Η βουβή συνεισφορά των γυναικών στην οικονομία της Αθήνας
Η Ντίνα Βαΐου ερευνά τον ρόλο της αθέατης γυναικείας εργασίας στη συγκρότηση της Αθήνας
«Η αθέατη εργασία των γυναικών, που επιτελείται ως “αγάπη, προσφορά και φροντίδα”, καθιστά την πόλη και επιμέρους περιοχές της χώρο βιώσιμο και βιωμένο», λέει η Ντίνα Βαΐου, ομότιμη καθηγήτρια του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
29.12.2021 • 12:27
ΝΤΙΝΑ ΒΑΪΟΥ
Η αθέατη εργασία των γυναικών στη συγκρότηση της πόλης. Οψεις της Αθήνας μετά τη μεταπολίτευση
εκδ. Αλεξάνδρεια, σελ. 208
Είναι αφηγήσεις από εκείνες που οι περισσότεροι έχουμε ακούσει ή και ζήσει. Η πρώτη προέρχεται από την Καίτη, κάτοικο του Περάματος, παντρεμένη με εργαζόμενο στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη και μητέρα τριών παιδιών: «Η καθεμιά που ερχότανε σαν νεοσύστατο νοικοκυριό εδώ», λέει η Καίτη για τη σκληρή ζωή στο γεμάτο αυθαίρετα οικήματα Πέραμα της δεκαετίας του ’70, «προσπαθούσε να στηρίξει την οικογένεια για να βγούνε τα άλλα άτομα που μπορούσανε στην εργασία, για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Μερικές, αν μπορούσανε, πηγαίνανε στην Αθήνα, στα σπίτια που είχανε τις οικιακές βοηθούς, τις υπηρεσίες όπως τις έλεγαν τότε, αλλά ήταν λίγες αυτές».
Η δεύτερη αφήγηση είναι της Κικής, εργαζομένης σε βιοτεχνία ρούχων, παντρεμένης και μητέρας δύο παιδιών: «Ο άντρας μου», λέει η Κική για τη ζωή της στην κατά τα άλλα αναβαθμισμένη Ηλιούπολη του 1989, «δεν κάνει τίποτα αν δεν του το ζητήσω. Πρέπει να του το ζητήσω, αν και θεωρητικά συμφωνεί με το μοίρασμα των δουλειών […] Δεν πλένει ποτέ πιάτα, γιατί σιχαίνεται να ακουμπήσει το λίπος. Δεν πάει να απλώσει για να μην τον δει η γειτονιά να κάνει μια γυναικεία δουλειά. Ομως θα βοηθήσει τα παιδιά με τα μαθήματά τους και θα τα πάει στα αγγλικά, όταν εγώ δεν μπορώ».
«Πιστεύω», λέει η Ντίνα Βαΐου στην «Κ», «πως οι μεγάλες αφηγήσεις για την πόλη, κι όχι μόνο, χρειάζεται να αντλούν από τον πλούτο του τοπικού και του καθημερινού».
Η τρίτη αφήγηση ανήκει στην Αλβανή Εντα, που περιγράφει τις σχέσεις της με τη σπιτονοικοκυρά της στην πολυεθνική Κυψέλη του 2006: «έχουμε σχέσεις καθημερινές», λέει η Εντα «και δυο φορές τη μέρα […] Είναι 83 χρονών. Να της πάμε την εφημερίδα, το φαγητό όταν παραγγέλνει απέξω, φούρνο, ψώνια […] Εδωσε αυτό το σπίτι αντιπαροχή και όταν φτιάχτηκε μου λέει, θέλεις να έρθεις; Τώρα βγαίνουμε, είναι το παράθυρό της απέναντι. Και μες στη νύχτα μπορεί κάτι να χρειαστεί […] Να μαγειρεύω κάτι καλό, θα της πάω… […] Θα πάρει αυτή κάτι απέξω που ξέρει ότι αρέσει στην κόρη μου –ξέρει ότι εγώ δεν τα μαγειρεύω– και παίρνει και θα πάρει και για τα παιδιά μου».
Εκτός από τα προφανή όμως, οι παραπάνω γυναίκες είναι και τρεις από τις δεκάδες πληροφορήτριες της Ντίνας Βαΐου, ομότιμης καθηγήτριας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, που συνομίλησαν μαζί της στο διάστημα των τελευταίων δεκαετιών, στο πλαίσιο μιας έρευνας που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο «Η αθέατη εργασία των γυναικών στη συγκρότηση της πόλης. Οψεις της Αθήνας μετά τη μεταπολίτευση». Το ερευνητικό ζητούμενο της Ντίνας Βαΐου είναι τα ίχνη της αθέατης εργασίας των γυναικών και οι τρόποι με τους οποίους αυτή συνέβαλε στη διαμόρφωση του Περάματος, της Ηλιούπολης και της Κυψέλης, αλλά και στη συγκρότηση της πόλης γενικότερα.
Το εξηγεί καλύτερα η ίδια στην «Κ»: «Η αθέατη εργασία των γυναικών, που επιτελείται ως “αγάπη, προσφορά και φροντίδα”, καθιστά την πόλη και επιμέρους περιοχές της χώρο βιώσιμο και βιωμένο, στον οποίο εγγράφονται κύκλοι επένδυσης κεφαλαίου και πραγματοποίησης κερδών, συγκροτούνται ανεκτές, αν και συχνά δύσκολες συνθήκες ζωής, οικοδομούνται τρόποι συμβίωσης και κοινωνικής συνοχής. Οι πρώην και νυν περιοχές αυθαίρετης, εκτός σχεδίου δόμησης, δεν θα μπορούσαν να κατοικηθούν, τα προάστια της πόλης δεν θα μπορούσαν να στεγάσουν τις προσδοκίες των ανερχόμενων κοινωνικών στρωμάτων, οι πυκνοδομημένες περιοχές του κέντρου της πόλης δεν θα μπορούσαν να μεταβληθούν σε τόπους πολυεθνικής συγκατοίκησης χωρίς τον τεράστιο όγκο αυτής της αθέατης εργασίας».
Εντάσσοντας στην έρευνά της σύγχρονους προβληματισμούς για το φύλο και για το σώμα, θεωρώντας ότι οι έμφυλες, οι εθνοτικές, οι σεξουαλικές και οι κοινωνικές ταυτότητες επιτελούνται και συντίθενται παρά αποτελούν σταθερές κατηγορίες των υποκειμένων, συνομιλώντας με προσεγγίσεις του αστικού χώρου που εμπνέονται από μια γκραμσιανή παράδοση και από την ανανεωτική Αριστερά, αντλώντας τέλος το υλικό της από πολλές συνεντεύξεις και δεδομένα διαφόρων ερευνητικών φορέων που περιγράφουν διεξοδικά τις μεταβολές στη μεταπολιτευτική Αθήνα, η Ντίνα Βαΐου εστιάζει στην κλίμακα της γειτονιάς και της καθημερινότητας, χωρίς όμως να αγνοεί τη διαπλοκή της με ευρύτερες διαδικασίες.
«Δεν υποτιμώ καθόλου τη “μεγάλη” κλίμακα», λέει στην «Κ» η ομότιμη καθηγήτρια, «ούτε θεωρώ ήσσονος σημασίας τις λεγόμενες μεγάλες αφηγήσεις, για την πόλη και πέρα από αυτήν. Αυτό που προσπαθώ να αναδείξω μέσα από τη δουλειά μου είναι η αμφίδρομη σχέση μεταξύ “μικρής” και μεγάλης εικόνας, μεταξύ τοπικής κλίμακας και παγκόσμιων διαδικασιών. Πιστεύω δηλαδή πως οι μεγάλες αφηγήσεις για την πόλη, κι όχι μόνο, χρειάζεται να αντλούν από τον πλούτο του τοπικού και του καθημερινού, και όχι μόνο το αντίστροφο, προκειμένου να προτείνουν μια καλύτερη κατανόηση του κόσμου και των εξελίξεων. Προφανώς μια τέτοια προσέγγιση προϋποθέτει μια διαφορετική οπτική για τη γνώση και τους φορείς της, για το ποιες και ποιοι νομιμοποιούνται ως φορείς γνώσης, πού ψάχνω και πώς, τι συγκροτεί “έγκυρη γνώση” κ.λπ.».
Και τι αποκόμισε η ίδια –όχι μόνον ως ερευνήτρια– από τις συνομιλίες της με την Καίτη, την Κική, την Εντα και τις τόσες ακόμα πληροφορήτριες; «Ενα μεγάλο πλούτο», καταλήγει η Ντίνα Βαΐου, «που αποκομίζει κανείς από την ανθρώπινη επικοινωνία: επανεξέταση ερωτημάτων, μεταλλαγές ιδεών, αλλά και στάση ζωής – επιστημονικής, προσωπικής και πολιτικής».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου