Rue de Vaugirard, 1968 (Henri Cartier-Bresson)
«Και ο μήνας Μάης δεν θα ξανάρθει ποτέ από σήμερα ως το τέλος αυτού του κόσμου του θεάματος, δίχως να μας θυμηθούν»
Γκυ Ντεμπόρ, από την ταινία Η κοινωνία του θεάματος
Και έτσι έγινε!
Εικόνες πόλης, εικόνες εξέγερσης. Η ομιλούσα πόλη. Μια απάντηση στην κυρίαρχη αφήγηση. Η εξέγερση του Μάη υπήρξε εντός της Πόλης, μίλησε για την Πόλη, μίλησε μέσα από την Πόλη. Αντέστρεψε την διαδικασία αλλοτρίωσης της πόλης με τον βομβαρδισμό του πλήθους των μηνυμάτων καταναλωτικής ευωχίας και κοινωνικής χειραγώγησης και μετέτρεψε τον αστικό χώρο σε πομπό του πολύμορφου μηνύματος των εξεγερμένων. Το τεράστιο υλικό αφισών αλλά και συνθημάτων στους τοίχους που τον χαρακτήρισε, σημάδεψε την γλώσσα των κινημάτων στο διηνεκές. Ὠστόσο, όπως ευφυώς παρατήρησε ο Ντεμπόρ, ο Μάης υπήρξε στιγμή τη στιγμή, πολέμησε για να μην εγκατασταθεί στα αυτονόητα, τα προφανή, τα κυρίαρχα, αποτέλεσε, για όσους και όσες τον αναγνωρίζουν, μια από εκείνες τις ιδιαίτερες στιγμές που η ου-τοπία είναι παρούσα αλλά και γέμισε τρόμο πολλούς στην ιδέα της κατάρρευσης μιας βολικής τάξης ακόμα κι όταν αυτή ήταν δυσάρεστη, άδικη ή καταστροφική, και ενεγράφη στο συλλογικό σαν επιθυμία αλλά και σαν θέαμα.
Η πόλη διαχρονικό πεδίο ταξικού ανταγωνισμού. Τόπος συγκέντρωσης και διαχείρισης του πλεονάσματος. Οι μηχανισμοί αστικοποίησης ήδη από τα πολύ πρώιμα στάδια της βιομηχανικής επανάστασης τροποποιούν τον χαρακτήρα της πόλης. Επιδιώκουν τη συγκέντρωση μεγάλων πληθυσμών, όχι πλέον μόνο για να διαμορφώνουν τους όρους της αναπαραγωγής της απαιτούμενης εργατικής δύναμής αλλά και για να δημιουργούν αυξημένες και ελεγχόμενες προϋποθέσεις κατανάλωσης. Ένα από τα κεντρικά ζητήματα που αποσχολούν πλέον τις εργαζόμενες τάξεις είναι ότι οι πολίτες χάνουν πλέον τον «έλεγχο» των όρων της καθημερινής ζωής και αποκλείονται κατά περίπτωση από τις ιεραρχημένες μορφές οργάνωσης του χώρου.
Από το 1848 στον Χάουσμαν (Haussmann) ως το 1871 η πόλη βρίσκεται στο κέντρο της αστικής στρατηγικής. H εξέγερση του 1848 θέτει τα ζητήματα της πρόσβασης στην πόλη και τη στέγη και αντιτάσσεται στα νέα μοντέλα οργάνωσης. Η νέα αυτοκρατορία γνωρίζει ότι πρέπει να απαντήσει άμεσα. Κερδίζει όποιος κερδίσει την πόλη. Τα σχέδια του Βαρόνου Χάουσμαν υλοποιούνται άμεσα και η κυριαρχία των δυνάμεων της εξουσίας στην πόλη μοιάζει απόλυτη. Παρ όλα αυτά το 1871 μια νέα εξέγερση θέτει με ακόμα πιο εμφατικό τρόπο τα ζητήματα της πόλης.[1] Από τα κεντρικά αιτήματα της Κομμούνας ήταν ο έλεγχος των ενοικίων, το ύψος των οποίων οδηγούσε τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα έξω από το κέντρο της πόλης, αλλά και η διαγραφή των οφειλών αυτών των στρωμάτων που είχαν βρεθεί σε συνθήκες υπερχρέωσης λόγω του δυσβάσταχτου κόστους ζωής της πόλης. Η ήττα της Κομμούνας συμβολίζεται από μια ακόμα χωρική χειρονομία, την οικοδόμηση της Σακρ Κερ (Sacre Coeur) στον λόφο της Μονμάρτης, της γειτονιάς που υπήρξε άντρο των κομμουνάρων.
Ο Μάης κορυφώνει το ερώτημα για το δικαίωμα στην πόλη. Παρότι τα ζητήματα της πόλης και της στέγης έχουν τεθεί, συζητηθεί και γίνει αντικείμενο διεκδικήσεων, όπως ήδη είπαμε, ο Μάης του ’68 καταγράφεται ως εκείνη η εξέγερση που έθεσε τα ζητήματα της πόλης με τον πιο έντονο, συνολικό και επιτακτικό τρόπο.
Οι πολλαπλές καταλήψεις, η εξωστρέφεια του αγώνα, το άνοιγμα της συζήτησης πέρα από τις βασικές αντιθέσεις κεφαλαίου εργασίας στα ζητήματα της αναπαραγωγής όπως αυτά εκφράζονται στην οργάνωση της καθημερινής ζωής βρίσκονται στο κέντρο των προβληματισμών των εξεγερμένων. Μιλούν για τον εξοστρακισμό των υποτελών από τα κέντρα, την προαστιοποίηση της αστικής ζωής και τη διάλυση της αστικής συνθήκης. Την υποτίμηση και υποβάθμιση των συνθηκών κατοίκησης των εργαζόμενων στα μπλοκ κοινωνικής κατοικίας. Τη διάρρηξη της ταυτοτικής σχέσης με την πόλη και τη γειτονιά και της εδαφικότητας σε σχέση με τους χώρους εργασίας και κοινωνικής δράσης και ανάπτυξης. Διεκδικούν την άρση του διαχωρισμού «ιδιωτικό-δημόσιο» και αμφισβητούν την εγκατάσταση της εξουσία στον δημόσιο χώρο. Και βέβαια τον μεγάλο αυτό ενδιαφέρον δεν γεννιέται εν κενώ.
Το εμβληματικό βιβλίο του Λεφεβρ Δικαίωμα στην πόλη, που εκδίδεται το 1967 μόλις έναν χρόνο πριν τον Μάη και εκατό χρόνια από την έκδοση του Κεφαλαίου όπως ο ίδιος ο συγγραφέας επισημαίνει, αλλά και η σχέση του Λεφέβρ με τους φοιτητές του στην εξεγερμένη Ναντέρ, αποτελούν σημαντικά ερεθίσματα. Ο Λεφέβρ ανοίγει μια συζήτηση που μέχρι σήμερα παραμένει στο κέντρο των προβληματισμών μας θέτοντας τη χωρική διάσταση των ταξικών ανταγωνισμών και την ιδιαίτερη σημασία του ελέγχου του χώρου, ως μια εξαιρετικά κρίσιμη παράμετρο στο συνολικό ζήτημα των κοινωνικών ανταγωνισμών . Η συζήτηση δεν γίνεται εν κενώ αλλά σε σχέση και σε κάποιες διαστάσεις της σε αντιπαράθεση με την γραφειοκρατικοποιημένη ανάγνωση του Μαρξισμού αλλά και τις δομιστικές προσεγγίσεις που που εφάρμοζαν κλειστά συστήματα για να ερμηνεύσουν το γίγνεσθαι του κοινωνικού ανταγωνισμού και της ανθρώπινης χιεραφέτησης. Ο Λεφέβρ διαβάζει τον χώρο της πόλης μέσα από τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις που συνδέονται μεταξύ τους: Τη σταδιακή μετάβαση εντός των πόλεων από την αξία χρήσης του χώρου στην κυριαρχία της ανταλλακτικής αξίας, την γραφειοκρατική οργάνωση της κατευθυνόμενης κατανάλωσης, και τη δυνατότητα της αντίστασης στην επιθυμία της κατανάλωσης μέσα από την οργάνωση της ζωής ως έργου τέχνης εντός της πόλης.
Την ίδια χρονιά (1967) κυκλοφορεί το βιβλίο του Γκυ Ντεμπόρ Η κοινωνία του θεάματος με σημαντικές αναφορές στη λειτουργία της πόλης ως πεδίου, μέσα στο οποίο οργανώνεται ο έλεγχος των ατόμων κύρια μέσα από τον διαχωρισμό και την απομόνωση, αλλά και μέσα από τους μηχανισμούς ανάκτησης των ατόμων ως «άτομων από κοινού απομονωμένων» μέσα στους χώρους δουλειάς, τα οργανωμένα θέρετρα κ.λπ.
Το σημείο στο οποίο ο Λεφέβρ συνομιλεί με τους Καταστασιακούς και αποτελεί το βασικό ερέθισμα στον τρόπο με τον οποίο οι εξεγερμένοι και εξεγερμένες του Μάη τοποθετούνται απέναντι στον χώρο, είναι η κριτική της καθημερινής εμπειρίας όχι για να της αντιταχθεί ένα άλλο ιδανικό, αλλά για να επιτραπεί η διάγνωση των πολλαπλών δυνατοτήτων.[2] Ο Μάης έπραξε ακριβώς αυτό: Σηματοδότησε την εξέγερση ως ανοιχτή δυνατότητα και ο τόπος αυτής της δυνατότητας είναι η πόλη.
Το 1973 στο βιβλίο του Πόλη και κοινωνικοί αγώνες ο Μανουέλ Καστέλς στον απόηχο του Μάη παρουσιάζει και σχολιάζει τέσσερα σημαντικά παραδείγματα κοινωνικών αγώνων για το αστικό και φυσικό περιβάλλον και αποπειράται μια κριτική εκτίμηση για τα όρια και τις αποτυχίες αυτών των κινημάτων, αποδίδοντας τες βασικά στην αδυναμία ή την αδιαφορία σύνδεσης με την κυρίαρχη αντίθεση Κεφαλαίου- Εργασίας. Είναι μια πλευρά του ζητήματος που όμως χρειάζεται μια διαφορετική συνθετική και όχι ιεραρχική προσέγγιση.
Η συζήτηση που άνοιξε πριν από πενήντα χρόνια αποδείχτηκε καίρια. Συνεχίστηκε και εμπλουτίστηκε με τη συνεισφορά μεγάλου αριθμού διανοητών, με τις πρωτοβουλίες κοινωνικής αυτοοργάνωσης που διερεύνησαν πολλές πτυχές της στην πράξη, με τις παλιότερες αλλά και πιο πρόσφατες κοινωνικές συγκρούσεις που καθόλου τυχαία ονομάστηκαν «Το κίνημα των Πλατειών» και αποτέλεσαν στιγμές ισχυρής διεκδίκησης της ανάκτησης και επανακατοίκησης των κέντρων των πόλεων με πολλαπλή παρέμβαση: στη δημιουργία μιας κοινοτικής συνθήκης διαλόγου και διαδικασιών λήψης αποφάσεων, στη δημιουργία των προϋποθέσεων διάδοσης των κοινωνικών εξεγερσιακών μηνυμάτων και ορατότητας του αγώνα, στην απώθηση της κατασταλτικής εξουσίας από τον έλεγχο της πόλης, στη διαμόρφωση μιας άλλης πρότασης για τη συλλογική ύπαρξη μέσα στην πόλη.
Σήμερα, η επικαιρότητά της παίρνει νέα μορφή καθώς ένα μεγάλο σχέδιο αναδιανομής και ελέγχου του χώρου για τις ανάγκες της κερδοφορίας του κεφαλαίου βρίσκεται σε εξέλιξη. Πλευρές αυτής της επίθεσης αντιμετωπίζουμε σήμερα και στην Ελλάδα με τις ιδιωτικοποιήσεις του δημόσιου χώρου, την ελαστικοποίηση των θεσμών προστασίας του περιβάλλοντος, την επίθεση μέσω των πλειστηριασμών στα πληττόμενα από τις πολιτικές λιτότητας κοινωνικά στρώματα. Ο αγώνας για την πόλη είναι τώρα και παραμένει πάντα ταξικός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου