Παραγωγική διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, ΕΒΕ και απόφοιτοι των ελληνικών πανεπιστημίων
Η επειχειρούμενη αλλαγή στο σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μέσα από την θέσπιση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (στο εξής ΕΒΕ) δεν αποτελεί μια αλλαγή που αφορά αποκλειστικά τον αποκλεισμό χιλιάδων μαθητών από τα πανεπιστήμια. Βεβαίως το υπουργείο και η ΝΔ στοχεύουν στον αποκλεισμό μαθητών από την τριτοβάθμια εκπαίδευση και στην διοχέτευση τους στις μεταλυκειακές δομές και στα ιδιωτικά κολλέγια- με τα αποτελέσματα της εφαρμογής για πρώτη χρονιά αυτού του μέτρου αλλά και με τις ίδιες τις τοποθετήσεις των στελεχών της κυβέρνησης και της Κεραμέως η διαπίστωση αυτή γίνεται εμφανής τόσο για τους μαθητές και τις οικογένειες τους όσο και για το σύνολο της κοινωνίας.
Αφορά όμως και επί της ουσίας μια συνολική αλλαγή στον ακαδημαϊκο χάρτη των ελληνικών πανεπιστημίων. Ο αποκλεισμός 40.000 μαθητών και το κλείσιμο σχολών και τμημάτων ανοίγουν ευρύτερα την συζήτηση για την ΕΒΕ και τους στόχους αυτού του μέτρου. Το επιχείρημα της αριστείας που αποτέλεσε την κύρια ιδεολογική επένδυση της ΝΔ για την ΕΒΕ, με βάση τα δεδομένα καταρρέει. Το 2019-2020 κάτω από 4.000 μόρια έγραψε το 2% των μαθητών που εξετάστηκάν. Με βάση αυτό το επιχείρημα το 2020-2021 η Κεραμέως απέκλεισε 40.000 μαθητές δηλαδή το 40%. Είναι προφανές πως η ΕΒΕ δεν αφορά μόνο τον αποκλεισμό αλλά και ευρύτερα το μέγεθος, την διαχείριση και το καναλιζάρισμα του δυναμικού των διάφορων βαθμίδων της εκπαίδευσης.
Η συνολική αυτή αλλαγή σχετίζεται με την παραγωγική δομή και διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, τους στόχους και τις κατευθύνσεις που τίθονται από πλευράς στρατηγικής της κυριάρχης τάξης και κατά συνέπεια τις «ανάγκες που δημιουργούνται στην αγορά» και προβλέπεται να καλυφθούν από τους αποφοίτους των πανεπιστημιών αλλά και συνολικά τις εκροές όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης. Με αυτούς τους όρους ακριβώς τίθεται το ζήτημα και από τους γαλάζιους πρυτάνεις των μεγάλων ιδρυμάτων όπως του Παπαίωαννου του ΑΠΘ και του Μπουντουβή του ΕΜΠ.
Πριν εξεταστούν οι δομικές αντιφάσεις, τα ελλείμματα και οι απάτες της κατεύθυνσης και των στόχων που τίθονται από πλευράς ΝΔ και των συμμάχων-υποστηρικτών της, οφείλει να τονιστεί πως «οι ανάγκες που δημιουργούνται στην αγορά» δεν ταυτίζονται σε καμία περίπτωση με τις ανάγκες του μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού και των λαϊκων τάξεων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της κυνικότητας και του θράσους που λειτουργεί «η αγορα» είναι τα επιστημονικά αντικείμενα που φέτος δεν κάλυψαν τις θέσεις ή έμειναν με τελειως κενές θέσεις. Την στιγμή που είναι πιο αναγκαία από ποτέ η ενίσχυση της δασικής προστασίας αλλά και η υιοθέτηση μια φιλο-περιβαλλοντικής πολιτικής η σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος που εδρεύει στη Δράμα δεν κάλυψε καμία θέση ενώ η σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος στο ΑΠΘ είχε 21 εισακτέους από τις 80 θέσεις. Αυτό ισχύει για ένα σύνολο αντικειμένων που θα κάλυπταν υπαρκτές κοινωνικές ανάγκες και είχαν μείωση των θέσεων και αναλυτικά θα αναφερθούν παρακάτω.
Η παραγωγική διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας
Έχει σημασία η ανάλυση της παραγωγικής διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με την τεχνολογική διάρθρωση και τον τεχνολογικό δυναμισμό (αν αυτός υπάρχει) καθώς και η εξέταση των κατευθύσεων που τίθονται από πλευρας κυβέρνησης, ΣΕΒ και λοιπών μηχανισμών προκειμένου να κατανοήσει κανείς την πορεία προς την επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων των πανεπιστημιών αλλά και των υπόλοιπων βαθμίδων.
Η ανάλυση αυτή αλλά και οι στόχοι που μπαίνουν από πλευράς κρατικής πολιτικής αναδεικνύουν και για τους αποφοίτους και όσους καλούνται να ενταχθούν στην παραγωγική διαδικασία σε ένα βραχυμεσοπρόθεσμο διάστημα το αν θα καταλάβουν θέσεις υψηλής, μέσης ή χαμηλής ειδίκευσης και άρα αντίστοιχα την βαθμίδα εκπαίδευσης που πρέπει να ενταχθούν.
Όπως αποτυπώνεται και στον πίνακα 1 το μεγαλύτερο μερίδιο στην παραγωγική δομή της οικονομίας το έχει ο τριτογενής τομέας, δηλαδή ο τομέας των υπηρεσιών. Ο ρόλος των υπηρεσιών στην ελληνική οικονομία δεν αποτελεί ένα συγκυριακό χαρακτηριστικό αντίθετα πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό που έχει παγιωθεί.
Πίνακας 1: Μεταβολή (%) στην κλαδική διάρθρωση της παραγωγής 2018
Πηγή: ΙΝΕ ΓΣΕΕ
Το 80% της οικονομικής δραστηριότητας αφορά τον κλάδο των υπηρεσιών. Στην βάση των παραπάνω αναδεικνύεται πως δεν έχουν επισυμβεί σημαντικές διαρθρωτικές μεταβολές στην ελληνική οικονομία. Η μείωση στον κλάδο των υπηρεσιών κατά 0.91% καθώς και η αύξηση κατά 2.34% δεν αποτυπώνει κάποια αλλάγή στην τάξη μεγέθους της βαρύτητας των κλάδων αυτών.
Πίνακας 2: Απασχολούμενοι κατά κλάδους οικονομικής δραστηριότητας
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ
Αντίστοιχα η ίδια κατάσταση αποτυπώνεται σε επίπεδο απασχόλησης για τους διάφορους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας. Στον τομέα δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης το Α’ τρίμηνο του 2021 απασχολήθηκαν 193,1 χιλιάδες εργαζόμενοι και το Δ’ τρίμηνο του 2020 328,5 χιλιάδες. Η συγκυρία της πανδημίας προφανώς επιφέρει αλλαγές στην δομή της απασχόλησης αλλά σε γενικό επίπεδο σε αυτό το τμήμα των υπηρεσιών εντάσσεται ενα μέγαλο τμήμα του εργατικού δυναμικου. Τμήμα των υπηρεσιών το οποίο δεν εμπεριέχει κάποιο σημαντικό τεχνολογικό δυναμισμό και δεν απασχολεί σε καμία περίπτωση υψηλής ούτε ακόμη και μεσαίας ειδίκευσης εργαζομένους.
Η χρόνια υστέρηση της ελληνικής οικονομίας στην εισαγωγη τεχολογικών καινοτομιών αλλά και στην ενσωμάτωση τεχνολογικών εξελίξεων παραμένει ένα σταθερό χαρακτηριστικό. Αν και η ΝΔ προεκλογικά αλλά και όντας στο κυβερνητικό κεντρό θέτει την κατεύθυνση του τεχνολογικού μετασχηματισμού στην πραγματικότητα αυτό δεν αποτυπώνεται σε κανένα στοιχείο και παραμένει ένα έλλειμα της ελληνικής οικονομίας. Ακόμη και οι εξαγγελόμενες επενδύσεις που αφορούσαν και αφορούν την εισαγωγή τεχνολογιών και εντασσόνται στον ευρύτερο σχεδιασμό της ΕΕ και χρηματοδοτούνται από τα ΕΣΠΑ, δεν έχουν μετρήσει κανένα απολύτως βήμα για την ελληνική οικονομία. Η εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιων αλλά και η ενσωμάτωση εξελίξεων αποτυπώνεται στην κατανομή της προστιθέμενης αξίας ως προς το τεχνολογικό επίπεδο αλλά και στην σύσταση και στην διαγραφή των επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας.
Πίνακας 3: Κατανομή της προστιθέμενης αξίας στους κλάδους της μεταποίησης και των υπηρεσιών ως προς το τεχνολογικό επίπεδο και το επίπεδο γνώσεων (2008-2017)
Πηγή: ΙΝΕ ΓΣΕΕ
Το 2008 οι επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας στον κλάδο της μεταποίησης συνέβαλλαν στο 4,23% για να καταλήξει στο 4,12% το 2017. Αντίστοιχα για τον κλάδο των υπηρεσιών από το 2008 στο 2017 σημειώνεται μείωση στο ποσοστό των υπηρεσιών έντασης γνώσης κατά 2,52%. Όπως τονίζεται και στην έρευνα της ΙΝΕ/ΓΣΕΕ η μείωση αυτή σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την σχετική ενίσχυση του τουρισμού- υπηρεσία χαμηλής έντασης γνώσης και προστιθέμενης αξίας.
Ακόμη το ποσοστό της αξίας των εξαγωγών των υπηρεσιών έντασης γνώσης προς τη συνολική αξία των εξαγωγών της χώρας για όλα τα είδη των υπηρεσιών είναι σταθερά χαμηλότερο του μέσου όρου της ΕΕ. Ο δείκτης αυτός αντανακλά την ικανότητα της χώρας να εξάγει υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας
Πίνακας 4: Εξαγωγές σε Υπηρεσίες Έντασης Γνώσης ως Ποσοστό (%) των Συνολικών Εξαγωγών σε Υπηρεσίες (2011-2018)
Πηγή: Εurostat, European Innovation Scoreboard, Επεξεργασία: ΕΒΕΟ/ΕΜΠ
Η Έλλάδα είναι η μόνη χώρα της ΕΕ που οι διαγραφές επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογικής έντασης είναι περισσότερες από τις συστάσεις καθώς για όλες τις υπόλοιπες χώρες καταγράφεται θετικό ισοζύγιο. Εκτός αυτού ο αριθμός των επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας που συστήνονται έχει χαμηλό βάρος στο σύνολο των επιχειρήσεων. Για το 2011 έγιναν 77.683 επιχειρηματικές συστάσεις εκ των οποίων οι 3.409 ήταν υψηλής τεχνολογικής έντασης, ποσοστό 4,3%. Αντίστοιχα για το 2016 οι συστάσεις είναι 3.999 αριθμός που αντιστοιχεί στο 6,1%. Όπως αποτυπώνεται και στον πίνακα 4 οι διαγραφές καταγράφουν μια διαχρονική αύξηση.
Πίνακας 5: . Συστάσεις και διαγραφές επιχειρήσεων ‘υψηλής τεχνολογίας’ στη Μεταποίηση και ‘υψηλής τεχνολογίας έντασης γνώσης’ στις Υπηρεσίες στη χώρα, 2011-2016.
Πηγή: Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης
Στην βάση των παραπάνω δεδομένων μπορούν να εξαχθούν άμεσα κάποια βασικά συμπεράσματα που είναι γνωστά σε σχέση με την παραγωγική και τεχνολογική διάθρωση της ελληνικής οικονομίας: α) ειδικό βάρος για την οικονομία έχει ο τομέας των υπηρεσιών ειδικότερα ο κλάδος της εστίασης και του τουρισμού- κλάδοι χαμηλής τεχνολογικής έντασης β) οι δυνατότητες της χώρας σε επίπεδο παραγωγικής δομής προσδιορίζονται από χαμηλότερης τάξης τεχνολογικές κατηγοριοποιήσεις γ) οι θέσεις εργασίας που αφορούν αυτούς τους κλάδους είναι χαμηλής ειδίκευσης και η προστιθέμενη αξία λόγω υψηλής της τεχνολογίας είναι ιδιαίτερα μικρή δ) η διακυρηγμένη κατεύθυνση αλλά και η χρηματοδότηση για την εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών τόσο στην παραγωγή όσο και στα προϊοντα δεν αποτυπώνει καμία σημαντική μεταβολή. Για να το συμπυκνώσουμε η ελληνική οικονομία εμφανίζει σημαντικές καθυστερήσεις και ελλείματα όσον αφορά τους τεχνολογικούς μετασχηματισμούς.
Σε αυτό το πλαίσιο συγκροτείται μια τρανταχτή αντίφαση μεταξύ: της διακυρηγμένης θέσης και κατεύθυνσης της αστικής στρατηγικής για την ανάπτυξη και ώθηση προϊοντων και επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογικής έντασης από την μία και της προώθησης και παγίωσης ενός μοντέλου παραγωγής και απασχόλησης χαμηλής ειδίκευσης κυρίως με βάρος τις υπηρεσίες και τον τουρισμό από την άλλη.
Η αντίφαση αυτή γίνεται άμεσα κατανοητή αν αναλογιστεί κανείς τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας,την ποιότητα τους και σε τελική ανάλυση την κατάρτιση του υπάρχοντος εργασιακού δυναμικού. Είναι σαφές πως αν η ελληνική οικονομία πριμοδοτεί ένα μοντέλο ανάπτυξης που στηρίζεται στις υπηρεσίες και στον τουρισμό- «την βαριά βιομηχανία της χώρας»- οι θέσεις εργασίας θα αφορούν χαμηλή ειδίκευση και συνεπώς όχι και κάποια ιδιαίτερη εκπαιδευτική κατάρτιση του εργασιακού δυναμικού. Έτσι ένα δυναμικό υψηλά καταρτισμένο και εκπαιδευμένο από τα πανεπιστήμια θα θεωρείται πλεονάζον και δεν θα μπορεί να απορροφηθεί. Από την άλλη η προώθηση τεχνολογικών καινοτομιών απαιτεί εξ αντικειμένου και υψηλά ειδικευμένες θέσεις εργασίας και εργατικό δυναμικό το οποίο έχει λάβει εκπαιδευτική κατάρτιση από τα πανεπιστήμια.
Η ικανότητα των ελληνικών πανεπιστημίων να παράγουν αποφοίτους οι οποίοι μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη τεχνολογικών καινοτομιών αποτυπώνεται πλήρως στην εξέλιξη του αριθμού ελληνικών δημοσιεύσεων σε διεθνώς αναγνωρισμένα περιοδικά αλλά και στον δείκτη απήχησης αυτών των δημοσιεύσεων. Κατά κοινή ομολογία η ερευνητική παραγωγή των ΑΕΙ αλλά και των υπόλοιπων φορέων βρίσκεται σε ικανοποιητικό επίπεδο.
Πίνακας 6: Εξέλιξη του αριθμού ελληνικών δημοσιεύσεων σε διεθνώς αναγνωρισμένα περιοδικά ανά τομέα, 2006-2013
Τομέας 2006 2007 2008 2009 2010 2011 2012 2013
Δημόσια Νοσοκομεία 1142 1189 1308 1270 1313 1344 1290 1206
Πανεπιστήμια 7766 8210 8707 9099 9214 9509 9724 9663
ΤΕΙ 395 448 521 522 578 632 641 656
Λοιποί εκπ. Φορείς 64 75 80 117 120 109 152 133
Πηγή: ΕΚΤ
Πίνακας 7: Δείκτης απήχησης των δημοσιεύσεων της Ελλάδας, των χωρών μελών της ΕΕ και των χωρών του ΟΟΣΑ για την περίοδο 2004-2018
Πηγή: ΕΚΤ
Πίνακας 8: Αριθμός και ποσοστό (%) δημοσιεύσεων με Έλληνα 1ο συγγραφέα στις 5 κατηγορίες υψηλής απήχησης για την πενταετία 2014-2018
Πηγή: ΕΚΤ
Τα παραπάνω στοιχεία αναδεικνύουν ότι α) ο αριθμός των δημοσιεύσεων είναι ικανοποιητικός β) ο δείκτης απήχησης των δημοσιεύσεων ακολουθεί σταθερα μια ανοδική πορεία γ) υπάρχει σημαντική αύξηση της συμβολής των ερευνητών στην δημοσιεύσεις υψηλής απήχησης. Συμπερασματικά η παρεχόμενη εκπαίδευση παρά την σταθερή υποχρηματοδότηση (σταθερά κάτω απο τους ευρωπαικούς μέσους όρους) είναι ικανή να παράγει αποφοίτους με αξιόλογο ερευνητικό έργο συγκρίσιμο με των υπόλοιπων ανεπτυγμένων κρατών.
Το γεγονός πως το επιστημονικό δυναμικό δεν απορροφάται σε θέσεις εργασίας αντίστοιχες του επιπέδου κατάρτισης και του γνωστικού αντικειμένου αποτελεί μια ακόμη χρεοκωπία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών αλλά και του επί της ουσίας προσανατολισμού και του τρόπου οργάνωσης της ελληνικής οικονομίας.
Με βάση την δημόσια συζήτηση αλλά και εν τέλει την εφαρμογή του μέτρου της ΕΒΕ αποδεικνύεται πως η ελληνική οικονομία στη βάση των κυρίαρχων οικονομικών πολιτικών που ακολουθούνται προσανατολίζεται όχι στην τεχνολογική αναβάθμιση αλλά στην ενίσχυση της «παραγωγής» υπηρεσιών και συνεπώς στην διεύρυνση ενός δυναμικού είτε ανειδίκευτου είτε χαμηλά ειδικευμένου. Ο αποκλεισμός χιλιάδων μαθητών από τα ΑΕΙ αλλά και η μείωση των εισακτέων που αφορούν τα επιστημονικά αντικείμενα τεχνολογιών αιχμής αντανακλούν αυτή την κατεύθυνση. Υπό αυτή την έννοια οφείλει να γίνει κατανοητό στον καθένα πως οι θέσεις της κυβέρνησης αλλά και των υποστηρικτών της είτε αυτο αφορά τα ΜΜΕ είτε αυτό αφορά τους πρυτάνεις που έσπευσαν να υπερασπιστούν το μέτρο της ΕΒΕ αντανακλά μια πλήρως υποκριτική στάση στο βαθμό που η προώθηση των τεχνολογικών καινοτομιών συνδέεται με την προώθηση υψηλής εκπαιδευτικής κατάρτισης από το πανεπιστήμιο.
Ο μύθος των ιδιωτικών επενδύσεων και οι θέσεις εργασίας
Βασικό επιχείρημα των απολογητών της ΝΔ και της ελεύθερης αγοράς είναι πως μέσα από την προώθηση ιδιωτικών επενδύσεων θα επισυμβεί μια ώθηση στην ελληνική οικονομία, ώθηση που θα έχει θετικό αντίκτυπο στους εργαζομένους και στην δημιουργία υψηλής ειδίκευσης θέσεων εργασίας για την απορρόφηση του επιστημονικου δυναμικού που παράγει η χώρα, αλλά και εν γένει στην δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Μια τέτοια οικονομική πολιτική λέγεται ότι θα βοηθήσει και στην προσέλκυση και στον επαναπατρισμό των αποφοίτων που έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό για την εξεύρεση εργασίας.
Ο Κ.Μητσοτάκης από το βήμα της ΔΕΘ εξήγγειλε την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, θέτοντας το ζήτημα αυτό ως ένα κεντρικό ζήτημα της οικονομικής πολιτικής. Προφανώς αυτή η κατεύθυνση δεν υπάρχει σήμερα αλλά αποτελεί έναν διαχρονικό στόχο όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων- στόχο που συνδέεται με τις θέσεις εργασίας. Πριν εξετάσουμε αυτην την κατεύθυνση και την ισχύ των επιχειρημάτων που την συνοδεύουν πρέπει να εξετάσουμε γενικά την πορεία των επενδύσεων της ελληνικής οικονομίας την τελευταία δεκαετία και τις προβληματικές που αναπτύσσονται στον τομέα αυτό.
Από την έναρξη της οικονομικής κρίσης μέχρι σήμερα δεν έχει σημειωθεί ανάκαμψη της συσσώρευσης κεφαλαίου. Το απόθεμα του πάγιου κεφαλαίου εξακολουθεί να μειώνεται, ειδικότερα στον τομέα της βιομηχανίας. Η εισαγωγή της ελληνικής οικονομίας σε μια φάση αποεπένδυσης εμφανίζει ισχυρά στοιχεία καθώς για την δεκαετία 2008-2018 σημειώνεται μια μείωση των συνολικών ακαθάριστων επενδύσεων κατά 62,77%. Όπως αποτυπώνεται και στον πίνακα 6 εκτός της δραματικής πτώσης επενδύσεων που σημειώνεται στις κατοικίες κατά 92,77% σημασία για το σύνολο των κλάδων της οικονομίας έχει η αποεπένδυση στον τομέα του Εξοπλισμού τεχνολογίας πληροφοριών και επικοινωνιών κατά 48,03%. Η πτώση των επενδύσεων στον κλάδο αυτό έχει αντίκτυπο στον σύνολο των κλάδων της οικονομικής δραστηριότητας στο βαθμό που συρρικνώνεται η διάχυση των τεχνολογιών στο σύνολο της παραγωγικης δομής.
Πίνακας 9: Ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου ανά τύπο κεφαλαιουχικού αγαθού (2008-2018, σταθερές τιμές 2010)
Πηγή: Eurostat, ΙΝΕ/ΓΣΕΕ
Συνολικά για τον τομέα των υπηρεσιών που έχει και ένα ειδικό βάρος για την ελληνική οικονομία η πτώση των επενδύσεων φτάνει στο 63,21%.
Στο φόντο αυτών των δεδομένων η μείωση της ανεργίας δεν σχετίζεται με την δημιουργία θέσεων απασχόλησης αντίθετα σχετίζεται με α) την μετανάστευση ένος μεγάλου τμήματος του εργατικού δυναμικού (543.000 από το 2008-2013 σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος) β) την διευρυνση της μερικής απασχόλησης και γ) την έξοδο ενός τμήματος από το εργατικό δυναμικό. Η μείωση της συσσώρευσης του κεφαλαίου και η μεγάλη χρονική διάρκεια της αποεπένδυσης δημιουργεί επιπλέον υστέρηση στον εκσυγχρονισμό της παραγωγικής δομής και μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας, διατηρώντας και αναπαράγοντας έτσι τα βασικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.
Σε αυτό το οικονομικό πλαίσιο οφείλει κανεις εντάξει την κατεύθυνση για τις ιδιωτικές επενδύσεις αλλά και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που αυτές έχουν. Η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων αφορούν αυτό που πολλές φορές ακούγεται αλλά λίγες εξηγείται, το «ασφαλές» οικονομικό και θεσμικό περιβάλλον που αυτές θα συναντήσουν σε κάθε χώρο. Η δημιουργία ενός ασφαλούς οικονομικού περιβάλλοντος για το κεφάλαιο που θα έρθει να επενδύσει αφορά όμως ακριβώς την παγίωση και όξυνση συνθηκών μαζικής ανεργίας και υποτίμησης τη εργασίας καθώς το κεφάλαιο επενδύει με βασικό γνώμονα το κέρδος, συνεπώς θα επιλέγει πάντα να τοποθετεί επενδύσεις σε περιοχές με συμπιεσμένους μισθούς και υψηλότερα πσοσοστά κέρδους.
Ειδικά στην Ελλάδα της κρίσης αυτό αποτυπώνεται με τον πιο γλαφυρό τρόπο. Δεν αποτελεί παρά μια τέτοια κίνηση η μαζική φυγή κεφαλαίου και παραγωγικών μονάδων προς τις χώρες των Βαλκανίων, ακριβώς λόγω των καταρρακωμένων μισθών (αυτό είναι το ασφαλές περιβάλλον) που επικρατούν εκεί και της μειωμένης φορολογίας για το κεφάλαιο, δημιουργώντας τις «ευκαιρίες» για επικερδείς επενδύσεις. Συνεπώς ισχύει το ακριβώς αντίστροφο. Μάλλον η μαζική ανεργία και συνολική υποτίμηση της εργασίας είναι μια de facto συνθήκη για τις ιδιωτικές επενδύσεις παρά οι ιδιωτικές επενδύσεις να μπορούν επιλύσουν το ζήτημα της ανεργίας ή/και της ποιότητα των θέσεων εργασίας.
Ακόμη το επίκεντρο των ιδιωτικών επενδύσεων στην Ελλάδα με βάση τα εξαγγελόμενα εμβληματικά εργά αφορά κυρίως εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις που αφορούν την αξιοποίηση του φυσικού περιβάλλοντος και των δημόσιων χώρων με ληστρικά και αρπακτικά χαρκτηριστικά. Η πολιτικά συνειδητή και εσκεμμένη υποτίμηση του περιβάλλοντος και των δημόσιων χώρων δημιουργεί τεχνητά μια αύξηση της αξίας του επενδεδυμένου κεφαλαίου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ξεπουλήματος του Ελληνικού αλλά και άλλων τέτοιων ληστρικών «επενδύσεων» που συνοδεύονται από πλήρη άρση νομικών, διοικητικών, ρυθμιστικών και περιβαλλοντικών «φραγμών» για το κεφάλαιο.
Οι ιδιωτικοποίησεις αυτές δεν ευνοούν όπως εξαγγέλλεται από την κυβέρνηση και του επενδυτές τον εκσυγχρονισμό της παραγωγικής δομής αλλά την εκμετάλλευση των εργαζομένων και των συμπιεσμένων μισθών μαζί με την λεηλασία των φυσικών και δημόσιων χώρων. Κατ’ επέκταση δε αφορούν και την δημιουργία θέσεων απασχολήσης υψηλής ειδίκευσης αφού κατά κύριο λόγω είναι επενδύεις που αφορούν τον τουρισμό (π.χ δημιουργία Καζίνο, εμπορικών κτλ στο Ελληνικό). Υπό αυτήν την έννοια αποτελεί έναν μύθο το γεγονός πως η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων έρχεται προς όφελος των εργαζόμενων και την δημιουργία ποιοτικών θέσεων απασχόλησης. Η πραγματικότητα είναι πως η υποβάθμιση και εξαθλίωση των εργαζομένων προσελκύει τις επενδύσεις για την επίτευξη μεγαλύτερων κερδών.
Όπως αναφέρεται στην πολυσυζητημένη και προβεβλημένη έκθεση του Πισσαρίδη για την οικονομία οι στόχοι που τίθονται για την ελληνική οικονομία είναι α) η αύξηση των συνολικών πάγιων επενδύσεων β) η αύξηση των ιδιωτικών και δημοσίων δαπανών σε έρευνα και ανάπτυξη γ) ενίσχυση των δραστηριοτήτων που απαιτούν υψηλό βαθμό εξειδίκευσης για την ενσωμάτωση καινοτόμων μεθόδων παραγωγής και νέων τεχνολογιών.
Οι θέσεις αυτές, θέσεις που υποστηρίζονται και από τους πρυτάνεις που πρόσκεινται στην ΝΔ όπως ο Παπαϊωαννου και ο Μπουντουβής, δεν αποτελούν παρά αερολογίες για την κάλυψη της πραγματικής στόχευσης των μέτρων που προτείνονται. Το μέτρο της ΕΒΕ δεν έχει ως στόχο έναν φανταστικό εξορθολογισμό. Ούτως η άλλως η ίδια η εφαρμογή του μέτρου πιο πολύ ανέδειξε την παράνοια αλλά και την μηδαμινή επαφή της Κεραμέως και των γαλάζιων διοικήσεων με την κοινωνική πραγματικότητα.
Το μέτρο της ΕΒΕ, οι φοιτητές και οι απόφοιτοι του ελληνικού πανεπιστημίου
Υπό το πρίσμα των παραπάνω δεδομένων οφειλεί κανείς να δει και την λειτουργία και τον στόχο της ΕΒΕ, αλλά και την συζήτηση η οποία άνοιξε με την εφαρμογή του μέτρου. Ήδη το υπουργείο Παιδείας έχει απαιτήσει από τα ιδρύματα και τους πρυτάνεις να στείλουν σχέδια και προτάσεις για την συγχώνευση και κατάργηση τμημάτων στα πλαίσια του λεγόμενου «εξορθολογισμού» του ακαδημαϊκού χάρτη. Επιβεβαιώνεται έτσι στο έπακρο η άποψη πως το μέτρο της ΕΒΕ θα προετοιμάσει το έδαφος για την κατάργηση σχολών. Ήδη η ΝΔ και το υπουργείο έχουν καταργήσει περί τα 40 τμήματα, τα οποία από φέτος δεν βρίσκονταν στο μηχανογραφικό. Την ίδια στιγμή η ύπαρξη άνω των 60 τμημάτων βρίσκεται εν αμφιβόλω καθώς έχουν με την εφαρμογή της ΕΒΕ από 0-20 θέσεις.
Έχει μια ιδιαίτερη σημασία να εντοπιστούν τα γνωστικά αντικείμενα και οι κλάδοι και τα ιδρύματα που πλήττονται από την εφαρμογή της ΕΒΕ, δηλαδή να εντοπιστεί το πως κατανέμονται οι κενές θέσεις ανά τα γνωστικά αντικείμενα και τα ιδρύματα.
Από τις 35.000 κενές θέσεις συνολικά οι 2.337 κενές θέσεις αφορούν τα επιστημονικά αντικείμενα που σχετίζονται με τον κλάδο των μηχανικών δηλαδή το 6% επί του συνόλου. Για το σύνολο των θέσεων που αφορούν αυτά τα αντικείμενα το 2021 ήταν 9.455 θέσεις γεγονός που σημαίνει πως οι 2.337 κενές θέσεις αντανακλούν το 25% των θέσεων. Αντίστοιχα πέρσι από τις 9.350 θέσεις οι κενές θέσεις ήταν περίπου το 1.5%.
Ενδεικτικά
Αντίστοιχα από τις 2.583 προσφερόμενες θέσεις για τις σχολές των Μαθηματικών και Φυσικών επιστημών οι κενές θέσεις με την εφαρμογή της ΕΒΕ ήταν 1.056 δηλαδή το 40% των θέσεων.
Αν κοιτάξουμε συνολικα τα αντικείμενα που αφορούν το STEM (science, technology, engineering, mathematics) οι κενές θέσεις είναι περίπου το 25% επί του συνόλου των θέσεων. Προφανώς μια τέτοια μείωση δεν αποτελεί μια ασήμαντη παρατήρηση αλλά συγκροτεί μια τάση και μια σημαντική τάξη μεγέθους. Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς πως πρόκειται για κλάδους αιχμής που μπορούν να συμβάλλουν στο τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της παραγωγικής δομής. Επιβεβαιώνεται και μέσα από την εφαρμογή του μέτρου της ΕΒΕ πως δεν υπάρχει καμία κατεύθυνση για ενίσχυση των υπηρεσιών και των παραγωγικών δραστηριοτήτων που αφορούν τις τεχνολογίες. Πέρα από την πλήρως υποκριτική στάση της κυβέρνησης και των υποστηριχτών της αποτελεί ένα ουσιαστικό ερώτημα η ενίσχυση αντικειμένων και σχολών που καλούνται να καλύψουν θέσεις εργασίας που εξυπηρετούν τις κοινωνικές ανάγκες.
Η τοποθέτηση του υπουργείου και της Κεραμέως είναι πως δεν εξυπηρετούν όλες οι σχολές την κάλυψη κενών θέσεων με τους αποφοίτους τους και ταυτόχρονα πως η ΕΒΕ σε συνδυασμό με την αναδάταξη του ακαδημαϊκου χάρτη θα σημάνει το κλείσιμο σχολών και τμημάτων.
Αν η τοποθέτηση του υπουργείου και των πρυτάνεων είναι αυτή τότε θα πρέπει να απαντηθεί συγκεκριμένα για το αν οι απόφοιτοι των μαθηματικών και των φυσικών σχολών είναι αναγκαίοι ή όχι? Αν η μείωση κατά 40% των εισκτέων σε αυτές τις σχολές εντάσσεται στη περίφημη εναρμόνιση με την αγορά εργασίας? Και αν ναι τότε προς τα που στην πραγματικότητα προσανατολίζεται αυτή η αγορά.
Σίγουρα βέβαια από την άποψη των κοινωνικών αναγκαιοτήτων οι απόφοιτοί των σχολών αυτών κάθε άλλο παρά περισσευούμενοι είναι. Είτε αυτό αφορά την στελέχωση θέσεων για τις τεχνολογικές καινοτομίες, είτε αφορά την στελέχωση θέσεων προς την έρευνα είτε πολύ περισσότερο την κάλυψη των τεράστιων κενών στα σχολεία και ιδιαίτερα με τις ανάγκες που δημιουργεί η πανδημία για την μείωση των μαθητών ανά τάξη και την αύξηση των τάξεων. Στοιχεία που όπως φαίνεται δεν δείχνουν να απασχολούν την κυβερνηση και τα φερέφωνα της.
Ενδεικτικά οι κενές θέσεις για τις σχολές των φυσικών είναι το 37% περίπου επί του συνόλου των θέσεων.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και για τις μαθηματικές σχολές, καθώς οι κενές θέσεις είναι το 44,2% επί του συνόλου των θέσεων.
Υψηλός αριθμός κενών θέσεων εμφανίστηκε και στις σχολές που έχουν ειδικό μάθημα. Μάλιστα στις σχολές αυτές οι μαθητές δεν πέρασαν όχι κυρίως λόγω των μορίων που κατάφεραν να γράψουν αλλά λόγω της βάσης που αφορά το ειδικό μάθημα. Κατάρρευσε έτσι και σε αυτό το επίπεδο το επιχείρημα του υπουργείου περί αριστείας καθώς μαθητές που έγραψαν άριστα δεν κατάφεραν να εισαχθούν στη σχολή της επιλογής τους λόγω του δεύτερου «κόφτη» στο ειδικό μάθημα. Χαρακητριστικό παράδειγμα είναι η μαθήτρια που έγραψε 19.987 (μαζί με το ειδικό μάθημα των αγγλικών) μόρια αλλά δεν κατάφερε να μπει στην σχολή Ξένων γλωσσών μετάφρασης και διερμηνείας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο που ήταν η πρώτη της επιλογή. Την ίδια στιγμή η σχολή αυτή έχει 79 κενές θέσεις, βάση 16.678 και ο βαθμός του πρώτου φοιτητή ήταν 22.655.
Όπως φαίνεται και στον παραπάνω πίνακα για τις σχολές ξένων γλωσσων- σχολές με ειδικά μαθήματα- οι κενές θέσεις είναι το 41% επί του συνόλου των θέσεων.
Το επιχείρημα της κυβέρνησης για τις σχολές που δέχονται φοιτητές με χαμηλά μόρια όπως έχει τονιστεί ήδη από πέρσι που εκκίνησε η συζήτηση για την ΕΒΕ έχει καταρρεύσει. Σχολές που βρίσκονται σε περιφερειακά ιδρύματα, ειδικά όσες δεν βρίσκονται στα βασικά αστικά κέντρα, εξ αντικειμένου θα έχουν χαμηλότερη ζήτηση από τις άλλες. Οι μαθητές και οι οικογένειες πιο εύκολα θα επιλέξουν σχολές που είναι είτε κοντά στον τόπο διαμονής είτε σχολές που είναι σε κεντρικές πόλεις της Ελλάδας παρά σχολές που βρίσκονται σε απομακρυσμένες περιοχές. Αυτό αντίστοιχα όλα τα προηγούμενα χρόνια διαμόρφωσε και τα μόρια για την εισαγωγή στις σχολές. Αποδεικνύεται από τα δεδομένα πως δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ αυτού του γεγονότος και του επιπέδου σπουδών που παρέχουν οι σχολές αλλά και του παραγόμενου έργου τους.
Πέρα όμως από την αντικειμενική πίεση που θα δεχτούν τα περιφερειακά ιδρύματα μέσα από την εφαρμογή της ΕΒΕ και την κατάργηση τμημάτων και σχολών η μείωση των εισακτέων είναι σημαντική και στα ιδρύματα της Άθήνας, της Θεσσαλονίκης και άλλων βασικών πόλεων. Ενδεικτικά στον Πίνακα 10 αποτυπώνονται οι κενές θέσεις για επιλεγμένα βασικά ιδρύματα. Όπως φαίνεται, τον μεγαλύτερο αριθμό κενών θέσεων έχει το Παν. Πατρών όπου για το 2021 οι κενές θέσεις έφτασαν της 1580, ενώ για το 2020 ήταν 19.
Πίνακας 10: Κενές θέσεις σε επιλεγμένα ιδρύματα (υποψήφιοι μόνο από ΓΕΛ)
ΙΔΡΥΜΑ ΚΕΝΕΣ ΘΕΣΕΙΣ 2021 ΚΕΝΕΣ ΘΕΣΕΙΣ 2020
ΑΠΘ 952 111
ΔΠΘ 974 22
ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ 719 49
ΠΑΝΕΠ. ΠΑΤΡΩΝ 1580 19
ΠΑΝΕΠ. ΚΡΗΤΗΣ 879 33
Τα στοιχεία αυτά από μόνα τους είναι εξοργιστικά. Ακόμη όμως πιο εξοργιστικό είναι πως η Κεραμεως και ο Μητσοτάκης από την ψήφιση του νόμου της ΕΒΕ έχουν μετατραπεί σε πλασιέ των ιδιωτικών κολλεγίων και των ΙΕΚ. Ο κυνισμός της κυβέρνησης συμπυκνώνεται στο πρόσωπο του Κ.Μητσοτάκη. Την ίδια μέρα που έκοψε 40.000 μαθητές από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, την ίδια μέρα πήγε να εγγράψει την κόρη του στο Yale.
Μείωση των προσδοκιών: Η διοχέτευση μαθητών προς τα ΔΙΕΚ
Ένα μεγάλο μέρος των ανέργων στην Ελλάδα αφορά εργατικό δυναμικό με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Όπως φαίνεται και από τα στατιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2020 ο αριθμός των ανέργων που έχουν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ήταν 303,4 χιλιάδες. Το έτος 2020 το σύνολο των ανέργων κυμάνθηκε στις 755 χιλιάδες. Συνεπώς για το έτος 2020 το 40% των ανέργων ήταν δυναμικό το οποίο έχει πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Πίνακας 11: Άνεργοι κατά ομάδες ηλικίων, φύλο και επίπεδο εκπαίδευσης 2016-2020
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ
Η κυβέρνηση δεν κινείται στα πλαίσια της δημιουργίας ποιοτικών θέσεων απασχόλησης. Αυτό αποτυπώνεται από την παραγωγική και τεχνολογική διάρθρωση τις τάσεις που συγκροτούνται και την κατεύθυνση που διαφαίνεται και περιγράφτηκε στο πρώτο κομμάτι. Συνεπώς στο βαθμό που δεν κινείται στην κατεύθυνση δημιουργίας θέσεων εργασίας υψηλής ειδίκευσης και απορρόφησης των αποφοίτων των πανεπιστημίων, η κυβέρνηση επιχειρεί μια συνολική αναδιάταξη του χάρτη της εκπαίδευσης προκειμένου να μειώσει τις προσδοκίες των μαθητών και των οικογενειών τους. Αν όπως η Κεραμέως ανακοινώνει το μέτρο της ΕΒΕ ήρθε για να μείνει, με βάση τα δεδομένα μεσοπρόθεσμα για τα επόμενα 20 χρόνια θα μιλάμε για την μείωση ενός υψηλά εκπαιδευμένου δυναμικου της τάξης των 400 χιλιάδων ανθρώπων.
Το υπουργείο και η κυρίαρχη πολιτική που ασκείται επιδιώκει να μην εντάξει ένα δυναμικό στο πανεπιστήμιο προκειμένου να μειώσει τις προσδοκίες για μια αξιοπρεπή επαγγελματική αποκατάσταση και εργασία,στο βαθμό που συνομολογείται υπόρρητα πως η ελληνική οικονομία θα ενισχύσει τον κλάδο των υπηρεσιών και δη τομείς χαμηλής ειδίκευσης και της «βαριά βιομηχανίας της Ελλάδας» τον τουρισμό. Η κατάσταση αυτή αποτελεί την πλήρη χρεοκωπία της οικονομικής πολιτικής του νεοφιλελευθερισμού και την εξειδίκευση της στην Ελλάδα έτσι όπως εφαρμόστηκε και εφαρμόζεται από την ΝΔ και τις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις.
Η δημιουργία μειωμένων προσδοκιών αλλά και η καθήλωση του εργατικού δυναμικού και της παραγωγικής δραστηριότητας σε τομείς χαμηλής ειδίκευσης αποτυπώνεται πλήρως στην προσπάθεια της Κεραμέως και του υπουργείου να ενισχυθούν τα ΔΙΕΚ (δημόσια ΙΕΚ). Η προσπάθεια αυτή γίνεται κατα αρχήν σε οικονομικό επίπεδο και μάλιστα με τις πρόσφατες δηλώσεις στην ΔΕΘ λαμβάνει τον χαρακτήρα εξαγοράς.
Από το 2019 με την εκλογή της ΝΔ φτιάχτηκαν 856 τμήματα ΔΙΕΚ σε όλη την Ελλάδα. Για φέτος δόθηκαν 8.594 θέσεις από τα ΔΙΕΚ μέσω του παράλληλου μηχανογραφικού από τις συνολικά 22.790 αιτήσεις που έγιναν από μαθητές.
Με Κοινή Υπουργική Απόφαση προβλέπεται η ίδρυση έξι Δημόσιων Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ) αρμοδιότητας του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων τα οποία θα λειτουργήσουν στις Περιφερειακές Ενότητες: Ιωαννίνων, Λάρισας, Κορίνθου, Τρικάλων, Ηρακλείου, και Αττικής. Το κόστος λειτουργίας των έξι Δημοσίων ΙΕΚ ανέρχεται σε 625.000 ευρώ για το έτος 2021, 2.500.000 ευρώ για το έτος 2022, 2.500.000 ευρώ για το έτος 2023, 2.500.000 ευρώ για το έτος 2024 και για κάθε ένα από τα επόμενα οικονομικά έτη.
Για να υπάρχει μια αντίληψη των οικονομικών μεγεθών παραθέτουμε τους προυπολογισμούς 3 κεντρικών ιδρυμάτων της Αθήνας που αφορούν 125 χιλιάδες φοιτητές, το 20% περίπου των φοιτητών πανελλαδικά.
ΙΔΡΥΜΑ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ 2021
ΕΜΠ 3.178.642
ΕΚΠΑ 9.737.453
ΟΠΑ 1.877.872
Γίνεται κατανοητό πως το υπουργείο επιδιώκει μια διοχέτευση των μαθητών προς τις μεταλυκειακές δομές εκπαίδευσης. Η Κεραμέως συνεχώς δεν ξεχνάει να επισημαίνει την ανάγκη ενίσχυσης της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Με βάση την φετινή χρονιά και την εφαρμογή της ΕΒΕ για πρώτη φορά η ενίσχυση αυτή γίνεται εμφανής. Στον πίνακα 12 αποτυπώνονται οι 5 πιο περιζήτητες ειδικότητες ΔΙΕΚ για το 2021.
Πίνακας 12: 5 πιο περιζήτες ειδικότητες για το 2021
ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΕΣ ΕΙΣΑΚΤΕΟΙ 2021
ΒΟΗΘΟΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ 442
ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΜΑΚΙΓΙΑΖ 562
ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΟΣ ΠΟΔΟΛΟΓΙΑΣ – ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΟΥ ΝΥΧΙΩΝ ΚΑΙ ΟΝΥΧΟΠΛΑΣΤΙΚΗΣ 449
ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ (ΠΟΛΥΜΕΣΑ/WEB DESIGNER-DEVELOPER/VIDEO GAMES) 568
ΤΕΧΝΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ (ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΥΠΟΔΟΧΗΣ – ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΟΡΟΦΩΝ – ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΓΝΩΣΙΑ) 1078
Οι ειδικότητες με τους περισσότερους εισακτέους αφορά τον τουριστικό κλάδο και δευτερευόντος τον κλάδο της αισθητικής.
Πιο ειδικά σε σχέση με την επαγγελματική αποκατάσταση των αποφοίτων των ΔΙΕΚ,τα επαγγελματικά δικαιώματα που κατοχυρώνονται είναι προσόντα επιπέδου 5 δηλαδή αντίστοιχα με ειδίκευση σε ΕΠΑΛ. Προφανώς τα επαγγελματικά δικαιώματα αυτά αντανακλούν την κατάσταση και την ποιότητα των προς απορρόφηση θέσεων εργασίας. Οι συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα, ο μέσος μισθός που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι σε θέσεις χαμηλής ειδίκευσης αλλά και η «ευελιξία» για την εύκολη αλλαγή και προσαρμογή σε κάποια άλλη εργασία αποτυπώνονται στα χαρακτηριστικά και στις προσδοκίες που συγκροτούν τα ΔΙΕΚ αλλά και ευρύτερα οι διάφορες δομές μεταλυκειακής εκπαίδευσης.
Η υλοποίηση μιας κατεύθυνσης ενίσχυσης των ΔΙΕΚ και της επαγγελματικής εκπαίδευσης αφορά επί της ουσίας την υποβάθμιση κατ’ αρχήν για χιλιάδες αποφοίτους των επαγγελματικών τους εφοδίων. Αφορά όμως και συνολικοτερα την υποβάθμιση της εκπαιδευτικής κατάρτισης του μελλοντικού εργατικού δυναμικού. Πρόκειται συνεπώς όχι για μια «αναβάθμιση» ή για έναν «ευρωπαϊκο εκσυγχρονισμό» όπως αναφέρει η ΝΔ και η Κεραμέως συνεχώς αλλά για την καθήλωση χιλιάδων αποφοίτων στην εργασιακή ζούγκλα και στις άθλιες συνθήκες εργασίας.
Κατάργηση της ΕΒΕ και άμεση ανατροπή των κυρίαρχων πολιτικών
Το μέτρο της ΕΒΕ πρέπει να καταργηθεί άμεσα. Αυτός κατ’αρχήν πρέπει να είναι ο στόχος των μαθητών και των οικογενειών τους που πλήττονται άμεσα από το μέτρο αυτό αλλά και των εκπαιδευτικών. Οφείλει ωστόσο να είναι και ο στόχος των φοιτητών και της πανεπιστημιακής κοινότητας καθώς η ΕΒΕ έχει άμεση επίδραση στην διάταξη του ακαδημαικού χάρτη. Η συζήτηση για το κλείσιμο και την συγχώνευση των σχολών ήδη έχει ξεκινήσει. Ο πολυζητημένος εξορθολογισμός του ακαδημαϊκου χάρτη και η προσπάθεια εναρμόνισης των αποφοίτων με την αγορά εργασίας δε συνιστά τίποτε άλλο από μια άκρως αντιδραστική κατεύθυνση για χιλιάδες μαθητές και αποφοίτους. Η παθητική δυσαρέσκεια που εκφράζεται εμμέσως στον δημόσιο διάλογο- κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης- για την ΕΒΕ αλλά και την Κεραμέως πρέπει να μετατραπεί σε κοινωνική δύναμη και κινητοποίηση των λαϊκων στρωμάτων για την υπεράσπιση της επαγγελματικής προοπτικής χιλιάδων μαθητών και φοιτητών.
Η συζήτηση περί εξορθολογισμού είναι πλήρως υποκριτική από πλευράς Κεραμέως και πρυτάνεων που πρόσκεινται στη ΝΔ (Παπαϊωαννου, Μπουντουβής κ.α). Ούτως η άλλως αποτελεί δομικό στοιχείο η αδυναμία εναρμόνισης και σχεδιασμού για τους αποφοίτους σε μια παραγωγική δομή που στηρίζεται στους νόμους της αγοράς. Ένας τέτοιος σχεδιασμός θα ήταν εφικτός μόνο στο βαθμό που η οικονομική πολιτική έθετε στο επίκεντρο τις κοινωνικές ανάγκες των εργαζομενων και όχι το κέρδος. Σχολές και επιστημονικά αντικείμενα που αναφέρονται σε επαγγέλματα που είναι άμεσα κοινωνικά αναγκαία ( πχ. Δασοπροστασία κτλ) δεν κρίνονται από τις κυρίαρχες πολιτικές άξια ενίσχυσης στο βαθμό που δεν είναι «καλες επενδύσεις».
Υπό αυτή την έννοια το σύνολο των εργαζόμενων στρωμάτων πρέπει να μπει σε μια τροχιά κνητοποιήσεων απέναντι στις αντιδραστικές πολιτικές που ασκούνται. Η κυβέρνηση έχει αποδείξει και με το παραπάνω πως κινείται και θα συνεχίσει να το κάνει στον δρόμο της κοινωνικής αναλγησίας. Μαθητές, φοιτητές, γονείς και το σύνολο των εργαζόμενων στρωμάτων πρέπει να κινηθούμε στο δρόμο της ανυπακοής και της αντίστασης για την ανατροπή των κυρίαρχων πολιτικών.
Ορέστης Τριανταφύλλου,
Μέλος του ΔΣ του Συλλόγου Φοιτητών ΣΕΜΦΕ ΕΜΠ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου