Για το κοινωνικό δικαίωμα στην ασφαλή στέγη
του Γιάννου Γιαννόπουλου*
Η συζήτηση για την πολιτική προστασία έρχεται στο προσκήνιο όποτε υπάρχουν καταστροφές, ή γεγονότα που τις «υπενθυμίζουν». Κάπως έτσι έγινε και με τον πρόσφατο σεισμό στην Αθήνα την 19η Ιουλίου 2019.
Η αντισεισμική προστασία, ο αντισεισμικός σχεδιασμός και η θωράκιση των κτιρίων είναι βασικό τμήμα της πολιτικής προστασίας. Αρκετά ζητήματα που αφορούν το συγκεκριμένο θέμα έχουν θιχτεί κατά το παρελθόν, ακόμα και αν διαφωνεί κανείς με πλευρές των προσεγγίσεων. Υπάρχουν όμως και νεότερες εξελίξεις που επιβεβαιώνουν την ανάγκη λήψης μέτρων. Και το ζήτημα δεν είναι να κινδυνολογήσουμε ή να καταστροφολογήσουμε (εξάλλου τα κτίρια είναι ήδη πολύ καλύτερα από ό,τι ήταν μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, και αυτό αποδεικνύεται – κατά κανόνα – και από το τι συνέβη σε προηγούμενους μεγάλους σεισμούς), αλλά η πρόληψη. Και να ιδωθεί και η κοινωνική διάσταση των ζητημάτων, γιατί «ουδέτερη» επιστήμη δεν υπάρχει:
Τα τελευταία χρόνια έχουμε αλλαγές στους σεισμικούς συντελεστές, σε μια σειρά από περιοχές, μετά από μεγάλους σεισμούς. Επίσης η λογική των κανονισμών έχει αλλάξει στο βάθος των δεκαετιών, παλιότερα τα κτίρια σχεδιάζονταν με υπεραντοχές ώστε «να μην πάθουν βλάβες», ενώ μεταγενέστερα οι βλάβες έγιναν τμήμα του σχεδιασμού, ώστε εάν η καταπόνηση του κτιρίου υπερβεί το όριο, οι βλάβες να συμβούν με το βέλτιστο τρόπο για την προστασία της ζωής. Τέλος, τα τελευταία χρόνια υπάρχει ο ΚΑΝονισμός ΕΠΕμβάσεων (ΚΑΝ.ΕΠΕ.) , ένας πολύ προχωρημένος κανονισμός για τα κτίρια από μπετόν, που στη βάση της γνώσης που έχουμε για μια υπαρκτή κατασκευή (για τον οπλισμό, τα υλικά της κλπ) μπορούμε να σχεδιάσουμε παρεμβάσεις για να αρθεί στο ύψος των σημερινών στάνταρ ασφαλείας. Ο ΚΑΝΕΠΕ χρησιμοποιείται σήμερα για τη μελέτη των αυθαιρέτων, και σε αλλαγές χρήσης που αλλάζουν τη σπουδαιότητα του κτιρίου, αλλά μπορεί να έχει καθολική εφαρμογή. Ένας αντίστοιχος κανονισμός, ο Κανονισμος Αποτίμησης Δομητικών Επεμβάσεων Τοιχοποιίας (Κ.Α.Δ.Ε.Τ.), για τα κτίρια από «φέρουσα τοιχοποιία», τα πέτρινα δηλαδή, βρίσκεται στη φάση των διαβουλεύσεων. Με βάση τα παραπάνω προκύπτουν μια σειρά εύλογων ερωτημάτων αλλά και «αυτονόητων» δράσεων. «Αυτονόητων» μέσα σε εισαγωγικά, γιατί θα ήταν απολύτως αυτονόητες εάν η λογική του βραχυπρόθεσμου κόστους και οφέλους δεν καθόριζε τα πάντα στη σημερινή κοινωνία:
Έχουμε κτίρια στην Ελλάδα τα οποία έχουν χτιστεί πριν ακόμα υπάρξει κανονισμός, πριν το ’59 δηλαδή. Ξεκινώντας από τα πέτρινα, των οποίων ο αριθμός είναι μεγάλος, ειδικά στην περιφέρεια. Έχουμε κτίρια τα οποία έχουν φτιαχτεί με παλαιότερους κανονισμούς. Κανονικά θα πρέπει σταδιακά όλα να περάσουν έλεγχο Στατικής Επάρκειας, φτάνοντας προοδευτικά, μέχρι όσα φτιάχτηκαν με κανονισμούς προ του ’95 τουλάχιστον. Εκτός αυτού, υπάρχουν κτίρια τα οποία σχεδιάστηκαν στη βάση πιο πρόσφατων κανονισμών, αλλά πριν αλλάξουν οι σεισμικοί συντελεστές στις περιοχές όπου βρίσκονται, επομένως θα έπρεπε επίσης να ενταχθούν σταδιακά σε διαδικασία ελέγχων. Σε αυτή τη διαδικασία, τα κτίρια μεγάλης σημασίας (νοσοκομεία, σχολεία κλπ), πρέπει να προηγηθούν.
Αυτή η διαδικασία είναι προφανώς κοστοβόρα, ακόμα και για τον έλεγχο. Τα ποσά που είχαν ακουστεί στα ΜΜΕ για τις μελέτες στατικής επάρκειας, όταν αυτή έγινε υποχρεωτική για τα αυθαίρετα, ήταν εκτός πραγματικότητας. Δεν μιλάμε για ένα απλό πιστοποιητικό, μιλάμε για μια ολοκληρωμένη μελέτη, η οποία εκτός από την αποτύπωση και την αποτίμηση του υφιστάμενου κτιρίου, σε αρκετές περιπτώσεις προϋποθέτει και εργαστηριακούς ελέγχους, αν θέλουμε να έχουμε το βέλτιστο αποτέλεσμα. Θα μπορούσε όμως το ελληνικό δημόσιο, που ευαγγελίζεται και την αντιστροφή του “brain drain” δια στόματος όλων των τελευταίων κυβερνήσεων, να προσλάβει μηχανικούς και να προωθήσει αυτή τη διαδικασία. Ή θα μπορούσε, εναλλακτικά, να αξιοποιήσει τους ελεύθερους επαγγελματίες μηχανικούς στο πραγματικό τους αντικείμενο και όχι ως μέρος ενός εισπρακτικού μηχανισμού, συντονίζοντας την όλη διαδικασία. Ταυτόχρονα, θα μπορούσε για κάθε μελέτη να υπάρχουν και ελεγκτές ώστε και η εκτίμηση να είναι ασφαλέστερη, και να μην παίρνει ένας μηχανικός όλη την ευθύνη.
Και με όσα κτίρια δεν κριθούν στατικώς επαρκή; Προφανώς εκεί είναι το ζήτημα, να εντοπιστούν όσα κτίρια δεν είναι επαρκώς θωρακισμένα απέναντι στο ενδεχόμενο του σεισμού σχεδιασμού, και να δούμε τι θα γίνει. Η μία λύση είναι να ενισχυθούν (υπάρχουν πολλές σύγχρονες μέθοδοι). Το πρόγραμμα των ενισχύσεων θα έπρεπε να καλυφθεί και από το δημόσιο, με αναλογική επιδότηση αναλόγως εισοδήματος, περιουσιακής κατάστασης κλπ, όπως γίνεται και σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις. Θα έπρεπε φυσικά να καλυφθεί ολόκληρο το κόστος για τα χαμηλά εισοδήματα και όσους γενικώς δεν μπορούν να καλύψουν τις οικονομικές απαιτήσεις των επεμβάσεων. (Στο τέλος της διαδικασίας, το κτίριο πέραν της ουσιώδους προστασίας, έχει και υψηλότερη αξία και χρόνια «ζωής» για τον ιδιοκτήτη). Η άλλη επιλογή, σε υπερκορεσμένες περιοχές του αστικού ιστού θα μπορούσε να είναι ακόμα και η κατεδάφιση κτιρίων και η μετατροπή των οικοπέδων σε ελεύθερους χώρους, με μεταφορά των κατοίκων σε άλλες κατοικίες (να τους δίνεται επιλογή περιοχών κλπ).
Υπάρχουν και άλλες κατηγορίες κτιρίων που πρέπει να ενισχυθούν/επισκευαστούν άμεσα, όπως τα διατηρητέα στο κέντρο για τα οποία προσπάθησαν τρομολαγνικά τα ΜΜΕ να μας πουν ότι «κατέρρευσαν» στον πρόσφατο σεισμό. Δεν κατέρρευσαν, αλλά αρκετά από αυτά, είναι σε κατάσταση που μπορούν να προκαλέσουν τραυματισμούς σε διερχόμενους σε κάθε σεισμό. Και για αυτές τις περιπτώσεις, το ζήτημα μπορεί να λυθεί εάν υπάρξει πολιτική βούληση. Εφόσον δεν αποτελούν κατοικίες, μπορεί το δημόσιο να επιβάλλει χρονοδιάγραμμα επισκευής στους ιδιοκτήτες, και εάν δεν το τηρήσουν να αναλάβει μόνο του τη διαδικασία, και να «τους στείλει το λογαριασμό». Εξάλλου, μετά την αποκατάσταση, η αξία τους θα είναι μεγαλύτερη για τους ιδιοκτήτες τους, και η ασφάλεια των πολιτών δεν μπορεί να εξαρτάται από τις ορέξεις και τις διαθέσεις κάθε ιδιοκτήτη.
Εδώ κάπου πρέπει να σταθούμε και στις διατάξεις των τελευταίων ετών για τα αυθαίρετα, όσον αφορά τις μελέτες στατικής επάρκειας, και χωρίς να ασχοληθούμε στο παρόν σημείωμα με τη διαχρονική πολιτική του ελληνικού δημοσίου για τα αυθαίρετα. Επειδή, από ένα σημείο και μετά, οι μελέτες Στατικής Επάρκειας έγιναν προϋπόθεση για τη νομιμοποίηση των αυθαιρέτων, ξεκίνησε μία συζήτηση που τελικά καθορίστηκε από την εισπρακτική λογική του ελληνικού δημοσίου. Η συζήτηση που έγινε, και ενώ είχε ήδη δημοσιευτεί ο ΚΑΝΕΠΕ, καθορίστηκε τελικά από την εισπρακτική λογική του ελληνικού δημοσίου.
Η αρχική προσέγγιση του να ελεγχθούν τα κτίρια πριν νομιμοποιηθούν, είτε ήταν αυθαίρετα ήταν άλλαζαν χρήση και άρα σπουδαιότητα, τελικά κατέληξε στις διαρκείς μεταβολές ώστε να είναι πιο εύκολο να εκδοθούν τα πιστοποιητικά και να εισπραχθούν τα πρόστιμα. Άρχισαν έτσι να δημιουργούνται «παραθυράκια» για το πότε χρειάζεται μια απλή τεχνική έκθεση και όχι συνολική μελέτη:
Από ένα σημείο και μετά θεωρήθηκε ότι μπορούν να χρησιμοποιούνται οι παλιοί κανονισμοί αντί για τον ΚΑΝΕΠΕ, κανονισμοί που όμως δεν έχουν οδηγίες ελέγχου επάρκειας υφιστάμενης κατασκευής, αλλά μόνο αρχικού σχεδιασμού νέας κατασκευής.
Υπήρξαν μια σειρά περιπτώσεων που μέχρι κάποια όρια επιπλέον φορτίων που προέκυψαν από την αυθαιρεσία απαιτούνταν μόνο μια τεχνική έκθεση, διαδικασία που τελικά έφτασε σε παραλογισμούς
Ο πιο χαρακτηριστικός, ίσως, παραλογισμός, είναι ο υπολογισμός των επιπλέον φορτίων ανά «διηρημένη ιδιοκτησία». Ενώ οι κατασκευές συμπεριφέρονται, προφανώς, σαν σύνολα, για να προχωρήσει η διαδικασία νομιμοποιήσεων των αυθαιρεσιών από κάθε ιδιοκτήτη, επιτράπηκε ο υπολογισμός των επιπλέον φορτίων ανά ιδιοκτησία. Εάν η ίδια κατασκευή είχε χωριστεί διαφορετικά στα συμβόλαια ιδιοκτησίας, ο συγκεκριμένος υπολογισμός γίνεται με διαφορετικό τρόπο. Η φυσική, όμως, δεν καταλαβαίνει από συμβόλαια…
Ευθύνη στον τρόπο που διεξάγεται αυτή η συζήτηση έχουν και πολλοί συνάδελφοι πολιτικοί μηχανικοί. Αντί να πιέσουμε ως κλάδος να υπάρξει σοβαρός σχεδιασμός αντισεισμικής θωράκισης, εφαρμογή των κανονισμών, επιδότηση των ενισχύσεων, η λογική πολλών ήταν πώς θα λειτουργήσουμε ως μέρος του εισπρακτικού μηχανισμού, δηλαδή να γίνει η μελέτη στατικής επάρκειας ή η τεχνική έκθεση, και το κτίριο «να περνάει» τον έλεγχο. Γιατί «αν δεν περνάει» αυτό σημαίνει ότι ο ιδιοκτήτης δεν μπορεί να το αξιοποιήσει πριν κάνει τις απαραίτητες επεμβάσεις.
Έτσι άρχισαν να ακούγονται απόψεις τύπου «τόσα χρόνια στέκονται τα σπίτια, και θα βγούμε εμείς να πούμε ότι δεν στέκονται», όπου βέβαια το «στέκονται» μεταφράζεται σε αντοχή των φορτίων βαρύτητας, ή σε προηγούμενους σεισμούς, και όχι ότι έχουν ελεγχθεί με το σεισμό σχεδιασμού. Λίγο μετά από μια αντίστοιχη συζήτηση στην Αντιπροσωπεία του ΤΕΕ στις αρχές καλοκαιριού του 2017, έγιναν 2 μεγάλοι σεισμοί σε Λέσβο και Κω, και αποδείχτηκε ότι κτίσματα που «στέκονταν» για πάρα πολλές δεκαετίες, δεν άντεξαν.
Η στάση αυτή αρκετών μηχανικών οφείλεται και στην πίεση που αντιμετωπίζουν από τους ενδιαφερόμενους ιδιώτες, «να περάσει» το κτίριο, γιατί αν «δεν περάσει», θα βρουν άλλον μηχανικό που θα το «περάσει». Στην υποθετική περίπτωση που θα καλυπτόταν όλο το κόστος των απαιτούμενων επεμβάσεων, το πιθανότερο είναι ότι και οι ενδιαφερόμενοι ιδιώτες, και οι μηχανικοί με τη σειρά τους θα έκαναν την αυστηρότερη εφαρμογή των κανονισμών, αντί να ψάχνουν «παραθυράκια» και «μαγειρέματα». Γιατί αυτό θα τους έδινε τη δυνατότητα για δωρεάν ενισχύσεις. Δεν μπορεί όμως ο αντισεισμικός σχεδιασμός να υποτάσσεται στα οικονομικά συμφέροντα. Εξάλλου, πέρα από τις οποιεσδήποτε διαθέσεις των ιδιωτών, υπάρχει και η κοινωνική ευθύνη του μηχανικού, απέναντι ακόμα και στον ιδιώτη που τον πιέζει σε αυτοκαταστροφική κατεύθυνση.
Τέλος, με αφορμή και τον πρόσφατο σεισμό της Αθήνας, πρέπει να εξηγηθεί πώς καθορίζονται οι σεισμικοί συντελεστές, δηλαδή οι πιθανές επιταχύνσεις του εδάφους που λαμβάνονται υπόψη στο σχεδιασμό των κτιρίων, αναλόγως της σεισμικής επικινδυνότητας κάθε περιοχής. Στην Αθήνα, οι σεισμικοί συντελεστές αυξήθηκαν μετά το σεισμό του 1999, αλλά μόνο οι περιοχές κοντά στο ρήγμα της Πάρνηθας πέρασαν σε ζώνη σεισμικής επικινδυνότητας 2, ενώ οι υπόλοιπες έμειναν στη ζώνη 1. Κάτι που δεν στέκει και πολύ, καθώς τα όρια των περιοχών σεισμικής επικινδυνότητας είναι ουσιαστικά τα σύνορα των δήμων . Δεν είναι δηλαδή λογικό η Λυκόβρυση να είναι στη ζώνη 2 και η Πεύκη στη ζώνη 1. Κάτι που αναδείχθηκε και στον πρόσφατο σεισμό, καθώς οι επιταχύνσεις του εδάφους που καταγράφηκαν στο Μοσχάτο, για παράδειγμα, ήταν μεγαλύτερες, για λίγα δευτερόλεπτα, από τις επιταχύνσεις που προβλέπει ο κανονισμός, για τις κατασκευές χαμηλού ύψους. (Αυτό δεν σημαίνει πως οι κατασκευές αυτές όντως κινδύνευσαν, καθώς οι κατασκευές σχεδιάζονται για επαναλαμβανόμενες φορτίσεις, έχουν συντελεστές ασφαλείας κοκ.) Πέραν αυτού, οι μελέτες στατικής επάρκειας υφιστάμενων κτιρίων, θα πρεπει να γίνονται με τους τρέχοντες σεισμικους συντελεστές, που είναι και επικαιροποιημένοι, και όχι με αυτούς που ίσχυαν όταν είχαν χτιστεί τα κτίρια που ελέγχονται.
Συμπερασματικά, η σημερινή τεχνογνωσία, μέσα από τους σύγχρονους κανονισμούς, αλλά και τα σύγχρονα υλικά και τις μεθόδους ενίσχυσης, μπορούν να προσφέρουν γενικευμένη προστασία απέναντι σε μεγάλα σεισμικά γεγονότα. Για να γίνει αυτό όμως, χρειάζονται μαζικοί έλεγχοι και ενισχύσεις, όπου αυτές απαιτηθούν. Και επειδή όλα αυτά κοστίζουν, χρειάζεται πολιτική βούληση και προτεραιότητα. Χρειάζεται, ουσιαστικά, η προστασία της ζωής να μην κοστολογείται έναντι άλλων προτεραιοτήτων. Το δικαίωμα σε ασφαλή στέγη να κατοχυρωθεί στην πράξη για όλους. Γιατί το έχουμε κατακτήσει επιστημονικά ως κοινωνία. Αυτό που δεν έχουμε κατακτήσει, είναι να μην υπάρχουν και σε αυτό – όπως και σε πολλά άλλα βασικά κοινωνικά δικαιώματα – ταξικά και οικονομικά φίλτρα.
*Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ, μέλος ΔΕ/ΤΕΕ
ΠΡωτοβουλία Ενωτικής Συσπείρωσης Αριστεράς
Πολιτικών Μηχανικών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου