Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Ο Μεγάλος Δεκέμβρης του ’44 (15ο μέρος)

Ο Εργατικός Αγώνας ολοκληρώνει σήμερα τη σειρά των ιστορικών δημοσιευμάτων στο Μεγάλο Δεκέμβρη με αφορμή την συμπλήρωση των 70 χρόνων από τότε. Στόχος μας ήταν να δώσουμε όσο το δυνατό ολοκληρωμένα το ιστορικό γεγονός αλλά και να απαντήσουμε σε μια σειρά διαστρεβλώσεις της ιστορίας του εργατικού - λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος που δεν εμφανίστηκαν μόνο στο παρελθόν αλλά με διάφορους τρόπους επανέρχονται και σήμερα. Ο αναγνώστης θα κρίνει αν το πετύχαμε.

Τι ήταν ο «Δεκέμβρης του ‘44» - Διδάγματα και συμπεράσματα
Ο Δεκέμβρης του 1944 απασχόλησε και απασχολεί την ιστοριογραφία όσο λίγα ιστορικά γεγονότα. Το ενδιαφέρον αυτό δεν είναι ούτε παράξενο ούτε ανεξήγητο. Μια χώρα και μια κοινωνία που- τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών- συνεχίζει να διαχωρίζεται από τις ίδιες ταξικές αντιθέσεις, είναι αδύνατο να αποφύγει την συζήτηση πάνω σε ιστορικά γεγονότα, όπως αυτά του Δεκέμβρη. Ο Δεκέμβρης ήταν η κορύφωση της ταξικής πάλης σε μια περίοδο κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών που σφραγίζονται από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο- και τις εξελίξεις που αυτός δρομολογεί σε ολόκληρο τον κόσμο, ειδικότερα δε στην Ευρώπη- και το ΕΑΜικό κίνημα αντίστασης στην Ελλάδα. Χωρίς το ΕΑΜικο κίνημα αντίστασης, την κατάσταση που αυτό διαμορφώνει στην Ελλάδα την περίοδο 1941- 1944 και τον Δεκέμβρη είναι αδύνατο να προσδιορίσει και να εξετάσει κανείς ορθά τον αγώνα του ΔΣΕ 1946- 1949. Αντίσταση και εμφύλιος αποτελούν τις δύο φάσεις του ίδιου ενιαίου επαναστατικού προτσές. Δεν πρόκειται για διαφορετικά πράγματα.
Όταν εξετάζουμε ένα ιστορικό γεγονός- και μάλιστα αυτής της σπουδαιότητας όπως είναι ο Δεκέμβρης, οφείλουμε πρώτα απ’ όλα, και πάνω απ’ όλα, να προσδιορίζουμε τον χαρακτήρα του. Άλλος τρόπος να το κάνουμε αυτό δεν υπάρχει από το να εξετάσουμε τα αποτελέσματα που είχε το συγκεκριμένο γεγονός στην κοινωνική εξέλιξη κι από τα αποτελέσματα που θα μπορούσε να έχει αν η έκβασή του ήταν διαφορετική από αυτή που γνωρίζουμε.
Στον προσδιορισμό του χαρακτήρα ενός ιστορικού γεγονότος που βρίσκεται στο μεταίχμιο της ιστορίας, δεν έχει καμία σημασία τι πίστευαν γι’ αυτό- πριν, κατά τη διάρκειά του ή μετά- εκείνοι που πρωταγωνίστησαν. Οι αντικειμενικές συνέπειες έχουν την καθοριστική σημασία και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις της ιστορίας όπου τα πρόσωπα, οι μάζες και οι ηγέτες ήταν σε διάσταση με αυτές τις συνέπειες. Δεν αντιλαμβάνονταν δηλαδή ολοκληρωμένα την ουσία τους γιατί αδυνατούσαν να αντιληφθούν και να αναλύσουν σωστά την αντικειμενική πραγματικότητα. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε άλλωστε πως ο μαρξισμός διδάσκει ότι δεν μπορούμε να κρίνουμε τους ανθρώπους, τις ιστορικές εποχές και τις κοινωνίες με βάση την ιδέα που αυτές έχουν για τον εαυτό τους.
Αντικειμενικά ήταν μια επανάσταση
Κάτω από αυτό το πρίσμα ο Δεκέμβρης του 1944 ήταν μια επανάσταση. Αντικειμενικά ήταν μια επανάσταση από μέρους των κοινωνικών δυνάμεων (της εργατικής τάξης και των μικρομεσαίων λαϊκών στρωμάτων) που συσπειρώνονταν γύρω από το ΚΚΕ, το ΕΑΜικό κίνημα και τις οργανώσεις του. Έτσι, αν από την μία πλευρά ο Δεκέμβρης ήταν μια επανάσταση, από την άλλη πλευρά ήταν μια αντεπανάσταση. Ο αγγλικός ιμπεριαλισμός και η εγχώρια αστική τάξη επιδίωκαν, με τον Δεκέμβρη, την ήττα και σε τελευταία ανάλυση της συντριβή του ΕΑΜικού κινήματος και του ΚΚΕ. Πέτυχαν αρχικά μια μερική αλλά σημαντική ήττα του κινήματος. Επιχείρησαν, μετά τη Βάρκιζα, τη συντριβή του με την λευκή τρομοκρατία και όσα επακολούθησαν με τελική κατάληξη να φτάσουμε υποχρεωτικά στον Εμφύλιο πόλεμο.
Αν, όμως, ο Δεκέμβρης οδηγούσε σε νίκη του ΕΛΑΣ, στην Ελλάδα θα άρχιζε η οικοδόμηση της Λαϊκής Δημοκρατίας- όπως την έλεγαν τότε- δηλαδή θα εγκαθιδρύονταν σ’ ολόκληρη τη χώρα (καθώς στο μεγαλύτερο μέρος της υπήρχε) μια νέα εξουσία που θα έσπαγε τα δεσμά της εξάρτησης της χώρας από τον ιμπεριαλισμό, θα υπερέβαινε το καπιταλισμό και θα έθετε τις βάσεις για την οργάνωση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ενδιάμεσες λύσεις δεν υπήρχαν κι αυτό φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού αν εξετάσει κάποιος την πραγματική κατάσταση στην Ελλάδα του ’44, την διάταξη και τον συσχετισμό των πολιτικών, κοινωνικών και στρατιωτικών δυνάμεων της εποχής. Υπήρχαν μόνο μεταβατικές καταστάσεις προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση: Προς την παλινόρθωση του προπολεμικού καπιταλισμού με όλα τα όργανα εξουσίας στα χέρια της αστικής τάξης ή προς την κατεύθυνση της λαϊκής δημοκρατίας και του σοσιαλισμού.
Πώς προέκυψε ένα τέτοιο κοινωνικό, πολιτικό, ταξικό δίλημμα και υποχρεωθήκαμε να πάμε στον Δεκέμβρη; Η απάντηση δεν μπορεί να αναζητηθεί πουθενά αλλού παρά μόνο στα λήθη της ηγεσίας του ΚΚΕ και του ΕΑΜικού κινήματος αντίστασης. Αυτό είναι οφθαλμοφανές αν ρίξει κανείς μια ματιά στην ιστορία της Εθνικής Αντίστασης 1941- 1944 και δει την κατάσταση που διαμορφώνεται στη χώρα. Συγκεκριμένα:
Η Αντίσταση γέννησε μια νέα -λαϊκή- εξουσία
Με την ανάπτυξη της ένοπλης πάλης του ΕΛΑΣ, στα χρόνια της κατοχής, αρχικά στην ορεινή Ελλάδα και στη συνέχεια και στην πεδινή, δημιουργηθήκαν ελεύθερες περιοχές που συνενώνονταν μεταξύ τους σταδιακά και δημιουργούσαν ένα λίγο πολύ ενιαίο απελευθερωμένο σύνολο. Από την πρώτη στιγμή, στις ελεύθερες περιοχές πρόβαλε η ανάγκη οργάνωσης της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής με αποτέλεσμα να εμφανιστούν τα πρώτα φύτρα της λαϊκής εξουσίας. Στην αρχή, η προσπάθεια αυτή πήρε στις διάφορες περιοχές της χώρας τις πιο ποικίλες μορφές. Πολύ γρήγορα όμως εμφανίστηκαν δύο πρωτόγνωροι θεσμοί, ο θεσμός της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης και ο θεσμός της Λαϊκής Δικαιοσύνης που σφράγισαν όλη τη περίοδο της ξενικής κατοχής στην Ελεύθερη Ελλάδα.
Στις 4 Δεκέμβρη του 1942 ειδική επιτροπή, πού συγκροτήθηκε από τις Περιφερειακές Επιτροπές του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ Φθιωτιδοφωκίδας- Ευρυτανίας σύνταξε την Εισηγητική Έκθεση και τις Διατάξεις τον πρώτου Κώδικα για την Αυτοδιοίκηση και τη Λαϊκή Δικαιοσύνη, πού ονομάστηκε «Κώδικας Ποσειδών».
Ο «Κώδικας Ποσειδών» αποτελούντων από οκτώ άρθρα: Το πρώτο καθιέρωνε τη Λαϊκή Εξουσία. Το δεύτερο άρθρο αφορούσε την άσκηση της δικαστικής εξουσίας από το λαό με το θεσμό του Λαϊκού Δικαστηρίου. Το τρίτο άρθρο καθιέρωνε το θεσμό τον λαϊκού επιτρόπου που ήταν υπεύθυνος του ΕΑΜ.
Με τα υπόλοιπα άρθρα θεσπίζονταν τριμελείς λαϊκές επιτροπές: Επισιτιστική, Σχολική, Εκκλησιαστική, Λαϊκής Ασφάλειας. Με το τελευταίο άρθρο του «Κώδικα» καθιερωνόταν ο θεσμός τής 'Ένωσης Κοινοτήτων Νομού. Ο «Κώδικας Ποσειδών» αναγνώριζε τα πρώτα έμβρυα τής λαϊκής εξουσίας και κατοχύρωνε τις πρώτες επιτεύξεις του λαού στον τομέα τής αυτοδιοίκησης.
Την περίοδο Δεκέμβρης 1942- Μάρτης 1944, οι ελεύθερες περιοχές, χάρη στη διαρκώς εντεινόμενη πολεμική δράση των ανταρτών, επεκτείνονταν συνεχώς και σταθεροποιούνταν. Η Ελεύθερη Ελλάδα, όπως εύστοχα την αποκαλούσε ό λαός, άρχιζε από τα ελληνοαλβανικά σύνορα κι έφθανε ως έξω από την Αθήνα. Περιλάμβανε ολόκληρη την περιοχή της Πίνδου καθώς και τις ορεινές περιοχές Τυμφρηστού, Βαρδουσίων, Γκιώνας, Παρνασσού, Καλλίδρομου, Ελικώνα, Πάρνηθας. Ελεύθερες περιοχές είχαν επίσης δημιουργηθεί στον Όλυμπο, Κίσσαβο, Πήλιο, Χάσια στη Θεσσαλία. Στη Νεμέρτσικα, στον Κασιδιάρη, στη Μουργκάνα, στο Σούλι στην Ήπειρο. Στα Πιέρια και στο Βέρμιο στην Κεντρική Μακεδονία. Στο Παναχαϊκό, τον Πάρνωνα, τον Ταΰγετο, στη Ζήρεια, το Μαίναλο στην Πελοπόννησο. Σε ορισμένα μέρη τής Ανατολικής Μακεδονίας. Στα νησιά Κρήτη, Εύβοια, Σάμο.
Χιλιάδες χωριά, κωμοπόλεις ακόμα και πόλεις, όπως η Καρδίτσα, η Καλαμπάκα, η Αγιά, το Καρπενήσι, η Αταλάντη, το Λιδωρίκι, το Μέτσοβο, η Κόνιτσα, το Δελβινάκι, τα Γρεβενά, η Δεσκάτη, η Σιάτιστα κ.α. απαλλαχτήκαν από το βραχνά των καταχτητών και οι κάτοικοι τους άρχισαν να οργανώνουν τη ζωή τους σύμφωνα με τ/ς αρχές τον εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Το 1943 κατά τους μετριότερους υπολογισμούς, είχε απελευθερωθεί πάνω από το μισό έδαφος της χώρας κι ο ΕΛΑΣ είχε κάτω από τον έλεγχό του αρκετές ακόμα περιοχές, χωρίς να τις κρατάει σταθερά. Ο εχθρός περιορίστηκε κυρίως, στις μεγάλες πόλεις και προσπαθούσε να διατηρεί κάτω από τον έλεγχό τον τις βασικές σιδηροδρομικές και οδικές αρτηρίες.
Στην Ελεύθερη Ελλάδα, οι επιτροπές της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης, της Λαϊκής Δικαιοσύνης και της Λαϊκής Ασφάλειας καθιερώθηκαν το 1943 σαν λαϊκός Δημοκρατικός θεσμός και η λαϊκή Δημοκρατική εξουσία απλώθηκε ταχύτατα όχι μόνο στις ελεύθερες αλλά και στις ημικατεχόμενες και σ' αρκετές περιπτώσεις και στις κατεχόμενες από τον εχθρό περιοχές τής χώρας.
Στις 12 Μάρτη του ’44- όπως όλοι γνωρίζουμε- η λαϊκή εξουσία απέκτησε κεντρική κυβέρνηση, την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ). Στις 25 Απρίλη 1944 πραγματοποιηθήκαν οι εκλογές για την ανάδειξη των λαϊκών αντιπροσώπων σε ολόκληρη σχεδόν τη χώρα και στο διάστημα από τις 14 ως τις 27 Μάη του ’44 συνήλθε στις Κορυσχάδες Ευρυτανίας το Εθνικό Συμβούλιο. Η λαϊκή εξουσία απλώθηκε παντού. Ακόμη και στις κατεχόμενες περιοχές που δεν ήταν δυνατόν να λειτουργήσουν τα λαϊκά όργανα εξουσίας, η Λαϊκή Αυτοδιοίκηση και η Λαϊκή Δικαιοσύνη, δηλαδή τα ελληνικού τύπου Σοβιέτ, η λαϊκή εξουσία ήταν παρούσα με την τεράστια συμμετοχή του λαού στο ΕΑΜ, την ΕΠΟΝ, την Εθνική Αλληλεγγύη, με ισχυρότατο το ΚΚΕ ως καθοδηγητική δύναμη και φυσικά με την παρουσία του λαϊκού στρατού, δηλαδή του ΕΛΑΣ.
Οι υποχωρήσεις του ΕΑΜικού κινήματος και η αιτία τους
Πώς αξιοποίησε η ηγεσία του κινήματος αυτή τη λαϊκή εξουσία; Όλα τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν πως μάλλον δεν την κατανόησε σε όλο της το βάθος ώστε, κατά συνέπεια, να προσδιορίσει σωστά τα καθήκοντα που απέρρεαν απ’ αυτήν. Η πράξη της δείχνει τούτο: Αντί να προασπίσει, ενισχύσει και εδραιώσει αυτή την εξουσία, ουσιαστικά την παρέδωσε στον αντίπαλο. Η πράξη της δείχνει κάτι ακόμη. Δεν είχε σωστή εκτίμηση του αντιπάλου, δηλαδή της εγχώριας αστικής τάξης και του αγγλικού ιμπεριαλισμού.
Στο πλαίσιο αυτό , όπως ήδη έχουμε σημειώσει:
  • Στις 5 Ιουλίου του 1943, υπογράφηκε στην Καστανιά η συμφωνία υπαγωγής του ΕΛΑΣ στο Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής (ΣΜΑ). Με την συμφωνία αναγνωριζόταν ως ανώτερη στρατιωτική ηγεσία του αντιστασιακού κινήματος στην Ελλάδα το Βρετανικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής.
  • Στις 20 Μαΐου του 1944- κι ενώ η λαϊκή εξουσία έχει πλήρως οργανωθεί στην Ελεύθερη Ελλάδα- υπογράφεται το περιβόητο σύμφωνο του Λιβάνου
  • Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 ορκίστηκε η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γ. Παπανδρέου με την συμμετοχή των ΕΑΜιτών υπουργών και στη συνέχεια οι Άγγλοι διόρισαν τον Σκόμπυ αρχηγό των χερσαίων δυνάμεων στην Ελλάδα.
  • Στις 26 Σεπτεμβρίου 1944 υπογράφηκε η συμφωνία της Καζέρτας που προέβλεπε την υπαγωγή των ελληνικών ανταρτικών δυνάμεων κάτω από τις διαταγές του Σκόμπυ, απαγόρευε στο αντάρτικο κίνημα να πάρει, με την απελευθέρωση, την εξουσία στα χέρια του, απαγόρευε στον ΕΛΑΣ οποιαδήποτε δράση στις περιοχές περιφερείας Αττικής, Πελοποννήσου και Θράκης συμπεριλαμβανομένου και της Θεσσαλονίκης κ.ο.κ.
Το ζήτημα της ενότητας του έθνους
Τα προαναφερόμενα λάθη- καθώς και άλλα μικρότερης ή διαφορετικής σημασίας- η ηγεσία του ΕΑΜικού κινήματος και του ΚΚΕ τα ερμήνευαν ως αναγκαστικές επιλογές στο πλαίσιο ενός γενικότερου στόχου, της επίτευξης, δηλαδή, της περιβόητης εθνικής ενότητας. Έπρεπε να επιδιώκουν έναν τέτοιο στόχο το ΚΚΕ και το ΕΑΜ; Ασφαλώς και έπρεπε. Αυτό άλλωστε έκαναν από την πρώτη στιγμή που οργανώθηκε το ΕΑΜικό κίνημα αντίστασης. Γι’ αυτό και το κίνημα ονομάστηκε εθνικοαπελευθερωτικό. Τέτοιο ήταν αφού η χώρα βρισκόταν κάτω από ξενική- φασιστική κατοχή. Ήταν κίνημα απελευθέρωσης του έθνους. Κίνημα συγκέντρωσης όλων των κοινωνικών δυνάμεων που αποτελούσαν το έθνος- της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και του χωριού, ολόκληρου δηλαδή του εργαζόμενου λαού- στην πάλη για την απελευθέρωση της χώρας. Μέσα απ’ αυτό το στόχο, την απελευθέρωση δηλαδή της χώρας και του έθνους, περνούσε το ταξικό- κοινωνικό ζήτημα στην Ελλάδα εκείνη την εποχή. Αλλά τι είναι έθνος; Ο μαρξισμός διδάσκει ότι το έθνος είναι μια ιστορική κατηγορία. Μια ιστορικά διαμορφωμένη κοινότητα ανθρώπων που στηρίζεται στην κοινότητα εδάφους, στην οικονομική κοινότητα και στην κοινότητά πολιτισμού. Το έθνος εμφανίζεται ιστορικά μαζί με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής αλλά δεν ξεπερνιέται με το τέλος αυτών των σχέσεων. Στην ολοκληρωμένη του μορφή το έθνος εμφανίζεται μαζί με την συγκρότηση του αστικού κράτους. Την οργάνωση δηλαδή της αστικής τάξης σε κράτος και την ενότητα των κοινωνικών δυνάμεων που αποτελούν το έθνος γύρω απ’ αυτήν.
Ο μαρξισμός, επίσης, διδάσκει πως η μόνη τάξη, πέραν της αστικής, που μπορεί και πρέπει να οργανώσει το έθνος γύρω από τον εαυτό της είναι η εργατική τάξη. Οφείλει να το κάνει ως προϋπόθεση για να πάρει την εξουσία στα χέρια της. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο οι Μαρξ- Ένγκελς σημειώνουν: «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα. Δεν μπορεί να τους πάρεις αυτό που δεν έχουν. Μα μια και το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να καταχτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε εθνική τάξη, να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος, είναι και το ίδιο επίσης εθνικό, αν και σε καμία περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης». Στην αγγλική έκδοση του Κομμουνιστικού μανιφέστου (1888) αντί της φράσης «να ανυψωθεί σε εθνική τάξη» υπάρχει η φράση «να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους»[1]. Για να ανυψωθεί το προλεταριάτο σε ηγέτιδα τάξη του έθνους πρέπει να σπάσει την παλιά εθνική ενότητα γύρω από την αστική τάξη και να δημιουργήσει μια νέα εθνική ενότητα γύρω από τον εαυτό του. Συνεπώς η έννοια της εθνικής ενότητας δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται- όπως κάνει το σημερνό ΚΚΕ- ως κάτι ξένο και εχθρικό προς την εργατική τάξη, ως στοιχείο υποταγής στην αστική τάξη αλλά ως απαραίτητο στοιχείο στην πολιτική του προλεταριάτου για την επίτευξη της κοινωνικής απελευθέρωσης του εργαζόμενου λαού από τα δεσμά της αστικής τάξης.
Πού βρίσκεται επομένως το λάθος του ΕΑΜικού κινήματος και του ΚΚΕ, αναφορικά με την εθνική ενότητα, στην περίοδο της κατοχής και ειδικότερα κατά το κρίσιμο έτος του 1944; Βρίσκεται στο γεγονός ότι αναζητούσε την εθνική ενότητα σε λάθος κατεύθυνση και μάλιστα σε μια χρονική στιγμή που αυτή είχε επιτευχθεί σε εντελώς νέα βάση. Αναζητούσε δηλαδή την εθνική ενότητα με την αστική τάξη σε μια χρονική περίοδο που η αστική τάξη είχε πάψει πια να είναι ηγέτιδα τάξη του έθνους και μια νέα εθνική ενότητα είχε δημιουργηθεί γύρω από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της που πολιτικά εκφραζόταν από το ΕΑΜ, το ΚΚΕ και τα όργανα λαϊκής εξουσίας- με κορυφαίο την κυβέρνηση του βουνού (ΠΕΕΑ). Αυτή τη νέα εθνική ενότητα δεν την αντιλαμβάνονταν, τότε, ούτε το ΚΚΕ ούτε το ΕΑΜ.
Εξετάζοντας αυτά τα γεγονότα στην αλληλουχία τους, στο πώς δηλαδή διαδέχονται το ένα το άλλο, δεν χρειάζονται περισσότερες αποδείξεις για να συνειδητοποιήσουμε ότι πίσω και δίπλα από τις υποχωρήσεις του ΕΑΜικού κινήματος και ταυτόχρονα με αυτές, εξελίσσεται ένας καταφανής σχεδιασμός από μέρους των Εγγλέζων και της ντόπιας αστικής τάξης που έχουν σαφή στόχο, ξέρουν τι θέλουν και φροντίζουν κάθε φορά να πλησιάζουν όλο και περισσότερο σ’ αυτό που επιδιώκουν. Αντίθετα, το ΕΑΜικό κίνημα όλο και περισσότερο υπονομεύει την θέση που έχει κατακτήσει μέσα στη χώρα και όλα όσα έχει πετύχει ο λαός με τους αγώνες του και- φυσικά- με πολύ αίμα.
Η δυαδική εξουσία
Εν πάση περιπτώσει, από τις 4 Οκτωβρίου του 1944 που τα αγγλικά στρατεύματα πατάνε το πόδι τους στην Ελλάδα κι από τις 18 Οκτωβρίου που φτάνουν στη χώρα, ο Παπανδρέου, η κυβέρνησή του και ο Σκόμπυ, θεμελιώνεται στην πράξη η δυαδική εξουσία που με το σύμφωνο του Λιβάνου είχε δημιουργηθεί στα χαρτιά.
Δυαδική εξουσία σύμφωνα με τον ορισμό του Λένιν εννοούμε την ταυτόχρονη ύπαρξη δύο εξουσιών διαμετρικά αντίθετων μεταξύ τους όπου η μία αντικειμενικά αναιρεί την άλλη, την υπονομεύει και για όσο καιρό συνυπάρχει μαζί της ένα στόχο μπορεί να έχει. Να την εξαφανίσει για να μείνει αυτή μία και μοναδική εξουσία.
Είναι απολύτως βέβαιο- γιατί δεν προκύπτει από πουθενά κάτι διαφορετικό- ότι η ΕΑΜική ηγεσία και η ηγεσία του ΚΚΕ κάθε άλλο παρά αντιλήφθηκαν ότι στη χώρα- με δική τους ευθύνη- δημιούργησαν δυαδική εξουσία. Δεν αντιλήφθηκαν καν την ύπαρξή της. Γιατί αν την είχαν αντιληφθεί θα μπορούσαν να κατανοήσουν ότι αυτές οι δύο εξουσίες δεν θα μπορούσαν να πάνε για πολύ καιρό μαζί. Συνεπώς, εκ των πραγμάτων θα άλλαζαν τακτική και θα προετοιμάζονταν ώστε πολύ γρήγορα να απαλλαγούν από την εξουσία της αστικής τάξης που δεν είχε κανένα λαϊκό έρεισμα- πλην της στήριξης των Άγγλων, του ΕΔΕΣ και των δοσιλόγων- και υπήρχε στη χώρα λόγω της ανοχής του ΕΑΜ.
Μ’ αυτά τα δεδομένα φτάσαμε στον Δεκέμβρη. Με δυαδική εξουσία και με την αδυναμία της ηγεσίας του ΕΑΜικού κινήματος και του ΚΚΕ να έχουν συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης.
Ο Δεκέμβρης ήταν μια αναγκαιότητα που πήγαζε μέσα από την ίδια την αντικειμενική πραγματικότητα. Ήταν το αναγκαίο και αναγκαστικό βήμα για να λυθεί το πρόβλημα της δυαδικής εξουσίας. Μπορεί να ερχόταν λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, θα ερχόταν. Η μόνη περίπτωση να μην φτάναμε στον Δεκέμβρη ήταν, μία από τις δύο εξουσίες να διαλυόταν οικειοθελώς προς όφελος της άλλης
Πρώτο βήμα για το ξεπέρασμα της δυαδικής εξουσίας προς όφελος της αστικής τάξης και των Άγγλων ήταν ο αφοπλισμός του λαϊκού κινήματος. Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ που δεν είχαν αντιληφθεί το πραγματικό πρόβλημα σ’ εκείνες τις συνθήκες ασφαλώς δεν είχαν προτεραιότητες. Δεν έθεταν για παράδειγμα ως πρώτη προτεραιότητα το τέλος της εξουσίας των αντιπάλων τους. Έτσι αρκέστηκαν σε θέσεις άμυνας. Αρνήθηκαν την διάλυση του ΕΛΑΣ και πολέμησαν γι’ αυτό. Δεν είχαν όμως στόχο ευθύς εξαρχής το τέλος της εξουσίας των αντιπάλων τους. Ήλπιζαν-ξεπερνώντας κάθε όριο αυταπατών- ότι το κοινωνικό πρόβλημα στην Ελλάδα θα μπορούσε να λυθεί ειρηνικά μέσα από τίμιες και ελεύθερες εκλογές. Αν και δεν είχαν αυταπάτες ότι αργά ή γρήγορα θα συγκρούονταν με τους Εγγλέζους, δεν φαίνεται να είχαν σαφή αντίληψη του εύρους και της σημασίας αυτής της σύγκρουσης. Μοιάζει να πίστευαν, ότι οι Βρετανοί, διαρκούντος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, ποτέ δεν θα έφταναν σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο με το αντιστασιακό κίνημα και φυσικά δεν θα μακέλευαν ανελέητα έναν λαό που τόσα είχε προσφέρει στον αγώνα κατά του Φασισμού. Επιπλέον, διαρκούντος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου- και με την αντιχιτλερική συμμαχία εν ισχύ- δεν φαίνεται να θεωρούσαν σωστό ότι το ΕΑΜικό κίνημα- αν ήθελε να προασπίσει τις λαϊκές κατακτήσεις και την λαϊκή εξουσία- όφειλε να φτάσει σε έναν πόλεμο μέχρι τέλους με τα βρετανικά στρατεύματα.
Ας θυμηθούμε τι έγραφε ο Ζέβγος στο ημερολόγιό του για την κατάσταση μετά την απελευθέρωση κι ενώ πλησίαζε απειλητικά ο Δεκέμβρης[2]:
«Και τώρα: Ο Παπανδρέου ελίσσεται ανάμεσα σε αντίδραση και Αριστερά για να αφοπλίσει λαϊκό κίνημα, να γίνει αρχηγός δεξιάς. Μας Ανέχονται γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Ζητούν να μας κουράσουν βήμα προς βήμα, να μας αφοπλίσουν. Στρατό, πολιτοφυλακή, αυτοδιοίκηση, Λαϊκή Δικαιοσύνη. Να κουράσουν το Λαό. Να δώσουν δικές τους λύσεις.
Είμαστε υποχρεωμένοι να ανεχόμαστε. Να δεχόμαστε την προώθηση της αντίδρασης. Να συνιστούμε και να επιβάλουμε στο λαό, τον πανίσχυρο, μαρτυρικό, να υποχωρεί σ' όφελος της αντίδρασης.
Ως πότε; Προς το δημοψήφισμα και τις εκλογές. Η αντίδραση ελπίζει να παρασύρει πολιτικά τον λαό. Θα μας καταδικάσει η ιστορία ότι αφοπλίσαμε το λαό και επιβάλλαμε την αντίδραση; Θα μας κρίνει όπως τον Έμπερτ και Νόσκε; Όμως άλλη λύση δεν υπάρχει. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Η Αγγλία μας υποχρεώνει, μας αναγκάζει να φερθούμε έτσι. Αδύνατο να υψωθούμε αντίκρυ σ’ όλη την ανθρωπότητα σήμερα όπως το κάναμε χτες.
Πρέπει να κρατήσουμε τους δεσμούς με το Λαό».
Όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς μαζί με τις σωστές εκτιμήσεις ότι στόχος ήταν ο αφοπλισμός του κινήματος, στη σκέψη ενός ηγέτη του κινήματος όπως ο Γιάννης Ζέβγος υπάρχουν και οι αυταπάτες περί εκλογών και δημοψηφίσματος καθώς και η εκτίμηση πως το κίνημα- διαρκούντος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και μπροστά στην διαφαινόμενη νίκη κατά του φασισμού- δεν ήταν δυνατόν να έρθει αντιμέτωπο με τους Άγγλους. Αυτή τη σημασία έχει η σημείωση του Ζέβγου: «Αδύνατο να υψωθούμε αντίκρυ σ’ όλη την ανθρωπότητα σήμερα όπως το κάναμε χτες».
Μ’ αυτούς τους όρους δόθηκε η μάχη του Δεκέμβρη. Κι ήταν μια μάχη άμυνας και οπισθοφυλακής. Δεν υπήρχε σχέδιο για την κατάληψη της πρωτεύουσας και φυσικά ποτέ οι στρατιωτικές επιχειρήσεις δεν συνδέθηκαν με τον στόχο της εξουσίας. Οι ισχυρισμοί της αστικής ιστοριογραφίας ότι υπήρχε στρατιωτικό σχέδιο κατάληψης της πρωτεύουσας από μέρους του ΕΑΜικού κινήματος ενώ η βρετανική πλευρά ήταν παντελώς απροετοίμαστη μόνο την θυμηδία μπορούν να προκαλέσει. Γράφει για παράδειγμα ο καθηγητής Γιώργος Μαυρογορδάτος[3]: «Ο όρος ‘‘σχέδιο’’ αναφέρεται εδώ αποκλειστικά σε στρατιωτικό σχέδιο, δηλ. στην πρόβλεψη δυνάμεων και ενεργειών για την επίτευξη στρατιωτικών καταρχήν στόχων- και μόνο κατ’ επέκταση πολιτικών… Είχαν σχέδιο οι Βρετανοί; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά ‘‘όχι’’. Η έκρηξη των Δεκεμβριανών τούς βρήκε εντελώς απροετοίμαστους από κάθε άποψη και προπαντός από τη στρατιωτική… Είχε σχέδιο το ΚΚΕ; Ναι, αλλά το σχέδιο ήταν εξαρχής ανόητο και η εφαρμογή του ακόμη πιο ανόητη… Σύμφωνα με την Έκθεση του Μακρίδη, ο ίδιος πιέστηκε να εκπονήσει το αρχικό στρατιωτικό σχέδιο, που τροποποιήθηκε και εγκρίθηκε τελικά από πολυμελή επιτροπή. Στη συνέχεια, το Μάρτιο ή Απρίλιο του 1944, το αρμόδιο Α΄ Σώμα Στρατού (Σ. Σ.) του ΕΛΑΣ εκπόνησε δεύτερο σχέδιο, που ο Μακρίδης αποδίδει στον αντισυνταγματάρχη Χρ. Προυκάκη και θεωρεί απλή ‘‘παραλλαγή’’ του δικού του. Ακολούθησε όμως τρίτο σχέδιο τον Αύγουστο του 1944, πάλι από το Α΄ Σ. Σ., αλλά με άλλους συντάκτες, αυτό που τελικά εφαρμόστηκε».
Χωρίς αμφιβολία ένας τέτοιος ισχυρισμός- περί ύπαρξης σχεδίου του ΚΚΕ για την κατάληψη της Αθήνας τον Δεκέμβρη του ’44- συνιστά συνειδητή διαστρέβλωση των ιστορικών στοιχείων. Αν επρόκειτο για μεμονωμένη άποψη ενός και μόνο ιστοριογράφου θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για αφέλεια. Πρόκειται όμως για έναν ισχυρισμό που επαναλαμβάνεται σε διάφορα γραπτά τα οποία μιλούν για σχέδιο Μακρίδη[4].
Όποιος, όμως, διαβάσει την έκθεση του Θ. Μακρίδη (Έκτορα), για την οποία γίνεται λόγος, θα διαπιστώσει με μια πρόχειρη ματιά πως το σχέδιο του ’43 που εκπόνησε ο ίδιος δεν λάμβανε υπόψη του- πως άλλωστε θα μπορούσε;- την παρουσία κανενός βρετανικού στρατιωτικού παράγοντα στην πρωτεύουσα. Πρόκειται για ένα σχέδιο που εκπονήθηκε αμέσως μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας και υπό την πρόβλεψη ότι οι δυνάμεις κατοχής θα αποχωρούσαν λίαν συντόμως από την χώρα. Τα ίδια πολεμικά δεδομένα (επικείμενη αποχώρηση δυνάμεων κατοχής και μη υπολογισμό βρετανικής στρατιωτικής παρουσίας) λάμβανε υπόψη του και το σχέδιο Προυκάκη ενώ το δήθεν σχέδιο του Α’ Σώματος του ΕΛΑΣ της Αθήνας- με τα ίδια πολεμικά δεδομένα των προηγούμενων σχεδίων- προέβλεπε την κατάληψη μεμονωμένων αστυνομικών τμημάτων και σταθμών χωροφυλακής και εξουδετέρωση των θυλάκων της αντίδρασης. Έχοντας αυτά υπόψη του ο Θ. Μακρίδης με κατηγορηματικό τρόπο σημειώνει στην έκθεσή του πως η διεξαγωγή των επιχειρήσεων κατά τον Δεκέμβρη του ’44 έγινε «άνευ σχεδίου συνολικού και αντιθέτως προς όλας τα προϋποθέσεις» που έθετε το 1943 το δικό του σχέδιο[5].
Αντίθετα από το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, οι Βρετανοί είχαν έρθει στην Ελλάδα με σαφέστατο σχέδιο την συντριβή των αντίπαλων τους και την παλινόρθωση στην εξουσία της αστικής τάξης. Αυτό αποδεικνύεται από πλήθος βρετανικών εγγράφων που έχουμε ήδη παραθέσει ώστε να μην χρειάζεται να επεκταθούμε περισσότερο. Η μη επάρκεια έμψυχων βρετανικών δυνάμεων να αντιμετωπίσουν τον ΕΛΑΣ στην αρχική φάση των συγκρούσεων δεν συνιστά απώλεια σχεδίου και έλλειψη προετοιμασίας καθώς ήταν αποφασισμένοι για όλα. Για παράδειγμα, στις 9 Δεκεμβρίου του 1944 ο Σκόμπυ τηλεγραφούσε στον Τσόρτσιλ: «Οι δυνάμεις μας είναι ανεπαρκείς για να εκκαθαρίσουν υπό τις παρούσες συνθήκες Αθήνα- Πειραιά χωρίς να προσφύγουμε σε βομβαρδισμό από ξηράς και αέρος των πυκνοκατοικημένων περιοχών, ανεξάρτητα από υλικές ζημιές ή θανάτους αμάχων»[6]. Αυτό ακριβώς έκαναν. Χωρίς δισταγμό, από ξηράς και αέρος, έπνιξαν στο αίμα τον άμαχο πληθυσμό.
Τελικός στόχος του ΕΑΜικού κινήματος και του ΚΚΕ τον Δεκέμβρη του ‘44 ήταν ένας συμβιβασμός με τον αντίπαλο κι όχι η ήττα του αντιπάλου. Ευθύς εξαρχής αποφεύχθηκε η σύγκρουση με τα βρετανικά στρατεύματα. Οι διαταγές ήταν ρητές. Στην περίπτωση που θα χτυπούσαν οι Άγγλοι, ο ΕΛΑΣ θα αντέτασσε άμυνα. Δεν λήφθηκαν μέτρα έτσι ώστε να αποτραπεί η ενίσχυση των βρετανικών δυνάμεων που βρίσκονταν στην Αθήνα με δυνάμεις από την υπόλοιπη Ελλάδα και με απόβαση νέων δυνάμεων από το εξωτερικό. Επιχειρήθηκε να αφοπλιστεί και να εξουδετερωθεί μόνο ο εγχώριος αντίπαλος. Δηλαδή τα αστυνομικά τμήματα, η χωροφυλακή οι δεξιές ένοπλες ομάδες, ο ΕΔΕΣ. Ανασυγκροτήθηκε η ΚΕ του ΕΛΑΣ αντί να διεξαχθούν οι επιχειρήσεις με ευθύνη του Γενικού του Στρατηγείου.
Με αυτά τα δεδομένα εύκολα μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί ο ΕΛΑΣ δεν νίκησε τον Δεκέμβρη του ’44, γιατί δεν συνέχισε τον αγώνα έξω από την Αθήνα και γιατί τελικά φτάσαμε στη Βάρκιζα.
Γιατί έγιναν τα λάθη; Ορισμένες απόψεις απ’ τα παλιά
Συχνά- πυκνά τίθεται το ερώτημα: Γιατί έγιναν αυτά τα λάθη, γιατί υπήρξαν αυτές οι λανθασμένες επιλογές από την ηγεσία του κινήματος; Πολλές απαντήσεις έχουν δοθεί. Χωρίς αμφιβολία, η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜικού κινήματος ήταν εντελώς ανεπαρκής θεωρητικά και πολιτικά ώστε να αναλύσει την συγκεκριμένη κατάσταση και να λάβει τις ανάλογές αποφάσεις. Άλλωστε δεν είναι η μόνη ηγεσία στην ιστορία του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος που επιδεικνύει τέτοια ανεπάρκεια στην κρίσιμη στιγμή που κρίνεται το ζήτημα της εξουσίας. Ήδη έχουμε αναφέρει το παράδειγμα της ηγεσίας του Μπολσεβίκικου κόμματος μετά την επανάσταση του Φλεβάρη του ’17- και πριν την επιστροφή του Λένιν- που ήταν σε πλήρη αδυναμία να αντιληφθεί τον ιδιαίτερο, τον ιστορικό, χαρακτήρα των Σοβιέτ και το γεγονός ότι στη Ρωσία είχε διαμορφωθεί δυαδική εξουσία. Στη δική μας, την ελληνική περίπτωση, τα λάθη ήταν εξίσου τραγικά και σε μεγάλη διάρκεια ώστε δεν ήταν λίγοι- και καθόλου ασήμαντοι ως προσωπικότητες- εκείνοι που αργότερα είδαν την δολιότητα ή την προδοσία ως αιτία για την διάπραξή τους. Ο Θ. Μακρίδης για παράδειγμα, αναφερόμενος στην έκθεσή στον Δεκέμβρη του ‘44 δηλώνει ξεκάθαρα πως το 1946 (χρόνος που γράφτηκε η έκθεση) είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως υπήρχε δολιότητα[7]. Είναι, επίσης, γνωστό πως αργότερα το ΚΚΕ μίλησε για χαφιεδισμό του τότε Γραμματέα του Κόμματος Γ. Σιάντου κι ένα από τα στοιχεία που αξιοποιήθηκαν για την θεμελίωση αυτής της κατηγορίας ήταν και η «Έκθεση Μακρίδη».
Ας υποθέσουμε, χάριν συνεννοήσεως, υπήρχε ζήτημα δολιότητας, δηλαδή προδοσίας. Αυτό θα μπορούσε να αφορά σε ένα ή σε μερικά πρόσωπα. Το ζήτημα όμως της ήττας του ΕΑΜικού κινήματος δεν είναι ζήτημα ενός ή μερικών προσώπων αλλά μιας ολόκληρης ηγεσίας που δεν μπορεί να ήταν στο σύνολό της προδοτική. Το γεγονός μάλιστα ότι δεν αντιτάχθηκε καμία διαφορετική γραμμή χειρισμών από αυτή που ακολουθήθηκε καθιστά την εκδοχή περί δολιότητας άκρως ανεπαρκή για να εξηγηθούν τα λάθη που έγιναν. Η ανεπάρκεια, συνεπώς, της ηγεσίας να χειριστεί μια επανάσταση, να την αντιληφθεί σε όλο της το βάθος και να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την εδραίωσή της είναι δεδομένη και αποδεικνύεται απ’ όλα τα ιστορικά στοιχεία που είναι διαθέσιμα.
Αυτή η ανεπάρκεια θα μπορούσε σε μεγάλο βαθμό να αμβλυνθεί- δύσκολο να μπορούσε να εξαλειφθεί- αν συνέτρεχε ένας ουσιαστικός παράγοντας που είναι όρος ζωής για ένα επαναστατικό κόμμα. Το ΚΚΕ, δηλαδή, να τηρούσε σαν κόρη οφθαλμού τις συλλογικές διαδικασίες στη λειτουργία του. Δεν το έπραξε ούτε κατά το κρίσιμο διάστημα του 1944- όπου για παράδειγμα η ΚΕ του εκ των υστέρων κλήθηκε να εγκρίνει το σύμφωνο του Λιβάνου- ούτε κατά τον Δεκέμβρη. Στις πιο κρίσιμες στιγμές του κινήματος, εκεί που διαπράχθηκαν όλα τα καθοριστικά λάθη, τα συλλογικά όργανα του ΚΚΕ είχαν εντελώς τυπική σημασία. Υπήρχαν μόνο στα χαρτιά.
Τα τελευταία χρόνια ως εξήγηση για τα λάθη επανέρχεται, φρεσκοσερβιρισμένη, η παλιά θεωρία των τροτσκιστών ότι για όλα έφταιξε η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το ’34 που- τάχα- έδωσε στο κόμμα λάθος πρόγραμμα. Η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ μαζί με την 6η ολομέλεια προσθέτει ένα ολόκληρο πακέτο λαθεμένων- κατά τη γνώμη της- επιλογών που οδήγησαν στα λάθη του ’44. Έτσι θεωρεί λάθος το 7ο Συνέδριο της ΚΔ που υιοθέτησε τα λαϊκά μέτωπα, όπως λάθος θεωρεί και την μετέπειτα υιοθέτηση των αντιφασιστικών μετώπων, το πρώτο γράμμα του Ν. Ζαχαριάδη κι εν γένει ότι επακολούθησε, δηλαδή το ίδιο το ΕΑΜ. Γενικά, για την σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ έφταιξαν τα λάθος προγράμματα και η συμμαχική πολιτική που ακολουθήθηκε η οποία, τάχα, οδήγησε τα Κομμουνιστικά κόμματα στην αγκαλιά των αστών[8].
Το ενδιαφέρον στοιχείο σ΄ αυτές τις αναπαλαιωμένες θεωρίες είναι ότι ενώ μας λένε ποιο ήταν το λάθος, αποφεύγουν να μας πουν ποιο θα έπρεπε να είναι το σωστό. Αυτό οφείλουμε να το υποθέσουμε μόνοι μας. Έτσι συμπεραίνουμε: Αφού η στρατηγική της 6ης ολομέλειας του ’34 ήταν λανθασμένη καθώς μιλούσε για δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς με γρήγορη μετεξέλιξη σε σοσιαλιστική επανάσταση, οφείλουμε να υποθέσουμε πως η σωστή στρατηγική θα ήταν αυτή που θα μιλούσε μόνο για σοσιαλιστική επανάσταση. Αφού η πολιτική των λαϊκών μετώπων του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ ήταν λανθασμένη, η σωστή πολιτική θα ήταν αυτή που θα μιλούσε μόνο για εργατικά μέτωπα. Στο ίδιο συμπέρασμα θα πρέπει να μας οδηγήσει και η θέση της ηγεσίας του ΚΚΕ πως ήταν λανθασμένη η πολιτική των αντιφασιστικών μετώπων. Η σωστή πολιτική θα έπρεπε να μιλούσε για αντικαπιταλιστικά εργατικά μέτωπα.
Στη συλλογιστική αυτή πρέπει να προστεθεί και η εκτίμηση του σημερινού ηγετικού πυρήνα του ΚΚΕ για τον χαρακτήρα του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Πρόσφατα η πρώην ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Αλ. Παπαρήγα είπε χαρακτηριστικά: «Το πρόβλημα δεν αφορούσε αποκλειστικά το ΚΚΕ, αλλά τη στρατηγική συνολικά του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος πριν και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1941 προστέθηκε ένας σημαντικός αρνητικός κρίκος όταν έγινε αλλαγή της σωστής εκτίμησης για το χαρακτήρα του πολέμου ως ιμπεριαλιστικού -και από τις δύο πλευρές των καπιταλιστικών κρατών- με τη θέση ότι αυτός ήταν μόνο αντιφασιστικός. Αυτή η νέα θέση αποπροσανατόλιζε και παρέπεμπε στις ελληνικές καλένδες το πρόβλημα της εξουσίας, ενώ καλλιεργούσε αυταπάτες ή εφησυχασμό ως προς το ρόλο της Αγγλίας, των ΗΠΑ με τη λήξη του πολέμου»[9].
Ας συμπυκνώσουμε για να μην χάσουμε την ουσία του πράγματος. Η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ θεωρεί πως τα λάθη του κόμματος και του ΕΑΜικού κινήματος την περίοδο της αντίστασης και στο Δεκέμβρη του ’44 οφείλονται στο γεγονός ότι το κόμμα δεν είχε στρατηγικό στόχο τη σοσιαλιστική επανάσταση, γιατί δεν είχε στόχο ένα εργατικό αντικαπιταλιστικό μέτωπο εξουσίας και γιατί δεν κατευθυνόταν από την εκτίμηση πως ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος ήταν ιμπεριαλιστικός. Εκείνο που δεν μας λέει η σημερινή ηγεσία του κόμματος είναι αν θα φτάναμε ποτέ να διεκδικήσουμε την εξουσία με τις θέσεις που θεωρεί σωστές. Με την πολιτική που θεωρεί λαθεμένη, την πολιτική της 6ης Ολομέλειας, των λαϊκών και των εθνικοαπελευθερωτικών μετώπων, του πρώτου γράμματος του Ζαχαριάδη και του αντιφασιστικού εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου δημιουργήθηκε το ΕΑΜ των δύο εκατομμυρίων μελών, το ΚΚΕ των 400.000 μελών, η ΕΠΟΝ των 700.000 μελών, η Εθνική Αλληλεγγύη των 4.000.000 μελών, ο ΕΛΑΣ των 130.000 μαχητών, η Λαϊκή Αυτοδιοίκηση και η Λαϊκή Δικαιοσύνη, οι πρώτες και μοναδικές εκλογές στη σύγχρονη Ελλάδα για την εκλογή πραγματικών λαϊκών αντιπροσώπων, το Εθνικό Συμβούλιο των Κορυσχάδων, δηλαδή η πρώτη και μοναδική στην σύγχρονη ιστορία λαϊκή Βουλή, η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, δηλαδή η κυβέρνηση του Βουνού. Με άλλα λόγια με την λαθεμένη- κατά την ηγεσία του ΚΚΕ- πολιτική δημιουργήθηκε στην Ελλάδα μια πραγματική λαϊκή εξουσία που σε τέτοιο βάθος, τέτοια έκταση και τέτοια πληρότητα δεν εμφανίζεται ούτε στην κομμούνα του Παρισιού, ούτε στα σοβιέτ του ’17 στη Ρωσία, ούτε πουθενά αλλού στον κόσμο. Με την σωστή πολιτική, όπως την θέλει η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ, τί απ’ όλα αυτά θα είχε δημιουργηθεί; Επιπλέον πως είναι δυνατόν να είναι λανθασμένη μια στρατηγική και μια πολιτική τακτική όταν στο πλαίσιό τους δημιουργείται μια εξουσία σ’ αυτή που περιγράψαμε;
Ένα δεύτερο στοιχείο που αποτελεί ιστορικό γεγονός και το αποκρύβει η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ, είναι ότι η σωστή, κατά τη γνώμη της, πολιτική ήταν η πολιτική των τροτσκιστικών οργανώσεων της περιόδου της κατοχής. Οι οργανώσεις αυτές μιλούσαν για σοσιαλιστική επανάσταση, χαρακτήριζαν τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό, ήταν αντίθετες με τα λαϊκά μέτωπα και προωθούσαν τα λεγόμενα εργατικά μέτωπα. Άραγε, γιατί αυτή η τόσο σωστή πολιτική παρέμεινε κτήμα κάποιων κλειστών κύκλων ανθρώπων και η εργατική τάξη, ο εργαζόμενος λαός δεν πήραν χαμπάρι; Γιατί αυτή η πολιτική δεν έφερε τις τροτσκιστικές οργανώσεις στη θέση που βρέθηκε το ΚΚΕ σε όλη τη διάρκεια της κατοχής και ειδικότερα το 1944;
Αναφορικά με τον χαρακτήρα του Β’ παγκοσμίου πολέμου
Η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ, επαναλαμβάνοντας σαν ηχώ την παλιά θέση των τροτσκιστικών ομάδων ότι ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος ήταν από την αρχή ως το τέλος ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος κατηγορεί την ηγεσία του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος- πρώτα και κύρια την ηγεσία του μπολσεβίκικου κόμματος και της ΚΔ- ότι αλλάζοντας το 1941 την θέση περί ιμπεριαλιστικού πολέμου έστειλε στις ελληνικές καλένδες το ζήτημα της εξουσίας. Διαφεύγει στην ηγεσία του ΚΚΕ πως με αυτή την εκτίμηση λέει κάτι πολύ περισσότερο απ’ όσα αφορούν στο ζήτημα της εξουσίας. Στην ουσία κατηγορεί το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα ότι συμμετείχε σε έναν άδικο πόλεμο αφού αυτός ο πόλεμος ήταν σε όλες τις φάσεις του ιμπεριαλιστικός. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν στο μέλλον η ηγεσία του ΚΚΕ θα αποδώσει την κατηγορία του σοσιαλιμπεριαλισμού στην ΕΣΣΔ αλλά αν φτάσει τις σημερινές εκτιμήσεις της στο φυσιολογικό τους τέρμα, αυτό οφείλει να κάνει.
Αν θέλουμε να μείνουμε στο έδαφος του μαρξισμού θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η μαρξιστική αντίληψη χωρίζει τους πολέμους σε δίκαιους και άδικους. Ταυτόχρονα δεν τους κρίνει ως ένα στατικό γεγονός καθώς ένας δίκαιος πόλεμος μπορεί να εξελιχθεί σε άδικο και το αντίθετο. Επιπλέον, σε έναν πόλεμο δεν μπορούμε να βλέπουμε μόνο τις προθέσεις και τις επιδιώξεις αυτών που τον διεξάγουν αλλά και αυτό που υποχρεώνονται να πράξουν ανεξάρτητα από την θέλησή τους, αυτό δηλαδή που προκύπτει αντικειμενικά.
Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο στο σύνολό του οφείλουμε να λάβουμε υπόψη πως στο πλαίσιό του εξελίχθηκαν σε έναν συνδυασμό πέντε ξεχωριστές πολεμικές συγκρούσεις:
  • Ο ιμπεριαλιστικός- άρα άδικος- πόλεμος για την παγκόσμια ηγεμονία ανάμεσα στις φιλελεύθερες (ΗΠΑ- Βρετανία) και τις φασιστικές (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της εποχής. Αυτός ο πόλεμος- ενώ παραμένει ιμπεριαλιστικός ως το τέλος από μέρους του φασιστικού άξονα- αναπόφευκτα τροποποιείται μετά την Γερμανική επίθεση στην ΕΣΣΔ και την συγκρότηση της αντιχιτλερικής συμμαχίας. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις των ΗΠΑ και της Μ. Βρετανίας- χωρίς να παραιτηθούν ποτέ από τα συμφέροντά και τις βλέψεις τους, την υλοποίηση των οποίων υποχρεώθηκαν να μεταθέσουν προς το τέλος του πολέμου και μετά απ’ αυτόν- πολεμώντας τις δυνάμεις του φασιστικού Άξονα σε συμμαχία με την ΕΣΣΔ βοηθούσαν εξ αντικειμένου τον δίκαιο πόλεμο των λαών της Σοβιετικής Ένωσης και των λαών των χωρών που βρίσκονταν υπό φασιστική κατοχή.
  • Ο δίκαιος πόλεμος της Σοβιετικής Ένωσης εναντίον των φασιστικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που ήθελαν να την μετατρέψουν σε αποικία τους και να εκμηδενίσουν ότι οικοδόμησε η οκτωβριανή επανάσταση.
  • Ο δίκαιος πόλεμος του κινέζικου λαού εναντίον του γιαπωνέζικου ιμπεριαλισμού που εξελίχθηκε σε σοσιαλιστική επανάσταση.
  • Ο δίκαιος αντιαποικιακός πόλεμος των λαών των αποικιών της Ασίας που σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην Ινδοκίνα, εξελίχθηκε σε σοσιαλιστική επανάσταση.
  • Ο δίκαιος εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος των λαών των κατεχόμενων χωρών από τις δυνάμεις του άξονα που σε ορισμένες χώρες εξελίχθηκε σε νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση (Γιουγκοσλαβία, Αλβανία) ή σε επανάσταση που ηττήθηκε όπως στην Ελλάδα ή την Βόρειο Ιταλία.
Αλήθεια, με αυτά τα δεδομένα είναι δυνατόν ο όρος «ιμπεριαλιστικός πόλεμος» να αποδώσει το χαρακτήρα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου; Θα είχε μια αξία να έδινε μια απάντηση στο ερώτημα η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ.
Οφείλουμε, επίσης, να σημειώσουμε πως είναι εντελώς αντιδιαλεκτική και παράδοξη η άποψη που λέει καθαρά- ή υπονοεί- ότι η είσοδος της ΕΣΣΔ στο πόλεμο δεν έφερε καμία τροποποίηση στο χαρακτήρα του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί αν η Σοβιετική Ένωση ήταν μια εντελώς ασήμαντη, μικρή ή μεσαία, χώρα και συνεπώς εντελώς ανίκανη να επηρεάσει- πόσο μάλλον να καθορίσει- το τελικό αποτέλεσμα του πολέμου. Η ιστορική αλήθεια, όμως, είναι εντελώς διαφορετική. Η ΕΣΣΔ με το μέγεθός της, την στρατιωτική της δύναμη και τα επιτεύγματα του σοσιαλισμού ήταν αυτή που όχι μόνο επηρέασε τις πολεμικές επιχειρήσεις σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο σήκωσε το κύριο βάρος των πολεμικών αναμετρήσεων με τις δυνάμεις του φασιστικού άξονα αλλά κατάφερε στο τέλος να σφραγίσει το πολεμικό αποτέλεσμα και την νίκη των λαών κατά του φασισμού. Από τη στιγμή που έτσι έχουν τα πράγματα είναι δυνατόν να μιλάει κανείς για ιμπεριαλιστικό πόλεμο από την αρχή ως το τέλος όταν ο δίκαιος πόλεμος της Σοβιετικής Ένωσης σφράγισε ολόκληρο τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο;
Τέλος, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει τούτο: Εκείνοι που χαρακτηρίζουν ιμπεριαλιστικό τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο επειδή όντως οι αιτίες βρίσκονται στο έδαφος του ιμπεριαλισμού, στη ουσία θεωρούν αυτό τον πόλεμο ως πιστό αντίγραφο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Έχει βάση μια τέτοια εκτίμηση; Εντελώς καμία. Στα όσα ήδη αναφέραμε αξίζει να προσθέσουμε και το γεγονός ότι πέραν της ΕΣΣΔ ένα άλλο στοιχείο που σφράγισε τις εξελίξεις είναι ότι στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο είχαμε μια πρωτοφανή κινητοποίηση και συμμετοχή των λαών σε ολόκληρο τον κόσμο- όπου στις περισσότερες περιπτώσεις πρωταγωνιστές ήταν τα κομμουνιστικά κόμματα. Τέτοιο φαινόμενο ήταν εντελώς ανύπαρκτο στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Συνοψίζοντας οφείλουμε να σημειώσουμε πως ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ανεξάρτητα από τις αιτίες που τον προκάλεσαν εξελίχθηκε σε έναν εντελώς πρωτοφανή πόλεμο που παρόμοιος στην ιστορία δεν είχε ξαναεμφανιστεί ώστε να μπορούμε να τον ερμηνεύσουμε με τα παλιά σχήματα, τους παλιούς και μάλιστα τους πολύ σύντομους- σχεδόν μονολεκτικούς- ορισμούς.  
Το ζήτημα των προγραμμάτων
Εντελώς λανθασμένος είναι και ο τρόπος με τον οποίο η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ αντιλαμβάνεται την σημασία των κομματικών προγραμμάτων. Κι αυτό γιατί κανένα πρόγραμμα- όσο σωστό κι αν είναι- δεν εφαρμόζεται ποτέ κατά γράμμα όταν έρχεται σε επαφή με την πραγματικότητα καθώς δεν μπορεί να αντικαταστήσει την πραγματικότητα. Ας θυμηθούμε λίγο τον Λένιν στις περίφημες «θέσεις του Απρίλη». Έλεγε για το πρόγραμμα των Μπολσεβίκων[10]: «γενικά τα μπολσεβίκικα συνθήματα και ιδέες έχουν επιβεβαιωθεί πλήρως από την ιστορία, συγκεκριμένα όμως τα πράγματα διαμορφώθηκαν διαφορετικά απ’ ότι θα μπορούσε να περιμένει κανείς (οποιασδήποτε κι αν ήταν), πιο πρωτότυπα, πιο ιδιόμορφα, πιο ποικιλόμορφα. Το να αγνοείς, το να ξεχνάς αυτό το γεγονός θα σήμαινε να εξομοιώνεσαι με εκείνους τους ‘‘παλιούς μπολσεβίκους’’, που πολλές ήδη φορές έπαιξαν θλιβερό ρόλο στην ιστορία του Κόμματος μας, επαναλαμβάνοντας αβασάνιστα μια αποστηθισμένη διατύπωση, αντί να μελετήσουν την ιδιομορφία της νέας, της ζωντανής πραγματικότητας… Το ‘‘Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών’’- να η πραγματοποιημένη ήδη από τη ζωή ‘‘επαναστατική- δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς’’. Η διατύπωση αυτή πάλιωσε πια. Η ζωή την έβγαλε από το βασίλειο των διατυπώσεων και την έμπασε στο βασίλειο της πραγματικότητας, της έδωσε σάρκα και οστά, τη συγκεκριμενοποίησε και έτσι την τροποποίησε».
Έλεγε κι άλλα ενδιαφέροντα πράγματα για την σημασία των προγραμμάτων ο Λένιν. Θα σταθούμε στην εξής αναφορά του[11]: «Το πρόγραμμα πρέπει να δίνει σύντομες θέσεις, που να μην περιέχουν ούτε μια περιττή λέξη, και ν’ αφήνει την εξήγηση για τα σχόλια, τις μπροσούρες, τη ζύμωση κτλ. Γ’ αυτό το λόγο κι ο Ένγκελς επέκρινε πολύ δίκαια το πρόγραμμα της Ερφούρτης πως με το μάκρος του, με τις πολλές λεπτομέρειες του και τις επαναλήψεις του καταντάει σχόλιο». Ένα τέτοιο πρόγραμμα, μάλλον φαντάζεται το ΚΚΕ. Ένα πρόγραμμα που να τα προβλέπει όλα, που να τα δίνει όλα στο πιάτο, που να καθορίζει εκ των προτέρων όλα τα βήματα του κόμματος και του επαναστατικού κινήματος προς την εξουσία. Τέτοιο πρόγραμμα φυσικά δεν υπάρχει. Αλλά αν ήθελε κανείς να το φτιάξει δεν θα έπρεπε να καταφύγει σε μαρξιστές αλλά σε μέντιουμ και χαρτορίχτρες.
Τα προγράμματα, οι θέσεις και οι αποφάσεις των επαναστατικών κομμάτων δεν είναι τυφλοσούρτης όπου ανοίγεις, βλέπεις, διαβάζεις και πράττεις ανάλογα. Χωρίς την μελέτη της ζωντανής πραγματικότητας ακόμη και το πιο επιστημονικό πρόγραμμα δεν αξίζει μια πεντάρα. Είναι μια θεωρία που όταν περνάει από το βασίλειο των διατυπώσεων στο βασίλειο της πραγματικότητας, αναπόφευκτα τροποποιείται. Αν δεν μπορείς να αναλύσεις την πραγματικότητα και να δεις που ακριβώς αυτή επιβεβαιώνει ή αναιρεί τις θέσεις σου και με ποιο τρόπο τροποποιεί αυτό που γενικά έχεις συλλάβει και έχεις προβλέψει σωστά, είναι αδύνατο στη δοσμένη στιγμή να λάβεις τις σωστές αποφάσεις. Πέραν όλων των άλλων, εκεί ακριβώς βρίσκεται, το βασικό πρόβλημα με τα λάθη της ΕΑΜικής αντίστασης και του ΚΚΕ. Δεν είχαν συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης σε συνθήκες που αυτό απαιτούνταν μέρα με την ημέρα, ώρα με την ώρα καθώς οι εξελίξεις μιας μέρας ή μιας ώρας ισούνταν με εξελίξεις ετών και δεκαετιών της προπολεμικής περιόδου. Όταν ο χρόνος των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων είναι τόσο συμπυκνωμένος δεν υπάρχουν προγράμματα για να δώσουν τις σωστές αποφάσεις. Γι’ αυτό και ο Μαρξ σημείωνε με έμφαση- παρόλο που δεν υποτιμούσε τα προγράμματα- πως «κάθε βήμα του πραγματικού κινήματος είναι σπουδαιότερο από μια ντουζίνα προγράμματα».

Κείμενα – Επιμέλεια: Γιώργος Πετρόπουλος

Ολόκληρη η σειρά θα δημοσιευθεί σύντομα σε ηλεκτρονικό βιβλίο (pdf)


[1] Κ. Μαρξ και Φρ. Ένγκελς: «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», εκδόσεις Σ.Ε., Αθήνα 1978, σελ. 44
[2] Ημερολόγιο Γ. Ζεύγου, βλέπε: Δ. Παρτσαλίδη: «Διπλή αποκατάσταση της Εθνικής Αντίστασης», σελ. 242
[3] Βλέπε: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 14/12/2014: «70 χρόνια από τα Δεκεμβριανά» (ειδική ένθετη έκδοση), σελ. 27- 29
[4] Βλέπε: Πάρις Κ. Διαμαντούρος: «Τα Δεκεμβριανά», εκδόσεις Αρχείο, Αθήνα 2014, σελ. 74
[5] Γρ. Φαράκος: «Ο ΕΛΑΣ και η Εξουσία». Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. Τόμος Β’, σελ. 108- 115
[6] Φοίβος Οικονομίδης: «Ο Δεκέμβρης του ’44 και η διεθνής σημασία του», εκδόσεις Ορφέας, Αθήνα 2005, σελ. 63- 64
[7] Γρ. Φαράκος, στο ίδιο, σελ. 209 κ.α.
[8] Για να μην θεωρηθεί ότι έχουμε την παραμικρή διάθεση να αδικήσουμε τη σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ, συστήνουμε να διαβαστεί η τελευταία έκδοση της Σύγχρονης Εποχής «Δεκέμβρης του ’44- Κρίσιμη ταξική σύγκρουση» και ειδικότερα η εισαγωγή του ιστορικού τμήματος της ΚΕ, σελ. 13- 41.
[9] Ριζοσπάστης 7/12/2014
[10] Λένιν: «Άπαντα», εκδόσεις Σ.Ε. τόμος 31ος, σελ. 133- 134
[11] Λένιν: «Άπαντα», εκδόσεις Σ.Ε. τόμος 6ος, σελ. 242

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου