μπορούσαμε να τους φανταστούμε ενοποιημένους, γεμάτους δέντρα, να αποτελούν αίθρια ζωής και αναπνοής μέσα στο ασφυκτικό αστικό περιβάλλον. Χώρους, δηλαδή, ζωντανούς που θα τους θεωρούσαμε δικούς μας, ιδιοκτησία συλλογική των ενοίκων των οικοδομικών τετραγώνων που θα τους φρόντιζαν όλοι μαζί, συναισθανόμενοι την τεράστια σημασία τους για το μικροκλίμα και την υγιεινή του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζούμε.

Θα μπορούσαμε να τους μετατρέψουμε –με την αρωγή της Πολιτείας– σε κοινόχρηστους χώρους, σε ενιαίες, φροντισμένες και περιποιημένες αυλές, καταργώντας κάγκελα, συρματοπλέγματα και μάντρες που απομονώνουν. Θα μπορούσαν, κοντολογίς, να πάψουν να αποτελούν το θραυσματικό «ακάλυπτο» τμήμα του χτισμένου και να γίνουν εστίες ζωής και οξυγόνου που τόσο τις έχει ανάγκη σήμερα η πόλη μας.
1. Walter Benjamin, «Το έργο τέχνης την εποχή της δυνατότητας τεχνικής αναπαραγωγής του», Πλέθρον, Αθήνα 2015.



*Αρχιτέκτων-ομότιμος καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου