Το ελεύθερο στον εργοδότη να μεταβάλει μονομερώς τον τόπο, τον χρόνο και τον τρόπο της εργασίας δίνει απόφαση του Αρείου Πάγου, αφήνοντας έκθετους τους εργαζόμενους να προστατεύονται μόνον από μία διάταξη ενός άρθρου που απαγορεύει την κατάχρηση του δικαιώματος του εργοδότη.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του enikonomia.gr, η νέα απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου (682/2017) προβλέπει πως ο εργοδότης έχει το ελεύθερο να μεταβάλει κατά το δοκούν τους όρους της παροχής της εργασίας του εργαζόμενου, στο πλαίσιο της άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος και για την προσφορότερη οργάνωση της εργασίας και της επιχείρησης. Όπως αναφέρεται, ο εργαζόμενος προστατεύεται πλέον μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. που απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος του εργοδότη.
Όπως αναφέρει το δημοσίευμα, που επικαλείται δηλώσεις του εργατολόγου Γιάννη Καρούζου, κατά το άρθρο 7 εδ. α του νόμου 2112/920, «Πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι’ ην ισχύουσιν αι διατάξεις του παρόντος νόμου». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648 και 652 Α.Κ., μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη που γίνεται χωρίς τη συγκατάθεση του μισθωτού και χωρίς ο εργοδότης να έχει τέτοια ευχέρεια από όρο της συμβάσεως ή το νόμο ή τον τυχόν υπάρχοντα κανονισμό εργασίας της επιχειρήσεως.
Όπως ωστόσο υπογραμμίζεται, για την εφαρμογή της άνω διατάξεως του εδαφίου α του άρθρου 7 του ν. 2112/920 δεν αρκεί μόνο η μεταβολή των όρων εργασίας να είναι μονομερής, αλλά απαιτείται επί πλέον να είναι και βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ’ αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία.
Με απλά λόγια, εάν ο εργοδότης αποφασίσει να αλλάξει στους όρους εργασίας τον τόπο, τον χρόνο ή τον τρόπο της, και η μεταβολή αυτή δεν είναι αντίθετη προς το νόμο και τους όρους της συμβάσεως, θεωρείται πως γίνεται κατ’ ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος. Η μεταβολή αυτή, για τον Άρειο Πάγο, ακόμα και σε βάρος του μισθωτού, δεν θεωρείται πως επιβαρύνει τον εργαζόμενο.
Μάλιστα, ο Άρειος Πάγος δεν θεωρεί μονομερή βλαπτική μεταβολή το γεγονός της παροχής επί σειρά ετών της εργασίας σε ορισμένο τόπο ή χρόνο, καθώς αυτό δεν σημαίνει πως δημιουργήθηκε σιωπηρά συμβατικός όρος για την απασχόληση του εργαζομένου μόνο στον τόπο αυτό ή στο συγκεκριμένο ωράριο. Τα παραπάνω μπορούν να ανατραπούν από την μονομερή εξουσία του εργοδότη, η άσκηση της οποίας «υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έστω και αν η εξουσία του εργοδότη στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών».
Ειδικότερα, όπως εξηγείται στο δημοσίευμα, η συγκεκριμένη διάταξη του άρθρου 652 Α.Κ. δίνει στον εργοδότη το δικαίωμα και την εξουσία να προσδιορίσει το περιεχόμενο της υποχρέωσης του μισθωτού για παροχή εργασίας, καθορίζοντας τους όρους της παροχής της, τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο, εφόσον οι όροι αυτοί δεν έχουν προσδιορισθεί από κανόνες δικαίου ή από την εργασιακή σύμβαση. Δηλαδή ο εργοδότης, ως διευθυντής της εκμετάλλευσης, έχει την εξουσία να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρησή του με βάση τα κρινόμενα απ’ αυτόν ως πλέον αποτελεσματικά γι’ αυτήν κριτήρια.
Σημειώνεται, παρόλα αυτά, πως ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης με βάση το διευθυντικό δικαίωμά του πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχειρήσεως.
Πότε είναι βλαπτική η μονομερής μεταβολή
Για να θεωρηθεί βλαπτική η μεταβολή των όρων εργασίας, σύμφωνα με το δημοσίευμα, απαιτείται να συντρέχουν και άλλα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να συνάγεται σαφώς πρόκληση υλικής ή ηθικής ζημίας του μισθωτού ή καταχρηστική άσκηση του εκπορευόμενου από τη ρηθείσα διάταξη διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη.
Περαιτέρω, όπως αναφέρεται, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652, 656, 349-351, 288 Α.Κ., 7 εδ. α ν. 2112/1920 και παρ. 3 άρθρου 5του ν.3198.1955 προκύπτει ότι η βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της συμβάσεώς του δεν επιφέρει τη λύση αυτής, ούτε υποχρεώνει το μισθωτό να αποχωρήσει από την εργασία του, αλλά εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας ή κατά την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματός του προβεί κατά κατάχρηση αυτού στον προσδιορισμό της παροχής εργασίας, ο μισθωτός έχει διαζευκτικά τα δικαιώματα:
ν’ αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη,
να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη ως άτακτη εκ μέρους του καταγγελία της εργασιακής σύμβασης και αποχωρώντας από την εργασία του ν’ απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης που προβλέπεται από το ν. 2112/920 και
να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε, εάν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί αυτή, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας ή, εκφράζοντας την αντίθεσή του, να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους (ΟλΑΠ 25/2003, , ΑΠ 130/2016, ΑΠ 132/2016, σχετ. ΑΠ 1212/2006).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου