Από την Ίσκρα, με αφορμή το βιβλίο του Δ. Μπελαντή
Τα
ζητήματα στρατηγικής της Αριστεράς, τα ζητήματα του σοσιαλισμού και του
κομμουνισμού, μετά τον σεισμό του 1989 αλλά και μετά από το ξέσπασμα
της μεγάλης οικονομικής κρίσης του 2008 θεωρούνται πάνω κάτω μια περιττή
πολυτέλεια. Οι περισσότεροι/ες από τα στελέχη της Αριστεράς όλων των
αποχρώσεων μιλούν για τις άμεσες ανάγκες της κοινωνίας, για την
ανακούφιση από την ανθρωπιστική κρίση, για τα άμεσα οικονομικά μέτρα κλπ
με την συνήθη προσθήκη ότι δεν πάμε αύριο να οικοδομήσουμε τον
σοσιαλισμό και ότι αυτό θα γίνει το νωρίτερο μεθαύριο, αφού η
διακυβέρνηση της Αριστεράς αλλάξει τα κοινωνικά δεδομένα. Μόνο
το ΚΚΕ μιλά άμεσα για την σοσιαλιστική προοπτική, το κάνει, όμως, με
έναν τρόπο αποκαλυπτικό και αυτιστικό, χωρίς την συνδρομή ενός
μεταβατικού προγράμματος. Και πριν από την όξυνση
της κρίσης, όμως, και τα μνημόνια η Αριστερά , τόσο η κομμουνιστογενής
όσο και η σοσιαλιστογενής, μιλούσε βασικά για αμυντικούς αγώνες κατά του
νεοφιλελευθερισμού και για το μίνιμουμ πρόγραμμα προστασίας των
κοινωνικών κατακτήσεων. Ο σοσιαλισμός στριμώχνονταν στα βάθη του
μέλλοντος αν όχι στα αζήτητα της ιστορίας.
Το βιβλίο
που έχετε στα χέρια σας επιχειρεί να ξαναπιάσει το νήμα της
σοσιαλιστικής στρατηγικής με έναν τρόπο πιο επιθετικό και δομικό,
επαναφέροντας όχι μόνο τις ιστορικές καμπές αλλά και τα θεωρητικά
προβλήματα και αδιέξοδα της μαρξιστικής συζήτησης και πρακτικής στον 20ο αιώνα. Συνεχίζει μια σταματημένη συζήτηση στην Ελλάδα αλλά και γενικότερα στην Δύση.
Το κορυφαίο εγχείρημα της Οκτωβριανής επανάστασης – με την εξαίρεση της
μεγάλης ισπανικής επανάστασης και των κινημάτων στα Βαλκάνια κατά την
δεκαετία του 1940– δεν επαναλήφθηκε στην ευρωπαϊκή Δύση αλλά βρήκε
αναλογίες στην Ανατολή και στον Νότο, δηλαδή στην περιφέρεια του
καπιταλιστικού συστήματος. Υπήρξε η γνωστή αιτιολόγηση από
τον Γκράμσι της συνθετότητας των δυτικών κοινωνιών και της ισχύος της
αστικής ηγεμονίας σε αυτές, αιτιολόγηση που την επεξεργάσθηκαν περαιτέρω
διανοητές του δυτικού Μαρξισμού όπως ο Αλτουσέρ, ο Πουλαντζάς, ο
Μαντέλ, ο Νέγκρι κ.α. αλλά και μεταμαρξιστές διανοούμενοι όπως λ.χ. ο
Καστοριάδης. Όμως, εδώ τίθεται ένα μεγάλο
ερώτημα : ο «δημοκρατικός δρόμος» είναι το υποκατάστατο και η
διαπίστωση της αποτυχίας της λενινιστικής επανάστασης , είναι η
επιβεβαίωση της παντοδυναμίας του εξελικτικισμού και του ειρηνικού/
κοινοβουλευτικού δρόμου ; Η ανάγνωση του Τολιάτι πάνω στον Γκράμσι, του
ΙΚΚ , του κυρίαρχου ευρωκομμουνισμού οδηγεί σε αυτήν την ρεφορμιστική
κατεύθυνση, παρά το γεγονός ότι οι μεταρρυθμίσεις στον Τολιάτι έχουν μια
ρηκτικότερη κατεύθυνση από ό,τι στην κλασσική σοσιαλδημοκρατία. Το
γεγονός ότι ο «δημοκρατικός δρόμος» εδραιώνεται βασικά ως ειρηνικός
δρόμος δεν αποτελεί , όπως υποστηρίζει η ευρωκομμουνιστική αφήγηση, μια
τομή σε σχέση με τον σταλινισμό, αφού η αργή και σταδιακή μετάβαση στον
σοσιαλισμό έχει δυο ειδών ρίζες, μια πρώτη αναγόμενη στην μαρξιστική
σοσιαλδημοκρατία πριν από το 1914, στον Κάουτσκυ και μια δεύτερη
αναγόμενη στον κομμουνιστικό μεταρρυθμισμό μετά το 1935 και περαιτέρω
μετά το 1956 , στα στάδια, στην αποθέωση της αστικής δημοκρατίας, στον
οικονομισμό και στην αποδοχή της ειρηνικής συνύπαρξης. Και οι
δυο αυτές ρίζες, ο σοσιαλδημοκρατικός και ο κομμουνιστικός
μεταρρυθμισμός, διακρίνονται από έναν θαυμασμό προς την τάση
κοινωνικοποίησης και τεχνολογικής υπεροχής του ύστερου καπιταλισμού, που
δήθεν προετοιμάζει τον σοσιαλισμό και από την πάγια έκφραση θαυμασμού
στην άνοδο των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτό δεν αποτελεί μόνο μια
νίκη του καπιταλισμού επί των «προδοτικών ηγεσιών», όπως θα ήθελε ένας
αφελής αριστερισμός. Εκφράζει την αντιφατικότητα του κοινωνικού
υποκειμένου : την μισθωτή εργασία ως στοιχείο της κεφαλαιακής σχέσης
και ως υποστηρικτική δύναμη προς αυτήν , την μισθωτή εργασία ως δύναμη
ανατροπής της κεφαλαιακής σχέσης και κατάργησης του ίδιου του εαυτού της.
Η αποτυχία της επανάστασης στην Δύση ως τα τώρα συνδέεται με αυτήν την
αντιφατικότητα, αυτόν τον δυισμό που προμετράται εν μέρει στην δυναμική
του καπιταλισμού. Η αντικαπιταλιστική επανάσταση σηματοδοτεί την
ανατροπή μιας κατάστασης «ήρεμης απόλαυσης των κατακτήσεων» αλλά και
την ενεργοποίηση μιας βαθειάς αυτοαμφισβήτησης εκ μέρους της μισθωτής
εργασίας αλλά και των συμμάχων της. Τέλος, μπορεί δυνητικά να σηματοδοτήσει και μια εμφύλια διένεξη, μια κατάσταση δηλαδή λίαν επίφοβη και κοστοβόρα.
Ο «φόβος μπροστά στην ελευθερία», για τον οποίο μίλαγε ο Έριχ Φρομμ το
1940, είναι ένα υπολογίσιμο και αγνοημένο από την Αριστερά μέγεθος.
Το βιβλίο
επιχειρεί να ξαναπιάσει το νήμα της τελευταίας μεγάλης συζήτησης για
το καπιταλιστικό κράτος εντός της μαρξιστικής Αριστεράς, όπως αυτή
διεξήχθη ανάμεσα στο 1960 και το 1980, να ψαύσει τα όρια της σκέψης του
Πουλαντζά αλλά και τις αντιφάσεις και αντινομίες του Γκράμσι και των
αναγνωστών ή ερμηνευτών του. Η ψαύση αυτή δεν είναι πολιτικά και ιδεολογικά ουδέτερη, είναι ιδεολογικά μεροληπτική . Η μέθοδος είναι ανταγωνιστική προς τον δρόμο του αριστερού μεταρρυθμισμού παλαιού ή νέου τύπου.
Δεν πιστεύει πραγματικά στην ολική κατάκτηση της ηγεμονίας προτού
αλλάξει ριζικά ο μηχανισμός κυριαρχίας : δεν πιστεύει ούτε στον Τολιάτι
ούτε στον Μπερλινγκουέρ παρά τις ηγετικές αρετές τους. Ενδιαφέρεται
περισσότερο για την κληρονομιά του 17-23 αλλά και του Μάη του ’68.
Πρόκειται για ένα εγχείρημα που ενδιαφέρεται να συνθέσει για τον 21ο αιώνα μια σχέση ανάμεσα στον ριζοσπαστικό Γκράμσι των συμβουλίων και σε ό,τι μπορεί να διασωθεί από την λενινιστική επανάσταση,
σε ό,τι μπορεί να σωθεί από τον αντιθερμιδοριανό Τρότσκυ του
«Μεταβατικού Προγράμματος», τον Λούκατς των συμβουλίων ή και τον
αντιγραφειοκρατικό Μάο ή και τον συμβουλιακό κομμουνισμό, να συνθέσει
τις αποκλίνουσες ως τώρα ανατρεπτικές παραδόσεις, να επιχειρήσει να
δομήσει μια σχέση ανάμεσα στον πόλεμο θέσεων και τον πόλεμο κινήσεων,
μια σχέση ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις/ρήξεις και την επανάσταση στην
Δύση, μια σχέση ανάμεσα στο μετασχηματισμένο κοινοβούλιο και στα
συμβούλια, μια σχέση ανάμεσα στην κυβέρνηση της Αριστεράς, στο
μεταβατικό της πρόγραμμα και στην ανατροπή των δομών του αστικού κράτους
και της αστικής εξουσίας, μια ανάδειξη της δύναμης των παραγωγικών
σχέσεων και της ταξικής πάλης και της υπεροχής τους έναντι των
παραγωγικών δυνάμεων. Το αστικό κράτος μπορεί να είναι «πεδίο
συμπύκνωσης των ταξικών συσχετισμών δύναμης» και οι δημόσιες πολιτικές
να μεταβάλλονται υπό την πίεση της ταξικής πάλης που διαπερνά το κράτος. Θα ήταν λάθος μια απόλυτη αδιαφορία προς την καθημερινή μεταβολή των συσχετισμών και το θεσμικά συμβαίνον. Είναι, όμως, το κράτος πεδίο της ταξικής πάλης υπό τον περιορισμό του εσωτερικού δομικού ορίου του
: οι κοινωνικές κατακτήσεις και οι κοινοβουλευτικές αλλαγές δεν
αλλάζουν εξελικτικά το κράτος σιγά-σιγά, «γρανάζι με γρανάζι»,
(γραφειοκρατικό μυστικό, στεγανότητα από τις μάζες, κάθετες ιεραρχικές
σχέσεις ), το κράτος δεν είναι ένα τεχνικό πολυεργαλείο, χρησιμοποιήσιμο
από ανταγωνιστικές τάξεις, οφείλει να επαναστατικοποιηθεί και να
«συντριβεί» κάτω από μια διαδικασία αναπόφευκτης δυαδικοποίησης της
εξουσίας , νέων πειραματικών μορφών εξουσίας και παραγωγής και
ανατροπής της θεσμικής του υλικότητας. Υπό την παραπάνω έννοια έχει
δίκιο ο Αλτουσέρ το 1977, όταν μιλά για την στρατηγική και όχι
τοπολογική βασική εξωτερικότητα των κομμουνιστών και των μαζικών
κινημάτων έναντι των αστικών κρατικών μηχανισμών. Η μη ακολούθηση αυτής της στρατηγικής δεν οδηγεί στην κομματικοποίηση εντός του αστικού κράτους αλλά, όπως
απέδειξε η εμπειρία του ΠΑΣΟΚ το 1981, στην κρατικοποίηση του αριστερού
ή έστω και αυτού ακόμη του αριστερού σοσιαλδημοκρατικού πολιτικού
κόμματος. Το αστικό κράτος καταβρόχθισε το μεταπολιτευτικό ΠΑΣΟΚ, μπορεί να επιχειρήσει να καταβροχθίσει και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Από την άλλη μεριά, ο
θάνατος του ευρωκομμουνισμού, του παραδοσιακού κομμουνισμού και της
κλασσικής σοσιαλδημοκρατίας και η βαθειά κρίση σήμερα τόσο της
Ευρωαριστεράς όσο και της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στην Δύση
συνδέεται σε βάθος με την αντικατάσταση της παραδοσιακής συμβολαιακής
αστικής δημοκρατίας από την «μεταδημοκρατική συνθήκη», η οποία
υπό συνθήκες οξείας οικονομικής και πολιτικής κρίσης μετατρέπεται σε
έναν αγοραίο και κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό. Επομένως, το ζήτημα της
κυβέρνησης της Αριστεράς και του μετασχηματισμού του κράτους δεν τίθεται
σήμερα εν κενώ, τίθεται εντός των δομών του κοινοβουλευτικού
ολοκληρωτισμού και με τις κρατικές και κοινωνικές δομές όλο και πιο
άκαμπτες, όλο και πιο στεγανές προς τις κοινωνικές ανάγκες και την λαϊκή
πάλη. Συνεπώς, ο «δημοκρατικός δρόμος», αν δεν νοηθεί ως
επαναστατικός δρόμος αλλά ως μια μεταρρυθμιστική στρατηγική, γίνεται όλο
και πιο αδιέξοδος : συναντά μια ιστορική ακαμψία των ηγετικών
τάξεων, μια απόλυτη αδιαφορία και αντίσταση προς την διαπραγμάτευση και
προς το κοινωνικό συμβόλαιο, ένα πεδίο συζήτησης χωρίς συζητητές.
Υπό αυτήν την έννοια υποστηρίζω ότι πιθανότατα έχουμε εντός του σταδίου
του μονοπωλιακού καπιταλισμού μια νέα μορφή κράτους εκτάκτου ανάγκης, η
οποία υποβαθμίζει τον ρόλο των ΙΜΚ και ενισχύει τους καταπιεστικούς
μηχανισμούς, οι οποίοι διαπλέκονται σήμερα στενά όλο και περισσότερο με
τους αγοραίους μηχανισμούς κοινωνικής καταστροφής. Συνεπώς, τα
δυο υπαρκτά ιστορικά ενδεχόμενα δεν περιλαμβάνουν την επιστροφή στο
κεϋνσιανό συμβόλαιο ή σχηματικά στην πολιτική πραγματικότητα του 2009.
Περιλαμβάνουν είτε έναν πόλεμο θέσεων που θα διαχυθεί σε όλη την
επικράτεια του κοινωνικού και θα μπορέσει να μετασχηματισθεί ιστορικά σε
έναν πόλεμο κινήσεων, σε μια «αποφασιστική περίοδο ρήξεων» και
ανατροπών ( κυβέρνηση της Αριστεράς + Ενιαίο Μέτωπο + ισχυρό μαζικό
κίνημα ) είτε μια ριζική αποδυνάμωση του λαϊκού παράγοντα και του
στρατοπέδου των υποτελών τάξεων και την είσοδο σε μια παρατεταμένη
περίοδο κοινωνικού και εργασιακού Μεσαίωνα χωρίς ικανοποιητική πολιτική
έκφραση των υποτελών τάξεων, σε μια «μακρά Βάρκιζα». Αν ο παραπάνω
συλλογισμός ευσταθεί, τότε το ζήτημα του σοσιαλισμού και του
κομμουνισμού και μάλιστα ενός σοσιαλισμού που θα μπορεί να μετεξελιχθεί
πολύ συντομότερα σε κομμουνιστικές μορφές από ό,τι προσδοκούσαμε
παλαιότερα είναι εξαιρετικά επίκαιρο και κομβικό. Προϋποθέτει, όμως, μια
σειρά από ριζικές ανατροπές στην συνείδηση και στον πολιτισμό μας, στην
Ελλάδα και την Ευρώπη : α) την ενίσχυση του κοινωνικού
πειραματισμού πάνω στα δημόσια και κοινωφελή αγαθά και την σύνδεση της
αυτοδιαχείρισης με την προοπτική του κομμουνισμού β) την επανακάλυψη και ανάκτηση μιας πολύμορφης πια εργατικής κεντρικότητας και του ηγεμονικού χαρακτήρα της πάνω στις μη ταξικές αντιθέσεις και στα κινήματα ταυτότητας και διαφοράς γ) την επανασύνδεση του διεθνούς/οικουμενικού με το εθνικό και το τοπικό και δ) την
αποκατάσταση μιας πολιτικής ηθικής και μιας στάσης «αλήθειας απέναντι
στον λαό» που μοιάζει εδώ και αρκετό καιρό να έχει εγκαταλειφθεί και
μάλιστα από περισσότερες εκδοχές της υπαρκτής Αριστεράς. Τέλος,
χρειαζόμαστε μια νέα έννοια εργατικής/λαϊκής κρατικότητας κατά την
διαδικασία επαναστατικοποίησης και ανατροπής του καπιταλιστικού κράτους,
μιας κρατικότητας- που- κατατείνει- στην –άρση της και στην αποσύνδεση
του δημοσίου και του πολιτικού στοιχείου από το κρατικό. Τα
πειράματα της Βενεζουέλας και γενικότερα της Λατινικής Αμερικής αλλά και
τα αντιπαραδείγματα των γραφειοκρατικών κρατών του 20ου αιώνα μπορούν να βοηθήσουν την διερεύνησή μας. Όμως , ο δρόμος μας είναι βασικά αχαρτογράφητος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου