30 10 2020 | 09:01
Η ετήσια έκθεση για τις ενεργειακές αγορές λιανικής και την προστασία των καταναλωτών ενέργειας, που εκπονήθηκε από τον ευρωπαϊκό Οργανισμό ACER και το Συμβούλιο των Ρυθμιστικών Αρχών της Ευρώπης (CEER), παρουσιάζει φέτος εξαιρετικό ενδιαφέρον. Η ενδελεχής αποτύπωση και ανάλυση, που παρουσιάστηκε στις 28 Οκτωβρίου 2020, αφορά κυρίως στοιχεία του έτους 2019 αλλά ενσωματώνει και αναφορές στην πανδημία του covid-19, συνοψίζοντας μέτρα που εφαρμόστηκαν για τον περιορισμό των επιπτώσεων στον ενεργειακό τομέα. Εκτός από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η έκθεση παραθέτει στοιχεία και για τα κράτη της Ενεργειακής Κοινότητας (Energy Community), δίνοντας έτσι, μια πιο σφαιρική διάσταση των εξελίξεων.
Οι αναλύσεις βασίζονται κυρίως σε δεδομένα που αντλήθηκαν από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές ή υποβλήθηκαν στην Eurostat από τους αρμόδιους εθνικούς φορείς. Μεταξύ των πολυάριθμων δεικτών και γραφημάτων, αξίζει να επισημάνουμε κάποιες τάσεις, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι παραδοχές των μεθοδολογιών και η διαφοροποίηση των χαρακτηριστικών σε εθνικό επίπεδο (όπως η μέση ετήσια κατανάλωση ενέργειας) μπορεί να αποβούν σημαντικές παράμετροι κατά την ερμηνεία των αποτελεσμάτων.
Για τους οικιακούς καταναλωτές, οι τελικές τιμές ηλεκτρικές ενέργειας (ως άθροισμα όλων των συνιστωσών των τιμολογίων, δηλαδή του ανταγωνιστικού σκέλους, των ρυθμιζόμενων χρεώσεων, πρόσθετων τελών, φόρων και ΦΠΑ), σημείωσαν αύξηση 3.7%, κατά μέσο όρο στην ΕΕ, το 2019 συγκριτικά με το 2018. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος για τα οικιακά τιμολόγια ρεύματος διαμορφώθηκε έτσι, στα 21.6 cents/ΚWh. Σημειώνεται ότι σημείο αναφοράς για τους υπολογισμούς αποτελεί η ζώνη ετήσιας κατανάλωσης 2.500 έως 5000 ΚWh.
Σε επίπεδο δεκαετίας, τα τιμολόγια ρεύματος για τα νοικοκυριά αυξήθηκαν αισθητά, κατά 33% πανευρωπαϊκά, κατά μέσο όρο και σε ονομαστικούς όρους, συγκριτικά με το 2009. Καταλυτικός παράγοντας αυτής της εξέλιξης ήταν η αύξηση των χρεώσεων πέραν του ανταγωνιστικού σκέλους, όπως η χρέωση για τις ΑΠΕ, η οποία αντιστοιχούσε στο 6% των λογαριασμών το 2012 και εκτινάχθηκε στο 14% το 2019.
Η Ελλάδα αποτελεί μια από τις ελάχιστες χώρες που σημείωσε πτώση των τιμών ηλεκτρικού ρεύματος το 2019, εμφανίζοντας μείωση 5.2%, με την μέση τιμή ηλεκτρικής ενέργειας να διαμορφώνεται στα 15.7 cents/ΚWh. Η χώρα μας κατατάσσεται έτσι 2η ως προς τις πτωτικές τάσεις, ενώ προηγείται η Δανία (-5.5%), η οποία όμως εμφανίζει το 2ο υψηλότερο επίπεδο τιμών στην ΕΕ (29.5 cents/ΚWh), αμέσως μετά την Γερμανία (29.8 cents/ΚWh). Είναι ωστόσο αξιοσημείωτο, ότι συγκριτικά με το 2009, η χώρα μας παρουσιάζει σημαντική ποσοστιαία αύξηση στα τιμολόγια ρεύματος, η οποία ανέρχεται στο 43.9%.
Μόλις το 37% των λογαριασμών ρεύματος στην ΕΕ αντιστοιχεί, κατά μέσο όρο, στο ανταγωνιστικό σκέλος των τιμολογίων, δηλαδή τη συνιστώσα που διαφοροποιείται μεταξύ των παρόχων, αντανακλώντας το κόστος προμήθειας ενέργειας από τις αγορές χονδρεμπορικής. Το υπόλοιπο 63% αφορά ρυθμιζόμενες χρεώσεις, λοιπά τέλη και φόρους. Το τμήμα αυτό είναι ανελαστικό, υπό την έννοια ότι δεν επηρεάζεται από την αλλαγή παρόχου, και το ύψος του θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού, καθώς περιορίζει το απτό οικονομικό όφελος για τους καταναλωτές. Οι προμηθευτές ρεύματος δίνουν συχνά έμφαση σε συνδυαστικές ή πρόσθετες υπηρεσίες (όπως ενεργειακή εξοικονόμηση, ηλεκτροκίνηση, συμβόλαια ασφάλισης, συντήρηση, τεχνικές εργασίες, πόντους επιβράβευσης) , ώστε να αντισταθμίσουν αυτή την ιδιαιτερότητα και να καταστήσουν πιο ελκυστικά τα πακέτα που παρέχουν.
Μεταξύ των μη ανταγωνιστικών συνιστωσών ενός τιμολογίου ρεύματος, οι χρεώσεις δικτύων συνιστούν κατά μέσο όρο το 25% των λογαριασμών στην ΕΕ, οι χρεώσεις για τις ΑΠΕ το 14%, λοιπά τέλη και φόροι αποτελούν το 10%, ενώ το ΦΠΑ το 14%.
Η συσχέτιση μεταξύ των τιμών λιανικής και χονδρεμπορικής αποδεικνύεται αρκετά περιορισμένη. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ οι τιμές χονδρεμπορικής υποχώρησαν κατά 19.5% την περίοδο 2008-2019, η ανταγωνιστική συνιστώσα των τιμολογίων ρεύματος μειώθηκε κατά 9.4%. Η αδύναμη αυτή συσχέτιση αναδεικνύει τα πρόσθετα κόστη δραστηριοποίησης στη λιανική αγορά, όπως το κόστος απόκτησης πελατών και λειτουργικά κόστη (καταστημάτων, γραμμών εξυπηρέτησης, διαφημίσεων), το γεγονός ότι η λιανική εντάσσεται συχνά σε ένα χαρτοφυλάκιο δραστηριοτήτων με διαφορετικές κοστολογικές δομές και προκλήσεις, καθώς και ζητήματα ανταγωνισμού.
Στη χώρα μας, η προαναφερθείσα συσχέτιση παρουσιάζει μηδενική τιμή στη 12ετή περίοδο που εξετάστηκε. Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς το παραπάνω διάστημα είναι εξαιρετικά ετερογενές. Το επίπεδο ανταγωνισμού στην λιανική αγορά ενισχύθηκε ουσιαστικά μετά την εφαρμογή των δημοπρασιών ΝΟΜΕ, και έτσι, η όποια συσχέτιση, αναμένεται να αποτυπωθεί με περισσότερη σαφήνεια από το 2017 και ύστερα.
Το ετήσιο κόστος ρεύματος, σε ένα τυπικό τιμολόγιο της δεσπόζουσας εταιρείας, διαμορφώθηκε στη χώρα μας στα 729 € για το έτος 2019. Από το ποσό αυτό, το 53% αντιστοιχεί σε κόστος ενέργειας, το 13% σε χρεώσεις δικτύων, το 8% σε χρέωση για τις ΑΠΕ, και το 26% σε λοιπές χρεώσεις, φόρους και ΦΠΑ. Ποσοστιαία, οι χρεώσεις δικτύων στην Ελλάδα εμφανίζουν την μικρότερη συμμετοχή στη διαμόρφωση των λογαριασμών ρεύματος, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα θετικό. Αντιθέτως, υποδηλώνει υπο-επενδύσεις και υστέρηση σε έξυπνα δίκτυα, μετρητές και διασυνδέσεις. Άλλωστε, συνυφασμένες με τις καθυστερήσεις του παρελθόντος στην υλοποίηση διασυνδέσεων είναι και οι χρεώσεις ΥΚΩ, που αποτελούν σημαντική συνιστώσα του 26% των λογαριασμών, δηλαδή του τμήματος που αντανακλά λοιπές χρεώσεις και φόρους.
Στη χώρα μας, το επίπεδο ανταγωνισμού στη λιανική αγορά εμφάνισε την ισχυρότερη δυναμική στην Ευρώπη το 2019, με τον δείκτη συγκέντρωσης ΗΗΙ να υποχωρεί από 8439 το 2018 σε 7194 το 2019. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνει την επίδραση των δημοπρασιών ΝΟΜΕ, που επέτρεψε την είσοδο εναλλακτικών παρόχων, αμβλύνοντας τις επιπτώσεις από τις κοστολογικές ασυμμετρίες του μίγματος παραγωγής, αλλά και το άνοιγμα της αγοράς φυσικού αερίου, που κατέστησε εφικτή την παροχή συνδυαστικών προϊόντων ενέργειας.
Αναφορικά με τις διαθέσιμες επιλογές των καταναλωτών, ο αριθμός των ενεργών προμηθευτών το 2019 ήταν υψηλότερος στην Ισπανία, την Ιταλία και την Νορβηγία (244, 111, 89), με τον μέσο όρο να διαμορφώνεται στους 41 παρόχους, και την Ελλάδα να εμφανίζει ένα από τους χαμηλότερους δείκτες (κάτω των 30). Η Ιταλία εμφάνισε τις πιο δυναμικές συνθήκες, με είσοδο 88 νέων προμηθευτών, αλλά και έξοδο 48 συμμετεχόντων από την αγορά.
Η αλλαγή προμηθευτή εμφανίζει τους υψηλότερους δείκτες (άνω του 20%) στην Αγγλία, τη Νορβηγία και το Βέλγιο, ενώ ακολουθούν Φινλανδία, Ιρλανδία, Ολλανδία, και Πορτογαλία με επίπεδα γύρω στο 10%. Ισχυρότερη δυναμική συγκριτικά με τα επίπεδα του 2018, εμφάνισε η Ιταλία, η Φινλανδία και η Ελλάδα, γεγονός που αποδίδεται στην έκθεση στις αυξήσεις των τιμολογίων της δεσπόζουσας εταιρείας από τον Σεπτέμβριο του 2019.
Μόλις το 42% των ευρωπαίων καταναλωτών διαθέτει έξυπνους μετρητές, σε αντίθεση με το ποσοστό 72% που είχε εκτιμήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2014. 9 χώρες έχουν επιτύχει κάλυψη άνω του 80% της επικράτειάς τους, ενώ 4 κινούνται μεταξύ 50% και 80%. Μετά το Λουξεμβούργο που έχει ήδη ολοκληρώσει την εγκατάσταση έξυπνων μετρητών, αναμένεται να ακολουθήσουν εντός του 2020 η Αυστρία, η Γαλλία και η Ολλανδία. Η χώρα μας αναφέρεται ως μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις που δεν έχουν ακόμη συγκροτημένο σχεδιασμό για το έτος επίτευξης του roll out σε βαθμό 80%, ποσοστό που αναφέρεται ρητά στην Κοινοτική Οδηγία 944/2019.
Η πλειοψηφία των χωρών (20 κράτη) διαθέτουν εργαλεία σύγκρισης τιμών, είτε δημόσια είτε ιδιωτικά, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις υπερβαίνουν τα 10. Η αξιοπιστία, πληρότητα και αντικειμενικότητα της σύγκρισης αποτελούν θεμελιώδη ζητούμενα. Συγκρίσεις για δυναμικά τιμολόγια παρέχονται προς το παρόν μόνο σε 4 χώρες.
Μόλις 7 κράτη έχουν εισάγει αναλυτικούς ορισμούς για την ενεργειακή πενία και την παρακολούθησή της, μεταξύ των οποίων και η Κύπρος. Η έκθεση παρουσιάζει τους 4 συνήθεις δείκτες που εφαρμόζονται για την προσέγγιση του επιπέδου ενεργειακής ένδειας στις ευρωπαϊκές χώρες. Είναι ανησυχητικό ότι το 2018 η Ελλάδα εμφανίζει τον δυσμενέστερο δείκτη αναφορικά με την ύπαρξη ληξιπρόσθεσμων οφειλών σε λογαριασμούς κοινής ωφέλειας, με ποσοστό που υπερβαίνει το 35% των νοικοκυριών. Μόνο 4 χώρες παραθέτουν δεδομένα για τις ενεργειακές κοινότητες (όπως η Ιρλανδία που αναφέρει 345), ενώ η απόκριση ζήτησης παραμένει περιορισμένη, με τη συμμετοχή οικιακών καταναλωτών να είναι ισχυρή στη Σουηδία μέσω aggregators.
Συμπεράσματα
Συμπερασματικά, η κοινή Έκθεση των ACER και CEER για το 2019 αναδεικνύει τις σημαντικές εξελίξεις που έχουν επιτευχθεί στη χώρα μας στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Οι δημοπρασίες ΝΟΜΕ και η υποχώρηση των διεθνών τιμών φυσικού αερίου συνέβαλαν, μεταξύ άλλων παραγόντων, στην ενίσχυση του ανταγωνισμού και την υποχώρηση των μέσων τιμολογίων. Επιπλέον, η αναθεώρηση των τιμολογίων της δεσπόζουσας εταιρείας αποτυπώθηκε στη μείωση του μεριδίου της, παράλληλα με τις διαφοροποιήσεις πακέτων και τις εντατικές διαφημίσεις των εναλλακτικών παρόχων.
Ωστόσο, στο παρόν στάδιο, οι ισορροπίες μπορεί να αποδειχθούν εύθραυστες. Στη μέση τάση, τα περιθώρια είναι συμπιεσμένα, και η πανδημία επιφέρει ανατροπές στις καταναλώσεις των επιχειρήσεων, τη ρευστότητα αλλά και τη βιωσιμότητά τους. Αντίστοιχα, παραμένει άγνωστο σε τι βαθμό το δεύτερο κύμα είναι πανδημίας θα επηρεάσει τις οικονομικές αντοχές των καταναλωτών της χαμηλής τάσης.
Σε επίπεδο χονδρεμπορικής, η έμφαση που δόθηκε στην ανάπτυξη της προθεσμιακής αγοράς είναι εύλογη. Οι περιορισμένες συναλλαγές που έχουν καταγραφεί το τελευταίο εξάμηνο αντανακλούν συγκυριακές συνθήκες, αλλά παράλληλα υπογραμμίζουν, την καταλυτική αξία της διαμόρφωσης ενός αξιόπιστου δείκτη χονδρεμπορικής στην εποχή του target model. O βαθμός συμμετοχής των ΑΠΕ στην αγορά είναι κρίσιμος για τη ρευστότητα των συναλλαγών αλλά και τον βαθμό απόκρισης των τιμών στις διακυμάνσεις συνθηκών. Αν ένα σημαντικό κομμάτι της προσφερόμενης ενέργειας απέχει ουσιαστικά από τον καθορισμό τιμής, τότε η μειωμένη μεταβλητότητα που θα προκαλείται μπορεί να αποβεί περιοριστική, τόσο για τις προθεσμιακές συναλλαγές όσο και για το διασυνοριακό εμπόριο.
Επιπλέον, εκ των υστέρων εκκαθαρίσεις και κανονικοποιήσεις, ιδίως για τις απώλειες δικτύου, και κάποια ζητήματα που δεν έχουν οριστικοποιηθεί, όπως ο μόνιμος μηχανισμός επάρκειας και το σχήμα anti-trust, συνεπάγονται αβεβαιότητα. Η οριοθέτηση και η οριστικοποίηση τους είναι καθοριστικής σημασίας για τον τομέα της προμήθειας, με αντανάκλαση στο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές.
Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι το ανταγωνιστικό σκέλος των τιμολογίων αποτελεί μια περιορισμένη συνιστώσα τους, ενώ παράλληλα, η συσχέτιση μεταξύ των τιμών λιανικής και χονδρεμπορικής είναι αδύναμη, είναι σημαντικές παράμετροι για τις εκτιμήσεις της εξέλιξης του ενεργειακού κόστους στο μέλλον. Η ενεργειακή μετάβαση απαιτεί σημαντικές επενδύσεις, της τάξης των 44 δις € έως το 2030, και επομένως, χρειάζεται σημαντικές μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να είναι διαχειρίσιμες οι επιπτώσεις στους λογαριασμούς ρεύματος. Είναι αποκαλυπτικό το γεγονός ότι η Γερμανία και η Δανία, που αποδίδουν ισχυρή έμφαση στην πράσινη μετάβαση και τις υποδομές που την υποστηρίζουν, εμφανίζουν τα υψηλότερα τιμολόγια ρεύματος στην Ευρώπη.
Το πρόσφατο παράδειγμα της Ιρλανδίας ανέδειξε ότι επιμέρους χρεώσεις των τιμολογίων, παρά την όποια κοινωνική ή πολιτική τους απήχηση, θα ήταν χρήσιμο να μην αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά να αντιμετωπιστούν συνθετικά, ώστε να ελαχιστοποιηθεί επί της ουσίας το τελικό κόστος για τους καταναλωτές. Άλλωστε, αν δεν αυξηθεί μια συγκεκριμένη χρέωση, αλλά διογκωθούν άλλες, ως παρενέργεια, αυτό δεν είναι απαραίτητα, θετική εξέλιξη για τους καταναλωτές. Μια συγκροτημένη στρατηγική «έξυπνης» μετάβασης, με έμφαση στην καινοτομία και τις συνδυαστικές υπηρεσίες, αλλά και οι ουσιαστικοί μηχανισμοί αγοράς, με ασφαλιστικές δικλείδες και ρυθμιστική ορατότητα, αποτελούν βασικό ζητούμενο για τις ενεργειακές αγορές λιανικής στην Ευρώπη.
----------------------------------
Η κ. Νεκταρία Καρακατσάνη είναι μαθηματικός, με εξειδίκευση στα οικονομικά της ενέργειας, στέλεχος της ΡΑΕ. Το κείμενο εκφράζει προσωπικές σκέψεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου