Τετάρτη 1 Μαρτίου 2023

Τάσης Παπαϊωάννου στην «Α» / Οι καλλιτέχνες μάς θυμίζουν ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο αν δεν αγωνιζόμαστε

Τάσης Παπαϊωάννου στην «Α» / Οι καλλιτέχνες μάς θυμίζουν ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο αν δεν αγωνιζόμαστε
Ο αρχιτέκτων και ομότιμος καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ, μίλησε στην κυριακάτικη «Α»

Πίσω από τις τολμηρές αρχιτεκτονικές χειρονομίες του Τάση Παπαϊωάννου δεν μπορεί να κρυφτεί η ευγενής φυσιογνωμία του, κυρίως όμως το ηθικό πρόταγμα των αισθητικών του προτάσεων. Από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες της γενιάς του, διανοούμενος και σπάνιος δάσκαλος, ομότιμος πλέον καθηγητής Αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ, όταν σχεδιάζει δημόσια κτήρια όπως το Δικαστικό Μέγαρο Αιγαίου, το κτήριο Γραφείων στην Αθήνα ή το Μουσείο Περιβάλλοντος Στυμφαλίας, βραβευμένα όλα τους, όταν γράφει για φανταστικά κτήρια ή άλλες αρχιτεκτονικές ιδέες, αλλά και όταν παρεμβαίνει στη δημόσια σφαίρα, στο επίκεντρο της σκέψης και του έργου του κυριαρχεί η ανθρωποκεντρική και κοινωνική διάσταση της επιστήμης του. «Η αρχιτεκτονική πρέπει να υπηρετεί τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, διαφορετικά δεν έχει λόγο ύπαρξης» επιμένει σε κάθε περίσταση ο Τάσης Παπαϊωάννου και επαναλαμβάνει όση ώρα κουβεντιάζουμε.

Από το γραφείο που μοιράζεται με τον Δημήτρη Ησαΐα, λίγα μέτρα πάνω από την πλατεία Εξαρχείων, η εικόνα της πόλης και μίας από τις πιο κακοποιημένες γειτονιές της εισβάλλει από το παράθυρο και σφηνώνεται στη συζήτησή μας. Στο μεγάλο τραπέζι με τις μακέτες και τα σχέδια ακουμπισμένο το τελευταίο του βιβλίο «Χτίσματα της Φαντασίας» (εκδ. Ίνδικτος) δίνει τις πρώτες αφορμές για την κουβέντα. Πιάνοντας το νήμα από τα φανταστικά κτήρια που σχεδίαζε τον καιρό της πανδημίας, η κουβέντα απλώνεται στην πόλη, στους ανθρώπους και στον δημόσιο χώρο. Από την αντιπαροχή μέχρι το Airbnb, από τους σταρ αρχιτέκτονες στις κινητοποιήσεις των καλλιτεχνών, από την κοινωνία και τη Δημοκρατία και από το «τσιμέντωμα» της Ακρόπολης μέχρι τις «γραφικότητες», όπως χαρακτηρίστηκαν οι αντιδράσεις των αρχιτεκτόνων για τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για την επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, ο Τάσης Παπαϊωάννου μιλάει νηφάλια, με γνώση και συναίσθηση για τα επίδικα της τέχνης-επιστήμης του και της εποχής.

ADVERTISING


Ποια είναι τα χτίσματα της φαντασίας ενός αρχιτέκτονα;

Θα μπορούσαν να είναι όλα εκείνα τα άχτιστα, όλα εκείνα που έχουν χτιστεί νοερώς στο μυαλό του αρχιτέκτονα. Κτήρια που θα ήθελε κάποτε να τα δει σχεδιασμένα, απεικονισμένα στο χαρτί, σαν κατά κάποιο τρόπο να παίρνουν σάρκα και οστά μέσα από την παράστασή τους με κάποια από τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή του, όπως το σκίτσο, το σχέδιο, η μακέτα. Όπως αναφέρω και στο τελευταίο μου βιβλίο «Χτίσματα της Φαντασίας», πάντα δημιουργούνται εικόνες φανταστικών κτηρίων στο μυαλό των αρχιτεκτόνων ανεξάρτητα από τα έργα που μελετούν και κατασκευάζουν.

Τι ήταν αυτό που σε έκανε να βάλεις σε μακέτες αυτά τα φανταστικά κτήρια;

Ξεκίνησα με τη σκέψη να σχεδιάσω ένα σπίτι-κύβο το οποίο θα βρίσκεται υπερυψωμένο από το έδαφος. Ήταν σαν κάτι απροσδιόριστο να με έσπρωχνε να αποτυπώσω με κάποιον τρόπο, σε δισδιάστατη ή τρισδιάστατη μορφή, εκείνες τις ομιχλώδεις εικόνες αυτού του φανταστικού σπιτιού. Κατόπιν κατασκεύασα τη μακέτα ενός σπιτιού που είχε τη μορφή ενός ορθογωνίου παραλληλεπιπέδου και ενός άλλου που είχε τη μορφή τριγωνικού πρίσματος. Μετά έφτιαξα μακέτες κι άλλων φανταστικών κτηρίων, όπως ένα πυργόσπιτο, αλλά και ξύλινες κατασκευές που περισσότερο είχαν γλυπτική παρά αρχιτεκτονική υπόσταση. Κάπως έτσι πέρναγα τον καιρό μου στο γραφείο κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού μας στην πανδημία.

Συχνά λες ότι η αρχιτεκτονική πρέπει να υπηρετεί τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Αναρωτιέμαι πόσο εύκολο είναι να ζήσει ένας άνθρωπος σε ένα σπίτι κύβο ή σε ένα τρίγωνο σπίτι.

Δεν είναι μόνο η μορφή του κτηρίου που παίζει ρόλο στην κατοίκηση, αλλά και όλες εκείνες οι ανάγκες των κατοίκων που διαμορφώνουν το πλαίσιο της κατοίκησης. Ανάγκες που καταγράφονται λεπτομερώς σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα, ο οποίος σχεδιάζει στη συνέχεια, ενημερώνοντας πάντοτε τον ιδιοκτήτη, προχωρά δηλαδή βήμα-βήμα μέσω μιας συμμετοχικής διαδικασίας σχεδιασμού. Δεν μπορείς, με άλλα λόγια, όπως αναφέρω άλλωστε και στο βιβλίο, να κάνεις αρχιτεκτονική χωρίς τους ανθρώπους που πρόκειται να κατοικήσουν στα κτήρια που σχεδιάζεις. Αυτός είναι και ο λόγος που τα ονομάζω «φανταστικά» κτήρια, κτήρια δηλαδή που δεν πρόκειται ποτέ να χτιστούν και να κατοικηθούν.

Το σπίτι που μένεις το έχεις σχεδιάσει εσύ;

Οχι. Όλα όμως τα σπίτια που έχω σχεδιάσει και έχω χτίσει τα έχω φανταστεί σαν δικά μου σπίτια, σαν να επρόκειτο να κατοικήσω ο ίδιος σ’ αυτά. Ο αρχιτέκτονας «κατοικεί» νοερώς στα σπίτια που κάθε φορά σχεδιάζει πριν αυτά χτιστούν. Αν δεν βάλεις τον εαυτό σου να ζήσει στα σπίτια που σχεδιάζεις, δεν μπορείς, νομίζω, να κάνεις αρχιτεκτονική.

Αναρωτιέμαι, ένας αρχιτέκτονας σταρ, που είναι της μόδας στην εποχή μας, βάζει τον εαυτό του να κατοικεί στα σπίτια που σχεδιάζει;

Αυτό δεν μπορώ να το γνωρίζω, όμως οι star architects έχουν ως γνωστόν μεγάλα γραφεία-επιχειρήσεις, απασχολώντας εκατοντάδες αρχιτέκτονες, οι οποίοι αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας όλη τη δουλειά, χωρίς κάθε φορά οι «φίρμες» να συμμετέχουν ενεργά στον σχεδιασμό. Εγώ όμως επιμένω ότι η αρχιτεκτονική πρέπει να υπηρετεί τον άνθρωπο και τις ανάγκες του, γιατί αυτός είναι και ο ουσιαστικός της ρόλος, πρωταρχικό στοιχείο της ιδρυτικής της συνθήκης. Εάν δεν υπηρετεί τις ανθρώπινες ανάγκες, η αρχιτεκτονική δεν έχει λόγο ύπαρξης.

Μια ματιά στα κτήρια της Αθήνας και άλλων ελληνικών αστικών ιστών μαρτυρεί το αντίθετο. Δεν έχει ευθύνη ο αρχιτέκτονας;

Σαφώς έχουμε ευθύνη οι αρχιτέκτονες και όλοι όσοι ασχολούνται με τον τομέα της οικοδομής. Όμως είναι η ευθύνη που μας αναλογεί. Μ’ αυτό θέλω να πω ότι οι πόλεις μας είναι η χτισμένη έκφραση του τρόπου που ζούμε και συμπεριφερόμαστε, άρα με μία έννοια αποτελούν τον καθρέφτη μας. Και αυτόν τον καθρέφτη δεν τον καθορίζουν προφανώς μόνο οι αρχιτέκτονες ή γενικότερα οι μηχανικοί, αλλά όλοι μας. Υπάρχει αυτή η πολύ σοφή, κατά τη γνώμη μου, κουβέντα του Άρη Κωνσταντινίδη που λέει «πες μου πώς χτίζεις, να σου πω ποιος είσαι. Πες μου ποιος είσαι, να σου πω πώς χτίζεις». Σε ό,τι αφορά την Αθήνα, αλλά και όλες τις επαρχιακές πόλεις που στη συνέχεια χτίστηκαν κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή της, είναι φανερό ότι οικοδομήθηκαν άναρχα, άσχημα, χωρίς να ακολουθήσουν κάποιο πολεοδομικό σχέδιο. Επικράτησε, με λίγα λόγια, μια κερδοσκοπική λογική που θεωρούσε την κατοικία εμπόρευμα και όχι «δοχείο ζωής».

Ολη αυτή η συνθήκη δεν έχει και την πολιτική της διάσταση;

Προφανώς, γιατί κάθε γραμμή που τραβάει ο αρχιτέκτονας πάνω στο λευκό χαρτί δεν είναι ποτέ ουδέτερη, έχει χρώμα, και μάλιστα έντονο! Αυτό που συνέβη στη χώρα μας μετά τα χρόνια του Εμφυλίου προέκυψε από μια πολιτική συνθήκη η οποία έδιωχνε ή σχεδόν απαγόρευε στον κόσμο να ζήσει στα χωριά του, δημιουργώντας αβίωτες συνθήκες. Έτσι εντάθηκε ένα κύμα εσωτερικής μετανάστευσης το οποίο συσσωρευόταν και διόγκωνε διαρκώς τα μεγάλα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα την πρωτεύουσα, η οποία με τα χρόνια κατάντησε μια ασφυκτική, παχύσαρκη και αδιάφορη αστική μάζα, δίχως ίχνος δημόσιων χώρων και πρασίνου. Εάν ανατρέξει κανείς στην πρόσφατη ιστορία της Αθήνας, θα διαπιστώσει ότι αυτή η πόλη χτίστηκε μέσω ιδιωτικών πολεοδομήσεων και όχι βάσει ενός συνολικού πολεοδομικού σχεδίου. Ήταν, δηλαδή, στην ουσία ένας συνονθύλευμα επιμέρους αστικών θραυσμάτων.

Πώς από την κυριαρχία της αντιπαροχής φτάσαμε στην κυριαρχία του Airbnb;

Το φαινόμενο της αντιπαροχής, μια ελληνική ιδιαιτερότητα, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την εικόνα που παρουσιάζουν οι πολυκατοικίες της Αθήνας και όχι μόνο. Η πόλη και η σπέκουλα πάνω στη γη δημιούργησαν αυτές τις τερατογενέσεις κυρίως σε ό,τι αφορά την ανυπαρξία δημόσιου χώρου, αφού χτίστηκε με ακόρεστη βουλιμία κάθε σπιθαμή γης στις πόλεις μας. Πόλεις, δηλαδή, στις οποίες δεν μπορούμε να αναπνεύσουμε, οι άνθρωποι ζουν σε αιωρούμενα κουτιά, συμπιεσμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον, με δρόμους στενούς οι οποίοι σπανίως διαπλατύνθηκαν, ανάμεσα σε πνιγηρούς και ανήλιαγους ακάλυπτους, γειτονιές που δεν έχουν μια πλατεία, ένα μικρό παρκάκι και πολύ περισσότερο μια ταυτότητα. Έτσι, αυτό που χαρακτηρίζει τη νεοελληνική πόλη στο σύνολό της είναι η ομοιομορφία των γειτονιών της και η επανάληψη μιας τυποποιημένης μορφής πολυκατοικίας η οποία εξυπηρέτησε μόνο ποσοτικές και όχι ποιοτικές ανάγκες των κατοίκων τους. Όμως μην ξεχνάμε ότι το πολιτικό και κοινωνικό πρότυπο προηγείται πάντα της αρχιτεκτονικής. Η πολυκατοικία μετά τον πόλεμο και κυρίως τη δεκαετία του ’70 εξέφρασε το πρότυπο της κατοίκησης απέναντι σε χτίσματα του παρελθόντος όπως τα παλιά αθηναϊκά σπίτια, τα νεοκλασικά ή αργότερα τα μεσοπολεμικά που είχαν απαξιωθεί στη συνείδηση του κόσμου. Από τους Ολυμπιακούς Αγώνες και μετά, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, αυτό που σχεδιάζεται και δυστυχώς υλοποιείται είναι η τουριστικοποίηση του κέντρου της Αθήνας, με ανυπολόγιστες επιπτώσεις στη ζωή των κατοίκων της. Η έκρηξη του Airbnb σε γειτονιές της Αθήνας όπως το Κουκάκι, το Παγκράτι, τα Εξάρχεια κ.λπ. έχει ως αποτέλεσμα σταδιακά να εγκαταλείπονται από τους κατοίκους τους που ζούσαν εκεί. Οι τιμές των ακινήτων όσο και των ενοικίων έχουν εκτιναχθεί και γίνονται απαγορευτικές για τη μέση οικογένεια. Στα Εξάρχεια όπου ζω, ολόκληρες πολυκατοικίες έχουν αγοραστεί από ξένους ή Έλληνες «επενδυτές», οι οποίοι αναμένουν την κατασκευή του μετρό προκειμένου να προχωρήσουν στη μετατροπή των κτηρίων αυτών σε πηγή εκμετάλλευσης και πλουτισμού. Έτσι δεν αλλάζει μόνο ο αστικός ιστός και το χτισμένο περιβάλλον, αλλά και ο κοινωνικός ιστός, ο οποίος διαρρηγνύεται και κατακερματίζεται, με καταστροφικά αποτελέσματα για την καθημερινότητα της πόλης και των ανθρώπων.

Και κάπως έτσι βγαίνει από τη δημόσια σφαίρα, τη σκέψη και τις ζωές των ανθρώπων και η έννοια του δημόσιου χώρου.

Ναι, ακριβώς, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη του ότι την περίοδο της Χούντας αυξήθηκαν κατακόρυφα οι συντελεστές δόμησης και σε πολύ μεγάλο βαθμό το γεγονός αυτό είναι υπεύθυνο για τη μορφή ή, αν θέλετε, τη δυσμορφία των ελληνικών πόλεων. Ο δημόσιος χώρος συρρικνώθηκε, εκμηδενίστηκε, εξαφανίστηκε! Μην λησμονούμε ότι ο δημόσιος χώρος συμβολίζει τον δήμο, την Πολιτεία, είναι ο χώρος που ανήκει σε όλους τους πολίτες, είναι ο χώρος των ελεύθερων δράσεων, της συντροφικότητας, της αλληλεγγύης, αλλά και της διεκδίκησης και των συλλογικών αγώνων. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι εντέλει ο χώρος της Δημοκρατίας. Οι χώροι ελευθερίας και συνύπαρξης έχουν συρρικνωθεί και όσοι απομένουν είναι ανοίκειοι και αβίωτοι. Οι πολίτες κλείνονται μέσα στα διαμερίσματά τους, απέναντι από τις οθόνες των τηλεοράσεων και των υπολογιστών, που δυστυχώς αποτελούν πια τα μοναδικά παράθυρα μέσα από τα οποία αντικρίζουν τον κόσμο. Σήμερα η επίθεση που δέχεται ό,τι έχει απομείνει ελεύθερο από τον δημόσιο χώρο, για παράδειγμα στο Πάρκο της Ακαδημίας Πλάτωνος, στον λόφο του Στρέφη, στον Βοτανικό, στα Πατήσια, στην πλατεία Εξαρχείων, δηλώνει την πάγια καθεστωτική νοοτροπία της εξουσίας ώστε και αυτοί οι τελευταίοι εναπομείναντες χώροι να ιδιωτικοποιηθούν. Αντιμετωπίζονται δηλαδή, εκτός από τα χτίσματα, κι αυτοί ως εμπόρευμα.

Σε δημόσιους χώρους, ωστόσο, βλέπουμε τελευταία πολίτες να αντιστέκονται και να διεκδικούν, όπως οι καλλιτέχνες.

Μα αυτή είναι η πεμπτουσία του δημόσιου χώρου. Η Πανεπιστημίου πεζοδρομείται στην πράξη όταν γεμίζει από διαδηλωτές ή από καλλιτέχνες και πολίτες που συμμετέχουν στην ίδια συναυλία. Ο δημόσιος χώρος αλλάζει στην ουσία μορφή και ζωογονείται από τις ακηδεμόνευτες δράσεις των πολιτών. Οι νεαροί φοιτητές των δραματικών και καλλιτεχνικών σχολών, οι καθηγητές τους, οι καλλιτέχνες, οι εργαζόμενοι στον Πολιτισμό κατάφεραν να βγάλουν ξανά τον κόσμο έξω στους δρόμους. Μας ξαναθύμισαν ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο, σταθερό και εξασφαλισμένο αν δεν αγωνιζόμαστε διαρκώς, αν δεν παλεύουμε για τον πολιτισμό της χώρας μας.

Ως αρχιτέκτονας πώς είδες το προσχέδιο της επέκτασης και ανακαίνισης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου;

Πριν σχολιάσουμε το προσχέδιο θέλω να σταθώ στην απαράδεκτη διαδικασία που ακολουθήθηκε, η οποία αποτελεί μια πρωτοφανή και κατάπτυστη προσβολή για το σύνολο των Ελλήνων αρχιτεκτόνων οι οποίοι αποκλείστηκαν από το να συμμετάσχουν στον σχεδιασμό του ΕΑΜ. Τα ελληνικά αρχιτεκτονικά γραφεία που συνεργάστηκαν με τους star architects που επιλέχθηκαν από το ΥΠΠΟΑ ή, όπως πληροφορηθήκαμε πρόσφατα, από την επιτροπή που συντόνιζε η σύζυγος του πρωθυπουργού, έπαιξαν τον ρόλο του κομπάρσου δίπλα στους ξένους πρωταγωνιστές. Με την παρουσίαση της μελέτης που επιλέχθηκε ολοκληρώθηκε μία επικοινωνιακή και στη βάση της προεκλογική φιέστα που στόχο είχε να στρέψει τους προβολείς της δημοσιότητας πάνω σε ακόμα ένα έργο μακέτα. Μία φιέστα στο Αρχαιολογικό Μουσείο που ήταν περικυκλωμένο από τις ασπίδες των ΜΑΤ, οι οποίες κρατούσαν μακριά τους αρχαιολόγους που διαδήλωναν κατά της μετατροπής των μεγάλων μουσείων μας σε ΝΠΔΔ με διορισμένα από την εκάστοτε ηγεσία του ΥΠΠΟΑ Διοικητικά Συμβούλια. Νομίζω ότι ακριβώς η διαδικασία αυτή πιστοποιεί την αντίληψη της κυβέρνησης Μητσοτάκη για το πώς πρέπει να διοικούνται από δω και στο εξής τα σημαντικά μουσεία της χώρας, αλλά και η αντιμετώπιση των αρχαιολογικών θησαυρών ως τουριστική ατραξιόν ή ως εμπορευμάτων τα οποία μπορούν να ανταλλάσσονται σε μουσεία του εξωτερικού μέσω παραρτημάτων. Το γεγονός αυτό το θεωρώ πολύ πιο σημαντικό από το προσχέδιο που δημοσιοποιήθηκε. Δεν μπαίνω, συνεπώς, στη λογική να σχολιάσω τις εικόνες του προσχεδίου που είδα, γιατί έτσι θεωρώ ότι θα νομιμοποιήσω και το προσχέδιο, και την παράνομη διαδικασία μέσα από την οποία επιλέχθηκε.

Είναι «γραφικότητες», όπως αποκάλεσε ο συμφοιτητής σου Ανδρέας Κούρκουλας τις αντιδράσεις των αρχιτεκτόνων στη διαδικασία επέκτασης του Αρχαιολογικού Μουσείου;

Νομίζω ότι αυτή ήταν μια ατυχέστατη στιγμή για τον ίδιο, που έκρυβε στην πραγματικότητα την αμηχανία του και την ανυπαρξία επιχειρημάτων προκειμένου να απαντήσει ευθέως και ευθαρσώς στα ψηφίσματα του ΣΑΔΑΣ, της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ της οποίας είναι μέλος, του διδακτικού προσωπικού, των Σχολών Αρχιτεκτονικής Πατρών και Βόλου, του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, αλλά και πλήθους συναδέλφων του αρχιτεκτόνων. Θα έλεγα ότι χρειάζεται λιγότερη υπεροψία και μεγαλύτερη ταπεινότητα όταν απευθύνεται κανείς στο σύνολο της ελληνικής αρχιτεκτονικής και αρχαιολογικής κοινότητας.

Και για το «τσιμέντωμα» της Ακρόπολη είχες αντιδράσει έντονα.

Πράγματι, μαζί με πολλούς άλλους αντιδράσαμε και γι’ αυτήν την απολύτως ατυχή, πρόχειρη και αντιαισθητική παρέμβαση πάνω στον Βράχο. Δεν θα ξεχάσω τον φίλο μου Κυριάκο Κατζουράκη και όλο τον προσωπικό του αγώνα απέναντι σε αυτήν την κακοποίηση, που ξεσήκωσε αντιδράσεις Ελλήνων και ξένων επιστημόνων αλλά και απλών πολιτών. Κατά κάποιο τρόπο η Ακρόπολη και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο έχουν την ίδια αντιμετώπιση. Λαμβάνεται υπόψη κυρίως η εμπορική-τουριστική εκμετάλλευσή τους, η οποία καθορίζεται προφανώς όχι από τους πολίτες της χώρας, αλλά από πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα.

Πριν από δύο χρόνια αφυπηρέτησες από το ΕΜΠ. Την αρχιτεκτονική που ονειρεύτηκες την εφάρμοσες;

Σε έναν μεγάλο βαθμό ναι. Υπήρξαν, ευτυχώς, άνθρωποι που εμπιστεύτηκαν τη δική μας αρχιτεκτονική και μας έδωσαν την ευκαιρία να στεγάσουμε τα δικά τους όνειρα στα δικά μας σχέδια. Αλλά και τα κτήρια με δημόσια χρήση ήταν εκείνα που μας επέτρεψαν να εφαρμόσουμε στην πράξη τις ιδέες μας για τον κοινωνικό ρόλο της αρχιτεκτονικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου