Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2019

Για την εκδίκαση στο ΣτΕ της υπόθεσης των περικοπών των Δώρων (13ος και 14ος μισθός) στους δημόσιους υπαλλήλους


Εκδικάστηκε σήμερα από το Συμβούλιο της Επικρατείας η υπόθεση που αφορούσε στο 13ο και 14ο μισθό των δημοσίων υπαλλήλων, που περικόπηκαν με τον Ν.4093/12. Ως γνωστόν η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια του ΣτΕ, ύστερα από την απόφαση του ΣΤ΄ Τμήματος, που έκρινε αντισυνταγματικές τις διατάξεις του Ν.4093/12, με τις οποίες καταργήθηκε εντελώς ο 13ος και ο 14ος μισθός για τους εν ενεργεία δημόσιους υπαλλήλους ΟΤΑ, ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ και άλλων.

Κατά τη συζήτηση, οι συνήγοροι του Δημοσίου Νικόλαος Δασκαλαντωνάκης και Βασιλική Πανταζήανέφεραν ότι η Κυβέρνηση έχει δικαίωμα περικοπής των επιδομάτων, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά ότι «έχασαν τον 13ο και 14ο μισθό για να διατηρήσουν τον 12ο μισθό». Παράλληλα, σε μια προσπάθεια να δημιουργήσουν κοινωνικό αυτοματισμό μεταξύ του κόσμου της δουλειάς, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, τόνισαν ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν σταθερή εργασία, ενώ οι ιδιωτικοί υπάλληλοι αντιμετωπίζουν πρόβλημα μεγάλης ανεργίας, δεν πληρώνονται από τους εργοδότες τους και ο μισθός τους είναι 580 ευρώ. Υποστήριξαν ακόμη, ότι πολύ μεγάλος αριθμός εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα έχει φύγει στο εξωτερικό για ανεύρεση εργασίας, σε αντίθεση με τους δημοσίους υπαλλήλους που παραμένουν στη χώρα τους.

Οι συνήγοροι του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, σε γραμμή κυβέρνησης και των μνημονιακών της πολιτικών, επίσης προσπάθησαν να δημιουργήσουν κοινωνικό αυτοματισμό και ζήτησαν από το δικαστήριο να απορριφθούν οι παρεμβάσεις καθώς, όπως είπαν, στην περίπτωση που δοθούν αναδρομικά τα επιδόματα στους δημόσιους υπαλλήλους, θα διαταραχθεί η δημοσιονομική ισορροπία και θα αυξηθεί η φορολογία όλων των πολιτών, καθώς δεν θα υπάρχει δημοσιονομικό πλεόνασμα και δεν θα είναι βιώσιμο το χρέος.

Από την πλευρά τους, οι εκπρόσωποι των δημοσίων υπαλλήλων σημείωσαν ότι είναι απαράδεκτη η τακτική των συνηγόρων του Δημοσίου να μιλάνε για επερχόμενη οικονομική καταστροφή στη χώρα εάν δοθούν τα τρία δώρα, τα οποία μάλιστα έχουν μειωθεί (1.000 ευρώ το χρόνο) και δεν αποτελούν, όπως το παρελθόν, πλήρη μισθό τα Χριστούγεννα, και από μισό μισθό το Πάσχα και το καλοκαίρι. «Η κατάργηση των δώρων έγινε επειδή το ήθελε η Μέρκελ , κάτι που δεν έγινε ούτε επί Γερμανικής κατοχής, ούτε επί επταετίας. Το θέμα της περικοπής δεν είναι οικονομικό θέμα όπως θέλει να προβάλλουν οι εκπρόσωποι του Δημοσίου, αλλά καθαρά νομικό», είπαν χαρακτηριστικά.

Ωστόσο, αρνητική εντύπωση προκαλεί η θέση και τα ισχυριζόμενα από το νομικό εκπρόσωπο των δικαστικών υπαλλήλων (σ.σ.: και αναρωτιέται κάποιος, αν συμφωνεί μαζί του η Ομοσπονδία τους – ΟΔΥΕ), του δικηγόρου Νικηφόρου Κοσσυβάκη, ο οποίος μάλιστα απέστειλε και σχετικό εξώδικο προς την ΑΔΕΔΥ, με το οποίο την… εγκαλεί για τη στάση της και την παρέμβασή της σήμερα στο ΣτΕ. Αφού στηλιτεύει την ΑΔΕΔΥ, λέγοντάς της πως δεν ήρθε σε επικοινωνία μαζί του για να έχουν… κοινή γραμμή, αναφέρει στο εξώδικό του: «…είμαι νυν υπόχρεος να σας εκθέσω ότι, η παρουσία σας στην εν λόγω δίκη, όχι μόνον δε θα ωφελήσει, αλλά βασίμως θεωρώ ότι μπορεί να προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη σ’ αυτήν και -βεβαίως- σε όσες άλλες εκκρεμούσες υποθέσεις εξαρτώνται από την αμετάκλητη έκβασή της».

Μάλιστα, υπερασπιζόμενος τη… γραμμή του για διεκδικήσεις σε βάθος διετίας και όχι εξαετίας, όπως έχει αποφασίσει η ΑΔΕΔΥ, την κατηγορεί πως αυτή ευθύνεται για την τρομοκρατία που έχει εξαπολυθεί από τα Μέσα Ενημέρωσης για καταστροφή της χώρας, εάν δοθούν τα χρήματα τα οποία δικαιούνται οι δημόσιου υπάλληλοι. Λέει στο εξώδικό του: «…το γεγονός ότι, η ανωτέρω εσφαλμένη επιμονή σας στην προτροπή -αρχικώς για αιτήσεις “διακοπής παραγραφής” και νυν για αγωγές αναδρομικών διεκδικήσεων σε βάθος 5ετίας ή και 6ετίας- τροφοδοτεί καίρια τις “οιμωγές των ΜΜΕ περί “οικονομικής καταστροφής” της Χώρας στην περίπτωση εκδόσεως θετικής αποφάσεως εκ μέρους της Ολομέλειας του Σ.τ.Ε!!!».

Επιπλέον, στο εξώδικο, την καλεί να παραιτηθεί ουσιαστικά από το θεσμικό της ρόλο, δηλαδή της υπεράσπισης των συμφερόντων των δημόσιων υπαλλήλων, και την καθιστά ως υπεύθυνη εάν χαθεί η δίκη. «…σας καλούμε να παραιτηθείτε από την εν λόγω πρόσθετη παρέμβασή σας, άλλως -και στην περίπτωση εκδόσεως εκ μέρους της Ολομελείας του Συμβουλίου Επικρατείας αποφάσεων υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου- επωμίζεστε τεράστιο βάρος ευθύνης για αυτό», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Ουσιαστικά, ο δικηγόρος των δικαστικών υπαλλήλων και ξαναμπαίνει το ερώτημα εάν η Ομοσπονδία των δικαστικών υπαλλήλων, η ΟΔΥΕ, έχει γνώση και συμφωνεί με τα όσα αναφέρει, με το εξώδικό του, κινείται με έωλα επιχειρήματα εναντίον της ΑΔΕΔΥ (σ.σ.: που εκπροσωπεί περίπου 600.000 υπαλλήλους), αφού κάθε Σωματείο και γενικώς συνδικαλιστική οργάνωση έχουν δικονομικό δικαίωμα να παρέμβουν στην Ολομέλεια της ΣτΕ.


Σε κάθε περίπτωση, όπως έχει επισημάνει πολλές φορές το ΜΕΤΑ, αφού και τα δικαστήρια κρίνουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο πως είναι δίκαιο το αίτημα των εργαζομένων, απαιτείται πολιτική λύση. Η δικαστική διεκδίκηση του 13ου και 14ου μισθού μπορεί να αποτελεί ατομικό δικαίωμα του κάθε εργαζόμενου και συνταξιούχου, αποτελεί όμως και υποχρέωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων η αγωνιστική τους διεκδίκηση, και όχι η μετατροπή τους σε ντίλερ δικηγορικών γραφείων, οργανώνοντας ομαδικές αγωγές, καλλιεργώντας κλίμα αναμονής και αναπαράγοντας φρούδες ελπίδες.

Είναι αποδεδειγμένα μέσα από τις κατακτήσεις των εργαζομένων ότι στους αγώνες και στις κινητοποιήσεις οι εργαζόμενοι, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, έχουν ελπίδα να αλλάξουν τη ζωή τους και να επαναφέρουν τις κατακτήσεις που έχουν απολεσθεί.




Στο δηµοσιονοµικό κόστος που µπορεί να έχει µια θετική για τους δηµοσίους υπαλλήλους απόφαση επικεντρώθηκε η διαµάχη ενώπιον της Ολοµέλειας

«Μπρα ντε φερ» µεταξύ ∆ηµοσίου και εν ενεργεία δηµοσίων υπαλλήλων για τα κοµµένα δώρα είχαµε χθες στην Ολοµέλεια του Συµβουλίου της Επικρατείας. Έχοντας ήδη στα χέρια τους µια πρώτη θετική απόφαση από το ΣΤ’ Τµήµα του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου, το οποίο έκρινε αντισυνταγµατική την περικοπή των επιδοµάτων και των δώρων, οι δικαστικοί υπάλληλοι, διά των συνηγόρων τους, ζήτησαν από την Ολοµέλεια µια ηθική δικαίωση, καθώς, όπως είπαν, οι δηµόσιοι υπάλληλοι πληρώνουν ανελλιπώς το… µάρµαρο της οικονοµικής κρίσης από το 2010. Μάλιστα χαρακτήρισαν «ύβριν» την περικοπή των δώρων, λέγοντας ότι αυτά δεν καταργήθηκαν ούτε επί 7ετίας, «αλλά τελικά τα κατήργησε η κυρία Μέρκελ».

Απαντώντας στους ισχυρισµούς του ελληνικού ∆ηµοσίου ότι εάν κριθούν αντισυνταγµατικές οι περικοπές, το υπουργείο Οικονοµικών θα πρέπει να καταβάλει 3,9 δισ. ευρώ, οι δικηγόροι υποστήριξαν ότι το κόστος είναι πολύ µικρότερο, καθώς δεν έχουν ασκηθεί πολλές αγωγές σε βάρος της επίµαχης διάταξης και ήδη από το 2013 (σ.σ.: έτος κατά τη διάρκεια του οποίου άρχισαν οι περικοπές) µια µεγάλη πλειονότητα δηµοσίων υπαλλήλων έχει χάσει την αξίωσή της να διεκδικήσει χρήµατα.

Τα έτη για τα οποία µπορούν να έχουν αξιώσεις -όσοι προσέφυγαν- όπως είπαν είναι το 2017 και το 2018, για τα οποία το κόστος δεν ξεπερνά το 1,2 δισ. ευρώ.

Υπενθυµίζεται, πάντως, ότι η Ολοµέλεια του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου έχει ήδη χαράξει τις «κόκκινες γραµµές» της, µε την απόφαση του Ιουνίου του 2015 για τις περικοπές στους συνταξιούχους (σ.σ.: τις έκρινε αντισυνταγµατικές), αποφαινόµενη ότι αναδροµικά µπορούν να πάρουν µόνο όσοι είχαν ασκήσει προσφυγές πριν από την έκδοση της απόφασης, ενώ για τους υπολοίπους ο χρόνος «τρέχει» από τον Ιούνιο του 2015. Τέλος, οι δικηγόροι των προσφευγόντων δηµοσίων υπαλλήλων έκαναν µνεία και στην πρόσφατη απόφαση της Ολοµέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία επίσης είχε αποφανθεί ότι οι περικοπές που επιβλήθηκαν µε µνηµονιακούς νόµους του 2012 είναι αντισυνταγµατική.

Τι απαντά το ∆ηµόσιο

Στις αρνητικές για την οικονοµία συνέπειες που µπορεί να έχει µια θετική για τους εν ενεργεία δηµοσίους υπαλλήλους απόφαση από την Ολοµέλεια του Συµβουλίου της Επικρατείας επέµειναν οι νοµικοί παραστάτες του ∆ηµοσίου, υποστηρίζοντας ότι οι επίµαχες διατάξεις που επέβαλαν την περικοπή των δώρων ήταν µέτρο πρόσφορο και αναγκαίο για τη δηµοσιονοµική προσαρµογή της χώρας. Αντέταξαν, µάλιστα, ότι µε τις επίµαχες περικοπές δεν τίθεται σε κίνδυνο η αξιοπρεπής διαβίωση των δηµοσίων υπαλλήλων, καθώς ο κύριος µισθός τους δεν θίχθηκε, προσθέτοντας ότι συνέχιζαν να λαµβάνουν άλλα επιδόµατα, όπως αυτά της ειδικής θέσης, οικογενειακά επιδόµατα κ.ά. Σύµφωνα µε τους νοµικούς παραστάτες του ∆ηµοσίου, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι είναι σε δυσχερέστερη θέση από τους δηµοσίους, καθώς καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης γεύτηκαν την ανεργία, ευέλικτες µορφές εργασίας, έµειναν απλήρωτοι, ενώ συνέκριναν τον βασικό µισθό στο ∆ηµόσιο (700 ευρώ) µε εκείνον του ιδιωτικού τοµέα που φτάνει τα 580 ευρώ. «Οι δηµόσιοι υπάλληλοι», είπαν, «µπορεί να έχασαν ολοσχερώς τον 13ο και τον 14ο µισθό, διασφάλισαν όµως τους άλλους 12».

Αναφέρθηκαν ακόµη στο brain drain, υποστηρίζοντας ότι χιλιάδες ιδιωτικοί υπάλληλοι αναγκάστηκαν να φύγουν από την Ελλάδα για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, υποστηρίζοντας, εν κατακλείδι, ότι τα µέτρα που ελήφθησαν δεν ήταν ούτε επαχθή ούτε δυσανάλογα, καθώς όλες οι κοινωνικές οµάδες επλήγησαν µε τον έναν ή τον άλλον τρόπο οµοίως, µέσω της φορολογίας, του τέλους επιτηδεύµατος, τις αλλαγές των συµβάσεων εργασίας. Τέλος, οι παραστάτες του ελληνικού ∆ηµοσίου έκρουσαν το καµπανάκι του κινδύνου, υποστηρίζοντας ότι η χώρα έχει αναλάβει δέσµευση για πλεόνασµα 3,5% έως το 2022 και αν τελικά χορηγηθούν τα επιδόµατα, θα χαθεί ο δηµοσιονοµικός στόχος που αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για την ελάφρυνση του χρέους.
«Καµπανάκι» της Α∆Ε∆Υ για τα αναδροµικά

Εµµεσο καµπανάκι προς τους εν ενεργεία δηµοσίους υπαλλήλους να κατοχυρώσουν τα αναδροµικά τους κρούει η Α∆Ε∆Υ. Το τριτοβάθµιο συνδικάτο έκανε χθες νοµική παρέµβαση στη συνεδρίαση της Ολοµέλειας του ΣτΕ, αφού το θέµα αφορά το σύνολο των δηµοσίων υπαλλήλων. Μετά τη συνεδρίαση η Α∆Ε∆Υ εξέδωσε ανακοίνωση, εκτιµώντας ότι ο χρόνος δηµοσίευσης της κοµβικής απόφασης µπορεί να αποδειχθεί συντοµότερος από το σύνηθες, που είναι τέσσερις µε έξι µήνες. ∆εδοµένης της ταχύτητας µε την οποία προσδιορίστηκε η δίκη στην Ολοµέλεια, το συνδικάτο εκτιµά πως η δηµοσίευση της απόφασης θα πρέπει να αναµένεται «εντός των πλαισίων που η νοµική γνωµοδότηση της Α∆Ε∆Υ προσδιόρισε».

Υπενθυµίζεται πως το συνδικάτο έχει αποστείλει στις 42 οµοσπονδίες-µέλη του τη γνωµοδότηση της νοµικής της συµβούλου, που καταλήγει πως «η πλήρης δικαστική κατοχύρωση για τη διεκδίκηση καταργηθέντων επιδοµάτων εορτών και αδείας συνίσταται στην άσκηση αγωγής µέχρι τον χρόνο δηµοσίευσης της απόφασης της Ολοµέλειας». Η ίδια γνωµοδότηση συνιστά την άσκηση αγωγών µέχρι τις 15 Μαρτίου ή το αργότερο µέχρι τα τέλη Μαρτίου. Στόχος είναι οι δηµόσιοι υπάλληλοι να κατοχυρωθούν απέναντι σε µια ενδεχόµενη κρίση της Ολοµέλειας που µπορεί να αποκλείει από τα αναδροµικά όσους δεν έχουν ασκήσει ένδικα µέσα µέχρι την ηµεροµηνία δηµοσίευσης της απόφασης.
Ο «κόφτης» του 2015

Υπενθυµίζεται πως η πρακτική αυτή του «κόφτη» είχε υιοθετηθεί το 2015 από την Ολοµέλεια και για τους συνταξιούχους, για λόγους δηµοσίου συµφέροντος. «∆ιεκδικούµε επαναφορά του 13ου και 14ου µισθού στο ∆ηµόσιο και έχουµε προσφύγει δικαστικά για τα αναδροµικά.

Το µέτρο αφορά 500.000 µόνιµους υπαλλήλους και 60.000 συµβασιούχους. Θεωρούµε ότι πρέπει να δοθεί πολιτική λύση για να µην αναγκάζονται οι εργαζόµενοι να προσφεύγουν στα δικαστήρια» δηλώνει ο γενικός γραµµατέας της Α∆Ε∆Υ, Σταύρος Κουτσιουµπέλης. Σύµφωνα µε εργατολόγους, µε αγωγή που ασκείται εντός του 2019 µπορούν να διεκδικηθούν δώρα για το 2017 και το 2018, καθώς υπάρχει νόµος που ορίζει παραγραφή διεκδικήσεων στη διετία. Οι αξιώσεις, δηλαδή, για τα δώρα 2013- 2015 έχουν παραγραφεί.

Αλλοι νοµικοί εκτιµούν πως τα δώρα πρέπει να διεκδικηθούν από το 2013 ανεξαρτήτως της διετούς παραγραφής. Σε κάθε περίπτωση, τα όποια αναδροµικά αφορούν στα κοµµένα δώρα που δίδονταν έως το 2012, δηλαδή 500 ευρώ τα Χριστούγεννα, 250 το Πάσχα και το καλοκαίρι. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η Ολοµέλεια του ΣτΕ να υιοθετήσει την απόφαση του ΣΤ’ Τµήµατος που έκρινε αντισυνταγµατικές τις περικοπές του 2012. Κάτι που, βέβαια, θα γεννήσει υποχρέωση επαναφοράς των δώρων στο ∆ηµόσιο για το µέλλον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου