Την Τρίτη 14 Μαρτίου 1944 ο Υπουργός Εσωτερικών Ταβουλάρης κάλεσε σε σύσκεψη την ηγεσία των Σωμάτων Ασφαλείας, στην οποία αποφασίστηκε η διενέργεια ερευνών και συλλήψεων «εν τω Συνοικισμώ Καλογραίζης και των πέριξ αυτού μικροσυνοικισμών την επομένην ημέραν».[1]
Στις 9:00 το βράδυ της ίδιας ημέρας συγκεντρώθηκαν όλες οι δυνάμεις της Χωροφυλακής και των Ταγμάτων Ασφαλείας στο Υπουργείο, επιχείρηση που ολοκληρώθηκε στη 1:00 μετά τα μεσάνυχτα. Η δύναμη αυτή μεταφέρθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες με λεωφορεία στην Καλογρέζα. Οι άνδρες αποβιβάστηκαν και περικύκλωσαν την Καλογρέζα και τις γύρω συνοικίες. Το μπλόκο άρχισε «Ευθύς άμα τη ανατολή του ηλίου ήρξαντο ομοβροντιών δι όπλων και χειροβομβίδων προς τρομοκράτησιν των κατοίκων εν ω ταυτοχρόνως εξ όλων των σημείων εισήρχοντο εις τα πρώτα οικήματα προς ενέργειαν ερευνών και συλλήψεων ολοκλήρου του άρρενος πληθυσμού άνω των 14 ετών ους και μετέφερον εις τι εκεί πλησίον περιμανδρωμένον οικόπεδον».[2]
Μετά από λίγες ώρες και αφού είχε δημιουργηθεί μια εικόνα πλήρους τρομοκρατίας με αδιάκριτους ξυλοδαρμούς και πλιάτσικο στα σπίτια της συνοικίας, ολοκληρώθηκαν οι συλλήψεις που ανήλθαν σε 285 άτομα. Ακολούθησε η εκτέλεση 22 ατόμων με την κατηγορία ότι ανήκαν στο ΕΑΜ, από εκτελεστικό απόσπασμα ανδρών της Ειδικής Ασφάλειας, η παράδοση 50 ατόμων στους Γερμανούς, η κράτηση και μεταφορά 150 ατόμων από την Ειδική Ασφάλεια στις φυλακές Χατζηκώστα και η απόλυση των υπολοίπων.[3]
Φυλακές Χατζηκώστα 1946
Σύμφωνα με την κατάθεση του Γεράσιμου Κ. στη μεταπολεμική δίκη οργάνων της Ειδικής Ασφάλειας για το μπλόκο της Καλογρέζας, την προηγούμενη ημέρα μια επιτροπή εργαζομένων (ανθρακωρύχων) κατέθεσε στον εργοδότη αιτήματα των εργατών. Την επομένη δυνάμεις των Σωμάτων Ασφαλείας με επικεφαλής τον Λάμπου και ολιγάριθμους Γερμανούς που επόπτευαν την επιχείρηση, βάσει μιας κατάστασης 60 ονομάτων εργατών, συνέλαβαν τους 22 τους οποίους εκτέλεσαν.[4]
Ο ναυτικός Αντώνιος Κ., συνελήφθηκε τα ξημερώματα από άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας καθώς πήγαινε στη δουλειά του. Τον οδήγησαν σε ένα βουναλάκι όπου ήταν και άλλοι κρατούμενοι. Από εκεί τους πήγαν στην πλατεία «όπου μας έλεγαν "κερατάδες θα σας σφάξουμε σαν τραγιά"». Στην πλατεία φέρανε τον Χρυσαυγή τον οποίον πίεζαν να μαρτυρήσει και αφού αρνήθηκε, «τότε ο Λάμπου είπε "τυφεκίστε τον"». Ύστερα έγινε η ανάγνωση ονομάτων από κατάλογο και οι 20 οδηγήθηκαν, με τη συνοδεία Χωροφυλάκων και Τσολιάδων, σε ένα ρέμα 100 μέτρα από την πλατεία όπου και εκτελέστηκαν.[5]
Για τα όσα διαδραματίστηκαν κατά τη διάρκεια του μπλόκου, χαρακτηριστική ήταν η κατάθεση της Σταυρούλας Κ. στη μεταπολεμική δίκη των υπαιτίων:
«Βγήκα στο δρόμο κ. πρόεδρε και είδα που καίγανε τα μαγαζιά. Μου λέει ένας τσολιάς: «έλα μαζύ μου στο τμήμα» και πήγα. Βλέπω τον Πασχαλίδη που τον έδερναν. […] Ένας με μαύρα γυαλιά μου λέει: «Μωρή πουτάνα θα μαρτυρήσεις ή όχι;». Δεν ήξερα τίποτα, τι νάλεγα; Κι’ αυτός: «Μπρος γδύσου». Έρχεται ο Λάμπου και μου σκίζει το φόρεμα με ψαλίδι, ύστερα το κομπινεζόν και τέλος μ’ άφησε γυμνή. Γυρίζει σε κάποιον και του λέει: «Βάρα της». […] Μ’ έδειραν πολύ. Λιποθύμησα και μούριξαν νερό. Με ξανάδειραν. Το σώμα μου έγινε κατάμαυρο.»[6]
Κατά τη διάρκεια του μπλόκου άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας συνέλαβαν τον Δημήτριο Αργυρόπουλο, αδελφό της Μαρίας Μ. Όταν αυτή έφτασε τρέχοντας στο σημείο όπου μετά από λίγο έγινε η εκτέλεση, είδε τον επικεφαλής της Ειδικής Ασφάλειας Λάμπου, ο οποίος «βαστούσε στα χέρια του την εικόνα της Παναγίας και έλεγε "με την διαταγήν αυτής θα πιώ αίμα"».[7] Την ίδια τραγική τύχη είχαν και τα δύο αδέλφια της Χριστίνας Π. Μάλιστα την επόμενη ημέρα ένας από τους ομαδάρχες των ομάδων κρούσης της Χωροφυλακής, την επισκέφτηκε και την απείλησε ότι σε περίπτωση που καταθέσει μήνυση εναντίον τους, θα την εκτελέσει ο ίδιος:
«Όταν συνελήφθη ο αδελφός μου οδηγήθη εις τον Λάμπου όστις διέταξε τον Χανιώτη να τον κτυπήση, όπερ και εγένετο. Όταν ο έτερος αδελφός μου Γεώργιος είδαν ότι εκτυπούσαν τον αδελφόν μας μετέβη εκεί και είπεν εις τον Λάμπου ότι είναι αθώος και συνεπώς αδίκως τον κτυπούν. Τότε ο Λάμπου διέταξε και συνέλαβον και τον έτερον αδελφόν μου και μαζί με άλλους 21 εξετέλεσαν επί τόπου και τους δύο αδελφούς μου. Την επομένην ημέραν ήλθεν ο Παρθενίου και μου είπεν να μην υπάγω εις την Ασφάλειαν διότι θα με εκτελέση ο ίδιος εις τα σκαλιά της Ασφάλειας».[8]
Από ένα σημείο και μετά, πέρα από τις πολιτικές επιδιώξεις των ηγεσιών των δύο πλευρών που βρίσκονταν σε σύγκρουση, η δράση των απλών μελών δημιούργησε ένα διαρκώς κλιμακούμενο κύκλο βίας. Σε αυτό τον κύκλο, ιδεολογία και πολιτική στράτευση πολλές φορές παραμερίζονταν από το μίσος και την επιθυμία για εκδίκηση. Οι πράξεις που εκπορεύονταν από τη λογική της βίας, οδηγούσαν στη διεύρυνση και εμβάθυνσή της.
Σε αυτό το πλαίσιο, η δράση των ανδρών των Σωμάτων Ασφάλειας καθορίζονταν όλο και λιγότερο από τις «άνωθεν» εντολές και όλο και περισσότερο από τις «πρωτοβουλίες» τις οποίες λάμβαναν, για τις οποίες άλλωστε δεν λογοδοτούσαν σε κανένα. Αακόμη και αν δεχτεί κάποιος ότι οι άνδρες των Σωμάτων Ασφάλειας - παρά την εμπλοκή τους σε κυκλώματα εκβιαστών, τη συμμετοχή τους σε αναρίθμητες λεηλασίες οικιών και καταστημάτων και τις παράνομες απολαβές που είχαν για την απελευθέρωση κρατουμένων - πολέμησαν για να μην υπερισχύσει ο κομμουνισμός, η ιδιότητά τους ως κρατικών οργάνων, διαφοροποιούσε σημαντικά τη θέση τους σε σχέση με αυτή των αντιπάλων τους.
Σε αυτή τη διάσταση αναφέρθηκε λίγο μετά την απελευθέρωση ο Αριστοτέλης Κουτσουμάρης, καταγράφοντας την οπτική ενός σημαντικού τμήματος των κατοίκων της Αθήνας που διαφωνούσε με την εαμική πολιτική και δράση, αλλά παράλληλα έβλεπε με απέχθεια τα όσα διέπρατταν τα Σώματα Ασφαλείας:
«Ποτέ δεν εντράπηκαν περισσότερον οι πραγματικοί εθνικισταί, όσο τώρα, που εμφανίζονται ομοϊδεάται τους οι εγκληματίες αυτοί των Σωμάτων Ασφαλείας. Σ’ εκείνους, που τους λένε, γιατί κάνετε τα εγκλήματα αυτά απαντούν. Στη βία των Εαμιτών, εφαρμόζουμε τη βία. Μας σκοτώνουν, τους σκοτώνουμε. Η διαφορά όμως είναι ουσιώδης μεταξύ εαμιτών και κρατικής υπηρεσίας. Εκείνοι είναι ανεύθυνοι παράγοντες. Κάνουν βεβαίως άσχημα να κάνουν εγκλήματα. Αυτό όμως δεν θα ειπή πως μια Κρατική Υπηρεσία πρέπει να κάνη τα ίδια εγκλήματα. […] Η πολιτεία έχει τη δικαιοσύνη, για να κολάζη τους εγκληματούντας. Ποτέ δεν έδοσε στα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας το δικαίωμα αυτό.»[9]
Μια από τις πολλές πράξεις των Σωμάτων Ασφαλείας, που έκαναν τον Κουτσουμάρη να περιγράψει με μελανά χρώματα τη δράση τους στην Αθήνα, ήταν και τα όσα διαδραματίστηκαν το πρωί της 24ης Ιουνίου 1944 σε εργοστάσιο εριουργίας στη Νέα Ιωνία. Όταν περίπου 15 φοιτητές, μέλη διαφόρων αντιστασιακών οργανώσεων, πήγαν εκείνο το πρωί στο εργοστάσιο για να εξηγήσουν στους εργαζομένους τα όσα είχαν επιτευχθεί με τη Συμφωνία του Λιβάνου, αιφνιδιάστηκαν βλέποντας εργάτες, μυστικά μέλη της Ειδικής Ασφάλειας, να ανοίγουν πυρ εναντίον τους.
Η Συμφωνία του Λιβάνου
Επί τόπου σκοτώθηκαν ο εργάτης Περικλής Χατζηγεωργίου και ο φοιτητής Νομικής Παναγιώτης Σταθακόπουλος, ο οποίος ενώ ήταν τραυματίας στο προαύλιο του εργοστασίου, δέχθηκε τη χαριστική βολή από τον Ιωάννη Σ. της Ειδικής. Μετά από λίγο έφτασε η ομάδα Παρθενίου από τα κεντρικά, η οποία παρέλαβε τους υπόλοιπους και τους οδήγησε προς ανάκριση στο «Κρυστάλ». Έως το τέλος της ημέρας πέθαναν μετά από φρικτά βασανιστήρια δύο ακόμη φοιτητές, ο Κωνσταντίνος Ρέππας και ο Δημοσθένης Χλιόβας.[10]
Αντί επιλόγου
Οι μεταπολεμικές δίκες της ηγεσίας και των οργάνων των Σωμάτων Ασφάλειας, συγκλόνισαν με τις αποκαλύψεις τους την κοινή γνώμη της εποχής. Οι εφημερίδες αφιέρωναν πολυσέλιδα άρθρα για την καταγραφή μαρτυριών που αποκάλυπταν την εγκληματική τους δράση, καθώς και για τις απολογίες των οργάνων τους. Εκμεταλλευόμενοι το κλίμα που είχε δημιουργηθεί μετά το τέλος των Δεκεμβριανών, η βασική γραμμή υπεράσπισης που τήρησαν οι κατηγορούμενοι ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου Αθηνών, για να δικαιολογήσουν τις δολοφονίες και τις καταδόσεις εκατοντάδων μελών του ΕΑΜ, ήταν η επίκληση του «Ιδιωνύμου». Στην απολογία του σε μια από τις μεγαλύτερες δίκες οργάνων της Ειδικής Ασφάλειας τον Οκτώβριο του 1945, ο Λάμπου εκμεταλλευόμενος τις πρόσφατες μνήμες των Δεκεμβριανών, θα υποστηρίξει:
«Η μόνη μου σκέψις ήτο η δίωξις των κομουνιστών οίτινες ήσαν εχθροί της Πατρίδος […] Κατ’ εμέ δεν έπρεπε να φύγω εκ της Ειδικής Ασφαλείας και ως απεδείχθη εκ των υστέρων και εκ του κινήματος του Δεκεμβρίου, ουδεμίαν παρανομίαν διέπραξα. […] Η Ασφάλεια κατεδίωκε πάντα όστις ενήργει εναντίον της τιμής και της ζωής της Πατρίδος μας. Στα γενόμενα μπλόκα συνελήφθησαν και βούλγαροι. Τα νοσοκομεία μετεβλήθησαν εις Σοβιέτ».[11]
Ήδη από τις πρώτες αποφάσεις των δικαστηρίων του 1945, γινόταν εύκολα αντιληπτή η προσπάθεια απαλλαγής ή επιβολής μικρών ποινών στους κατηγορούμενους των Σωμάτων Ασφάλειας. Όμως ακόμη και στις λίγες περιπτώσεις όπου επιβλήθηκαν οι ποινές του θανάτου ή των ισοβίων, αυτές μετατράπηκαν σε ποινές φυλάκισης λίγων ετών αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου. Χαρακτηριστική υπήρξε η περίπτωση του επικεφαλής της Ειδικής Ασφάλειας. Το μετεμφυλιακό κράτος επιφύλαξε ιδιαίτερα ευνοϊκή μεταχείριση στον Αλέξανδρο Λάμπου. Αν και είχε καταδικαστεί πολλές φορές σε θάνατο, κατάφερε να αποφυλακιστεί στις αρχές του 1952, μετά από δύο μειώσεις των ποινών του από το Συμβούλιο Χαρίτων.[12] Έτσι, ένας από τους κύριους υπεύθυνους για το θάνατο εκατοντάδων Ελλήνων, αποφυλακίστηκε μόλις επτά χρόνια μετά τη σύλληψή του.
Από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στον Ιωάννη Μεταξά και τον Ιωάννη Ράλλη, η χρησιμοποίηση του κομμουνιστικού κινδύνου αποτελούσε πάντα μια προσφιλή επιλογή για την εισαγωγή περιορισμών στην πολιτική ζωή. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο υπερεκτιμημένος κίνδυνος του Μεσοπολέμου, ήταν για πρώτη φορά υπαρκτός. Η ήττα του ΕΑΜ αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση του αστικού πολιτικού συστήματος. Η κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη επέλεξε να στρέψει τα όπλα κατά του ΕΑΜ πριν αυτό προλάβει να κάνει το ίδιο εναντίον της, όπως πίστευε. Για το λόγο αυτό επιχείρησε και εν μέρει πέτυχε, να μετατρέψει τα Σώματα Ασφαλείας σε κυβερνητικό στρατό κατά του εαμικού αντιστασιακού κινήματος.
Όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να υλοποιηθούν χωρίς τη συγκατάθεση και την παρότρυνση των γερμανικών αρχών κατοχής. Όπως και σε άλλες κατεχόμενες χώρες, η υπονόμευση της νομιμότητας από τις ίδιες τις αρχές κατοχής λειτούργησε ως πρακτική αποσάθρωσης της κοινωνικής συνοχής και κατά συνέπεια αποδυνάμωσης του αντιστασιακού αγώνα. Στο πλαίσιο του κοινού αντικομμουνιστικού αγώνα, η χρησιμοποίηση των ελληνικών Σωμάτων Ασφαλείας για την καταστολή του αντιστασιακού κινήματος, πρόσφερε μια πολύτιμη υπηρεσία στους κατακτητές. Υποδαυλίζοντας την εμφύλια σύγκρουση, οι αρχές κατοχής στόχευαν στην εξοικονόμηση υλικών πόρων και κυρίως έμψυχου δυναμικού, σε μια εξαιρετικά δυσμενή περίοδο για τον γερμανικό στρατό στα μέτωπα του πολέμου. Ουσιαστικά η κυβέρνηση Ράλλη και όλοι όσοι συσπειρώθηκαν γύρω της, επιδιώκοντας να πολεμήσουν τον κομμουνισμό ή να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη ή και τα δύο, ακολούθησαν την πολιτική για την οποία κατηγορούσαν το Κομμουνιστικό Κόμμα: άσκησαν ένοπλη βία με στόχο τη διατήρηση της εξουσίας μεταπολεμικά.
Η απουσία της Αστυνομίας Πόλεων, με την εξαίρεση του Μηχανοκίνητου Τμήματος, από την εμφύλια σύγκρουση αποδεικνύει ότι η συνεργασία με τον κατακτητή δεν υπήρξε μονόδρομος, αλλά συνειδητή επιλογή μελών της κυβέρνησης και της ηγεσίας της Χωροφυλακής, λόγω του αντικομμουνιστικού τους μένους ή της επίκλησης αυτού για την επίτευξη προσωπικών πολιτικών φιλοδοξιών. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η έρευνα έχει δώσει μια συντριπτική σχέση αναφορικά με τις απώλειες των δύο Σωμάτων: η Χωροφυλακή είχε 169 νεκρούς έναντι μόλις επτά της Αστυνομίας Πόλεων, από τις ένοπλες οργανώσεις του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ. Στη μεγάλη δοκιμασία της κατοχικής περιόδου, η δράση της Ειδικής Ασφάλειας συνέβαλε στον εμφύλιο διχασμό, ο οποίος λίγους μήνες μετά και με τη συμβολή νέων δεδομένων, θα πυροδοτήσει τα Δεκεμβριανά.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Σε αυτή συμμετείχαν ο Δ/ντής της Δ/νσεως Συντονισμού Χωροφυλακής Αντισυνταγματάρχης Νικόλαος Ταρσατόπουλος, ο Γεν. Δ/ντής Χωροφυλακής Υποστράτηγος Κατσιμπίρης, ο Δ/ντής Χωροφυλακής Συνταγματάρχης Γαλανός, ο Αρχηγός Χωροφυλακής Υποστράτηγος Γκίνης, 0 Δ/ντής της Ειδικής Ασφάλειας Χωροφυλακής Υποστράτηγος Λάμπου, ο Διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας Υποστράτηγος Ντερτιλής και ο Γερμανός αξιωματικός «παρά τω Υπουργείω» Μπος, Αρχείο Αριστοτέλη Κουτσουμάρη, φακ. 46, ΕΛΙΑ.
[2] Στο ίδιο.
[3] Στο ίδιο.
[4] Ειδικό Δικαστήριο Αθηνών, πρακτικά 926, 930, 931, 933, 950-953, 980, 999, 1045, 1131, 1132/Οκτώβριος – Νοέμβριος 1945, ΓΑΚ.
[5] Πρακτικά 5-9,11-16,18 Νοεμβρίου 1946 και 5 Μαρτίου 1947.
[6] Εφημερίδα Ριζοσπάστης, 10 Νοεμβρίου 1946
[7] Ειδικό Δικαστήριο Αθηνών, πρακτικά 926, 930, 931, 933, 950-953, 980, 999, 1045, 1131, 1132/Οκτώβριος – Νοέμβριος 1945, ΓΑΚ.
[8] Στο ίδιο.
[9] Αρχείο Αριστοτέλη Κουτσουμάρη, ΕΛΙΑ. Ο Κουτσουμάρης, λόγω της ιδιότητάς του τόσο κατά την περίοδο της Κατοχής, διετέλεσε Διευθυντής της Επιτροπής Διαχειρίσεως Βοηθημάτων εν Ελλάδι του Ερυθρού Σταυρού, όσο και προπολεμικά, από το 1929 έως το 1932 υπηρέτησε στο Τμήμα Γενικής Ασφαλείας της Διεύθυνσης Αστυνομίας Πόλεων, είχε προσωπική αντίληψη αλλά και προσβάσεις σε πληροφορίες σχετικά με τη δράση των Σωμάτων Ασφαλείας.
[10] Καταθέσεις Γεωργίου Ρ. και Μαρίας Λ., Ειδικό Δικαστήριο Αθηνών, πρακτικά 12, 13 και 124/1947.
[11] Ειδικό Δικαστήριο Αθηνών, πρακτικά 926, 930, 931, 933, 950-953, 980, 999, 1045, 1131, 1132/1945, ΓΑΚ.
[12] Εφημερίδα Ελευθερία, 17 Φεβρουαρίου 1952.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου