Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2021

Οι ενστάσεις των επιστημονικών φορέων στην απόφαση μεταφοράς 9 Υπουργείων από το κέντρο της Αθήνας στην ΠΥΡΚΑΛ

Οι ενστάσεις των επιστημονικών φορέων στην απόφαση μεταφοράς 9 Υπουργείων από το κέντρο της Αθήνας στην ΠΥΡΚΑΛ


Κοινή συνέντευξη τύπου που πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά σήμερα Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου αναφορικά με τη μεταφορά εννέα υπουργείων από το κέντρο της Αθήνας στην ΠΥΡΚΑΛ, στο Δήμο Δάφνης-Υμηττού, παραχώρησαν οι φορείς:
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (ΕΛΛΕΤ),
Σύλλογος Ελλήνων Πολεοδόμων και Χωροτακτών (ΣΕΠΟΧ) και
Σύλλογος Ελλήνων Μηχανικών Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΣΕΜΠΧΠΑ).

Όπως εξηγούν οι επιστημονικοί φορείς, η μεταφορά των εννέα Υπουργείων στην έκταση της ΠΥΡΚΑΛ είχε ανακοινωθεί την άνοιξη από το ΥΠΑΝ, το ΥΠΟΙΚ και τη Γραμματεία της Κυβέρνησης (με απουσία του ΥΠΕΝ στη διαδικτυακή συνέντευξη τύπου), γεγονός που δημιουργεί προβληματισμό εάν το σχέδιο, η σύλληψη και ο στόχος του, εκκινεί και στηρίζεται αποκλειστικά σε οικονομοτεχνική βάση, χωρίς να λαμβάνει παράλληλα υπόψη τον υφιστάμενο χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό στο λεκανοπέδιο της Αθήνας.

Η τροπολογία, με την οποία θεσμοθετείται πολεοδομικά η δυνατότητα υποδοχής του «Κυβερνητικού Πάρκου» στην έκταση της ΠΥΡΚΑΛ, εγείρει σοβαρά ερωτηματικά για τη νομιμότητα, επιστημονική δεοντολογία, τη διαφάνεια, τη συμμετοχή και εν τέλει, τη δημοκρατικότητα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, για μια μείζονος σημασίας και μητροπολιτικού χαρακτήρα πολεοδομική παρέμβαση.

Επιγραμματικά:
Το πρόγραμμα έχει χαρακτήρα «διπλής παρέμβασης» στον μητροπολιτικό χώρο, καθώς επηρεάζει ταυτόχρονα τόσο το κέντρο της Αθήνας όπου χωροθετούνται σήμερα τα επιμέρους κτίρια Υπουργείων, από το οποίο θα απομακρυνθούν, όσο και την ευρύτερη περιοχή Δάφνης-Υμηττού στην οποία πρόκειται να μετεγκατασταθούν (περιοχή υποδοχής).
Δεν είναι συμβατό με τον στρατηγικό σχεδιασμό για το Μητροπολιτικό Συγκρότημα βάσει του Ρυθμιστικού Σχέδιου της Αθήνας/Αττική (Ρ.Σ.Α./2014) όσον αφορά στα κρίσιμα θέματα της διεθνούς ανταγωνιστικότητας του μητροπολιτικού κέντρου και της χωροθέτησης της επιτελικής διοίκησης. Ακόμα σαφέστερη είναι η αντίθεσή του με το Σ.Ο.Α.Π./2015 (Σχέδιο Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης για το Ιστορικό Κέντρο), του οποίου η «δράση 42» προβλέπει «Αντιστροφή της τάσης απομάκρυνσης επιτελικών δημόσιων φορέων από το κέντρο της Αθήνας».
Ενώ έχει ανακοινωθεί η στόχευση της παρέμβασης για την περιοχή υποδοχής των χρήσεων, δεν έχει διατυπωθεί με επιστημονική σαφήνεια, παρά μόνο σε επίπεδο ιδεών, η πολεοδομική στόχευση για το αθηναϊκό κέντρο, το οποίο οδηγείται σε ουσιώδη μεταβολή της πολεοδομικής του ταυτότητας, η διαχείριση της οποίας φαίνεται να επαφίεται αποκλειστικά στους μηχανισμούς της ελεύθερης αγοράς.
Σοβαρό θεσμικό κώλυμα αποτελεί επίσης η απουσία της επιβαλλόμενης από ευρωπαϊκή οδηγία (2001/42) Στρατηγικής Εκτίμησης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Σ.Ε.Π.Ε.), η οποία βασίζεται σε εξέταση εναλλακτικών σεναρίων, σε πρώιμο στάδιο, δηλαδή προ της λήψης οριστικών αποφάσεων, καθώς και σε διαβούλευση με το κοινό και τους εμπλεκόμενους φορείς.
Το πρόγραμμα έχει πρόδηλες συνέπειες για το ιστορικό κέντρο της πόλης ως προς τη μίξη των χρήσεων και λειτουργιών που αυτό φιλοξενεί, καθώς και των οικονομικών δραστηριοτήτων που συγκεντρώνει, χωρίς να διαφαίνονται επί του παρόντος τα επόμενα βήματα πολεοδομικού σχεδιασμού μιας ενδεχόμενης προοπτικής αναβάθμισης. Για να υπάρξει μια τέτοια προοπτική δεν μπορεί παρά να βασιστεί στην οραματική προσέγγιση μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής μητρόπολης του 21ου αιώνα, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί ιστορικά στο Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας.
Απουσιάζει ωστόσο, ή δεν έχει δημοσιοποιηθεί επί του παρόντος, η στρατηγική προσέγγιση για το διπλό αυτό εγχείρημα, που λόγω του μεγέθους και των αναμενόμενων επιπτώσεων, απαιτεί σχεδιασμό και προγραμματισμό βάσει των διεθνών καλών πρακτικών, έτσι ώστε να αποτελέσει ευκαιρία για την ανταγωνιστικότητα της πόλης.
Το πρόγραμμα εγείρει ερωτήματα σε σχέση με την ύπαρξη επιστημονικής τεκμηρίωσης της στοχοθεσίας και μελετών προεκτίμησης επιπτώσεων σε χωροταξικό, πολεοδομικό, αναπτυξιακό / οικονομικό, περιβαλλοντικό, κοινωνικό και εν τέλει στρατηγικό επίπεδο, τόσο για την περιοχή προέλευσης όσο και για την περιοχή υποδοχής.
Καταστρατηγεί τις αρχές του πολεοδομικού – χωρικού σχεδιασμού, του οποίου βασικοί πυλώνες είναι η δημόσια διαβούλευση προ της λήψης των αποφάσεων και η τήρηση ιεραρχίας μεταξύ των επιπέδων σχεδιασμού. Δε διαφαίνεται να έχει προηγηθεί μια πολεοδομική αξιολόγηση της συμβατότητας και εφικτότητας των μέγιστων συντελεστών και χρήσεων που ρυθμίστηκαν μέσω της τροπολογίας για την περιοχή υποδοχής λόγω μεγέθους του εγχειρήματος.
Προκαταλαμβάνει το αποτέλεσμα του πολεοδομικού σχεδιασμού της περιοχής υποδοχής, που θα προέκυπτε μέσω της τήρησης των διαδικασιών εκπόνησης και έγκρισης Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου (Ε.Π.Σ.), αφού προκαθορίζει το περιεχόμενο των κανονιστικών διατάξεων που κανονικά θα προέκυπταν από μια ολοκληρωμένη πολεοδομική μελέτη της ευρύτερης περιοχής επιρροής.
Διαφαίνεται να υποστηρίζεται μεν από οικονομοτεχνική προσέγγιση (έχουν δημοσιοποιηθεί κάποιοι τελικοί υπολογισμοί), η οποία εκπονήθηκε όμως με δεδομένη την πολεοδομικής φύσεως επιλογή, χωρίς να προκύπτει από ευρύτερο τομεακό σχεδιασμό, συνολικής αντιμετώπισης, των -υπαρκτών- ζητημάτων στέγασης της επιτελικής δημόσιας διοίκησης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου