Μια θάλασα από οξύ: ο εργασιακός χώρος
Το φαινόμενο της τοξικότητας του εργασιακού χώρου δεν είναι προσωπική υπόθεση, αλλά παγκόσμιο φαινόμενο που εκτείνεται πολύ πιο μακριά από τις εγχώριες παρανοϊκές εργοδοσίες.
Πολλοί το ζουν, λίγοι το ομολογούν ανοιχτά, οι περισσότεροι το υπομένουν σιωπηλά, με ψυχολογικό και σωματοποιημένο κόστος: ο εργασιακός χώρος τους, εκεί που μπορεί να περνούν τα 2/3 της ημέρας τους, είναι μια θάλασσα από οξύ. Bullying, passive aggressive τόνοι, ηθική παρενόχληση, διγλωσσία, προσβολές, εξαντλητικά ωράρια, αστείοι μισθοί ή φαινομενικά ανταγωνιστικοί, αλλά αναντίστοιχοι των εργατο-ωρών.
Η εργασία, μια αναγκαιότητα για τους περισσότερους, αλλά για τους κοινωνιολόγους ένα παίγνιο, που χωρίς αυτό χάνεται το ενδιαφέρον για ζωή, πολύ πριν από την κρίση είχε μετατραπεί σε μια αρένα ιδιοσυγκρασίας σκέτης, συνήθως της ιδιοσυγκρασίας της κεφαλής. Του εργοδότη, του Μεγάλου, του «αφεντικού».
Και φυσικά, σε ό,τι διοικείται με ιδιοσυγκρασία σκέτη –με τα χούγια του αφεντικού, τα βιώματα και τα βίτσια του, τα κολλήματα και τα «κατοικίδια» του, το απολύτως υποκειμενικό πρίσμα του– δημιουργείται ένα σύνολο άκρως τοξικών συμπεριφορών που διατρέχουν την εκάστοτε επιχείρηση, διαβρώνουν αργά, αλλά καταλυτικά το εργατικό δυναμικό και εν τέλει καταντούν κανονικότητα, ιδρυματισμός, «κράτος».
Πριν αναφωνήσουμε με ανακούφιση «ναι, έτσι είναι, κοίτα να δεις, το ζουν κι άλλοι, αυτά γίνονται στην Ελλάδα», ας κάνουμε ένα βήμα πίσω και πάνω. Δεν είναι μόνο ελληνικό το φαινόμενο. Το σύστημα δουλεύει έτσι παγκοσμίως, τουλάχιστον στις επιχειρήσεις που αποστρέφονται το HR και σιχαίνονται την τήρηση των εσωτερικών κανονισμών, οι οποίοι μπορεί και να μην υπήρξαν ποτέ.
Ο καρκίνος των τοξικών σχέσεων εργασίας δεν κάνει εξαιρέσεις και κυρίως δεν είναι προσωπικό το θέμα. Ο συνάδελφος που βάλθηκε να κάνει τη ζωή πατίνι στους υφιστάμενους ή ισότιμους του δεν υπακούει σε κάποιο Ευαγγέλιο του εργοδοτικού Κακού, ούτε είναι απλώς –και αποκλειστικά- η δεξιά παντόφλα του εργοδότη.
Είναι μια έκφραση της λειτουργίας ενός στρεβλού συστήματος, το οποίο μπορεί να γνωρίζει άνθιση, μπορεί να ζει μέρες κερδοφορίας, αλλά είναι γρανάζι μίας μεγαλύτερης μηχανής που εξυπηρετεί –μπορεί και άθελά του- το πιο παράδοξο, παρανοϊκό και θανάσιμο (χωρίς υπερβολές) υβρίδιο του σύγχρονου καπιταλισμού.
Καθόλου τυχαία το BBC από το περασμένο καλοκαίρι στην κραταιά ιστοσελίδα του φρόντισε να εντάξει την κατηγορία “Worklife” με μερικά από τα ωραιότερα άρθρα για το εργασιακό μας σήμερα. (Το δημοφιλέστερο εξ αυτών φέρει τον τίτλο “How office bullies harm your health” (μτφ.: «Πώς οι νταήδες του γραφείου βλάπτουν την υγεία σας») και προφανώς καταλαβαίνει κανείς γιατί σημείωσε τέτοια επιτυχία).
Τα χαρακτηριστικά ενός τοξικού εργασιακού περιβάλλοντος
Από το περιβάλλον σέκτας που περιγράφουν όσοι τελικά εγκατέλειψαν την dream job τους στην Apple μέχρι τα τραγικά περιστατικά μαζικών αυτοκτονιών στην France Telecom, κι από εκεί σε πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις που οραματίζονται να γίνουν κολοσσοί το μοτίβο διοίκησης είναι πάνω κάτω το ίδιο.
Ο εργαζόμενος υπάγεται σε ένα new age διαίρει και βασίλευε, με τύποις ιεραρχία (οι τίτλοι υπάρχουν ως ρόλοι και όχι ως ουσία) το οποίο λειτουργεί βάσει συγκεκριμένων χαρακτηριστικών.
Σύμφωνα με τη διδακτορική διατριβή της δρος Secil Bal Taştan από το Πανεπιστήμιο του Μαρμαρά ήδη από τον Ιούνιο του 2017, ως τοξικό, χαρακτηριζόταν το περιβάλλον εργασίας που διεπόταν από 1) ναρκισσισμό του εργοδότη, 2) επιθετική πολιτική προς τους εργαζομένους, 3) αμφιλεγόμενα αστεία και ταπεινωτικές συμπεριφορές από τους προϊσταμένους στους υφισταμένους, 4) καταστροφικό gossip από, για και μεταξύ των εργαζομένων, 5) οργισμένα ξεσπάσματα σε περίπτωση λάθους και μηδενική επιβράβευση σε περίπτωση επιτυχίας, 6) προνομιακή μεταχείριση συγκεκριμένων εργαζομένων, ανεξαρτήτως προσόντων και επιδόσεων, 7) οικειοποίηση της πνευματικής εργασίας των υφιστάμενων και των ευσήμων που τους αναλογούν, 8) bullying και ηθική παρενόχληση ακόμη και μετά το πέρας του ωραρίου των εργαζομένων, 9) σεξισμός σε όλη την ιεραρχική κλίμακα.
Και δεν είναι μόνο η διατριβή της Taştan, η οποία επικεντρωνόταν στον τομέα Έρευνας και Υγείας: μέσα στη διετία 2017-2019 έχουν προκύψει τουλάχιστον 3 σοβαρές έρευνες (με σημαντικότερη αυτή της EVERFI), όπου ως μόνη πρόοδος καταγράφεται η αποφασιστικότητα των εργαζομένων να καταγγέλλουν πια περιστατικά εκφοβισμού και ανάσχεσης της δημιουργικότητας τους, χωρίς, όμως, αυτά να αντιμετωπίζονται ουσιαστικά.
Κατά τα λοιπά, από τη μία οι σύγχρονοι ρυθμοί και από την άλλη η σαφής έλλειψη αξιοκρατικών αντικειμενικών κριτηρίων αξιολόγησης του κάθε εργαζομένου ως μονάδα, μετατρέπουν την τοξικότητα ως μοναδικό τρόπο διοίκησης όχι ατόμων πια, αλλά ψυχών.
Μοιραία, ο εργασιακός χώρος ως πλαίσιο μέσα στο οποίο καλείται κάποιος να εργαστεί συγκεντρωμένος για ώρες μετατρέπεται σε μία αρένα αυτοματισμών που ξεπετάει τους λιγότερο ανθεκτικούς, αφομοιώνει τους πειθήνιους και διαμορφώνει την ιεραρχία. Η διάκριση (από εδώ ο «γκέκας», από εκεί οι «μαρίδες») είναι αποτελεσματική βραχυπρόθεσμα, εξόχως διαβρωτική ωστόσο για την κουλτούρα της εργασίας εν γένει.
Εδώ, δεν έχουν σημασία οι ικανότητες ούτε του μεν ούτε των δε. Όλοι μαζί σταβλίζονται με το περί αριστείας όραμα της επιχείρησης (πού το κακό; Θα αναρωτηθεί κανείς), τους ψευτοσυναισθηματισμούς της κεφαλής και κυρίως την προπαγάνδα ότι «μετά από εδώ το χάος». Το ανήκειν στην τάδε επαγγελματική «οικογένεια» είναι ο δολωμένος τρόμος που παίζει με τη φιλοδοξία, την ηλικία, την πραγματική ικανότητα, τις αντικειμενικές μετοχές του εργαζομένου στην αγορά εργασίας, την ανάγκη.
Το παραπάνω είναι ο λόγος για τον οποίο πολύ συχνά στην ερώτηση «γιατί, λοιπόν, δεν φεύγεις;», η απάντηση είναι «και πού θα βρω αλλού δουλειά;».
Εννοείται ότι στην απάντηση – μονόδρομο βαραίνουν και τα συντάξιμα και η ασφάλιση και η αποζημίωση στην περίπτωση απόλυσης, καθώς και το brand, η ποιότητα, το καλό όνομά του εργαζομένου στην αγορά. Οτιδήποτε άλλο θεωρείται πισωγύρισμα. Παραδόξως, δεν θεωρείται πισωγύρισμα η διάβρωση των αντανακλαστικών του σε ηθικά ζητήματα, οι ασθένειες που προκύπτουν από την κόπωση και το άγχος, αλλά και από την έλλειψη χρόνου ο εργαζόμενος να επισκεφθεί τον γιατρό.
[Το συγκεκριμένο είναι case study από μόνο του: στις μέρες μας δεν υπάρχει εργαζόμενος που να αισθάνεται άνετα με το να πρέπει να απουσιάσει για τα απολύτως απαραίτητα check up του. Τα ιατρικά ραντεβού αναβάλλονται συστηματικά μέχρι τη μέρα που το όποιο πρόβλημα υγείας εμφανίζεται επιτακτικό και πολλές φορές ανεπίλυτο].
Αυτό για τα ευγενή επαγγέλματα, όπου όσο μεγαλύτερη η αξιοπιστία της φίρμας, όσο πιο ψηλά στην ιεραρχία και στην εργασιακή τροφική αλυσίδα, τόσο μεγαλύτερη η πρόσδεση στο πόστο και στην επιχείρηση, τόσο λιγότερος ο σεβασμός στην πραγματική αξιοπρέπεια, στον αυτοσεβασμό. Δεν έχει σημασία αν ο εργοδότης πατά πάνω σου ιδιωτικώς, το θέμα είναι τι φαίνεται δημοσίως.
Για τα επαγγέλματα του ποδαριού (κατά κυριολεξία) και του δίτροχου, βλέπε ντελίβερι, θα πέσει και ξύλο αν χρειαστεί, η σιωπή εξασφαλίζεται δια της βίας – ποιος ξεχνά τα κρούσματα ξυλοδαρμού εναντίον εργαζομένων.
Ανύπαρκτο HR και η κουλτούρα της τοξικότητας ως ασθένεια
Εννοείται, όπως πάντα, ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται γι’ αυτό και εσχάτως ανθίζουν sites αξιολόγησης των εργοδοτών (μπορεί κανείς να τα εντοπίσει ακόμη και στο timeline του στα social media, καθώς «σκάνε» εν είδει χορηγούμενης διαφήμισης), με τον αστερίσκο, ότι εκεί παραλλήλως μπορούν να διαφημίζονται και επιχειρήσεις. Αντιλαμβάνεται κανείς την ειρωνεία του πράγματος…
Όμως, κακά τα ψέματα, χωρίς HR και εσωτερικό κανονισμό που να προστατεύει τον εργαζόμενο, σοφό είναι να μη μιλάμε για ποιότητα. Επί το ακριβέστερον, ποιότητα και ασθένεια κάπως δεν συμβαδίζουν, αλλά επ’ αυτού έχει τοποθετηθεί με επιστημονική σαφήνεια, ο Νοτιοκορεάτης φιλόσοφος Μπιουνγκ – Τσουλ Χαν, στο κλασικό του πλέον δοκίμιο «Η κοινωνία της κόπωσης» (εκδόσεις Opera).
Σε αυτό, μεταξύ άλλων, εξηγείται και ο τρόπος με τον οποίο το άρρωστο επαγγελματικό περιβάλλον εκπαιδεύει συνειδήσεις και συμπεριφορές, μεταδίδοντας τις αρρωστημένες τακτικές εν είδει ιού.
«Η βία των δικτύων είναι ιική, είναι μια βία της ήπιας εκμηδένισης, γενετική και επικοινωνιακή, βία της συναίνεσης. Και είναι ιική, διότι δεν δρα μετωπικά, αλλά με μετάδοση, με αλυσιδωτή αντίδραση και με τον παραμερισμό κάθε ανοσίας, καθώς και με την έννοια ότι, αντίθετα από την αμιγώς αρνητική και ιστορική βία, δρα μέσα από ένα πλεόνασμα θετικότητας, ακριβώς όπως τα καρκινικά κύτταρα, μέσα από ατέρμονους πολλαπλασιασμούς, αποφύσεις και μεταστάσεις».
Όπου θετικότητα και πλεόνασμα, ας τοποθετηθεί το δόγμα του «είμαστε οι καλύτεροι, ακολουθήστε μας και θα σωθείτε», το οποίο χρησιμοποιούν με επιτυχία πολλοί επιχειρηματικοί σχηματισμοί (μικροί, μεσαίοι, μεγάλοι, πολυεθνικές), με ταυτόχρονη διαφήμιση των επιδόσεών τους στην αγορά, ωστόσο με πλήρη αποσιώπηση των αναλώσιμων εργαζομένων που έχουν χρησιμοποιηθεί για να επιτευχθεί το εκάστοτε όραμα.
Το σύνολο των χημειών που αναπτύσσονται σε τέτοιου είδους περιβάλλοντα εξηγούν κατά Χαν και την απαλοιφή της έννοιας της συναδελφικότητας, την κραυγαλέα αλλαγή στη συμπεριφορά των εργαζομένων, αλλά και την ενίσχυση της αίσθησης του αβοήθητου που περιγράφεται σε πολλές περιπτώσεις εργαζομένων με εργασιακό μετατραυματικό στρες και ιστορικό κρίσεων πανικού.
Κάθε φορά που το 8ωρο και οι εργάσιμες ημέρες εκτείνονται πέρα από τις αντοχές του υποκειμένου, είτε εξαιτίας των προσωπικών φιλοδοξιών είτε λόγω καθαρής ανάγκης, είναι απολύτως σαφές ότι οι πύρινοι περί ποιότητας, αριστείας και πρωτιάς εξυπηρετούν κυρίως το εργοδοτικό όραμα, το οποίο σίγουρα δεν είναι συμμετοχικό, αλλά επιβαλλόμενο.
Σε κάθε περίπτωση, το μεγαλύτερο ταμπού στον κόσμο της εργασίας ήταν, είναι και θα είναι ένα: μην τυχόν και μιλήσει κανείς γι’ αυτά. Και πάλι δεν είναι απλώς το ότι μετατρέπεται σε παρία, αλλά το ότι διαταράσσει μία εξαιρετικά δύσοσμη ισορροπία που σίγουρα δεν αφορά έναν και σίγουρα δεν αποκαθίσταται εύκολα.
Και για να γελάσουμε και λίγο –αν και πικρά- με το εργασιακό παράδοξο της εποχής: λένε (έρευνες και ψυχίατροι) ότι οι δυστυχισμένοι άνθρωποι στρέφονται με πάθος στον ύπνο. Ας εξηγηθεί κάπως, λοιπόν, γιατί οι απεγνωσμένοι της εργασίας του 21ου αιώνα μένουν άυπνοι για μήνες και χρόνια (επ’ αυτού κι αν έχουν γίνει έρευνες ακόμη και επί ελληνικού εδάφους), με συσσωρευμένη κόπωση –σωματική και ψυχική- και ίσως κατόπιν ευτυχήσουμε.
ΠΗΓΕΣ:
Μπιουνγκ Τσουλ Χαν, Η κοινωνία της κόπωσης, εκδόσεις Opera
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου