Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Hackers, οι αυτόχθονες του νέου εκπαιδευτικού παραδείγματος


Η συζήτηση αυτή έχει σαν στόχο, με αφορμή την κοινότητα των χάκερ, να θίξει ορισμένα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την επίσημη εκπαιδευτική διαδικασία από το σχολείο μέχρι το πανεπιστήμιο. Όπως επίσης και να εντοπίσει και να καταδείξει ορισμένα χαρακτηριστικά αυτής της κοινότητας (των χάκερ) που, όντας κυρίως απ’ έξω, μας φαίνονται ενδιαφέροντα από πολλές πλευρές.

Ξεκινώντας θέλουμε να τονίσουμε πως αφού η προσέγγισή μας είναι θεωρητική, δεν είναι στην πρόθεσή μας να δώσουμε εμείς, σαν συνέλευση του game over έναν ορισμό για το τι είναι ο hacker, δεδομένου μάλιστα του ότι υπάρχουν αντίστοιχες κοινότητες γι’ αυτό. Οι κοινότητες hacking και ελεύθερου λογισμικού, είναι πιο αρμόδιες να ορίσουν το τι είναι οι ίδιες, όπως και το κάνουν. Παρόλα αυτά παραθέτουμε κάποια αποσπάσματα από ορισμούς, που έχουν δώσει κατά καιρούς άτομα που θεωρούν τους εαυτούς τους hacker και αναγνωρίζονται σαν τέτοιοι, αλλά και κομμάτια από ορισμένους θεωρητικούς που μιλάνε για το hacking. Με κάποια από αυτά μπορούμε να πούμε ότι συμφωνούμε και άλλα πως μας φαίνονται ενδιαφέροντα. Τα χρησιμοποιούμε εδώ σαν βάση, θέλοντας να χρησιμεύσουν σαν ένας άξονας που μπορεί να βοηθήσει τη συζήτηση.

Richard Stallman, από τη συνέντευξη στον Θεόδωρο Παπαθεοδώρου.

«Με προσέλαβαν στο MIT σαν χάκερ συστημάτων, που σήμαινε ότι έπρεπε να κάνω το σύστημα καλύτερο. Εκείνη την εποχή χρησιμοποιούσα ένα λειτουργικό σύστημα που λεγόταν ITS (incompatible timesharing system), που είχε αναπτυχθεί από μια ομάδα χάκερ στο εργαστήριο τεχνητής νοημοσύνης…

…το να κάνεις χάκινκ είχε ένα πιο γενικό νόημα και σήμαινε βασικά το να είσαι εφευρετικός και να ξεπερνάς τα όρια του δυνατού. Το χάκινκ δεν περιοριζόταν μόνο στην βελτίωση ενός λειτουργικού συστήματος. Μπορούσες να κάνεις χάκινκ σε οποιοδήποτε μέσο, δε χρειαζόταν απαραίτητα να είναι υπολογιστές. Το χάκινκ σαν μια γενική έννοια είναι μια στάση απέναντι στη ζωή. Τι έχει πλάκα για σένα; Αν το να ανακαλύπτεις παιγνιωδώς έξυπνους τρόπους που θεωρούνταν αδύνατοι παλιά έχει πλάκα, τότε είσαι ένας χάκερ.

Γύρω στο 1981, όταν οι δημοσιογράφοι έμαθαν για τους χακερ, τους παρεξήγησαν εντελώς και νόμιζαν ότι χακινκ σήμαινε να παραβιάζεις την ασφάλεια του συστήματος. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Πρώτα απ’ όλα υπάρχουν πολλοί τρόποι να κάνεις χάκινκ που δεν έχουν καθόλου να κάνουν με την ασφάλεια και δεύτερον, το να παραβιάζεις την ασφάλεια του συστήματος δεν είναι απαραίτητα χάκινκ. Είναι μόνο αν το κάνεις κατά τρόπο παιγνιωδώς ευφυή.»

Eric S.Raymont, How to become a hacker.

«Η νοοτροπία ενός χάκερ δεν είναι περιορισμένη σ’ αυτήν του χάκερ λειτουργικών συστημάτων. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η φύση των χάκερ είναι πραγματικά ανεξάρτητη από το συγκεκριμένο μέσο με το οποίο εργάζονται. Υπάρχουν άνθρωποι που εφαρμόζουν την αντίληψη αυτή και σε άλλα αντικείμενα, όπως είναι τα ηλεκτρονικά ή η μουσική. Στην πραγματικότητα μπορεί να βρει κανείς την κουλτούρα των χάκερ στα υψηλότερα επίπεδα της τέχνης και της επιστήμης. Οι χάκερ λειτουργικών συστημάτων αναγνωρίζουν αυτά τα συγγενή πνεύματα όπου υπάρχουν και ίσως να τους αποκαλούν επίσης χάκερ.

Υπάρχει βέβαια και μια άλλη ομάδα ανθρώπων που αποκαλούν εμφανώς τους εαυτούς τους χάκερ, αλλά δεν είναι. Αυτοί είναι διάφοροι έφηβοι που παραβιάζουν συστήματα ασφαλείας υπολογιστών και τηλεφώνων. Οι πραγματικοί χάκερ αποκαλούν αυτούς τους ανθρώπους κράκερ και δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση μ’ αυτούς. Δυστυχώς, πολλοί δημοσιογράφοι και συγγραφείς έχουν ξεγελαστεί και χρησιμοποιούν τον όρο χάκερ για να περιγράψουν τους κράκερ…

…χάκερ είναι εκείνοι που αναγνωρίζει σαν τέτοιους η κουλτούρα των χάκερ.»

Steven Levy, hackers: heroes of the computer revolution

«Χρειαζόμαστε μια πιο ειδική έννοια του χάκερ, για να προσδιορίσουμε εκείνους που δρουν στη μετάβαση από ένα ακαδημαϊκά και θεσμικά δομημένο περιβάλλον νεωτερισμών στην εμφάνιση αυτοοργανωμένων δικτύων τα οποία υπερβαίνουν τον οργανωτικό έλεγχο. Μ’ αυτή την περιορισμένη έννοια η κουλτούρα των χάκερ αναφέρεται, κατά την άποψή μου, σ’ ένα σύνολο αξιών και πεποιθήσεων που αναδείχθηκαν από τα δίκτυα των προγραμματιστών ηλεκτρονικών υπολογιστών οι οποίοι αλληλεπιδρούσαν on-line συνεργαζόμενοι σε αυτό-προσδιοριζόμενα σχέδια δημιουργικού προγραμματισμού…»

Manuel Castells, Ο γαλαξίας του διαδικτύου

«…η εσωτερική χαρά της δημιουργίας θεωρείται συχνά γνώρισμα της κουλτούρας των χάκερ. Αυτή είναι που φέρνει την κουλτούρα των χάκερ πιο κοντά στον κόσμο της τέχνης και στην ψυχολογική ώθηση για δημιουργικότητα. Το να είναι κανείς χάκερ ξεκινά από την ατομική παρόρμηση για δημιουργία, ανεξάρτητα από το οργανωτικό πλαίσιο αυτής της δημιουργίας. Αυτός είναι ο λόγος που υπάρχουν χάκερ σε ακαδημίες, λύκεια, εταιρείες και στα περιθώρια της κοινωνίας. Για την πνευματική ύπαρξή τους δεν εξαρτώνται από οργανισμούς αλλά από την αυτοπροσδιοριζόμενη κοινότητά τους, που οικοδομείται γύρω από δίκτυα ηλεκτρονικών υπολογιστών….

Οι περισσότεροι χάκερ γνωρίζονται μεταξύ τους από τα ονόματα που χρησιμοποιούν στο διαδίκτυο. Η ανεπισημότητα και η εικονικότητα είναι βασικά γνωρίσματα της κουλτούρας των χάκερ, γνωρίσματα που διαφοροποιούν έντονα αυτή την κουλτούρα από την ακαδημαική κουλτούρα και από άλλες εκφράσεις της αξιοκρατικής κουλτούρας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι ερευνητές του ARPA έκαναν χάκινγκ, με την έννοια του δημιουργικού προγραμματισμού ανοιχτού πηγαίου κώδικά και ήταν δημιουργοί του Διαδικτύου, αλλά δεν ήταν χάκερ με την πολιτισμική έννοια.»

Mckenzie Wark, Ένα μανιφέστο των χάκερ

«Είναι προς το συμφέρον των χάκερ να είναι ελεύθεροι να χακεύουν για την χαρά του χακέματος. Το ελεύθερο και δίχως όρια χάκεμα του καινούργιου δεν παράγει απλώς «το» μέλλον, αλλά μιαν άπειρη σειρά από δυνατά μέλλοντα, το μέλλον το ίδιο ως δυνητικότητα. Κάθε χάκεμα είναι μια έκφραση της ανεξάντλητης πολλαπλότητας του μέλλοντος, της δυνητικότητας. Ωστόσο, κάθε χάκεμα, αν πρόκειται να πραγματωθεί ως μορφή ιδιοκτησίας και να του αποδοθεί μια αξία, πρέπει να λάβει τη μορφή όχι μιας έκφρασης της πολλαπλότητας, αλλά της αναπαράστασης κάποιου πράγματος το οποίο μπορεί να επαναληφθεί και να αναπαραχθεί. Η ιδιοκτησία συγκρατεί μόνο μια διάσταση του χακέματος, την αναπαράσταση και την αντικειμενοποίησή του ως ιδιοκτησίας. Δεν μπορεί να συλλάβει την άπειρη και δίχως όρια δυνητικότητα από την οποία αυτό αντλεί την δυνατότητά του…

Όταν αιχμαλωτιστεί και αναπαρασταθεί ως ιδιοκτησία, το χάκεμα γίνεται ισοδύναμο κάθε άλλης μορφής ιδιοκτησίας, γίνεται μια εμπορευματοποιημένη αξία…»

Βλέπουμε λοιπόν ότι χάκερ δε σημαίνει αυτό που υπάρχει σαν προκατάληψη από τα media. Ότι δεν είναι απαραίτητα όποιος κάνει defacement 1, ή όποιος παραβιάζει τα συστήματα ασφαλείας κάποιας τράπεζας και σίγουρα όχι όποιος μπορεί να πυροδοτήσει πυρηνικές κεφαλές μέσω τηλεφώνου.

Αντίθετα το να έχει κανείς πάθος με κάτι, να το ψάχνει και να το εξελίσσει πειραματιζόμενος δημιουργικά πάνω σ’ αυτό ή ακόμα καλύτερα παίζοντας, κόβοντας και ράβοντάς το, προς δική του τέρψη και ικανοποίηση μάλλον μας φαίνεται πιο ενδιαφέρον ορισμός. Ή όπως μας είπε και κάποιος φίλος, «χάκινγκ είναι να παίζεις με τους κανόνες» (στην προκειμένη περίπτωση τους κανόνες της μηχανής) 2.

Ο όρος χάκινγκ ανιχνεύεται πρώτη φορά στα πρώιμα 60ς όπου εφαρμοζόταν, κυρίως, σε ιδιόκτητα λειτουργικά και σε ελάχιστα πειραματικά λειτουργικά συστήματα που δεν είχαν αναπτυχθεί όμως πέρα από τα όρια του ακαδημαϊκού, όπως στους πρώτους υπολογιστές χρονομερισμού στο εργαστήριο τεχνητής νοημοσύνης του MIT. Το χακινγκ δηλαδή, ξεχωριστά από την όποια προσπάθεια εφάρμοζε κάποιος στο δικό του ιδιόκτητο λειτουργικό, άρχισε να εφαρμόζεται για πρώτη φορά μαζικά μέσα στα πανεπιστήμια. Μέχρι λοιπόν περίπου το 1985 υπήρχε μια κοινότητα και μια ενιαία κουλτούρα των προγραμματιστών που είχαν σαν στόχο να βελτιώνουν τα λειτουργικά συστήματα των υπολογιστών των πανεπιστημίων, αλλά αυτό ήταν περισσότερο μια κοινή πρακτική αναμεταξύ τους, παρά κάτι συνειδητά διαφορετικό, με θεωρητικές βάσεις και αρχές, όπως μπορεί να το γνωρίζουμε σήμερα 3.

Αυτό άλλαξε όταν εκείνη τη χρονιά ο Richard Stallman προσπάθησε να προσδώσει για πρώτη φορά το χαρακτήρα του ελεύθερου λογισμικού. Μαζί με τη δημιουργία ενός πυρήνα λειτουργικού εμπνευσμένου από το UNIX, το GNU (που σημαίνει, δεν είναι UNIX), τον οποίο και διένειμε ελεύθερα, ο Stallman διέδιδε και μια επισύναψη για τη θεωρητική βάση του ελεύθερου λογισμικού. Οι αρχές του Stallman 4 βρήκαν αποδοχή στο μεγαλύτερο μέρος της τότε κοινότητας των χάκερ, με αποτέλεσμα, από εκείνη τη στιγμή και μετά, ο όρος χακινκ να προχωρήσει παράλληλα με τον κόσμο του ελεύθερου λογισμικού (και του μετέπειτα λογισμικού ανοιχτού κώδικα), επηρεάζοντας σίγουρα αυτούς που μέχρι τότε έκαναν χάκινγκ αλλά και τους επόμενους.

Το χάκινγκ, πήρε την τελική του μορφή όταν, από το 1991 μέχρι το 1993, ο linus torvalds χρησιμοποιώντας την αξία του διαδικτύου, σχεδίασε έναν δικό του πυρήνα βασισμένο στο λειτουργικό UNIX (που λίγο αργότερα ονομάστηκε linux), τον διένειμε ελεύθερα στο διαδίκτυο και ζήτησε συνεργασία από άλλους προγραμματιστές για την ολοκλήρωσή του. Από εκείνη τη στιγμή και μετά η κοινότητα των χάκερ μεγάλωσε με ταχύτατους ρυθμούς και έγινε όχι μόνο μεγαλύτερη αλλά και πιο ετερογενής από την προ linux εποχή. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το 1993 ήταν η πρώτη φορά που ο όρος χάκινγκ, ξέφυγε ακόμα περισσότερο και οριστικά, από τα μέχρι τότε όρια του πανεπιστημίου.

Mckenzie Wark, Ένα μανιφέστο των χάκερ

Η τάξη των χάκερ έχει μια αμφίθυμη σχέση με την εκπαίδευση. Οι χάκερ επιθυμούν τη γνώση, όχι την εκπαίδευση. Ο χάκερ γεννιέται μέσα από την ελευθερία της γνώσης καθ’ εαυτήν και αφ’ αυτής. Αυτό τον φέρνει σε μια ανταγωνιστική σχέση με την προσπάθεια που κάνει η κεφαλαιοκρατική τάξη για να καταστήσει την εκπαίδευση μια εισαγωγή στην έμμισθη σκλαβιά.

Στον κόσμο των χάκερ, (συγκεκριμένα σ’ αυτό που λέει ο Wark για την γνώση) μαθαίνοντας κανείς μόνος του, έξω από το εκπαιδευτικό παράδειγμα, δεν είναι απλά ότι το παρακάμπτει. Ναι το εκπαιδευτικό σύστημα ανήκει σε μια προηγούμενη εποχή, αυτή ενός «φορντικού» καπιταλισμού και είτε έχει τα προβλήματα του ελληνικού μοντέλου είτε τα προβλήματα οποιουδήποτε άλλου ανά τον κόσμο, έχει ξεπεραστεί από τον ίδιο τον καπιταλισμό και έχει ξεπεραστεί κι από τις ίδιες του τις μηχανές, τους υπολογιστές και το διαδίκτυο.

Δεν θέλουμε όμως να εστιάσουμε εδώ στο αν το εκπαιδευτικό σύστημα, σε όλες του τις βαθμίδες, βγάζει λειτουργικά αναλφάβητους. Ούτε στο ότι όσοι και όσες πειθαρχούν και το ακολουθούν όχι μόνο καταλήγουν με λειψές γνώσεις αλλά και με πτυχία που το μόνο που επιβεβαιώνουν είναι την μελλοντική ανεργία τους.

Αυτό που μας φαίνεται ενδιαφέρον και θα μπορούσε να αφορά ένα γνωσιολογικό κίνημα, είναι ότι οι χάκερ σαν γνήσια τέκνα του νέου τεχνολογικού παραδείγματος, στην προσπάθειά τους να κατακτήσουν τον κόσμο αυτών των μηχανών, να μάθουν γι’ αυτές, να τις καταλάβουν και να τις χρησιμοποιήσουν, μετασχημάτισαν και στην ουσία επανεφηύραν την εκπαιδευτική διαδικασία. Με κέντρο εκείνο που όρισαν αυτοί, με βάση τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους.

Εκεί που το εκπαιδευτικό σύστημα σκοτώνει οποιαδήποτε επιθυμία για γνώση, αλλοτριώνει τα μυαλά και αλέθει τη δημιουργικότητα των μαθητευόμενών του, ενώ ταυτόχρονα συνδέεται όλο και περισσότερο, όλο και πιο αποκλειστικά με την αυριανή εργασία τους, δημιούργησαν, συνειδητά ή όχι δεν έχει σημασία, μια νέα διαδικασία. Η οποία, σαν άξονές της δεν είχε καταναγκασμούς, πειθαρχήσεις και διακρίσεις του παλιού εκπαιδευτικού 5, αλλά είχε τη συνεργασία, το κοινό ενδιαφέρον για γνώση, τη λογική του μοιράσματος και τη δημιουργία και στήριξη κοινοτήτων. Ηλεκτρονικών και διαδικτυακών, ως επί το πλείστον, κοινοτήτων, με τα όποια θετικά και αρνητικά μπορεί να υπάρχουν σ’ αυτό. Οι χάκερ μαθαίνουν όσα χρειάζονται έξω από οποιαδήποτε επίσημη διαδικασία εκπαίδευσης, μαθαίνουν από το διαδίκτυο, δηλαδή ο ένας απ’ τον άλλο. Και μαθαίνουν παίζοντας, δοκιμάζοντας και ανταλλάσσοντας. Με κίνητρο πάντα την προσωπική τους επιθυμία, την περιέργεια και την ανάγκη για γνώση 6.

Τη στιγμή που το εκπαιδευτικό σύστημα καταρρέει, ένα γνωσιολογικό κίνημα, το οποίο θέλει να ορίζει τι θα μαθαίνει και με ποιους όρους, μπορεί να αναγνωρίσει σαν ένα πετυχημένο παράδειγμα τους τρόπους που λειτουργούν αυτές οι κοινότητες. Το ενδιαφέρον με το χάκινγκ είναι το πώς βρίσκει ή φτιάχνει κανείς το δρόμο που θέλει, μέσα στην κυριαρχία της μηχανής. Σίγουρα από μόνο του δε φτάνει για να γίνει ριζοσπαστικό, αλλά αυτή η διαδικασία έχει αξία όχι μόνο για το κομμάτι της εκπαίδευσης που αναφέραμε, αλλά και γιατί γεννάει νέους τρόπους παρέμβασης και κίνησης μέσα στα διάφορα δίκτυα, και νέες φιγούρες χρηστών, που δεν μπορούμε να φανταστούμε πώς θα εξελιχθούν.

Μπορούμε ειδικά στη φάση της αλλαγής που βρισκόμαστε, να διαβάσουμε κάποια από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους, όπως για παράδειγμα αυτά που αφορούν στην επικοινωνία μέσω της μηχανής, στην αξία ή όχι της φυσικής παρουσίας ή στη νέα έννοια του «σχετίζεσθαι» κλπ., αλλά δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα με την οποία μεταβάλλονται αυτά τα χαρακτηριστικά. Από αυτήν την άποψη, έχει μια αξία να εξετάζουμε που χωράνε τέτοιοι τρόποι στο δικό μας πεδίο δράσης αλλά και πού αξίζει να δημιουργούμε γέφυρες αλληλεπίδρασης με τους «αυτόχθονες» του νέου παραδείγματος.

Σημειώσεις: 

Defacement: το να μπαίνει κανείς σε μια ιστοσελίδα και να της αλλάζει την οπτική της εμφάνιση ή να πετάει μέσα ένα μήνυμα που το βλέπει όποιος την επισκέπτεται ή ακόμα και μια άλλη ιστοσελίδα, προφανώς χωρίς τη συναίνεση του διαχειριστή της σελίδας. 

Αυτό που μας φαίνεται επίσης ενδιαφέρον είναι ότι σε διάφορους ορισμούς για το τι είναι χάκερ, μπαίνουν ορισμένα ηθικού τύπου κριτήρια τα οποία, ορισμένες φορές, έχουν πολύ λεπτά όρια μεταξύ τους. Όπως για παράδειγμα το ότι δεν είναι χάκερ κάποιος που φτιάχνει κακόβουλο λογισμικό, ή ότι δεν είναι χάκερ κάποιος που σπάει το Photoshop και το διανέμει δωρεάν στο internet για να μην χρειαστεί να το αγοράσει όποιος το χρειάζεται. Κι ότι τέτοιοι τύποι παρά την «τεχνική τους κατάρτιση» δεν αναγνωρίζονται σαν χάκερ από τις κοινότητες αυτών και ονομάζονται κράκερ. Αυτό βέβαια μπορεί να σηκώνει αρκετή συζήτηση. 

Το ενδιαφέρον, αλλά και κάπως ειρωνικό, είναι ότι εκείνη την περίοδο που τα πανεπιστήμια είχαν ριχτεί σ’ έναν αγώνα δρόμου για την όλο και πιο γρήγορη εξέλιξη και βελτίωση των λειτουργικών τους συστημάτων, δεν δημιούργησαν μόνο τους χάκερ και τις κοινότητές τους μέσα από τον συνεχή μεταξύ τους ανταγωνισμό, αλλά παρήγαγαν και δημιούργησαν τα ίδια τις βάσεις για το ξεπέρασμά τους. 

Από την συνέντευξη στον Θεόδωρο Παπαθεοδώρου.

Ελευθερία μηδέν: Η ελευθερία να τρέχεις το πρόγραμμα όπως θέλεις.

Ελευθερία ένα: Η ελευθερία να μελετάς τον πηγαίο κώδικα του προγράμματος και να επεμβαίνεις σε αυτόν, ώστε το πρόγραμμα να κάνει ακριβώς την δουλειά που θέλεις.

Ελευθερία δύο: Η ελευθερία να βοηθάς τους άλλους, ή αλλιώς, να αναδιανέμεις ακριβή αντίγραφα όποτε το επιθυμείς.

Ελευθερία τρία: Η ελευθερία να συμβάλλεις στην κοινότητα χρηστών σου, δηλαδή την ελευθερία να διανέμεις αντίγραφα του προγράμματος με τις μετατροπές σου (δεδομένου πάντα ότι έχεις κάνει τέτοιες μετατροπές γιατί αυτό δεν είναι κάτι που το κάνουν όλοι). 

Μπορεί βέβαια να αναπαράγει άλλους καταναγκασμούς, άλλες πειθαρχήσεις και διακρίσεις. Η γνώμη μας είναι πως στο χέρι των ίδιων των εμπλεκόμενων, είναι να τις ξεπεράσουν και να μην αναπαράγουν καινούργιες. 

Αυτό βέβαια μπορεί να μην έχει να κάνει μόνο με θέματα προγραμματισμού και λειτουργικών συστημάτων, αλλά και με ό,τι μπορεί να μάθει κανείς από τον κόσμο των μηχανών, όπως το ότι μπορεί να μάθει μοντάζ και να φτιάχνει video ή να μαθαίνει και να παίζει μουσική. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου