Η «αβάσταχτη μοναξιά»; της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και τα παγκόσμια κινήματα του ‘68
Από selidodeiktis
της Νατάσας Αγγελοπούλου*
Το άρθρο αυτό αφιερώνεται εξαιρετικά στην εγγονή μου Ζωίτσα με την αγάπη μου και με την ευχή να έχει όμορφες, απελευθερωτικές, κινηματικές εμπειρίες στη ζωή της.
Η κυρίαρχη αναπαράσταση που υπάρχει για την εξέγερση του Πολυτεχνείου, τόσο στον κόσμο της αριστεράς όλων των αποχρώσεων, όσο και στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία, είναι ότι ήταν μια, σχεδόν θλιβερά μοναχική εξέγερση, τόσο κυριολεκτικά, όσο και μεταφορικά, από την άποψη δηλαδή των αιτημάτων και των εκπεμπόμενων μηνυμάτων. Ότι δηλαδή, το Νοέμβρη του ’73 που πραγματοποιείται η εξέγερση του Πολυτεχνείου, πραγματοποιείται σ’ ένα παγκόσμιο τοπίο, όπου τα κινήματα έχουν από καιρό σιγήσει, σε αντίθεση με τα γεμάτα κινηματικό παλμό χρόνια ’68 – ’69, πανευρωπαϊκά και παγκόσμια. Και παράλληλα, τα φοιτητικά αιτήματα του Νοέμβρη του ’73, εκπέμπουν ένα σαφές και σοβαρό πολιτικό μήνυμα, και εκφράζουν ένα παλλαϊκό αίτημα, αυτό της απαλλαγής από το αυταρχικό και τρομοκρατικό καθεστώς της Χούντας, σε αντίθεση και πάλι, με τα «παιχνιδάκια» που κάνουν τα κακομαθημένα γαλλάκια και αμερικανάκια, που απολαμβάνουν έτσι κι αλλιώς τα αγαθά της δημοκρατίας, αλλά και της καταναλωτικής κοινωνίας.
Είναι όμως πράγματι ακριβώς έτσι; Θα προσπαθήσω να επιχειρηματολογήσω ότι όχι, γνωρίζοντας όμως, ότι μπορεί η προσωπική μου άποψη να διαμεσολαβείται από το συναίσθημα, και άρα να μην είναι επαρκώς αντικειμενική.
Ας εξετάσουμε κατ αρχήν τα πράγματα από κυριολεκτική σκοπιά.
Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ‘73
Το ελληνικό φοιτητικό κίνημα του ’73 φουντώνει σχεδόν ταυτόχρονα με τα φοιτητικά κινήματα στην Ισπανία και την Πορτογαλία, στις 2 άλλες δηλαδή επίσης υπό δικτατορικό καθεστώς χώρες της Νότιας Ευρώπης. Αλλά και φτάνει στο αποκορύφωμά του, κυριολεκτικά ταυτόχρονα με ένα φοιτητικό κίνημα στην άλλη άκρη του πλανήτη, όσο λίγο γνωστό κι αν έγινε αυτό.
Το κίνημα στην Ταϋλάνδη κορυφώνεται και γίνεται προσπάθεια να καταπνιγεί σ’ ένα λουτρό αίματος, από ένα αντίστοιχο δικτατορικό καθεστώς με το ελληνικό, τον Οκτώβρη του ’73, ενώ το ελληνικό φοιτητικό κίνημα, μόλις ένα μήνα αργότερα, το Νοέμβρη του ίδιου έτους. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το ελληνικό φοιτητικό σύνθημα της εποχής: «απόψε θα γίνει Ταϋλάνδη».
Η διαφορά των 2 κινημάτων έγκειται στο ότι το ταϋλανδέζικο κατόρθωσε να ρίξει άμεσα το δικτατορικό καθεστώς στη χώρα του, ενώ το ελληνικό απλώς απονομιμοποίησε την ελεγχόμενη φιλελευθεροποίηση, υπονόμευσε τα διεθνή και διέλυσε τα όποια λαϊκά ερείσματα της δικής μας δικτατορίας, οδηγώντας τελικά λίγους μήνες αργότερα, μετά και από το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας στην Κύπρο και την επακολουθήσασα τουρκική εισβολή, αναπόφευκτα στην κατάρρευσή της, τον Ιούλη του ’74.
Επιπλέον, υπάρχουν ακόμα κινηματικές νησίδες στις περισσότερες χώρες της ανεπτυγμένης Δύσης, απόγονοι των κινημάτων του ’68, κι έτσι δημιουργούνται δίαυλοι επικοινωνίας και συμπαράστασης. Για παράδειγμα, έρχονται μηνύματα συμπαράστασης από το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και τους φοιτητές της Καλιφόρνιας, ενώ υψώνονται αντιχουντικά πανό σε φοιτητικές διαδηλώσεις στην Αμερική, 2-3 μήνες αργότερα[i]. Τέλος, σύμφωνα με τις αφηγήσεις μελών της Συντονιστικής Επιτροπής κατάληψης του Πολυτεχνείου, υπάρχει ανοιχτή τηλεφωνική γραμμή επικοινωνίας με τη Γαλλία, σ’ όλη τη διάρκεια της κατάληψης[ii].
Τέλος, υπάρχει ταύτιση, από την πλευρά του ίδιου του φοιτητικού κινήματος, της δικής μας Χούντας των Συνταγματαρχών με τη δικτατορία του Πινοσέτ στη Χιλή, που επιβλήθηκε εκεί το ’73 και εκδηλώσεις συμπαράστασης προς τη Χιλή του Αλλιέντε.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η εικόνα της διεθνούς απομόνωσης κα της τραυματικής παγκόσμιας αποξένωσης του ελληνικού φοιτητικού κινήματος, δεν φαίνεται να ευσταθεί, κι αυτό μπορεί να πει κανείς, ότι είναι επαρκώς αντικειμενικό και τεκμηριωμένο.
Μπορεί βέβαια η κατάληψη του Πολυτεχνείου να μην παρήγαγε τις συγκλονιστικές διεθνώς εικόνες που παρήγαγε ο Μάης του ’68 ή η συναυλία του Woodstock, και αυτό να αποτελεί τραυματική κατά κάποιο τρόπο εμπειρία, τόσο για τους σύγχρονους και άμεσα εμπλεκόμενους, όσο και για τους επιγόνους, αλλά δεν παύει να είναι ένα γεγονός τόσο με διεθνή προβολή και συμπαράσταση, όσο και εμπλεκόμενο σ’ ένα πολύ ευρύτερο (παγκόσμιο λίγο πολύ) δίκτυο φοιτητικής κινηματικής αμφισβήτησης με παρόμοια χαρακτηριστικά.
ΤΑ ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ ΤΟΥ ‘73
Και τώρα ας προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τα πράγματα από τη σκοπιά του πολιτικού νοήματος της εξέγερσης και των μηνυμάτων που μετέδωσε. Αυτό είναι και πολύ πιο δύσκολο και ακανθώδες ζήτημα για να εξεταστεί, και πολύ πιο δύσκολο να τεκμηριωθεί αντικειμενικά. Αξίζει όμως να το προσεγγίσουμε.
Στο φοιτητικό κίνημα του ’73 δεν πρωταγωνιστεί η γενιά των Λαμπράκηδων και του 114. Υπάρχουν μόνο κάποιοι διάσπαρτοι (πολύ λίγοι) εκπρόσωποί της εκείνη τη στιγμή μέσα στο Πανεπιστήμιο, που δεν έχουν αποφοιτήσει ακόμα λόγω των μακροχρόνιων διώξεων που έχουν υποστεί από το καθεστώς (φυλακίσεις κλπ) και έχουν αποφυλακιστεί πρόσφατα με την προσπάθεια μιας κουτσουρεμένης φιλελευθεροποίησης. Πρωταγωνιστεί μια επόμενη γενιά, η οποία πέρασε μεγάλο μέρος της μαθητικής της ζωής μέσα στη Χούντα. Η γενιά αυτή, έχει ελάχιστες μνήμες από το προηγούμενο ελληνικό φοιτητικό κίνημα, παρ’ ότι τη χωρίζουν μόλις 10 χρόνια απ’ αυτό. Γεγονός εύκολα εξηγήσιμο, αφού στη διάρκεια της Χούντας, αυτό το κίνημα σκεπάζεται μ’ ένα σχεδόν ολοκληρωτικό πέπλο σιωπής, αφού η σιωπή αυτή αφορά εξίσου, αν όχι περισσότερο, και τους απογόνους των αριστερών, δεδομένου ότι οι τελευταίοι ζουν σ’ ένα περίπου απόλυτα συνεχές καθεστώς τρόμου, από το τέλος του εμφυλίου και μετά. Αλλά ακόμα και στις λίγες περιπτώσεις που υπάρχουν αυτές οι μνήμες, είναι μνήμες τραυματικές, και αντιπροσωπεύουν τη σύγκρουση μ’ ένα καθεστώς επίσης βίαιο και αυταρχικό, που κατέληξε σε μια ήττα σχεδόν ολοκληρωτική, δηλαδή στην επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών.
Θα αναφέρω εδώ κάποιες προσωπικές παιδικές μνήμες, που νομίζω ότι είναι αρκετά χαρακτηριστικές. Το καλοκαίρι του ’63, μια παρέα από πιτσιρίκια της γειτονιάς μου (στο Χαλάνδρι, μιας γειτονιάς-κρυσφύγετο για πολλούς κυνηγημένους αριστερούς της προηγούμενης γενιάς) περνάμε και ξαναπερνάμε κάτω από ένα μπαλκόνι, όπου κάθεται μια νεαρή μαυροντυμένη γυναίκα με ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της τον πόνο, μ’ ένα μικρό τρίχρονο αγοράκι στην αγκαλιά, και λέμε ψιθυριστά «η χήρα του Λαμπράκη, η χήρα του Λαμπράκη». Και το καλοκαίρι του ’65, ενώ οι γονείς μας έχουν κατέβει στην πορεία, στη διάρκεια των Ιουλιανών, οι γιαγιάδες της γειτονιάς, βγαίνουν στον κεντρικό δρόμο, κάνοντας ένα είδος πορείας και μοιρολογάνε «χτυπήσαν τα παιδιά μας, χτυπήσαν τα παιδιά μας…».
Οι μνήμες αυτές βέβαια, παρότι τραυματικές, έχουν κι ένα τόνο ηρωικό κι επικό, ο οποίος όμως σχεδόν ακυρώνεται απ τις δύο επόμενες εικόνες της παιδικής μου ηλικίας: τη φρίκη της αγωνίας και της αναμονής, όσο πολυαγαπημένα συγγενικά μου πρόσωπα προσπαθούν να διαφύγουν σκαστοί, ζητώντας καταφύγιο στη Γαλλία, και την εφιαλτική εικόνα της ρεματιάς της γειτονιάς μου με τα άπειρα καμένα βιβλία, που οι έντρομοι εναπομείναντες αριστεροί, επί καιρό πετάνε στην κοίτη της, προσπαθώντας να απαλλαγούν από «ενοχοποιητικά στοιχεία».
Επομένως η γενιά του Πολυτεχνείου δεν μπορεί να εμπνευστεί από το προηγούμενό της ελληνικό φοιτητικό κίνημα, με τρόπο καθοριστικό και δημιουργικό.
Δύο είναι κυρίως οι πηγές έμπνευσής της. Η πρώτη είναι η ίδια η ύπαρξη του απόλυτα αυταρχικού, σε γελοίο συχνά βαθμό, συστήματος που είχε απέναντί της. Και η άλλη, τα παγκόσμια νεολαιίστικα κινήματα του ’68, που παρά τις εμφανείς διαφορές με την περίπτωση της Ελλάδας, αφομοιώνονται με έναν ιδιαίτερα δημιουργικό τρόπο.
Η σταδιακή εναντίωση στη Χούντα
Η γενιά αυτή, έγινε η προσπάθεια να γαλουχηθεί, με έναν εντελώς ατελέσφορο τρόπο, με τα περίφημα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη».
Η καθημερινή επανάληψη του πάτερ ημών και η επιβολή του υποχρεωτικού -επί ποινή αποβολής- εκκλησιασμού, που έφτασε στο αποκορύφωμά της με την υποχρεωτική εξομολόγηση, με κύριο ζητούμενο, την κατάδοση από τους μαθητές των γονιών τους με την εκπληκτική ερώτηση «έχετε κανέναν κομμουνιστή στην οικογένεια;» και δευτερεύον, την διερεύνηση ύπαρξης σχέσεων με το άλλο φύλο, το κύριο αποτέλεσμα που έφερε, ήταν ο αποτροπιασμός, του συνόλου σχεδόν των τότε μαθητών στο άκουσμα της λέξης «εκκλησία», για πολλά χρόνια. Και βέβαια, έκανε πολύ πιο εύκολο και φυσικό από την πλευρά τους, τον ενστερνισμό της κλασσικής μαρξιστικής ρήσης «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού», μιας ρήσης που υπήρξε ιδιαίτερα αγαπημένη ανάμεσά τους, για πολλά χρόνια επίσης.
Ταυτόχρονα η καθημερινή επανάληψη του «εθνικού ύμνου», έφερε σαν αποτέλεσμα την ωραία σατιρική παρωδία του απ την πλευρά των μαθητών, το πασίγνωστο «και σαν πρώτα, φάε καρότα, σέλινο και μαϊντανό», και την κατανόηση, έστω και σε διαισθητικό επίπεδο, από την πλευρά τους, ότι η επανάληψη αυτή γινόταν για καθαρά εθνικιστικούς λόγους, και ουσιαστικά βρώμιζε και γελοιοποιούσε τη λέξη «ελευθερία», με την οποία το κράτος των συνταγματαρχών, ουδεμία σχέση είχε.[iii]
Η Ελλάδα έχει την τύχη και την ατυχία ταυτόχρονα, να έχει σαν εθνικό ύμνο, τον «Ύμνο εις την Ελευθερία», που εξυψώνει την ελευθερία από κάθε είδους καταπίεση, σε κατ’ εξοχήν ιδανικό, και την αντιμετωπίζει σαν πρώτη και απόλυτη ανάγκη των ανθρώπων, δίνοντας πολύ μικρότερη έμφαση απ ό,τι ο εθνικός ύμνος άλλων χωρών στην «εθνική υπερηφάνεια», ο οποίος καλλιεργεί μονομερώς τον εθνικισμό.
Αυτό ωστόσο δίνει τη δυνατότητα σε κάθε είδους ελληνικής καταγωγής κρατικό καταπατητή της ελευθερίας, να αδειάζει τη λέξη απ’ το περιεχόμενό της. Αυτοί που την επιθυμούν, δεν είναι υποχρεωμένοι να το λένε ψιθυριστά μεταξύ τους, αντίθετα, υποχρεώνονται να το κραυγάζουν, σκύβοντας δουλικά το κεφάλι στους καταπιεστές τους.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, κοντά σ’ όλα τα’ άλλα, ξαναχάρισε σ’ όλη την ελληνική κοινωνία, το νόημα αυτής της όμορφης λέξης, καθώς όλη η ελληνική κοινωνία άκουγε συγκινημένη «το ραδιοφωνικό σταθμό των φοιτητών, των ελεύθερων αγωνιζόμενων ελλήνων», να απαγγέλει κάποιους λησμονημένους επί πολλά-πολλά χρόνια στίχους του ‘Ύμνου εις την Ελευθερία’, καθώς το τανκ έριχνε την πύλη του Πολυτεχνείου:
«εκεί μέσα εκατοικούσες Άργειε να ‘λθει εκείνη η μέρα
πικραμένη, εντροπαλή, κι ήσαν όλα σιωπηλά
κι ένα στόμα ακαρτερούσες, γιατί τα ‘σκιαζε η φοβέρα
‘έλα πάλι’ να σου πει. και τα πλάκωνε η σκλαβιά»
Τέλος, η Χούντα αυτοαναγορεύτηκε σε κατ’ εξοχήν φύλακα της ηθικής των νέων, βάζοντάς τους κι αυτούς στο γύψο, όπως όλη την Ελλάδα, και χρησιμοποιώντας στο έπακρο κάποιες ακραία και γελοία αυταρχικές πρακτικές μέσα στο σχολείο, που είχαν βέβαια εισαχθεί από τους προπάτορές τους της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Στα γυμνάσια θηλέων γινόταν καθημερινός έλεγχος του μήκους της σχολικής ποδιάς (τόσους πόντους κάτω από το γόνατο), του γιακά που κούμπωνε μέχρι απάνω και της κορδέλας στα μαλλιά, έτσι που να μην ξεφεύγει καμιά τούφα έξω απ’ αυτήν. Στα γυμνάσια αρρένων, (εκτός από το πηλίκιο στην επαρχία), όσων τα μαλλιά μάκραιναν, μαζί με την αποβολή, υποχρεώνονταν για να γίνουν δεκτοί, να επιστρέψουν απόλυτα κουρεμένοι, και ειδικά στο σβέρκο, με την ψιλή. Αυτά σε μια εποχή που όλες οι νεαρής ηλικίας γυναίκες, και πολλές μεγαλύτερες, κυκλοφορούσαν με μίνι ή με παντελόνια καμπάνα, και όλοι οι νεαροί άντρες με μακριά μαλλιά. Η Χούντα μισούσε με πάθος τους «βρωμομαλλιάδες», όπως τους ονόμαζε[iv].
Η ακραία περιοριστική και αυταρχική αυτή εικόνα, δεν περιορίζεται βέβαια στους τοίχους των σχολείων. Επεκτείνεται με διάφορους τρόπους και στα Πανεπιστήμια. Οι μέθοδοι φυσικά δεν είναι οι ίδιες, καθώς είναι αδύνατον λίγο-πολύ να επιβληθεί η καθημερινή γελοιοποίηση του εθνικού ύμνου, ο υποχρεωτικός εκκλησιασμός, ή η επιβολή συγκεκριμένου παρουσιαστικού.
Σε κάθε σχολή υπήρχε κατ’ αρχήν ένας μηχανισμός ελέγχου και τρομοκράτησης από την πλευρά της χούντας: επίσημος τοποτηρητής του καθεστώτος, «κυβερνητικός εκπρόσωπος» εμφανέστατος, προφανώς προς τρομοκράτηση, σε συνεχή -και εμφανή επίσης- συνεννόηση με συγκεκριμένους καθηγητές, επιφορτισμένους συχνά με το καθήκον να «δίνουνε» φοιτητές. Επίσης διορισμένα από τη χούντα Δ.Σ. φοιτητικών συλλόγων, συνδεδεμένα υπόγεια με το Σπουδαστικό της Ασφάλειας και με ένα λίγο-πολύ αθέατο δίκτυο χαφιέδων «φοιτητών» γύρω τους, που αφ’ενός προσπαθούσαν να καταστείλουν εκ των έσω την όποια κινηματική διαδικασία, και αφ’ετέρου «έδιναν» όσους φοιτητές εμπλέκονταν, ή απλώς είχαν την τάση να εμπλακούν στο φοιτητικό κίνημα[v]. Ακόμα και η προσπάθεια δημιουργίας κλίματος συναδελφικότητας ανάμεσα στους συμφοιτητές ή η απλή παρακολούθηση άλλων πολιτιστικών εκδηλώσεων εκτός Πανεπιστημίου, θεωρείται ύποπτη,[vi].
Το κλίμα μέσα στα μαθήματα δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτό που γνώρισαν οι μετέπειτα φοιτητές. Παρουσίες σε πολλά μαθήματα, το μάθημα από έδρας και καμία δυνατότητα παρέμβασης από την πλευρά των φοιτητών, συνήθης πρακτική κάποιων απ’ τους καθηγητές να πετάν έξω όποιον τόλμαγε να ψιθυρίσει στο διπλανό του, και φυσικά αξιολόγηση με βασικό κριτήριο τον ικανοποιητικό παπαγαλισμό της ύλης. Τέλος, ένα από τα επιβεβλημένα μαθήματα, η… γυμναστική, στην οποία αν δεν είχες αρκετές παρουσίες έχανες το έτος[vii].
Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα την αίσθηση από την πλευρά τόσο των μαθητών, όσο και των φοιτητών, ότι ζουν μέσα σε μια κλούβα, στο ψυγείο, ή στο γύψο (ό,τι προτιμάτε). Και μάλιστα, ότι είχαν μπει στο γύψο, κατά την αγαπημένη έκφραση των συνταγματαρχών, από έναν ψυχασθενή γελοίο και αδαή, που κραύγαζε κάθε μέρα γελοίες ηθικοπλαστικές συμβουλές. Και αυτό το βίωμα παρήγαγε σταδιακά μια βαθιά, ενστικτώδη εναντίωση στο καθεστώς, και μάλιστα, ανεξάρτητα από την πολιτική ένταξη των γονιών, ή συχνά και από την ταξική προέλευση.
Οι νεολαίοι του ’70-’73 δεν γνώριζαν, ότι και επί κοινοβουλευτικής δημοκρατίας πολλές από αυτές τις πρακτικές ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς και συνήθεις, παρ’ ότι δεν έφταναν σε τόσο ακραία όρια, και έτσι θεωρούσαν σαν κύριο αντίπαλό τους τη δικτατορία.
Ταυτόχρονα, η γενιά αυτή που γεννήθηκε και μεγάλωσε μετά τη λήξη του εμφυλίου, δεν είχε άμεσες σπαρακτικές μνήμες από την κατοχή και τον εμφύλιο, και άρα δεν είχε την επίγνωση από πρώτο χέρι, της απόλυτης καταστροφής στην οποία μπορεί να οδηγήσει η ήττα της έμπρακτης εναντίωσης σ’ ένα ισχυρό και πάνοπλο καθεστώς. Δηλαδή, δεν γνώριζαν βιωματικά ότι ρισκάριζαν την ίδια τη ζωή τους. Ένα βίωμα που ακινητοποίησε πιθανότατα ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της προηγούμενης γενιάς, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.
Έτσι, είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν την εξέγερση, και η εξέγερση αυτή έχει σαν κύριο επίδικο και πολιτικό μήνυμα την πτώση της δικτατορίας.
Αυτό είναι το κύριο πολιτικό μήνυμα και το κύριο αίτημα που βγαίνει σαν καταστάλαγμα απ όλες τις διαδικασίες των φοιτητών (γενικές συνελεύσεις, συνεδριάσεις της Συντονιστικής Επιτροπής Κατάληψης) αλλά και αυτό που εκφράζει εμφανέστατα το κυρίαρχο αίτημα του μεγαλύτερου μέρους της υπόλοιπης ελληνικής κοινωνίας, και τη φέρνει συμπαραστάτη και αρωγό, και σταδιακά σύμμαχο και συναγωνιστή στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Σ’ αυτό το αίτημα και την έκφρασή του με τα διάφορα γραπτά και προφορικά συνθήματα, συγκλίνουν τελικά οι διάφορες νεολαιίστικες οργανώσεις της αριστεράς που δρουν τα 2-3 τελευταία χρόνια στο φοιτητικό χώρο, παρά τις αρχικές μεγάλες αποκλίσεις τους. Οι οργανώσεις της άκρας αριστεράς δηλαδή (που τότε περιορίζονται στις διάφορες αποχρώσεις των μαοϊκών και κάποιους λίγους τροτσκιστές) συμπεριλαμβάνουν την εναντίωση στη χούντα σ’ ένα πολύ ευρύτερο πολιτικό ζητούμενο που είναι η πτώση του καπιταλισμού και ο συνολικός μετασχηματισμός της αστικής κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά περιορίζονται σταδιακά στην εναντίωση στη χούντα και στους αμερικάνους ιμπεριαλιστές, ενώ οι πολιτικές νεολαίες των 2 τμημάτων του επίσημου ΚΚΕ (Ρήγας και Αντι-ΕΦΕΕ) έρχονται σταδιακά να συμφωνήσουν με το αίτημα για την πτώση της χούντας. Κι αυτό επειδή η επίσημη γραμμή τόσο του ΚΚΕεσωτ. όσο και του ΚΚΕ είναι να περιοριστούν τα αιτήματα των φοιτητών στα καθαρά και αποκλειστικά φοιτητικά προβλήματα (ελεύθερες φοιτητικές εκλογές κλπ), με μια αρκετά σοβαρή διαφοροποίηση μεταξύ τους, καθώς το ΚΚΕεσωτ. αποδέχεται την κυβέρνηση Μαρκεζίνη, ενώ το ΚΚΕ που την καταγγέλλει, φοβάται την εξάπλωση του κινήματος χωρίς τον αποκλειστικό οργανωτικό του έλεγχο. Ουσιαστικά και τα 2 τμήματα του επίσημου ΚΚΕ, σύρονται κάτω από την πίεση των νεολαιών τους, αλλά και την κατανόηση ότι θα βρεθούν τελικά απομονωμένοι απέναντι στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, να συμπαρασταθούν στη φοιτητική εξέγερση και να την εγκρίνουν (εκ των υστέρων), φυσικά με παλινωδίες[viii].
Αιτήματα που προέρχονται από τα νεολαιίστικα κινήματα του ’68, και που έχουν σχέση με τη μεγαλύτερη σεξουαλική ελευθερία ή με τη γυναικεία απελευθέρωση, που έγινε προσπάθεια να μεταφυτευτούν άγαρμπα με κάποια συνθήματα (όπως «σεξουαλική επανάσταση» ή «ελεύθερες παρτούζες») προερχόμενα από το χώρο της αναρχίας, απορρίπτονται, όχι μόνο από τις αριστερές φοιτητικές οργανώσεις, αλλά και από το σύνολο σχεδόν του φοιτητικού κόσμου που συμμετέχει μαζικά στις συζητήσεις και τις συνελεύσεις[ix].
Τα συνθήματα που κατ’ εξοχήν αγκαλιάστηκαν και φωνάχτηκαν με πάθος, όχι μόνο από το φοιτητικό κόσμο, αλλά και από όλο τον κόσμο που συνέρευσε, χωρίς κανένα οργανωμένο σχέδιο ή θεσμική υποστήριξη (σωματεία κλπ) γύρω από το χώρο του Πολυτεχνείου, στη διάρκεια των 3 ημερών της εξέγερσης, είναι χαρακτηριστικά:
«ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ», «ΚΑΤΩ Ο ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ», «ΛΑΕ, ΛΑΕ, Ή ΤΩΡΑ Ή ΠΟΤΕ», «6 ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΚΕΤΑ, ΔΕ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝΕ 7», «ΛΑΕ ΠΟΛΕΜΑ, ΣΟΥ ΠΙΝΟΥΝΕ ΤΟ ΑΙΜΑ», «ΑΠΟΨΕ ΠΕΘΑΙΝΕΙ Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ», «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΕΞΩ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ», «ΨΩΜΙ, ΠΑΙΔΕΙΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», «ΝΑΤΟ-CIA-ΠΡΟΔΟΣΙΑ», και το ωραίο σκωπτικό «ΔΕ ΣΕ ΘΕΛΕΙ Ο ΛΑΟΣ, ΠΑΡ’ ΤΗ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΙ ΜΠΡΟΣ» ή «ΔΕ ΣΕ ΘΕΛΕΙ Ο ΛΑΟΣ, ΠΑΡ’ ΤΟΝ ΠΙΘΗΚΟ ΚΑΙ ΜΠΡΟΣ», όπου πίθηκος, ο Μαρκεζίνης[x] και βέβαια και το «ΑΠΕΡΓΙΑ ΓΕΝΙΚΗ» που αγκαλιάστηκε και αγαπήθηκε αλλά δεν μπόρεσε να υλοποιηθεί.
Οι πολλαπλές επιδράσεις και επιρροές από τα παγκόσμια κινήματα του ‘68
Η πληροφόρηση όχι μόνο της νεολαίας, αλλά και του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας γύρω απ’ τα κινήματα του ’68 δεν είναι άμεση, καθώς σκεπάζονται μέσα στη χούντα, από ένα πέπλο σιωπής. Κάποιες ελάχιστες αναφορές στις τότε κυκλοφορούσες εφημερίδες γύρω από το Γαλλικό Μάη, δεν είναι ικανές να τραβήξουν το ενδιαφέρον και να δημιουργήσουν κάποιου είδους επιρροή. Η πληροφόρηση αυτή έρχεται σταδιακά και ειδικά στην αρχή, μέσα από έμμεσους διαύλους επικοινωνίας.
Με το Μάη του ’68, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, έρχεται κατ’ εξοχήν σε επαφή από αρκετά νωρίς μια μικρή μειοψηφία πολιτικοποιημένων φοιτητών, και κυρίως αυτών που συμμετέχουν ή που βρίσκονται σε στενή επαφή με οργανώσεις της αριστεράς και κυρίως της άκρας. Και αυτό, γιατί αυτές μπορούν να βρίσκονται σε επαφή με τους αυτοεξόριστους στη Γαλλία, κυνηγημένους από τη χούντα, αριστερούς διανοούμενους. Η επαφή αυτή διευρύνεται αρκετά μετά το ’70-’71, με τη μερική άρση της λογοκρισίας και τη φοβερή άνθιση των εκδόσεων που επακολούθησε, και κυρίως εκδόσεων ανατρεπτικής πολιτικής σκέψης που έφεραν σε επαφή το ελληνικό κοινό με Βίλχελμ Ράϊχ, Αλτουσέρ, Μαρκούζε[xi], διανοητές που ενέπνευσαν ή και εμπνεύστηκαν από το Γαλλικό Μάη.
Η μεγάλη μάζα των φοιτητών ωστόσο, επηρεάζεται κυρίως από τα αμερικάνικα κινήματα, και αρχίζει να πολιτικοποιείται μέσω της rock, για πολλούς και διάφορους λόγους.
Κατ’ αρχήν το καθεστώς, παρ’ όλη του την απέχθεια για τους «μαλλιάδες», τους «γιεγιέδες», τους «χίπις» κλπ, δεν αντιλαμβάνεται ακριβώς ότι υπάρχει πίσω απ’ τη rock ένα έντονο πολιτικό μήνυμα απ’ το οποίο μπορεί να κινδυνεύει με κάποιο τρόπο.
Αλλά ακόμα κι αν το αντιλαμβανόταν, δεν είναι σε θέση να απαγορεύσει μουσική που αναμεταδίδεται ακόμα και απ’ το ραδιοφωνικό σταθμό της Αμερικάνικης Βάσης, όπως μπορεί (σε μεγάλο βαθμό ανεπιτυχώς) να απαγορεύει τα τραγούδια του Θεοδωράκη π.χ. Το μόνο που μπορεί να κάνει, είναι να προσπαθεί να αποδείξει πόσο τυχεροί είναι οι νέοι Έλληνες, απέναντι στους ροκάδες, ταραξίες αμερικάνους, κάτι όμως που έχει τα αντίθετα αποτελέσματα, την ενθουσιώδη δηλ. προσκόλληση των νεαρών Ελλήνων στη rock. Στην αρχή αυτό συμβαίνει χωρίς να γίνεται αντιληπτό από τους περισσότερους και το πολιτικό μήνυμα που εμπεριέχει. Η συνειδητοποίηση αυτή έρχεται σιγά-σιγά, μαζί με τις εικόνες που το συνοδεύουν, που κάνουν σαφές το αντιπολεμικό αλλά και το αντιρατσιστικό μήνυμα. Το σηματάκι της ειρήνης αλλά και η εικόνα του επαναστάτη Τσε, γίνονται αγαπημένα σύμβολα της νεολαίας, απέναντι στο μισητό «πουλί» της χούντας που δημιουργεί αποτροπιασμό. Ακόμα, όταν κάποια απ’ τα μεγαλύτερα ονόματα της rock έχουν άλλο χρώμα από τους λευκούς, ο Τζίμι Χέντριξ και η Τζάνις Τζόπλιν μαύροι, ο Κάρλος Σαντάνα και η Τζόαν Μπαέζ μελαψοί λατινοαμερικάνοι, δεν χρειάζεται να γνωρίζεις ότι το rock συνδέεται με το κίνημα των «μαύρων πανθήρων» και με τις αιματηρές (και ενίοτε πολύνεκρες) συγκρούσεις στα πανεπιστήμια για να σου περάσει το αντιρατσιστικό και αντιπολεμικό-αντιαμερικανικό (κατά του πολέμου στο Βιετνάμ) μήνυμα, καθ’ ότι μια εικόνα χίλιες λέξεις.
Η rock λοιπόν, σταδιακά, από σούπερ μόδα για τα party, αλλά και για την εμφάνιση -μακριά μαλλιά οι άντρες, οι γυναίκες ελεύθερα τα μακριά τους μαλλιά (όχι κορδέλες και κότσους) και παντελόνια, και τα δύο φύλα μαζί τζιν και αμπέχωνα-, μετατρέπεται σε κατ’ εξοχήν πολιτικό μήνυμα, όχι μόνον αντιπολεμικό και αντιρατσιστικό, αλλά και μήνυμα απελευθέρωσης από τα ασφυκτικά δεσμά του μικροαστικού καθωσπρεπισμού (του οποίου η χούντα έγινε ο πλέον ένθερμος υποστηρικτής) και, τέλος, μήνυμα εξίσωσης και απελευθέρωσης των γυναικών. Απέναντι σε όλα αυτά, η χούντα τα μοναδικά όπλα που έχει, είναι τα καλαματιανά, με τις μισητές τους φιγούρες να τα χορεύουν, τα ηθικοπλαστικά μηνύματα που είναι και εκλαμβάνονται ως ηλίθια, και όταν η κατάσταση ξεφεύγει, τον ακραίο και βίαιο αυταρχισμό. Είναι χαρακτηριστικό, ότι κατά τις συλλήψεις φοιτητών στη διάρκεια του κινήματος του ’73, οι αστυνομικοί σέρνουν στο έδαφος τους συλληφθέντες, άντρες και γυναίκες, τραβώντας τους απ’ τα μαλλιά[xii].
Το καθεστώς έκανε την προσπάθεια μιας χλωμής και ελεγχόμενης φιλελευθεροποίησης το ’70-’71 που κατέληξε στην κυβέρνηση Μαρκεζίνη, ακριβώς επειδή αντιλαμβανόταν την εχθρότητα που δημιουργούσε απέναντί του και ιδιαίτερα στη νέα γενιά, ο ακραίος εξευτελισμός σε μια τεράστια φυλακή. Στην πραγματικότητα ωστόσο, μέσα απ’ τις μικρές χαραμάδες που δημιουργήθηκαν, πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη πολιτιστική ανθοφορία (εκδόσεις βιβλίων, σινεμά, μουσική) που είναι απαραίτητη για την πραγματοποίηση κάποιας εξέγερσης, θεμελιώνοντας και βαθαίνοντας την όποια εναντίωση και δίνοντάς της νόημα και στόχο.
Στο σινεμά ήρθαν οι συνδεόμενες με τα κινήματα ταινίες «Ξένοιαστος καβαλάρης», «Ζαμπρίσκι πόϊντ», «Σάκο και Βαντσέτι», «Φράουλες και αίμα», όλες συνδεόμενες με το αμερικάνικο κίνημα και κυρίως του ’68-’69. Ειδικά το «Φράουλες και αίμα» που περιγράφει την εξέγερση των φοιτητών στο πανεπιστήμιο Κολούμπια το ’68, έγινε δεκτό με τεράστιο ενθουσιασμό, χειροκροτήματα στις σκηνές βίαιων συγκρούσεων με την αστυνομία κλπ, δείχνοντας την ταύτιση των νεολαίων που την παρακολουθούσαν με τους εξεγερμένους πρωταγωνιστές[xiii].
Αλλά η ταινία που έγινε πραγματικά δεκτή μ’ ένα ντελίριο ενθουσιασμού, ήταν το ντοκιμαντέρ για το Woodstock. Δεν υπήρξε άνθρωπος ηλικίας 16 έως 25 χρόνων που να μην την είδε ή να μην προσπάθησε να τη δει, στις 3 μέρες που επιτράπηκε η προβολή της. Όταν η Ασφάλεια έδωσε εντολή να κλείσουν οι πόρτες του σινεμά ενώ η αίθουσα ήταν ακόμα μισοάδεια και ατέλειωτη ουρά περίμενε απ’ έξω για εισιτήριο, το αποτέλεσμα ήταν οδομαχίες με την αστυνομία σ’ όλο το κέντρο της Αθήνας, συλλήψεις και κούρεμα των μαλλιών[xiv].
Το θέατρο πήρε κι αυτό μέρος στην πολιτιστική άνθιση, με έργα κυρίως πολιτικού περιεχομένου. Για παράδειγμα, η παράσταση «…κι εσύ χτενίζεσαι» αποτέλεσε μια άμεση πολιτική παρότρυνση για αποχή από το δημοψήφισμα για τη Βασιλεία του ’73, ενώ το «Μεγάλο μας Τσίρκο» έγινε δεκτό με ενθουσιασμό, καθώς παραλλήλιζε τις αυταρχικές εκτροπές του παρελθόντος με τη δικτατορία, την πρεμιέρα του ακολούθησε αυθόρμητη διαδήλωση και το, κυρίως φοιτητικό, κοινό στις επόμενες παραστάσεις στις ουρές έξω απ’ τα ταμεία ζητούσε «εισιτήρια για την ελευθερία», και βέβαια μετά την κατάληψη του Πολυτεχνείου δεν είναι τυχαίο ότι συνέλαβαν την Τζένη Καρέζη (πρωταγωνίστρια) και την κράτησαν επί ένα μήνα στην ΕΑΤ-ΕΣΑ.
Εδώ βέβαια θα πρέπει να συμπληρώσουμε ότι ειδικά η επιρροή από την τεράστια παγκόσμια rock σκηνή, ενσωματώνεται με ιδιαίτερα δημιουργικό και πρωτότυπο τρόπο, παντρεύοντας ανατρεπτικά παράδοση με σύγχρονα rock ακούσματα από κάποιους τραγουδιστές-τραγουδοποιούς -που αγκαλιάστηκαν με πάθος απ’ τη νεολαία της εποχής-, με κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο αυτής της τάσης τον Σαββόπουλο. Η συμμετοχή σε παραστάσεις του «Κύτταρου», όπου παρουσιάζονταν Sokrates, Νοστράδαμος και φυσικά Σαββόπουλος, ισοδυναμεί επίσης με πολιτική διαμαρτυρία[xv]. Θα αναρωτηθεί κανείς: μα πως συνδέονται όλ’ αυτά με την εξέγερση του Πολυτεχνείου;
Κατά πρώτον προετοιμάζουν και προλειαίνουν το έδαφος για την ίδια την εξέγερση. Το φοιτητικό κίνημα αναδύεται δειλά και βήμα-βήμα στην αρχή, με μερικά και αποσπασματικά φοιτητικά αιτήματα, για να καταλήξει πολύ γρήγορα και για πολλούς μη αναμενόμενα, σ’ ένα ανεξέλεγκτο σχεδόν καζάνι που βράζει. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ’72 η Αμερικάνικη Πρεσβεία ενημερώνεται ότι η ελληνική νεολαία είναι η πιο απαθής νεολαία της Ευρώπης, ενώ χουντικός αξιωματούχος δηλώνει με έπαρση ότι το καθεστώς «αντιμετωπίζει τους φοιτητές σαν ένα κουνούπι στο κέρατο ενός ταύρου[xvi]».
Οι πρώτες κινήσεις έντονης ριζοσπαστικοποίησης εν τούτοις έχουν ξεκινήσει. Αρχίζουν αρχικά και εμφανίζονται οι πρώτες δειλές παρεμβάσεις με κοινωνικό περιεχόμενο από τους διδάσκοντες Β’ βαθμίδας (επιμελητές) στα πανεπιστήμια ή σε εργασίες-μελέτες φοιτητών. Συχνά, κάποιες απ’ αυτές περνάνε και σχεδόν απαρατήρητες από τους επόπτες της χούντας, στηριζόμενες στην τεράστια αγραμματοσύνη και ηλιθιότητα των συνταγματαρχών και των γύρω τους. Μια τέτοια περίπτωση σε επίπεδο ανέκδοτου, είναι ένας επιμελητής Πολεοδομίας της Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ, που δίνει στη βιβλιογραφία την «Αγία Οικογένεια» του Έγκελς στους φοιτητές, θεωρώντας ότι ο σκωπτικός τίτλος θα παρερμηνευτεί ως ηθικοπλαστικός, κάτι που πράγματι συνέβη[xvii].
Επίσης ξεκινούν οι πρώτες κινήσεις εναντίωσης στην ακραία αυταρχικότητα κάποιων καθηγητών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εναντίωσης αλλά και αλληλεγγύης, όταν καθηγητής, κατά τη διάρκεια μαθήματος -επίσης στην Αρχιτεκτονική του ΕΜΠ-, αρνείται να δώσει γραπτά το θέμα εργασίας σε κωφάλαλο φοιτητή, το σύνολο των συμφοιτητών του, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση, αρνείται να συμμετάσχει και δεν παραδίδει χαρτάκι με όνομα (δηλ. παρουσία) βγαίνοντας από την αίθουσας και δηλώνοντας «είμαι απών»[xviii]. Τέλος, σ’ όλη τη διάρκεια του ’72 όλο και περισσότεροι φοιτητές συμμετέχουν μαζικά σε διάφορους ‘τοπικούς’ (π.χ. Κρητών, Αρκάδων, Ηπειρωτών κλπ) και πολιτιστικούς συλλόγους διευρύνοντας συνεχώς τους ορίζοντές τους και θεμελιώνοντας την ενστικτώδη αντίδρασή τους στη χούντα.
Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται πολύ μικρά, αλλά προετοιμάζουν συστηματικά τη θρυαλλίδα που θα σκάσει. Στις αρχές του ’73 γίνεται η κατάληψη για λίγες ώρες της Νομικής, ενώ το Νοέμβρη του ’73 πραγματοποιείται η ίδια η εξέγερση του Πολυτεχνείου, διαψεύδοντας τις προβλέψεις.
Αλλά υπάρχει κι άλλος τρόπος με τον οποίο συνδέονται τα κινήματα του ’68 με την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Τα μηνύματα της εξέγερσης δεν είναι μόνο αυτά που περιέχονται στα συνθήματα και στα πανό ή αυτά που μετέδιδε ο Ραδιοφωνικός Σταθμός του Πολυτεχνείου. Υπάρχει και μια πληθώρα άλλων μηνυμάτων, υπόρρητων, που συχνά περνούν πολύ πιο αποτελεσματικά και επηρεάζουν βαθιά κει και πέρα όχι μόνο τα πανεπιστήμια από αλλά και ολόκληρη την κοινωνία.
Κατ’ αρχήν το σοβαρότατο μέσο του κινήματος, η κατάληψη, που έδωσε στην εξέγερση ένα κέντρο αναφοράς μέσα στην καρδιά της πόλης και ένα κέντρο οργάνωσης του αγώνα που ήταν απαραίτητο, ήταν ένα μέσο που ήρθε από το Μάη του ’68 και παρ’ ότι επί χρόνια αντιμετωπίστηκε με καχυποψία από την επίσημη αριστερά, νομιμοποιήθηκε σταδιακά σαν απαραίτητο μέσο πάλης του κινήματος, αφού χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα μέχρι σήμερα, κυρίως από φοιτητές και μαθητές, αλλά και από διάφορες κατηγορίες εργαζομένων.
Εκτός όμως απ’ αυτήν την καθαρά πολιτική επιρροή, υπήρξε και μια πληθώρα πολιτισμικών επιρροών, που μέσω της εξέγερσης που νομιμοποιήθηκε ακόμα και κρατικά σαν εθνική επέτειος, διευρύνθηκαν και έγιναν σταδιακά κοινωνικό κίνημα χωρίς να δηλωθούν ποτέ σαν επίδικο του κινήματος του ’73.
Όσον αφορά την εξίσωση των 2 φύλων: οι εμβληματικές φιγούρες γυναικών που πρωτοστάτησαν στο κίνημα ήταν εδώ καθοριστικές. Μετά το Νοέμβρη του ’73, οι γυναίκες μπορούν να κυκλοφορούν με ό,τι ενδυμασία θέλουν και να εκφράζονται όπως θέλουν, αφού αυτές που το κάνουν έχουν το φωτοστέφανο της ηρωίδας. Θα μεταφέρω μια δική μου εικόνα που νομίζω είναι χαρακτηριστική: Δύο εμβληματικές γυναικείες φιγούρες του κινήματος (η μια απ’ τις οποίες έμεινε χρόνια στη φυλακή και βασανίστηκε αγρίως) κάθονται αντικριστά με το τζιν τους πάνω σε έδρανα μιας απ’ τις κύριες αίθουσες διδασκαλίας της Αρχιτεκτονικής, ακριβώς μπροστά στην ανοικτή πόρτα, έτσι που να τις ακούει λίγο-πολύ όλη η σχολή, και βρίζονται (δήθεν) μεταξύ τους φωναχτά. Όταν λέμε βρίζονται, εννοούμε βρίζονται σαν νταλικέρηδες. Ποιος να διανοηθεί να κάνει παρατήρηση για ανάρμοστη συμπεριφορά, ή να κακολογήσει 2 τέτοιες αγωνίστριες; Προφανώς κανείς. Η εξίσωση λοιπόν των γυναικών δεν γίνεται ποτέ επίδικο του κινήματος, επιβάλλεται όμως χωρίς λέξεις πολύ αποτελεσματικά. Αναφέρω για παράδειγμα, ότι σαν αρχιτεκτόνισσα σε επίβλεψη οικοδομής, γυναίκα ουσιαστικά δεν μπορεί να δουλέψει αν δεν έχει παρόμοια συμπεριφορά.
Η περίοδος όπου οι αριστερές γυναίκες κατηγορούνται σαν «πουτάνες» για πολύ μικρότερα παραπτώματα (στη δεκαετία του ’60 αυτό ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο) έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Η λογική του μικροαστικού καθωσπρεπισμού ανατρέπεται στην Ελλάδα πολύ πιο αποτελεσματικά και μακροχρόνια, απ’ ότι στη Γαλλία π.χ. Ας μην ξεχνάμε ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν θεωρήθηκε ποτέ ότι ηττήθηκε ολοσχερώς, όπως ο Γαλλικός Μάης, κι αυτοί που συμμετείχαν προβλήθηκαν με την αίγλη που περιβάλλει τους ήρωες. Ποιος την πραγματοποίησε; Οι εικόνες μιλούν από μόνες τους: οι μαλλιάδες φοιτητές που καλύπτουν το πρόσωπό τους με τα χέρια τους για λόγους προστασίας από την Ασφάλεια, στην πολύ γνωστή φωτογραφία με τους φοιτητές που κάθονται κάτω απ’ το πανό με τη λέξη «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ». Ποιούς συνέλαβε κυρίως, σέρνοντάς τους απ’ τα μαλλιά και βασάνισε απάνθρωπα η Ασφάλεια; Πάλι τους ίδιους μαλλιάδες φοιτητές. Και αυτό είναι κάτι που έγινε πάρα πολύ γνωστό ακόμα και μέσα απ’ τις ειδήσεις, καθώς όλη η Ελλάδα παρακολουθούσε επί καιρό τις δίκες των βασανιστών, που εξάλλου καταδικάστηκαν.
Στην Ελλάδα μέχρι σήμερα είναι απολύτως αποδεκτό να κυκλοφορούν καθηγητές, δάσκαλοι, δημόσιοι υπάλληλοι, με μαλλιά και τζιν, να εμφανίζονται σαν ομιλητές ακόμα και σε συνέδρια, κάτι αδιανόητο στη Γαλλία εδώ και αρκετά χρόνια.
Η γενιά του Πολυτεχνείου ακόμα, μέσα απ’ όλα τα προηγούμενα δεν αμφισβήτησε μόνο το καθεστώς και τη χούντα, αμφισβήτησε, όσο κι αν ακούγεται περίεργο, και ολόκληρη την προηγούμενη γενιά, ακόμα κι αν αυτή ανήκε στην αριστερά, τη γενιά των γονιών της.
Είναι χαρακτηριστικό το ανέκδοτο που κυκλοφορούσε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων μεταπολιτευτικά για αγωνιστή συμφοιτητή που συνελήφθη και βασανίστηκε επί χούντας, ενώ ήταν γιός υψηλόβαθμού στελέχους του καθεστώτος. Απ’ ότι λεγόταν λοιπόν οι βασανιστές του φώναζαν «δεν ντρέπεσαι εσύ, γιός του τάδε…» και κείνος απαντούσε «κάτω η χούντα, κάτω κι ο μπαμπάς». Η υποδήλωσε είναι νομίζω σαφής.
Πιθανόν όλα αυτά να περνούσαν και χωρίς την εξέγερση. Πολύ πιο μερικά και πιο αργοπορημένα ωστόσο. Το σίγουρο είναι ότι έκαναν τη ζωή μας, για αρκετά χρόνια, πολύ πιο ανθρώπινη.
Τέλος πρέπει να αναφέρω εδώ και τη σημαντική επίδραση στην εκπαιδευτική διαδικασία: Ακριβώς επειδή η εξέγερση δεν ηττήθηκε απόλυτα, αλλά συνέβαλε αποφασιστικά στην πτώση της χούντας, το κίνημα δεν σίγησε για χρόνια όπως αλλού, συνεχίστηκε και με πολύ αποφασιστικό τρόπο με το κίνημα της αποχουντοποίησης. Η αποχουντοποίηση στα πανεπιστήμια επιβλήθηκε -όσο επιβλήθηκε και πάντα σε βαθμό ανάλογο με τη μαχητικότητα των φοιτητών- μέσω του κινήματος. Ήταν αδιανόητο τότε αν υπήρχε απόφαση για μη συμμετοχή στα μαθήματα (παραδόσεις, εξετάσεις κλπ) χουντικού καθηγητή, κάποιος να μην την ακολουθήσει. Υποχρεώθηκαν έτσι πολλές απ’ τις Πανεπιστημιακές Σχολές να απομακρύνουν τους με οποιοδήποτε τρόπο συνεργασθέντες και να ανανεώσουν σε μεγάλο βαθμό το εκπαιδευτικό προσωπικό, συχνά με ανθρώπους που επέστρεψαν απ’ τη Γαλλία, βαθιά επηρεασμένους απ’ το Μάη του ΄68. Αυτό είναι προφανές ότι είχε πολλαπλές επιδράσεις στην εκπαιδευτική διαδικασία. Αλλά η πλήρης εξέταση αυτού του θέματος, αποτελεί αντικείμενο άλλου άρθρου.
Αντί επιλόγου: ΗΤΑΝ ΜΟΝΟΙ ΤΟΥΣ ΟΙ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ;
Το κίνημα του ’73 ήταν κυρίως φοιτητικό κίνημα, όπως και πολλά άλλα σε όλο τον κόσμο από το ’68 και μετά. Υποστηρίχθηκε ωστόσο ενεργά από πληθώρα σχολείων. Επιτροπές συμπαράστασης παρουσιάστηκαν στο Πολυτεχνείο από πάρα πολλά σχολεία, αποφάσεις για αποχή στη διάρκεια του τριημέρου πάρθηκαν στα περισσότερα σχολεία, και μάλιστα μέσα από συνελεύσεις όπου συμμετείχαν οι πάντες, και η Χούντα υποχρεώθηκε, την επόμενη μέρα, στις 18, να μαζέψει τα απουσιολόγια και να κάνει συλλήψεις. Αλλά δεν ήταν ούτε και μόνο νεολαιίστικο.
Εκτός από τους εξεγερμένους αγρότες στα Μέγαρα, και τους οικοδόμους, που ήταν οι μόνες συγκροτημένες συλλογικότητες που στήριξαν την εξέγερση[xix], υπήρχαν κάποιοι εργάτες στη συντονιστική επιτροπή που δεν εξέφραζαν ωστόσο κάποια συγκροτημένη συλλογικότητα, αλλά και το ανώνυμο πλήθος του κόσμου, που συνέρρεε καθημερινά γεμάτο ενθουσιασμό, γύρω από το Πολυτεχνείο για να διαλυθεί ξανά σύντομα, μέχρι που την τελευταία μέρα αγαναχτεί, και προσπαθεί να επιτεθεί με κάθε τρόπο στο καθεστώς. Αντιγράφω από το βιβλίο του Κωστή Κορνέτη: «… από τις 6 περίπου το απόγευμα, θυελλώδεις διαδηλώσεις άρχισαν να δονούν το κέντρο της Αθήνας. Ένα τμήμα του πλήθους προσπάθησε να κάνει πορεία προς την πλατεία Συντάγματος, ενώ άλλο επιτέθηκε στο Υπουργείο Εργασίας, στο Υπουργείο Παιδείας και στο Δημαρχείο Αθηνών, περικυκλώνοντας τα κτίρια τους… χρησιμοποιήθηκαν λεωφορεία και τρόλεϊ για να στηθούν οδοφράγματα, ενώ άναβαν φωτιές στους κλειστούς κεντρικούς δρόμους. Η αστυνομία αρχικά αντέδρασε ρίχνοντας δακρυγόνα… όμως πολύ γρήγορα κατέληξε να ανοίξει πυρ. Λίγο μετά τις 10 το βράδυ, κι ενώ άρχισαν να καταφθάνουν οι πρώτες ειδήσεις για τραυματίες… το οργισμένο ανώνυμο πλήθος, προσπάθησε να φτάσει μέχρι το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης… χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά βόμβες μολότοφ από την πλευρά των διαδηλωτών και οι συγκρούσεις με την αστυνομία κλιμακώθηκαν σε πρωτόγνωρο βαθμό». Εξ άλλου οι νεκροί προέρχονται κυρίως από το χώρο έξω από τον περίβολο του Πολυτεχνείου, οι συλληφθέντες κυρίως από τους φοιτητές.
Οι 3 αγωνιστές της εποχής (οι δύο μέλη της συντονιστικής επιτροπής κατάληψης) με τους οποίους συνομίλησα συμφωνούν σε ένα σημείο: «το σημαντικό γινόταν έξω».
Και θα κλείσω με μια εικόνα καταπληκτικής ομορφιάς που μου μετέδωσε το μέλος της συντονιστικής επιτροπή Νίκος Σηφιανός, και συμπυκνώνει κατά κάποιο τρόπο την τεράστια αίσθηση γιορτής και απελευθέρωσης που είχαμε όλοι όσοι συμμετείχαμε, έστω και ελάχιστα, στα γεγονότα
«τη 2η μέρα των γεγονότων, το πλήθος που συρρέει γύρω από το Πολυτεχνείο, κρατάει ρόπαλα στα χέρια και χτυπάει ρυθμικά τα κάγκελα φωνάζοντας συνθήματα, και αυτό παράγει μια καταπληκτική μουσική της εξέγερσης».
———————————————–
Το άρθρο αυτό πήρε αφορμή από το αφιέρωμα: «Μάης ’68: 50 χρόνια μετά- μαρτυρίες απ’ το μέλλον» της Εφημερίδας των Συντακτών, και στηρίχτηκε σε σημαντικό βαθμό και στο αναλυτικότατο και τεκμηριωμένο πολλαπλά ιστορικό βιβλίο του Κωστή Κορνέτη «Τα παιδία της Δικτατορίας», εκδ. ΠΟΛΙΣ. Στηρίχθηκε ακόμα στις προσωπικές μαρτυρίες και συζήτηση με τα μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής Κατάληψης του Πολυτεχνείου, Νίκο Σηφιανό και Γιάννη Γρηγορόπουλο, όπως και στην αφήγηση του συμμετέχοντα αγωνιστή Αντώνη Μαούνη, στην προσωπική μαρτυρία και τις επανειλημμένες συζητήσεις με το συμμετέχοντα στην κατάληψη σύντροφό μου Τάκη Ιωάννου, και τους ευχαριστώ όλους για την πολύτιμη βοήθειά τους. Τέλος στηρίχθηκε και στα ελάχιστα προσωπικά μου βιώματα, σα μαθήτρια.
[i] Κώστας Κορνέτης, «Τα παιδιά της Δικτατορίας» εκδ. ΠΟΛΙΣ, σελ. 615
[ii] Συζήτηση με τον Νίκο Σηφιανό, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής Κατάληψης και τότε επιρροή των μαοϊκών
[iii] Προσωπικά βιώματα, διασταυρωμένα πολλές φορές σε συζητήσεις με παλιούς συμμαθητές
[iv] Κώστας Κορνέτης ό.π. σελ 428-429
[v] Συζήτηση με τον Γιάννη Γρηγορόπουλο, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής Κατάληψης και τότε μέλος της Αντι- ΕΦΕΕ και με τον Νίκο Σηφιανό, ό.π.
[vi] Προσωπική αφήγηση του Τάκη Ιωάννου, με το περιστατικό της σύλληψής του από το σπουδαστικό της Ασφάλειας, απλώς επειδή προσπαθούσε να οργανώσει εκδρομή του έτους του
[vii] Συζήτηση με τον Τάκη Ιωάννου και τον Γιάννη Γρηγορόπουλο
[viii] Συμπέρασμα από τις συζητήσεις με Γιάννη Γρηγορόπουλο, Νίκο Σηφιανό και την προσωπική αφήγηση του Αντώνη Μαούνη
[ix] Κώστας Κορνέτης, ό.π. σελ 516-517, αλλά και συζήτηση με Γιάννη Γρηγορόπουλο
[x]Εσωτερική γραπτή αναφορά του Γιάννη Γρηγορόπουλου προς το ΚΚΕ, που αργότερα δημοσιοποιήθηκε στην Ελευθεροτυπία. Επίσης, Κώστας Κορνέτης, ό.π. σελ 519-520, 522
[xi] Κώστας Κορνέτης, ό.π. σελ 331
[xii] Κώστας Κορνέτης, ό.π. σελ 459-460
[xiii] Κώστας Κορνέτης, ό.π. σελ 352, 359
[xiv] Κώστας Κορνέτης, ό.π. σελ 354-355, αλλά και προσωπικό βίωμα της γράφουσας
[xv] Κώστας Κορνέτης, ό.π. σελ 393 -394
[xvi] Κώστας Κορνέτης, ό.π. σελ 253
[xvii] Συζήτηση με τον Τάκη Ιωάννου
[xviii] Όπως παραπάνω
[xix] Γραπτή αναφορά του Γιάννη Γρηγορόπουλου προς το ΚΚΕ
*Η Νατάσα Αγγελοπούλου είναι Συνταξιούχος Νηπιαγωγός και Αρχιτεκτόνισσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου