Η «στρατηγική της έντασης» και πώς πρέπει να την αντιμετωπίσουμε
Γιώργης Βλάχος, Αναστασία Σταυροπούλου
- Το πλαίσιο της επικαιρότητας
Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών με την ένταση της αστυνομοκρατίας, τη διάλυση διαδηλώσεων, ακόμα και την αντιμετώπιση της απεργίας πείνας του Δ. Κουφοντίνα από την κυβέρνηση πρέπει κανείς να τα δει μέσα από το πρίσμα της γενικής κυβερνητικής στρατηγικής.
Από την εκλογή της στην κυβέρνηση η ΝΔ εφαρμόζει ένα «εμπροσθοβαρές» πρόγραμμα νομοθετικών μεταρρυθμίσεων που στοχεύουν στην περαιτέρω ακύρωση λαϊκών κατακτήσεων και δημοκρατικών δικαιωμάτων. Ιδιαίτερο στόχο αποτελούν εκείνα τα δικαιώματα που επέτρεψαν στην περίοδο της μεταπολίτευσης την αδιαμεσολάβητη έκφραση λαϊκών στρωμάτων και την παρουσία τους στο πολιτικό προσκήνιο: το δικαίωμα στη συνάθροιση και το πανεπιστημιακό άσυλο.
Ιδιαίτερο στόχο αποτελεί η νεολαία. Άλλωστε η νεολαία είναι ένας παράγοντας που διαμόρφωσε ισχυρά προσκόμματα στις νεοφιλελεύθερες ή αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις στον εκπαιδευτικό τομέα σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, ενδεικτικά, από την ακύρωση του ν.815, τη μη εφαρμογή του ν.4009 (ν.Διαμαντοπούλου) μέχρι την αναθεώρηση του άρθρου 16Σ κατά τα έτη 2006-2007. Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε την νεολαιίστικη εξέγερση του Δεκέμβρη, που γέννησε πραγματικά φοβικά σύνδρομα σε μερίδες της άρχουσας τάξης.
Έτσι, με τον νόμο Κεραμέως-Χρυσοχοϊδη, λαμβάνονται μια σειρά πειθαρχικών μέτρων, από την παρουσία της αστυνομίας στο χώρο των ΑΕΙ και την επιβολή μέτρων επιτήρησης και πειθάρχησης, μέχρι τη διαμόρφωση ενός ασφυκτικού πλαισίου πρόσβασης και φοίτησης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που διαμορφώνει ανάλογες συνθήκες και στη λειτουργία της δευτεροβάθμιας. Αν και η αντισυνταγματικότητα των παραπάνω διατάξεων έχει εν πολλοίς αναδειχθεί, δεν πρέπει να ξεχνάμε μια σειρά άλλων μεταρρυθμίσεων στο χώρο του εργατικού και συνδικαλιστικού δικαίου, της κοινωνικής ασφάλισης (με την προετοιμασία ενός κεφαλαιοποιητικού συστήματος στα πρότυπα του ασφαλιστικού Πινοτσέτ), του δικαιώματος στη στέγη (με τον νέο πτωχευτικό κώδικα) και βέβαια με τις περικοπές κοινωνικών δαπανών και τις αναδιαρθρώσεις των συστημάτων υγείας και πρόνοιας, που επίσης θέτουν ζητήματα παραβίασης των κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά και των παρεμβάσεων στην περιβαλλοντική νομοθεσία προκειμένου να διευκολυνθούν οι επενδύσεις εις βάρος της προστασίας του περιβάλλοντος.
Ταυτόχρονα, επιχειρείται η ακόμα μεγαλύτερη αποστείρωση από την παρουσία οργανωμένων κοινωνικών αντιστάσεων με την αλλαγή του τρόπου εκλογής στην τοπική αυτοδιοίκηση, τα συνδικάτα και τους φοιτητικούς συλλόγους.
Μάλιστα η κυβέρνηση χρησιμοποιεί την πανδημία ως πρόφαση ώστε να περάσει τα μέτρα αυτά χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις, γι’ αυτό και δεν ανέστειλε το χρόνο ψήφισής τους, παρά το ότι απαγόρευε τις εναντίον τους κινητοποιήσεις και μοιράζει πρόστιμα σε όσους διαδηλώνουν.
Η κυβέρνηση αξιοποιεί πρώτα απ’ όλα την πλήρη κυριαρχία της στα ΜΜΕ, η λειτουργία των οποίων έχει ξεπεράσει κάθε όριο αναπαραγωγής ψευδών ειδήσεων, παραποίησης γεγονότων, λογοκρισίας και μονόπλευρων ρεπορτάζ, ακόμα και στο κρατικό κανάλι. Τα περιστατικά τους τελευταίους μήνες είναι τόσο πολλά και οφθαλμοφανή που δεν χρειάζεται καν αναφορά.
Φυσικά ιδιαίτερο ρόλο στη γενικότερη ύφεση των κοινωνικών αντιστάσεων απέναντι σε αυτή την κυβερνητική τακτική παίζει και το ότι δεν έχει αναδειχθεί ένας σημαντικός πολιτικός χώρος, μέσα στην Αριστερά, που να αναλαμβάνει το φορτίο μιας κοινωνικής αντιπολίτευσης αλλά και πολιτικής έκφρασης στο Κοινοβούλιο και σε ολόκληρη την κοινωνία των διάσπαρτων διαμαρτυριών και της γενικότερης δυσαρέσκειας.
Δυστυχώς, η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, συνέβαλε σε μία γενική ήττα της Αριστεράς, η οποία συνολικά δέχθηκε ιδεολογικά και πολιτικά πλήγματα από την εφαρμογή νεοφιλελεύθερων μέτρων και την υποταγή στην επιτροπεία των Θεσμών από μια αριστερή κυβέρνηση (με ή χωρίς εισαγωγικά δεν έχει μεγάλη διαφορά).
Γεγονός που δυσχεραίνει και την δυνατότητα άσκησης αντιπολίτευσης και την δημοσκοπική ανάκαμψη. Άλλωστε η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ παρήγαγε θυμό, οργή και απογοήτευση σε λαϊκά στρώματα που στρέφεται συνολικά ενάντια στις αριστερές δυνάμεις (ακόμα και αν τελικά ξαναψηφίζουν το ΣΥΡΙΖΑ ως το λιγότερο κακό).
Ωστόσο, το μεγάλο πρόβλημα της κυβέρνησης είναι ότι, παρά τη δημοσιονομική χαλάρωση της ΕΚΤ λόγω covid, δεν μπορεί να ξεφύγει ούτε από τους κινδύνους που διαμόρφωσε η πανδημία στην οικονομία, ούτε από τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της, ούτε από τις αγκυλώσεις στη διαχείριση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, προκειμένου να διαμορφώσει ένα ικανό πλαίσιο ενισχύσεων σε ένα ευρύτερο κύκλο μικροαστικών στρωμάτων. Μέχρι και την ολοκλήρωση των νέων πακέτων ΕΣΠΑ τα όπλα της περιορίζονται στις προσλήψεις ενστόλων, την αναστολή (και όχι διαγραφή) κάποιων χρεών και φόρων, τον φόβο για το αύριο και την αδράνεια και εκτόνωση μέσω των social media. Δεν τη βοηθάει φυσικά και η αντιμετώπιση της πανδημίας με μια νεοφιλελεύθερη πολιτική, που επιμένει στην άρνηση ελέγχων στις μεγάλες επιχειρήσεις, στον περιορισμό των δημοσίων δαπανών για την υγεία και για τις δημόσιες μεταφορές, στον περιορισμένο αριθμό των τεστ (και πάντα επί πληρωμή), στην άρνηση επίταξης του ιδιωτικού τομέα υγείας.
- Η σημασία του ενδεχόμενου θανάτου απεργού πείνας
Σήμερα, ειδικό αλλά και κορυφαίο σημείο στα πολιτικά τεκταινόμενα είναι η διαχείριση από την Κυβέρνηση Μητσοτάκη του κρατούμενου Δημήτρη Κουφοντίνα. Η κυβέρνηση εξ αρχής της θητείας της διαμόρφωσε ένα πλαίσιο εξώθησής του σε απεργία πείνας: επεξέτεινε τη μέγιστη έκτιση ποινής από 22 στα 25 έτη, του στέρησε το δικαίωμα αδείας, του στέρησε το δικαίωμα εργασίας σε αγροτική φυλακή και τέλος ρητά αρνείται να εφαρμόσει το νόμο που η ίδια ψήφισε για τη μεταγωγή του στην ειδική πτέρυγα κρατουμένων Κορυδαλλού.
Πιθανότατα, η διάταξη περί επαναμεταγωγής στη φυλακή προέλευσης δεν ήταν ένα «λάθος», (που άλλωστε πολύ εύκολα μπορούσε να είχε διορθωθεί νομοθετικά πριν την απόφαση μεταγωγής). Ήταν ένα μήνυμα ότι «θα αντιμετωπισθείς πέρα και έξω από κάθε νομιμότητα». Άλλωστε αυτό φαίνεται και από την αντιμετώπιση της ίδιας της απεργίας πείνας: η κυβέρνηση επιδιώκει να εξωθήσει την κατάσταση στα άκρα, είτε αφήνοντας τον να πεθάνει, είτε αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα του επιβάλει το βασανιστήριο της αναγκαστικής σίτισης, που επίσης κινδυνεύει να οδηγήσει σε θάνατο όποιον έχει ήδη υποστεί οργανικές βλάβες από την πολυήμερη ασιτία. Σημειωτέον, ότι είχε ήδη το πράσινο φως από την αμερικάνικη κυβέρνηση, όπως απέδειξε και η δήλωση του Νικ.Μπερνς.
Φυσικά με αυτό τον τρόπο θα είχαμε τον πρώτο κρατικά οργανωμένο θάνατο κρατουμένου, μια τομή στη μεταπολιτευτική δημοκρατία, κίνδυνος που είναι ακόμη υπαρκτός.
- Η αρχιτεκτονική της στρατηγικής της έντασης
Η κυβέρνηση θεωρεί ότι στις παρούσες κοινωνικές συνθήκες έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τις όποιες -κατακερματισμένες- αντιδράσεις με ένταση της καταστολής. Ενδεχομένως και οξείες αντιδράσεις, λ.χ. επιθέσεις σε Αστυνομικά Τμήματα ή χτυπήματα με γκαζάκια, θα της έδιναν τη δυνατότητα να αυστηροποιήσει ακόμα περισσότερο το νομοθετικό πλαίσιο. Και αν μέσα σε αυτές τις συνθήκες υπήρχαν και θύματα, αυτό καθόλου δεν θα βρισκόταν εκτός της στρατηγικής έντασης της κυβέρνησης .
Η ελληνική κυβέρνηση δηλαδή, δεν κινείται με πρωτότυπο τρόπο. Ας θυμηθούμε ότι αυτό είναι η μεθοδολογία της «στρατηγικής της έντασης». Ας θυμίσουμε ότι στην Ιταλία το 1970-1980 η «στρατηγική της έντασης», που περιλάμβανε ακόμα και βομβιστικές επιθέσεις με πολυάριθμα θύματα, οργανώθηκε από τμήματα των κρατικών μηχανισμών, παρακρατικών οργανώσεων και μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ (επιχείρηση GLADIO) και της τότε χουντικής ελληνικής κυβέρνησης, προκειμένου να πληγεί το ανερχόμενο κομμουνιστικό κίνημα στην Ιταλία. Στόχο ήταν ο κατακερματισμός του, η πλήρης ενσωμάτωση τμήματός του στην κυβερνητική ατζέντα, η εξώθηση, περιθωριοποίηση και βίαιη καταστολή των πιο δυναμικών μερίδων του και η εν γένει αυστηροποίηση του νομοθετικού πλαισίου ενάντια στις κοινωνικές διαμαρτυρίες.
Οι διαφορές βέβαια μεταξύ της Ιταλίας του ’70-’80 με την Ελλάδα του 2021 είναι πολλές. Εκεί τότε η άνοδος της δραστηριότητας και απήχησης του κομμουνιστικού κινήματος διαμόρφωνε όρους πολιτικής αστάθειας για την καθεστηκυία τάξη. Εδώ σήμερα η ίδια η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται την υποχώρηση της Αριστεράς για να επιβάλλει συνθήκες αστυνομοκρατίας και αυταρχισμού. Δεν είναι η πρώτη φορά: και μετά τον εμφύλιο, και παρά την «εξάλειψη του κομμουνιστικού κινδύνου», οι τότε κυβερνήσεις επέβαλαν ένα αυταρχικό πλαίσιο που κινούνταν εκτός συνταγματικών πλαισίων (το γνωστό «παρασύνταγμα»), το οποίο, βέβαια, οδήγησε στην πλήρη διάβρωση των συνταγματικών εγγυήσεων και, με την όξυνση των ταξικών αγώνων, στην εφαρμογή από τη χούντα των δικών της παρασυνταγματικών κανόνων, ακόμα και εναντίον των ίδιων των εμπνευστών τους.
Μια παρόμοια επικίνδυνη στρατηγική μεθοδεύεται σήμερα, που επενδύει στην εκτροπή (χαρακτηριστικές οι τρεις αποφάσεις της ΕΛ.ΑΣ για πλήρη αναστολή του δικαιώματος στη συνάθροιση μέσα σε λίγους μήνες), και υποδαυλίζει την αποσταθεροποίηση ιστορικών κοινωνικών συσχετισμών και συμβιβασμών. Μια στρατηγική που παραπέμπει σε σκοτεινές εποχές συνταγματικής και αντιδραστικής πολιτικής ανωμαλίας, με έναν παρόμοιο ορίζοντα: τον αποκλεισμό ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων από την δυνατότητα έστω και έμμεσης επίδρασης στα πολιτικά τεκταινόμενα και τις κρατικές στρατηγικές.
Στο πλαίσιο αυτό σήμερα, ο πολλαπλασιασμός των ειδικών σωμάτων ασφαλείας, που μάλιστα λειτουργούν στεγανοποιημένα από το υπόλοιπο αστυνομικό σώμα, οι αθρόες προσλήψεις ειδικών φρουρών με ελλιπέστατη -τρίμηνη- εκπαίδευση και η αύξηση των οπλικών μέσων καταστολής, διαμορφώνει ένα εκρηκτικό κλίμα. Η δε επιχειρησιακή κουλτούρα και ιδεολογία όσων στελεχώνουν τις αστυνομικές δυνάμεις καταστολής αναδεικνύει μίσος και απανθρωπιά και, παρά τις προφανείς βιαιότητες και αυθαιρεσίες, νιώθουν προστατευμένοι από οποιαδήποτε δίωξη ή έρευνα. Οι ΕΔΕ που καλούνται, σπανιότατα πια, έχουν μετατραπεί στο πιο σύντομο (αλλά τραγικό) ανέκδοτο. Ειδικά η μηχανοκίνητη ομάδα ΔΡΑΣΗ, μετεξέλιξη της ομάδας ΔΙΑΣ, έχει πλέον καθιερωθεί ως μονάδα «ειδικών αποστολών», σχεδόν αποκλειστικά κατατρομοκράτησης διαδηλωτών και πολιτών με ακραίες και ανεξέλεγκτες μεθόδους βίας και επίθεσης στο πλήθος.
Αυτός ο σχεδιασμός ενέχει βέβαια αντιφάσεις, αφού η όξυνση της αστυνομοκρατίας μπορεί να αποκτήσει ανεξέλεγκτες διαστάσεις πυροδοτώντας ευρύτερη κοινωνική δυσαρέσκεια και αντιδράσεις, όπως φάνηκε στη Νέα Σμύρνη στις 9/3. Βέβαια, οι σημαντικές -πολιτικές και οργανωτικές- αδυναμίες της Αριστεράς, και δη της ριζοσπαστικής, με την επικράτηση του κατακερματισμού, αλλά και την ενσωμάτωση του φόβου, καθιστούν πιο δύσκολη την αποφυγή φαινομένων βεντέτας μεταξύ νεολαιίστικων τμημάτων και ειδικών μονάδων της αστυνομίας. Αυτό είναι εις γνώση της κυβέρνησης, η οποία δεν θα αποφύγει να το εκμεταλλευθεί προς όφελος της, και προς «δικαίωση» της στρατηγικής της έντασης και των κατασταλτικών χτυπημάτων συνολικά στις κοινωνικές κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες, ανεξάρτητα από το ότι αυτές δεν σχετίζονται σε τίποτα με τέτοιες κινήσεις.
- Μονόδρομος, ένα πλατύ μέτωπο υπεράσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων
Τα πιο ελπιδοφόρα μηνύματα από τις κοινωνικές διαμαρτυρίες μέχρι σήμερα δόθηκαν τόσο από τις κινητοποιήσεις των φοιτητών ενάντια στο νόμο Κεραμέως-Χρυσοχοϊδη, όσο και από τη στάση δικηγόρων, καλλιτεχνών, συνδικαλιστών στο θέμα της απεργίας πείνας του Δ.Κουφοντίνα, που πλέον λαμβάνει ευρύτερα χαρακτηριστικά γενικής καταγγελίας της αστυνομοκρατίας και του αυταρχισμού.
Οι καθημερινές ειρηνικές διαδηλώσεις εδώ και μέρες, με αφορμή την ικανοποίηση των νόμιμων δικαιωμάτων του Δ.Κουφοντίνα και ο γενικότερος διάλογος που άνοιξε ως προς τα ζητήματα αυτά, με καίριο, και πρωτοπόρο ρόλο, αυτόν της «Πρωτοβουλίας Δικηγόρων και Νομικών», έφεραν τις κοινωνικές διαμαρτυρίες ενάντια στη γενικότερη αστυνομοκρατία στο προσκήνιο. Αναδείχθηκε ότι όταν κανείς απευθύνεται στο σύνολο των λαϊκών στρωμάτων και αναδεικνύει τους κινδύνους που φέρουν για τα δημοκρατικά δικαιώματα οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις και η καταστολή και η στρατηγική της έντασης, είναι δυνατόν να διαμορφωθούν οι αντιστάσεις εκείνες που θα μπορούν να οδηγήσουν τις κυβερνητικές επιλογές στην αστάθεια, ως και την ήττα.
Με διαφαινόμενη την επιλογή της κυβέρνησης να ακολουθήσει τη «στρατηγική της έντασης» μέχρι τέλους, συμπεριφορά που συνιστά τομή για τη συγκρότηση του πολιτικού συστήματος και της ελληνικής κοινωνίας, είναι αναγκαίο να ξεπερασθούν οι όποιες αγκυλώσεις και να συγκροτηθεί ένα πλατύ κοινωνικό μέτωπο υπεράσπισης των δημοκρατικών ελευθεριών, που να συνδυάσει επιμέρους πρωτοβουλίες και αιτήματα φορέων και κλάδων και να διεκδικήσει με μαζικές κινητοποιήσεις να ανατρέψει τα κυβερνητικά σχέδια. Η πρωτοβουλία για την 11η Μαρτίου ως μέρα κινητοποίησης για τα δημοκρατικά δικαιώματα, ενάντια στον αυταρχισμό είναι ένας κόμβος προς την κατεύθυνση αυτή, ωστόσο είναι μόνο μια αρχική πρωτοβουλία. Είναι μονόδρομος η συνάντηση κινημάτων, φορέων, πρωτοβουλιών, συλλογικοτήτων και μετά τις 11 Μαρτίου σε ένα πλατύ μέτωπο υπεράσπισης των δημοκρατικών ελευθεριών.
*Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου