Τ. Παπαϊωάννου-Αστικό τοπίο, λαδοπαστέλ σε χαρτί ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ 16.09.2022, 06:00
Το ιδιωτικό και το δημόσιο στην πόλη
Τάσης Παπαϊωάννου
Αρκεί λίγο να μελετήσει κανείς την πολεοδομική εξέλιξη της Αθήνας μέσα στο πέρασμα του χρόνου, για να συμπεράνει πως το έδαφος της πόλης ουδέποτε έμεινε ανέγγιχτο από τα ιδιωτικά συμφέροντα που το καταβρόχθιζαν με απίστευτη βουλιμία, χτίζοντας παντού, καταστρέφοντας το μοναδικής ομορφιάς τοπίο της και «ατιμάζοντας την αττική γη», όπως διορατικά έγραφε, πριν από αρκετές δεκαετίες, ο Δημήτρης Πικιώνης.
Το τελευταίο διάστημα πυκνώνουν τα δημοσιεύματα για την κατάσταση της καθημερινότητας στις πόλεις μας. Η συζήτηση συνεχίζεται αμείωτη, μια και οι αλλαγές που συντελούνται είναι μεγάλες και εκτεταμένες και όλοι αντιλαμβάνονται πλέον -λιγότερο ή περισσότερο- ότι αφορούν άμεσα την ποιότητα της ζωής τους. Συνειδητοποιούν ότι κάθε επέμβαση στον αστικό ιστό της πόλης είναι ταυτόχρονα και επέμβαση στον ζωντανό ιστό της, δηλαδή σε ό,τι συγκροτεί την κοινωνική της δομή.
Ο πολύμηνος εγκλεισμός μέσα στα σπίτια μας την περίοδο έξαρσης της πανδημίας μάς έκανε να στοχαστούμε, ίσως για πρώτη φορά τόσο σοβαρά, την ανεκτίμητη αξία του δημόσιου χώρου. Ο εσωτερικός χώρος της κατοικίας μεταλλάχθηκε άξαφνα σε ανοίκειο απομονωμένο κελί που μας έπνιγε, μας περιόριζε, μας καταπίεζε. Το διαμέρισμα της πολυκατοικίας φάνταζε ως ένα περίκλειστο στενάχωρο κουτί, μακριά από το έδαφος, μακριά από το γίγνεσθαι της πόλης. Το ιδιωτικό «μέσα» αποκτούσε άλλα χαρακτηριστικά απ’ αυτά που γνωρίζαμε έως τότε και το δημόσιο «έξω» αποκαλυπτόταν περισσότερο από ποτέ, ως o ανοιχτός ζωτικός χώρος της απόλυτης ελευθερίας μας. Η πανδημία έφερε και κάτι θετικό μέσα στη μαυρίλα και στον φόβο που άπλωσε η ανεξέλεγκτη επέλασή της: την εκ νέου οικειοποίηση και αναζωογόνηση του δημόσιου χώρου!
Μια πρωτόγνωρη ανάγκη έσπρωχνε τον Αθηναίο να κατέβει κάτω, να βγει στον δρόμο, να περπατήσει ελεύθερος χωρίς περιορισμούς, να αποδράσει από αυτό που τον «φυλάκιζε». Να συναντήσει άλλους ανθρώπους, να ανταλλάξει μια κουβέντα με τον γείτονα, να έρθει ξανά σε επαφή με ό,τι είχε απολέσει όλους αυτούς τους μήνες. Ανακάλυπτε, σαν από την αρχή, την προαιώνια συνθήκη δημιουργίας της πόλης τον κοινό βίο, την αλληλεγγύη και τη συντροφικότητα, το όλοι μαζί και όχι το χώρια. Συνειδητοποιούσε, από πρώτο χέρι, ότι σε κρίσιμες συνθήκες αυτό που κυρίως έχει ανεκτίμητη αξία για τη ζωή του είναι: η συνύπαρξη και η προσωπική επαφή με τον Αλλον!
Οι δρόμοι, τα πάρκα, οι παιδικές χαρές, οι πλατείες αποκτούσαν στα μάτια του άλλη υπόσταση. Ενα δέντρο όπου κάτω από τη φυλλωσιά του απολάμβανε τη δροσερή σκιά, ένα παγκάκι στη γωνία για να ξαποστάσει, ένας περίπατος στον λόφο ανάμεσα στα πεύκα και τον καθαρό αέρα. Ηταν οι δημόσιοι χώροι που αποτελούσαν την «αστική κληρονομιά» της πόλης του, χώροι που εμπλούτιζαν και ενδυνάμωναν την κοινωνική αλληλεπίδραση. Τους αστικούς κοινόχρηστους χώρους που είχε υποτιμήσει στο παρελθόν και τώρα αντιλαμβανόταν την αδιαμφισβήτητη σπουδαιότητά τους στην καθημερινή του διαβίωση.
Ναι, σε στιγμές κρίσεις συνειδητοποιούμε όλοι ότι η πόλη είμαστε εμείς οι ίδιοι, είναι η χτισμένη και άχτιστη πραγματικότητα της ζωής μας. Δυστυχώς, τις περισσότερες φορές πρέπει να φτάσουμε σε καταστάσεις απόλυτης ανάγκης και άμεσου κινδύνου για να εγκαταλείψουμε το όριο της ιδιοκτησίας μας προκειμένου να βοηθήσει ο ένας τον άλλο όταν πιάσει μια φωτιά, όταν πλημμυρίσουμε και κινδυνεύουμε να πνιγούμε, όταν κάποιος σεισμός μάς ταρακουνήσει και έντρομοι βγαίνουμε στις πλατείες για να σωθούμε.
Κι όμως, το αισιόδοξο γεγονός είναι ότι, ολοένα και περισσότερο, οι κάτοικοι της Αθήνας (και όχι μόνον) αυτο-οργανώνονται, δημιουργούν συλλογικότητες, μαζεύονται όλοι μαζί, συζητούν, αποφασίζουν για τα κοινά προβλήματα της γειτονιάς τους. Είναι τότε που συγκροτείται «η ενεργός κοινότητα των αυτοδιοικούμενων συμπολιτών»(1), όπως χαρακτηριστικά τόνιζε ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος. Είναι όλες εκείνες οι ακηδεμόνευτες κινήσεις πολιτών που έχουν δημιουργηθεί εδώ και χρόνια, σε πάρα πολλές γειτονιές της Αθήνας, στην προσπάθειά τους να έχουν λόγο και ενεργό συμμετοχή στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζουν.
Λειτουργούν αμεσο-δημοκρατικά, προτάσσοντας το δημόσιο συμφέρον έναντι του ιδιωτικού, εκείνο των πολλών απέναντι στους λίγους. Διεκδικούν το αυτονόητο «δικαίωμά τους στην πόλη», την ίδια ώρα που το ένα μετά το άλλο θεμελιώδες δικαίωμά τους καταστρατηγείται και γίνεται κουρελόχαρτο. Πώς να μείνουν, άλλωστε, αδιάφοροι και αμέτοχοι στον ορυμαγδό των άστοχων και προκλητικών επεμβάσεων, των αχρείαστων αναπλάσεων και του μεθοδευμένου εξευγενισμού όλων των κεντρικών περιοχών της Αθήνας;
Τι να πρωτοαναφέρει κανείς! Την καταστροφή τόσων πλατειών για να κατασκευαστούν (μέσω ανοιχτών ορυγμάτων) οι σταθμοί του μετρό, το πετσόκομμα όσων δέντρων έστεκαν ακόμη όρθια, την ανεκδιήγητη πρόταση πεζοδρόμησης της Πανεπιστημίου του «Rethink Athens» και τον φανφαρόνικο πολυδιαφημισμένο «Μεγάλο Περίπατο», την ακαλαίσθητη διαπλάτυνση των πεζοδρομίων στην κάτω πλευρά της πλατείας Συντάγματος, την παροιμιώδη ανακατασκευή της πολύπαθης πλατείας Ομονοίας και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Αλλά και την απροκάλυπτη επιδρομή σε λόφους και πάρκα, όπως στου Στρέφη, στην Ακαδημία Πλάτωνος, στα Πατήσια, στο Πεδίον του Αρεως, εν ονόματι του «εξωραϊσμού» τους, αφού είχαν αφεθεί (εσκεμμένα;) για χρόνια αφρόντιστα να ρημάζουν.
Ο υπαίθριος δημόσιος χώρος, ό,τι δηλαδή έχει απομείνει ακόμη άχτιστο μέσα στο πυκνοδομημένο περιβάλλον της πρωτεύουσας, δέχεται μια άνευ προηγουμένου επίθεση βίαιου εξευγενισμού, από το κτηματομεσιτικό κεφάλαιο που καραδοκεί να εκμεταλλευτεί και την τελευταία σπιθαμή που απομένει σε ελεύθερη χρήση. Ενα ευρύτερο σχέδιο ανάπλασης του κέντρου της Αθήνας και μεταλλαγής του αποκλειστικά σε «τουριστικό προϊόν» προς κατανάλωση.
Αρκεί λίγο να μελετήσει κανείς την πολεοδομική εξέλιξη της Αθήνας μέσα στο πέρασμα του χρόνου, για να συμπεράνει πως το έδαφος της πόλης ουδέποτε έμεινε ανέγγιχτο από τα ιδιωτικά συμφέροντα που το καταβρόχθιζαν με απίστευτη βουλιμία, χτίζοντας παντού, καταστρέφοντας το μοναδικής ομορφιάς τοπίο της και «ατιμάζοντας την αττική γη», όπως διορατικά έγραφε, πριν από αρκετές δεκαετίες, ο Δημήτρης Πικιώνης. Ετσι, κατάντησε να είναι η μοναδική πρωτεύουσα στην Ευρώπη με τη μικρότερη αναλογία ελεύθερων χώρων και πρασίνου ανά κάτοικο. Μια συνεχής, συμπαγής, παχύσαρκη, αποπνικτική αστική μάζα που κάλυψε ρέματα, ποτάμια, λόφους και τώρα ανηφορίζει απειλητικά και στα διπλανά βουνά.
Και αντί να διδαχτούμε από τα τραγικά λάθη και τις καταστροφικές επιπτώσεις των αλόγιστων επεμβάσεων τα χρόνια που προηγήθηκαν, τίποτε δεν μοιάζει ικανό να σταματήσει τις άφρονες και επιζήμιες, για τους πολίτες της Αθήνας, τελευταίες επιθέσεις του ιδιωτικού πάνω σε ό,τι έχει απομείνει δημόσιο. Επιθέσεις που βρήκαν ευκαιρία να ενταθούν και να πολλαπλασιαστούν, με αφορμή και τις πρόσφατες απαγορεύσεις λόγω της πανδημίας. Ακόμη και σήμερα, αδυνατούμε να προστατεύσουμε αυτό που έπρεπε να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού, ό,τι είχε γλιτώσει από την καταστροφική μανία της άναρχης και εκρηκτικής ανοικοδόμησης, αποδεικνύοντας στην πράξη τη συνεχιζόμενη στις μέρες μας έλλειψη αστικής συνείδησης. Αναρωτιέται κανείς πόσο ακόμη θα αλλοιώσουμε και τις τελευταίες γωνιές της πόλης μας, οι οποίες κάτι περιέσωζαν από τη συλλογική της μνήμη. Γιατί, όπως πάμε, στο τέλος θα έχουν κατακυριευθεί και ιδιωτικοποιηθεί σχεδόν όλοι οι ελεύθεροι χώροι της και δεν θα μένει τίποτε που να θυμίζει το άλλοτε όμορφο Κλεινόν Αστυ. Ισως τότε όμως να έχει συντελεστεί και η τελευταία πράξη του δράματος: η εφιαλτική πραγματοποίηση μιας αστικής δυστοπίας!
1. Ιωάννης Δεσποτόπουλος, Η ιδεολογική δομή των πόλεων, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα 1997
*Αρχιτέκτων-ομότιμος καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου