Αναδημοσιεύουμε άρθρο του Κώστα Παπουλή από το Μέτωπο
Είναι γνωστό ότι όταν σε μία εξίσωση ή συνάρτηση, εισάγουμε λάθος τιμές για ορισμένες μεταβλητές, τότε έχουμε σίγουρα λάθος αποτέλεσμα, ακόμη και αν η εξίσωση ή η συνάρτηση είναι σωστή. Σε γενικές γραμμές αυτό γίνεται με την έκθεση της ΕΤΕ. Χρησιμοποιεί δυο βασικές εξισώσεις (σελ.15), πάνω στις οποίες κάνει δύο απόλυτα λανθασμένες παραδοχές, ενώ στην έκθεση σοβεί πλήθος αλμάτων, λογικών, οικονομικών, αλλά και αριθμητικών «μαγειρεμάτων», καθώς επίσης και «πορισμάτων» που δεν εξάγονται από το αναλυτικό της μέρος (βλ. π.χ. στη σελ. 6, τις δύο τελευταίες προτάσεις της δεύτερης παραγράφου, περί των επιπτώσεων σε κοινωνικές ομάδες, τραπεζικά δάνεια κ.α., και τις σελ. 8-9 ), αλλά είναι προϊόντα του «κοινού νου». Έτσι γίνεται σαφές, ότι σκοπός της έκθεσης δεν είναι άλλος παρά η σπορά «τρομοκρατίας», για το ενδεχόμενο επιστροφής στην δραχμή. Μια αθέτηση πληρωμών και μια επιστροφή στη δραχμή ενεργοποιεί δύο «κενά», ή δυο χρηματοδοτικούς περιορισμούς, όπως επισημαίνεται και στην έκθεση. Το ένα είναι το χρηματοδοτικό κενό του δημοσίου και το άλλο είναι το συναλλαγματικό κενό του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η κεντρική και λάθος «ιδέα» της έκθεσης χτίζεται πάνω στο πρώτο κενό. Αφού υποθέτει μια αθέτηση πληρωμών της τάξης του 80% του δημοσίου χρέους, αμέσως μετά δέχεται ότι ξεκινάει η αποπληρωμή τόκων και χρεολυσίων. Δηλαδή, την Δευτέρα, το ελληνικό κράτος κάνει στάση πληρωμών και την Τρίτη αρχίζει να καταβάλλει τόκους και χρεολύσια. Αποκλείει, επομένως, το ενδεχόμενο η χώρα μας να προχωρήσει σε πλήρη αναστολή πληρωμών για ένα διάστημα κάποιων ετών, που άλλωστε είναι θέση αρκετών κομμάτων. Η Ελλάδα, όπως δέχεται και η έκθεση, δεν θα έχει πρωτογενές πλεόνασμα μετά από μια στάση πληρωμών. Μέχρι να «συνέλθει» η οικονομία της, να ανακάμψει δηλαδή από την βαθιά ύφεση, να αποκατασταθεί η εγχώρια αποταμίευση, ώστε το κράτος να δανείζεται από το εσωτερικό όπως παλαιότερα, και έτσι να μην χρηματοδοτεί νομισματικά το σύνολο του ελλείμματος, είναι αναγκασμένη να παγώσει κάθε εξωτερική πληρωμή. Το πάγωμα των εξωτερικών πληρωμών είναι αναγκαστικό και ανεξάρτητο, τόσο από το ποσοστό του εξωτερικού χρέους που θα εξοφλήσει μελλοντικά, όσο από τους τρόπους με τους οποίους θα γίνει αυτή η «αναδιάρθρωση» ή η «διαγραφή» του μεγαλύτερου τμήματος του χρέους. Έχοντας σύμμαχο το διεθνές δίκαιο, με βάση την οικονομική της κατάσταση, μην έχοντας συνάμα και πρωτογενές πλεόνασμα, βρίσκεται σε «κατάσταση ανάγκης». Οι «διαπραγματεύσεις» άλλωστε, για την διαγραφή τμήματος του χρέους της τάξης του 80%, δεν μπορούν να γίνουν σε μία νύχτα. Στην Αργεντινή πήραν τρία χρόνια. Αντίθετα όμως με αυτήν την κοινή λογική, η ΕΤΕ υποθέτει ότι την ακριβώς επομένη μέρα μιας στάσης πληρωμών και εξόδου από το ευρώ, το δημόσιο θα τυπώνει χρήμα για να καλύπτει: α) το πρωτογενές έλλειμμα, β) τους τόκους του δημοσίου χρέους, εσωτερικούς και εξωτερικούς, γ) τα χρεολύσια που λήγουν!, και δ) ακόμη και την κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών. Έτσι το δημόσιο έλλειμμα γίνεται 12% του ΑΕΠ (3,5% πρωτογενές και 8,5% τόκοι) και σε αυτό το έλλειμμα που καλύπτεται με εκτύπωση χρήματος, προστίθεται μία ακόμη άγνωστη ποσότητα χρήματος (δεν μας λέει η έκθεση πόση είναι) για τα γ και δ, που ιδίως για το γ πρέπει να είναι πολύ μεγάλη. Συνεπώς, ο πληθωρισμός απογειώνεται και φτάνει στο 32%, με τάση ανόδου. Εξ αιτίας αυτού του πληθωρισμού, οι τόκοι γίνονται 8,5% του ΑΕΠ. Χωρίς να μας το λέει, η έκθεση, πρέπει να υποθέτει μεγάλη άνοδο των επιτοκίων του εσωτερικού δημοσίου χρέους λόγω του πληθωρισμού και λιγότερο αλλαγή των επιτοκίων του εξωτερικού χρέους, μια που με την αθέτηση πληρωμών, την υποτίμηση κλπ, το χρέος γίνεται 94% του ΑΕΠ, άρα έχουμε ένα νέο επιτόκιο μεγαλύτερο από 9%, δηλαδή τρεις περίπου φορές πάνω από το σημερινό. Καταλαβαίνουμε καλά, ότι αν γίνει μια διαφορετική αρχική υπόθεση (αυτή που κάνουν όσοι υποστηρίζουν την αθέτηση πληρωμών και την επιστροφή στην δραχμή), δηλαδή ότι το κράτος θα καλύπτει, για τα πρώτα 1-2 χρόνια, με εκτύπωση χρήματος μόνο το πρωτογενές έλλειμμα του δημοσίου, τα πράγματα αντιστρέφονται. Σε συνθήκες τέτοιας ύφεσης, η κάλυψη μόνο ενός μικρού πρωτογενούς ελλείμματος από εκτύπωση χρήματος δεν θα επιφέρει πληθωριστικές πιέσεις άξιες λόγου. Ο κύριος πληθωρισμός θα προκύψει λόγω της υποτίμησης (θα αναφερθούμε παρακάτω) και θα είναι «πληθωρισμός κόστους». Με το βασικό αυτό ζήτημα η έκθεση δεν ασχολείται όμως καθόλου! Με την λάθος κεντρική ιδέα, καταλήγει λοιπόν η έκθεση σε πληθωρισμό 32%. Από εκεί και πέρα το επιτόκιο δανεισμού που θα κυριαρχήσει στην οικονομία γίνεται 37% (μια που η επόμενη υπόθεση είναι, ότι οι νομισματικές αρχές θα ανεβάσουν το επιτόκιο, πέντε μονάδες πάνω από τον πληθωρισμό- σελ. 7), με συνέπειες στις επενδύσεις, στην κατανάλωση και τελικά και στο ΑΕΠ, με ύφεση 22%! Με τον πληθωρισμό στο 32%, ανεβαίνει και η ανάγκη ονομαστικής υποτίμησης κατά 25%, αφού η «αναγκαία» πραγματική υποτίμηση, που προκύπτει από την έκθεση (πάλι με λάθος τρόπο) είναι 40%, άρα πάμε στο 65%. Η εσφαλμένη κεντρική ιδέα, ότι το δημόσιο θα αρχίσει να ξεπληρώνει τόκους και χρεολύσια την επόμενη μέρα της εξόδου από το ευρώ, συνεχίζεται στον υπολογισμό του δεύτερου χρηματοδοτικού κενού (στην δεύτερη βασική εξίσωση) που αναφέρεται στην ισορροπία των εξωτερικών πληρωμών. Εδώ μάλλον γίνεται και άλλη μια «αλχημεία». Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (δηλαδή, το άθροισμα των πλεονασμάτων-ελλειμμάτων του εξωτερικού εμπορίου, των υπηρεσιών, των εισοδημάτων, -από και προς- την χώρα κλπ) ήταν το 2011 9,8% του ΑΕΠ. Όμως εδώ περιλαμβάνονται και οι τόκοι του εξωτερικού χρέους, που το 2011 έφτασαν κοντά στο 5%. Αυτοί κανονικά πρέπει να αφαιρεθούν από την εξίσωση, μια που το εξωτερικό χρέος μειώνεται στο 20% σύμφωνα με την κεντρική υπόθεση της έκθεσης, και το εξωτερικό έλλειμμα γίνεται 4,8%. Όμως πουθενά στην έκθεση δεν αναφέρονται, άρα δεν αφαιρούνται. Μάλιστα στην εξίσωση ισορροπίας του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αφού προστεθούν τα χρεολύσια, προστίθενται και οι τόκοι του αναδιαρθρωμένου εξωτερικού χρέους. Το «συναλλαγματικό» κενό φουσκώνεται, και αντί για περίπου 4,8% του ΑΕΠ, εμφανίζεται ως 9,8% + τόκοι εξωτερικού χρέους (αναδιαρθρωμένου) + χρεολύσια. Ο υπολογισμός της «αναγκαίας» πραγματικής υποτίμησης έτσι γίνεται με τουλάχιστον υπερδιπλάσιο κενό στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Έτσι με πλαστό κενό στο ισοζύγιο και με πλαστό πληθωρισμό έχουμε 40% πραγματική υποτίμηση και 65% ονομαστική (40% + 25%). Δεν έχουμε όμως σφάλμα μόνο ως προς την εκτίμηση του μεγέθους της υποτίμησης. Η «ισορροπία» του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών -όπως υπολογίζεται- συνεισφέρει σε υπερβολική εκτίμηση για την μείωση της κατανάλωσης και άρα και στην υπερβολική εκτίμηση για την ύφεση κατά 22% (που ήδη έχει εκτοξεύσει κατά τον συντάκτη ο πληθωρισμός). Άρα όλα τα δεδομένα και τα αποτελέσματα (πληθωρισμός: 32%, ύφεση 22% που συνεπάγεται ανεργία 34%, ονομαστική υποτίμηση 65%) αυτής της έκθεσης, δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Από αυτά προκύπτει ονομαστική μείωση του ΑΕΠ κατά 55%. Πάλι, ενώ η πραγματική μείωση που υπολογίζει η έκθεση είναι 22%, δίνεται η ονομαστική μείωση σε τιμές ευρώ, για να ασκηθεί τρομοκρατία. Επίσης θα μπορούσε να δοθεί το ονομαστικό ΑΕΠ σε τιμές ευρώ (αφού δεν δίδεται σε μονάδες αγοραστικής δύναμης), στο τέλος του χρόνου, όπου λόγω του πληθωρισμού η ονομαστική μείωση θα ήταν 40% αντί για 55%. Όμως το μαγείρεμα με τα νούμερα για την δημιουργία εντυπώσεων συνεχίζεται. Ο συντάκτης αφού διαπιστώνει την κατά 55% μείωση του ΑΕΠ συνεχίζει γράφοντας: «αντίστοιχη συρρίκνωση θα υποστούν οι καταθέσεις των ελλήνων πολιτών» (σελ 7). Όμως με βάση την ονομαστική υποτίμηση 65% που υπολογίζει, οι καταθέσεις σε τιμές ευρώ μειώνονται κατά 39,35% και όχι κατά 55%, όπως αφήνει να εννοηθεί. Ανησυχεί όμως και για τις τιμές των ακινήτων (σε ευρώ), ενώ η Ελλάδα είναι 2η στον κόσμο σε ρυθμό πτώσης των τιμών τους, αυτή την στιγμή. Η έκθεση αγνοεί μια ακόμη πραγματικότητα. Σύμφωνα με την τράπεζα της Ελλάδος στην χώρα μας έχουν τυπωθεί και κυκλοφορούν 40 δις ευρώ και 10-15 δις από αυτά βρίσκονται σε μπαούλα και θυρίδες. Επίσης, τουλάχιστον ένα υπερδιπλάσιο ποσό έχει φύγει τα τελευταία τρία χρόνια -για λόγους ασφάλειας- σε καταθέσεις στο εξωτερικό. Το σύνολο είναι με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις 3,5-4 φορές πάνω από το έλλειμμα -χωρίς τους τόκους- του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (4,8%). Αυτά με την έξοδο από το ευρώ γίνονται συνάλλαγμα στα χέρια ελλήνων πολιτών. Η εμφάνιση τους στην οικονομία είναι ακριβώς ίδια με την ροή ξένων κεφαλαίων, ξένων αμέσων επενδύσεων κλπ. Έτσι τελικά, το εξωτερικό έλλειμμα που θα απαιτηθεί να κλείσει δεν γνωρίζουμε ποιο θα είναι, αλλά θα είναι σίγουρα μικρό (αν δεν υπερκαλυφτεί κιόλας), ενώ είναι δύσκολο να ειπωθεί ότι θα υπάρξουν προβλήματα συναλλάγματος κλπ. Επίσης με την «ροή» στην οικονομία αυτού του «αποθέματος», θα υπάρξει αναπτυξιακή ώθηση, ενώ με την κατάλληλη φορολογική πολιτική θα υπάρξουν και σημαντικά έσοδα για το δημόσιο. Η ροή αυτή θα είναι βέβαια σταδιακή, όμως τα ευρώ (τα χαρτονομίσματα) που βρίσκονται στις τράπεζες, θα γίνουν αμέσως συναλλαγματικά διαθέσιμα, της νέας και δημόσιας, ελληνικής κεντρικής τράπεζας. Αντίθετα με τον Π. Κρούγκμαν που ισχυρίζεται «ότι ένα χρόνο μετά την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, η χώρα θα γεμίσει με κάρα από αλκοολικούς εγγλέζους τουρίστες», ο συντάκτης επικαλείται το υψηλό μεταφορικό κόστος, και την πολιτική αστάθεια και έτσι δηλώνει ότι ο κλάδος δεν θα «απολαύσει» το σύνολο του πλεονεκτήματος. Αποκλείει δηλαδή μια συγκροτημένη έξοδο και προεξοφλεί το δραχμή = χάος. Ακόμη, ενώ προεξοφλεί άνοδο των τιμών των μεταφορών (την οποία, όμως, δεν εκτιμά ποσοτικά), πονηρά «ξεχνάει» πως στα 2 ευρώ που έχει φτάσει π.χ. το lt η βενζίνη, το 1,5 ευρώ είναι φόροι, και πως οι τελευταίοι μπορούν κάλλιστα να μειωθούν. Έτσι αν η ονομαστική υποτίμηση είναι 40%, τότε το lt η βενζίνη μπορεί να έχει 2,2 δρχ., 0,7 το νέο κόστος της βενζίνης και 1, 5 δρχ. οι φόροι, στο βαθμό που αποφασίσει το δημόσιο να εισπράττει τους ίδιους φόρους (μείον τον πληθωρισμό) από τα καύσιμα και να μην τους αυξήσει κατά το ποσοστό της υποτίμησης. Όσον αφορά τις περιβόητες και χρονοβόρες αλλαγές στα πληροφοριακά συστήματα κλπ που επικαλείται, δεν θα χρειαστεί καμία αλλαγή. Η νέα δραχμή δεν χρειάζεται να ξεκινήσει με την παλιά ισοτιμία και μετά να υποτιμηθεί. Αλλά μπορεί να δημιουργηθεί με αρχική ισοτιμία με το ευρώ σε 1:1 για να υποτιμηθεί σε 1:1,2, ή ανάλογα σε 1:1,4, αν η ονομαστική υποτίμηση είναι 20%, η 40% αντίστοιχα. Οπότε π.χ. στις τράπεζες δεν χρειάζεται να αλλάξει τίποτα, αλλά εκεί που γράφεται ένα ευρώ θα γράφεται μια δραχμή κλπ Ισχυρίζεται (σελ 9) ότι η υποτίμηση δεν θα φέρει κανένα αποτέλεσμα, λέγοντας ότι η δραχμή υποτιμήθηκε (ονομαστικά) κατά 85% από το 1975 ως το 1994 και τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά όσον αφορά τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Ο ίδιος όμως ομολογεί ότι η πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία το ίδιο διάστημα αυξήθηκε κατά 12%. Στην πραγματικότητα από το 1987 ακολουθείται πολιτική σκληρής δραχμής (δηλαδή το μέγεθος της διολίσθησης-υποτίμησης, είναι μικρότερο από την διαφορά πληθωρισμού της χώρας με τον πληθωρισμό των κύριων εμπορικών της εταίρων). Με την είσοδο στο ευρώ η άνοδος της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας της χώρας εκτοξεύεται. Άλλωστε δεν είναι μόνο το ευρώ που ανατιμήθηκε σε σχέση με το δολάριο, αλλά και ενδοζωνικά, η Ελλάδα είχε τον μεγαλύτερο μέσο ετήσιο πληθωρισμό σε σχέση με την κάθε μία από τις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ, όλα τα χρόνια μέχρι να ξεσπάσει η κρίση. Δηλαδή, κάθε χρόνο η πραγματική της συναλλαγματική ισοτιμία ανέβαινε σε σχέση με όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ. Μάλιστα σε σχέση με την Γερμανία, λόγω υψηλότερου πληθωρισμού, το ελληνικό ευρώ υπερτιμήθηκε κατά 20% σε σχέση με το γερμανικό. Αντιστρέφοντας το επιχείρημα του συντάκτη της έκθεσης, ας αναρωτηθούμε πώς θα ήταν η ελληνική οικονομία αν η δραχμή δεν είχε διολισθήσει-υποτιμηθεί όλο αυτό το διάστημα και η ονομαστική της ισοτιμία είχε μείνει σταθερή σε σχέση με το δολάριο. Μήπως θα είχε χρεοκοπήσει όπως σήμερα; Το ίδιο άλλωστε το πρόγραμμα της τρόικα που υποστηρίζουν προσπαθεί να μειώσει την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία της χώρας. Ευτυχώς, έχει γίνει μία ουσιαστική μελέτη για μια ονομαστική υποτίμηση κατά 50% (το 2011, των Θ. Μαριόλη και Α. Κάτσινου – για την τεχνική εκδοχή της βλέπε: http://www.scirp.org/journal/PaperInformation.aspx?paperID=18134), η οποία εκτιμά τον εισαγόμενο πληθωρισμό (κόστους). Σύμφωνα με τα τρία σενάρια αυτής της μελέτης ο πληθωρισμός θα κινηθεί στο πρώτο έτος μεταξύ 5,31% και 9,29% Το δεύτερο έτος μεταξύ 1,59% και 5,96%, ενώ το τρίτο έτος μεταξύ 0,51% και 4, 27% και θα βαίνει μειούμενος. Όπως λένε (οι Θ. Μαριόλης και Α. Κάτσινος): «Έχουμε λόγους να θεωρούμε ότι το εν λόγω πλαίσιο ενέχει σημαντικούς βαθμούς αξιοπιστίας, σε βραχυχρόνιο ορίζοντα, ακριβώς επειδή δοκιμάστηκε πρακτικά κατά την τελευταία υποτίμηση της δραχμής (κατά 14%), το Μάρτιο του 1998. Είχαμε, τότε, προβλέψει ότι (i) η δραχμή μάλλον θα υποτιμηθεί κατά ποσοστό της τάξης του 15%, (ii) το ετήσιο πληθωριστικό «κύμα» θα είναι, το πολύ, της τάξης του 1,25% με 1,88% (και όχι της τάξης του 10% και 20%, που προέβλεπε η συντριπτική πλειοψηφία, εάν όχι το σύνολο, των αναλυτών και των κυβερνητικών στελεχών, οι οποίοι δήλωναν επίσης ότι η δραχμή δεν πρόκειται να υποτιμηθεί)….» Μπορούμε και εμείς βάσιμα να πούμε, αντίθετα με την μελέτη της ΕΤΕ, ότι ακόμη και μετά από μία μεγάλη ονομαστική υποτίμηση της τάξης του 50%, ο πληθωρισμός θα είναι μάλλον μονοψήφιος τα επόμενα χρόνια, ακόμη και αν περιλαμβάνει ανάλογες αυξήσεις ονομαστικών μισθών (σενάριο 3 της προηγούμενης μελέτης), στο βαθμό που χρηματοδοτηθεί με τύπωμα χρήματος μόνο ένα μικρό πρωτογενές έλλειμμα για ένα με δύο χρόνια. Ο συντάκτης της έκθεσης της ΕΤΕ ισχυρίζεται ότι οι υπέρμαχοι της εξόδου από το ευρώ υποστηρίζουν το υπεραπλουστευτικό επιχείρημα της αύξησης των εξαγωγών (σελ. 8). Κάνει πως δεν γνωρίζει, ή όντως δεν γνωρίζει, ότι το βασικό επιχείρημα των υπερμάχων της εξόδου από το ευρώ είναι η ανάκτηση της εγχώριας αγοράς. Για αυτό δεν αναρωτιέται πόσα από τα αγαθά που παρήγαγε η ελληνική οικονομία (τα χρόνια 1975-1994 που αναφέρει) για εγχώρια κατανάλωση δεν θα τα παρήγαγε, αν η δραχμή δεν διόρθωνε έστω την ονομαστική ισοτιμία και αν ως το 1990 δεν «κράταγε» και την πραγματική συναλλαγματική της ισοτιμία. Τέλος, αν και λεπτομέρεια, φαινομενικά, σε σχέση με τα υπόλοιπα, στην έκθεση (σελ.17) διαβάζουμε: «Οι προβλέψεις βασίζονται σε τιμές των παραμέτρων των βασικών εξισώσεων οι οποίες εκτιμήθηκαν βάσει μακροχρόνιου δείγματος ιστορικών παρατηρήσεων για την ελληνική οικονομία». «Λεπτομέρεια» που δείχνει και το «εύρος σφάλματος» των απλών αριθμητικών υπολογισμών του υποδείγματος, αφού στηρίζονται σε ιστορικές παρατηρήσεις. Ίσως, από μόνη της, η αθέτηση πληρωμών και η έξοδος από το ευρώ, μέσω της κατάλληλης οικονομικής πολιτικής, να μην αποτελεί μέσο-μακροχρόνια λύση. Είναι όμως απαραίτητη για την άμεση έξοδο από την ελληνική κρίση. Φαίνεται ότι μεσο-μακροχρόνια χρειάζεται συγκροτημένη βιομηχανική πολιτική και δημιουργία ισχυρής παραγωγικής βάσης. Όμως η παραπάνω έκθεση που απλώς δαιμονολογεί για την δραχμή, είναι αβάσιμη από όλες τις πλευρές, και σε τελική ανάλυση δεν αποτελεί παρά «διασπορά επισφαλών ειδήσεων». Έχει μόνο μια αλήθεια, και πρόκειται για την διαπίστωση ότι ή έξοδος της Ελλάδας γίνεται όλο και πιο πιθανή, είτε ως συνειδητή επιλογή, είτε ως αποτέλεσμα ενός «ατυχήματος». Είναι για αυτό που η ρήξη πρέπει να γίνει «προετοιμασμένα» και όχι «άτακτα», συνειδητά, με μια κυβέρνηση που να έχει χαρτογραφήσει τις απαραίτητες οικονομικές συντεταγμένες, με έναν ενημερωμένο και αποφασισμένο λαό, όχι μόνο για να αποφευχθούν μεγάλες ωδίνες, αλλά και για να λειτουργήσει υπέρ των δυνάμεων της εργασίας και της δημοκρατίας, μια που η σύγκρουση με τους εντός και τους εκτός αναμένεται σφοδρή. * Ευχαριστώ τον Στέλιο Σφακιωτάκη για τη χρήσιμη συζήτηση που είχα μαζί του πάνω στην έκθεση της ΕΤΕ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου