Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2023

Τα (μη) έργα: Οταν η αποκατάσταση γίνεται βιαστικά - Πλημμύρες: Στα χαρτιά τα έργα μετά τον «Ιαν

Τα (μη) έργα: Οταν η αποκατάσταση γίνεται βιαστικά

Ειδικοί στα αντιπλημμυρικά εξηγούν γιατί τα έργα δεν άντεξαν
4' 45" χρόνος ανάγνωσης
Φωτ. REUTERS / Louisa Gouliamaki.

Γιώργος Λιάλιος11.09.2023 • 09:24
Κοινοποίηση

Στα όριά τους βρίσκονται πλέον τα αντιπλημμυρικά έργα στις ελληνικές πόλεις. Eμπειροι μελετητές εκτιμούν ότι τα περιθώρια για βελτιώσεις μέσα σε ήδη χτισμένες περιοχές είναι πλέον πολύ περιορισμένα και ότι το στοίχημα μεταφέρεται στην «προσαρμογή» του ήδη δομημένου περιβάλλοντος. «Κλειδί» για την προστασία των υποδομών είναι οι τακτικοί τους έλεγχοι, σε συνεργασία με τους τοπικούς φορείς, που συνήθως γνωρίζουν τα προβλήματα.

«Ο Βόλος ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση. Πρόκειται για ένα αληθινά ακραίο γεγονός. Ακόμη κι αν όλα λειτουργούσαν σωστά, δεν θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί οι καταστροφές. Δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις τέτοιους όγκους νερού», εξηγεί ο Χρήστος Δαμβέργης, υδραυλικός μηχανικός με εμπειρία τεσσάρων δεκαετιών στη μελέτη και κατασκευή αντιπλημμυρικών έργων. «Υπάρχουν βέβαια και κακοτεχνίες. Εχω δει αγωγό με ανάποδη κλίση, με αποτέλεσμα να παγιδεύεται το νερό. Εχω δει κακά υλικά, να μπαίνουν ραγισμένοι σωλήνες ή όταν τοποθετούνται να μην πατούν καλά στο έδαφος και να «κάθονται» μετά από λίγο καιρό και να σπάνε. Ομως, δεν θεωρώ ότι αυτό είναι το βασικότερο πρόβλημα. Ενα πρώτο θέμα είναι ότι όλα τα αντιπλημμυρικά δίκτυα είναι παλιά. Κάποιες διευθετήσεις μεγάλων ποταμών ξεκίνησαν πριν από έναν αιώνα, όπως λ.χ. ο Κηφισός στην Αττική. Τα έργα αυτά είναι παλιά και θέλουν καλή συντήρηση και έλεγχο. Το θέμα είναι ότι επειδή πολλά έργα είναι υπόγεια, μπορεί τα προβλήματα να μη φαίνονται. Γι’ αυτό δεν πρέπει να τα αφήνεις στην τύχη τους. Το ότι είναι παλιά τα έργα δεν σημαίνει ότι είναι άχρηστα».

Ενα άλλο ζήτημα είναι η ανάγκη για ταχεία αποκατάσταση έπειτα από μια καταστροφή. «Η αποκατάσταση γίνεται “στο πόδι”. Θυμάμαι, μετά τις φωτιές του 2007 μας φώναξαν να κάνουμε κάποια πολύ πρόχειρα έργα στην Πάρνηθα, για να συγκρατήσουν τα χώματα τον πρώτο χειμώνα. Αν πάτε σήμερα θα δείτε ότι τα έργα αυτά έχουν γίνει ρημάδια. Ομως, αυτά δεν είχαν φτιαχτεί για να αντέξουν 20 χρόνια. Το ίδιο γίνεται λ.χ. και με τους δρόμους. Να τους επισκευάσουμε γρήγορα, να αποκατασταθεί η κυκλοφορία και μετά “άντε γεια”. Κι έτσι βλέπουμε δρόμους και γεφύρια να καταστρέφονται λίγα χρόνια αφότου ανακατασκευάστηκαν».

Το κυριότερο πρόβλημα στις πόλεις, όμως, είναι το αυτονόητο: η επέκτασή τους. «Αυτό είναι ένα λεπτό σημείο. Στην Αττική και σε όλες τις μεγάλες πόλεις έχουμε αντικαταστήσει το χώμα με τσιμέντο, δεν απορροφάται το νερό από το έδαφος. Ολο το νερό της βροχής οδηγείται στους αγωγούς ομβρίων και από εκεί στα ποτάμια ή στη θάλασσα. Ομως τα μεγάλα ποτάμια στις πόλεις είναι διευθετημένα: αυξάνεις τις παροχές του νερού που καταλήγουν σε αυτά, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να αυξήσεις την παροχετευτικότητά τους. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Ο Κηφισός στην Αττική ξεκίνησε να φτιάχνεται το 1930 και η τελευταία επέμβαση έγινε το 2004 με τα ολυμπιακά έργα. Δέχεται ένα μεγάλο μέρος από τα όμβρια ύδατα του λεκανοπεδίου, σε αυτόν καταλήγουν πολλά ρέματα. Το ρέμα της Εσχατιάς ξεκίνησε να διευθετείται στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και τελειώνει τώρα, 35 χρόνια μετά. Οταν το έργο τελειώσει και ενωθεί το ρέμα της Εσχατιάς με τον Κηφισό, τότε αυτός θα δεχθεί όλο το νερό που διαχέεται σήμερα στο Μενίδι. Τότε θα δοκιμαστεί πραγματικά ο Κηφισός, ο οποίος βρίσκεται ήδη στα όριά του. Αυτή είναι η κατάσταση στις πόλεις. Δείτε το Θριάσιο: κάποτε ήταν χωράφια, τώρα όλα είναι αποθήκες logistics. Δεν έχει κάποιο σοβαρό αντιπλημμυρικό έργο – αντίθετα ο καθένας έχει κάνει και μια περιτοίχιση για να μην πνιγεί ο ίδιος, ρίχνει τα νερά λίγο παρακάτω. Για εμένα, αυτή είναι η επόμενη περιοχή στην Αττική που θα έχει σοβαρά προβλήματα».
Ακραία κατάσταση

Τι να κάνεις όταν ένα ποτάμι πρέπει να έχει πλημμυρική ζώνη 25 μέτρα και δεν μπορείς να απαλλοτριώσεις ούτε τα 5 μέτρα εκατέρωθεν λόγω κόστους;

«Η κατάσταση στη Θεσσαλία είναι εξαιρετικά ακραία. Δεν νομίζω ότι υπάρχει έργο που θα μπορούσε να την αντιμετωπίσει. Εδώ βλέπουμε ολόκληρο τον Θεσσαλικό Κάμπο να έχει μετατραπεί σε λίμνη», λέει ο Δημήτρης Σωτηρόπουλος, πολιτικός μηχανικός με ειδίκευση στα υδραυλικά έργα και 47 χρόνια εμπειρίας. «Ο Βόλος είναι μια άλλη ιστορία γιατί εδώ και πολλά χρόνια έχουν γίνει πολλές αλχημείες σε σχέση με τα ποτάμια. Η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται παντού. Πρώτα φτιάξαμε τις πόλεις μας και μετά κοιτάμε πού θα πάνε τα νερά. Επιπλέον, οι βροχοπτώσεις δεν είναι όπως παλιά, οι ποσότητες νερού είναι πολύ μεγάλες σε μικρό χρόνο, οι παροχές στα ρέματα και τα ποτάμια είναι πολύ μεγάλες. Πώς απαντάμε εμείς σε αυτά; Με μεσοβέζικες καταστάσεις. Τόσα χρήματα έχουμε, τόσα θα κάνουμε».

Σύμφωνα με τον κ. Σωτηρόπουλο, το μεγαλύτερο λάθος στις πόλεις είναι η συνεχιζόμενη «σφάλιση» του εδάφους. «Δείτε την περιοχή των Μεσογείων. Ολη η περιοχή ανάμεσα στο αεροδρόμιο και το μεγάλο ρέμα της Ραφήνας είχε κάποτε αμπέλια, δένδρα, καλλιέργειες. Τώρα είναι όλο σπίτια και βιοτεχνίες. Ολα τα οικόπεδα ασφαλτοστρώθηκαν. Αυτό είναι το μεγαλύτερο λάθος μας και κανένας δεν κάνει τίποτα γι’ αυτό. Δεν μπορείς να κάνεις πολλά από νέα έργα. Τι να κάνεις όταν όλο το νερό καταλήγει στο δίκτυο ομβρίων; Τι να κάνεις όταν ένα ποτάμι πρέπει να έχει πλημμυρική ζώνη 25 μέτρα και δεν μπορείς να απαλλοτριώσεις ούτε τα 5 μέτρα εκατέρωθεν λόγω κόστους;».
Πολύ χρήμα, λίγη προβολή

Τα δεινά των αντιπλημμυρικών έργων είναι πολλά. «Τα έργα αυτά είναι πολύ ακριβά και δεν έχουν προβολή, οι πολιτικοί τα βλέπουν σαν να θάβουν εκατομμύρια», λέει ο κ. Δαμβέργης. «Η πίεση από την έλλειψη πόρων είναι μεγάλη, βρίσκεσαι συνεχώς σε ένα παζάρι ώστε να φέρεις τις προδιαγραφές των έργων στο ύψος της χρηματοδότησης», προσθέτει ο κ. Σωτηρόπουλος.

Οι δύο έμπειροι μελετητές συμφωνούν ότι, ειδικά για τις πόλεις, είναι πλέον μονόδρομος η αναζήτηση τρόπων μείωσης της απορροής υδάτων τις κρίσιμες ώρες. «Κατ’ αρχάς χρειάζονται μικρά, τοπικά έργα που να ψαλιδίζουν την πλημμυρική παροχή και να λειτουργούν υπέρ του εμπλουτισμού του υδροφορέα», τονίζει ο κ. Σωτηρόπουλος. «Πρέπει να κάνουμε πόλεις-σφουγγάρια», τονίζει ο κ. Δαμβέργης. «Να χρησιμοποιούμε διαπερατά υλικά, να σταματήσουμε το τσιμέντωμα όλων των επιφανειών».


Πλημμύρες: Στα χαρτιά τα έργα μετά τον «Ιανό»

Η Περιφέρεια Θεσσαλίας επικαλείται ως δικαιολογία τη γραφειοκρατία
2' 31" χρόνος ανάγνωσης
Εκτεταμένες καταστροφές προκάλεσε η κακοκαιρία «Ιανός» τον Σεπτέμβριο του 2020 σε πολλές περιοχές της χώρας. [INTIME NEWS]



Καθυστερήσεις παρουσιάζουν τα αντιπλημμυρικά έργα στη Θεσσαλία, που δρομολογήθηκαν μετά την καταστροφή από την κακοκαιρία «Ιανός» τον Σεπτέμβριο του 2020.

Το βάρος έπεσε στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, η οποία με τη σειρά της επικαλέστηκε τη γραφειοκρατία για τη μη έγκαιρη εκτέλεση των έργων τρία χρόνια μετά τη δημοπράτησή τους. Ζητούμενο παραμένει και η παρακολούθηση όλων των αντιπλημμυρικών έργων από κάποια κεντρική αρχή.

Το μεγαλύτερο από τα έργα που ακολούθησαν την καταστροφή στη Θεσσαλία, αφορούσε την αποκατάσταση βασικών υποδομών: επανακατασκευή οδοστρωμάτων, γεφυρών κ.ά. στην Περιφερειακή Ενότητα Καρδίτσας, με προϋπολογισμό 143 εκατ. ευρώ. Το έργο αυτό, που δεν είναι αντιπλημμυρικό, ανέλαβε (με προσφυγή στη διαδικασία διαπραγμάτευσης και όχι διαγωνισμό, λόγω του κατεπείγοντος) η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και, σύμφωνα με πληροφορίες, η πρόοδός του ανέρχεται σε ποσοστό 80%-85%. Το μεγαλύτερο μέρος των έργων που έγιναν στο πλαίσιο αυτό είναι εκτός των περιοχών που είχαν σοβαρές ζημιές, με την εξαίρεση του Μουζακίου, όπου οι ζημιές δεν έχουν ακόμα εκτιμηθεί.


Στην ΤΕΡΝΑ (όπως και στους υπόλοιπους παραχωρησιούχους, σε διαφορετικές φάσεις) δόθηκε το 2020 εντολή εκτέλεσης αντιπλημμυρικών έργων ύψους 70 εκατ. ευρώ, με τη μορφή συμπληρωματικών εργασιών γύρω από τον Ε65, τον αυτοκινητόδρομο που διασχίζει κάθετα τη Θεσσαλία. Σύμφωνα με πληροφορίες, το έργο αυτό δεν έχει ακόμα ξεκινήσει λόγω διαφόρων εκκρεμοτήτων στην περιβαλλοντική αδειοδότηση. Οι μελέτες, πάντως, έχουν κατατεθεί από το 2021.


Το μεγαλύτερο αφορούσε την αποκατάσταση βασικών υποδομών στην περιοχή της Καρδίτσας, με προϋπολογισμό 143 εκατ. ευρώ.

Γενικά, το βάρος εκτέλεσης των αντιπλημμυρικών έργων μετά τον «Ιανό» έπεσε στην Περιφέρεια Θεσσαλίας. Οπως ανέφερε σε διάφορες ενημερώσεις το τελευταίο έτος ο περιφερειάρχης Κώστας Αγοραστός, στην Περιφερειακή Ενότητα Λάρισας έχουν ολοκληρωθεί ή βρίσκονταν σε εξέλιξη έργα 61,5 εκατ. ευρώ με καθαρισμούς, διευθετήσεις ρεμάτων, ενισχύσεις αναχωμάτων στα Τέμπη, την παραλία της Αγιάς, το Κιλελέρ, τα Φάρσαλα και την Ελασσόνα. Αντίστοιχα, η περιφέρεια ανέθεσε έργα ύψους 50,7 εκατ. ευρώ στην Περιφερειακή Ενότητα Καρδίτσας, 72,6 εκατ. ευρώ στην Περιφερειακή Ενότητα Τρικάλων και 48,7 εκατ. ευρώ στη Μαγνησία και στις Σποράδες. Ερωτώμενος σχετικά με τις καθυστερήσεις στην εκτέλεση των έργων, πριν από ένα έτος σε συνέντευξη Τύπου, ο κ. Αγοραστός είχε επικαλεστεί τη γραφειοκρατία. «Τα δημόσια έργα είναι μια διαρκής μάχη δυσκολιών, ξεκινώντας από τις χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες δημοπράτησης, τα συνεχή στάδια ελέγχου από τη δημοπράτηση μέχρι την κατακύρωση και την εγκατάσταση των αναδόχων, τις ανατιμήσεις στις τιμές των υλικών αλλά και τις απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες».

Αξίζει να σημειωθεί ότι η «Κ» απευθύνθηκε στο υπουργείο Υποδομών προκειμένου να ενημερωθεί για την πρόοδο των αντιπλημμυρικών έργων, ωστόσο δεν υπήρξε ανταπόκριση. Είναι πάντως αμφίβολο αν το υπουργείο Υποδομών, η Γενική Γραμματεία Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων του υπουργείου Περιβάλλοντος ή κάποιος άλλος φορέας της κεντρικής κυβέρνησης έχει την πλήρη εικόνα για την εκτέλεση των αντιπλημμυρικών έργων στη χώρα.



Σημείωση:

Στην αρχική εκδοχή του ρεπορτάζ αναφερόταν ότι η Περιφέρεια Θεσσαλίας είχε αναθέσει αντιπλημμυρικό έργο στον Πάμισο ποταμό ύψους 65 εκατ. ευρώ στην ΤΕΡΝΑ, το οποίο δεν έχει ξεκινήσει. Η πληροφορία αυτή ήταν λανθασμένη και αφαιρέθηκε από το κείμενο. Παρεμβάσεις στον Πάμισο πραγματοποιήθηκαν από την ΤΕΡΝΑ στο πλαίσιο του έργου αποκατάστασης των ζημιών από τον Ιανό.
Πότε και γιατί «πνίγονται» τα αντιπλημμυρικά έργα


Απαιτούνται ακριβέστερος σχεδιασμός, έργα ανάσχεσης της ορμής των υδάτων στα ορεινά, συνυπολογισμός των φερτών υλικών, αποκάλυψη και προστασία της κοίτης των χειμάρρων
3' 49" χρόνος ανάγνωσης
Το πέρασμα του «Daniel» από τη Μαγνησία προκάλεσε την υπερχείλιση του Κραυσίδωνα, με συνέπεια να πλημμυρίσουν οι γύρω συνοικίες. Φωτ. ΚΥΔΩΝΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ / INTIME NEWS / magnesianews.gr



Γιώργος Λιάλιος06.09.2023 • 11:44
Κοινοποίηση


Τις αδυναμίες του εγχώριου συστήματος σχεδιασμού αντιπλημμυρικών έργων αναδεικνύουν τα διαδοχικά περιστατικά μεγάλων πλημμυρών τα τελευταία έτη. Οπως επισημαίνουν οι ειδικοί, η κλιματική κρίση έχει αυξήσει τη συχνότητα των ακραίων βροχοπτώσεων, με αποτέλεσμα τα σημερινά έργα να μην επαρκούν – ή να μην αντέχουν. Ο νέος σχεδιασμός, επισημαίνουν, πρέπει να βασίζεται σε χρήση νέων τεχνολογιών για την ακριβέστερη αποτύπωση της μορφολογίας του εδάφους, να περιλαμβάνει έργα ανάσχεσης της ορμής των υδάτων στα ορεινά, την αποκάλυψη και προστασία της κοίτης των χειμάρρων, αλλά και ενημέρωση των πολιτών σε σχέση με τη διαχείριση ανάλογων καταστάσεων.

«Η βροχόπτωση στη Μαγνησία ήταν ένα ακραίο φαινόμενο. Eπεσε πολλή βροχή σε λίγο χρόνο και σε μια μεγάλη έκταση, από τα δυτικά του Βόλου έως τις Σποράδες και τη Βόρεια Εύβοια», εξηγεί στην «Κ» ο Μιχάλης Διακάκης, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών. «Oλο αυτό το νερό διοχετεύτηκε σε τρεις βασικούς χειμάρρους στην πόλη του Βόλου και αρκετούς στην περιοχή του Πηλίου. Το χαρακτηριστικό της περιοχής είναι ότι οι χείμαρροι είναι ορεινοί, δηλαδή κατεβαίνουν περιοχές με μεγάλες κλίσεις. Επομένως έχουν πολύ μεγαλύτερη ενέργεια, καθώς το νερό κατεβαίνει με μεγάλη ταχύτητα, κόβει κάθε εμπόδιο που θα βρει (δρόμους) και παρασύρει μεγάλες ποσότητες φερτών υλικών, πλημμυρίζοντας τις πεδινές περιοχές πριν καταλήξει στη θάλασσα. Το νερό όμως ήταν τόσο πολύ που χθες είδαμε το σπάνιο φαινόμενο να πλημμυρίζουν και ορεινοί οικισμοί, όπως η Πορταριά και η Τσαγκαράδα, εξαιτίας της διάβρωσης. Το είδος των εδαφών δεν έχει παίξει τόσο ρόλο, όσο ο όγκος του νερού».Πολίτες προσπαθούν να απομακρυνθούν από πλημμυρισμένο δρόμο στον Βόλο. Oι λεωφόροι Λαμπράκη, Δημητριάδος, Ιάσονος, Αργοναυτών, Λαρίσης, Αθηνών καθώς και δεκάδες άλλοι δρόμοι στην πρωτεύουσα της Μαγνησίας μετατράπηκαν σε ορμητικά ποτάμια. Εικόνα χωραφιού θύμιζε το λιμάνι της πόλης από τους τόνους λάσπης και φερτών υλικών που κατέληξαν σε αυτό. [ΑΠΕ-ΜΠΕ/ NΙΚΟΛΑΣ ΧΑΤΖΗΠΟΛΙΤΗΣ]
Oι νέες τεχνολογίες

Η πλημμύρα σε μια τόσο εκτεταμένη περιοχή επαναφέρει –νωρίτερα από προηγούμενες χρονιές– τη συζήτηση γύρω από την επάρκεια των αντιπλημμυρικών έργων, παλαιότερων και σύγχρονων. Ομως από τη συζήτηση αυτή στη χώρα μας απουσιάζουν οι νέες τεχνολογίες αλλά και η σύγχρονη προσέγγιση των επιστημόνων. Ενα ενδιαφέρον παράδειγμα δίνει ο Μανώλης Βασιλάκης, διευθυντής του Εργαστηρίου Τηλεανίχνευσης και αναπλ. καθηγητής στο τμήμα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. «Για να αποφασίσουμε τι είδους έργα θα κάνουμε, πρέπει να έχουμε πολύ καλή γνώση της μορφολογίας μιας περιοχής, ώστε να τα σχεδιάσουμε σωστά», εξηγεί. «Παλαιότερα χρησιμοποιούσαμε αεροφωτογραφίες, οι οποίες όμως έχουν κάποιες επισφάλειες, καθώς δεν μπορούν να αποτυπώσουν το έδαφος στα σημεία που έχει βλάστηση. Σήμερα για την ακριβή αποτύπωση του εδάφους χρησιμοποιούνται αερομεταφερόμενα laser scanners (lidars) τα οποία χάρη σε έναν πομπό laser μπορούν να “δουν” και κάτω από πυκνή βλάστηση. Εχοντας μια πολύ ακριβή απεικόνιση του εδάφους, μπορούν να γίνουν καλύτεροι υπολογισμοί π.χ. του όγκου του νερού που μπορεί να περάσει από ένα σημείο, του όγκου του εδάφους που θα συμπαρασύρει σε μια πλημμύρα, τις ροές των εδαφών. Αυτές οι αερομεταφερόμενες συσκευές είτε τοποθετούνται σε ένα αεροπλάνο, καλύπτοντας μεγάλες περιοχές, είτε σε drone, καλύπτοντας μικρότερες. Στη χώρα μας, λοιπόν, η χρήση αεροπλάνου με τέτοια συσκευή απαγορεύεται από το υπουργείο Εθνικής Αμυνας με την επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας. Επομένως είμαστε υποχρεωμένοι να δουλέψουμε μόνο με drones».

Γενικότερα, η αντίληψη για τα αντιπλημμυρικά έργα στη χώρα μας παραμένει «εργολαβική». «Τις περισσότερες φορές, αυτό που υπερισχύει είναι το κλασικό, το δοκιμασμένο. Δυσκολευόμαστε να εμπιστευτούμε νέες τεχνικές. Δεν είναι όμως απαραίτητο το μπετόν για όλα τα έργα, υπάρχουν και άλλες μέθοδοι που αποδεικνύονται αποτελεσματικές. Για παράδειγμα, η κατασκευή κλιμακωτών φραγμάτων στα ορεινά για την ανάσχεση της ροής των χειμάρρων είναι μια προσέγγιση πιο φιλική προς το περιβάλλον», λέει ο κ. Βασιλάκης.

«Η αστοχία των περισσότερων αντιπλημμυρικών έργων, λόγω αύξησης της συχνότητας των ακραίων καιρικών φαινομένων, δεν είναι μόνο ελληνικό πρόβλημα, αλλά ευρύτερο. Ειδικά στις μεσογειακές χώρες, που πλήττονται συχνότερα από πυρκαγιές, ο σχεδιασμός θα πρέπει πλέον να προβλέπει και μεγάλες ποσότητες φερτών υλικών που παρασύρονται από τα νερά», λέει ο κ. Διακάκης. «Αυτό είναι ένα σημείο που αστοχούν πολλά έργα στη χώρα μας, καθώς υπολογίζουν μόνο τον όγκο του νερού και όχι τα φερτά, με αποτέλεσμα να φράζουν οι αγωγοί και να μη λειτουργούν τα αντιπλημμυρικά την πιο κρίσιμη ώρα.

Γενικώς, δεν πρέπει να αποκλείσουμε τα παλαιού τύπου έργα, αλλά να προσθέσουμε “έξυπνα” έργα ορεινής υδρονομίας. Πρέπει, επίσης, να ξανασυζητήσουμε τον τρόπο οριοθέτησης των ρεμάτων, με μεγαλύτερες κοίτες και σημεία εκτόνωσης – πρόκειται για ένα πολύ δύσκολο θέμα, καθώς συχνά οι χείμαρροι διέρχονται μέσα από κατοικημένες περιοχές και η κοίτη μπορεί να αυξηθεί μόνο με απαλλοτριώσεις. Τέλος, πρέπει να δημιουργήσουμε συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και να εκπαιδεύσουμε τους πολίτες για τη διαχείριση των κινδύνων που υπάρχουν στην περιοχή τους».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου