«Ηρθα να σας βρω για να μη μείνει η ιστορία αμαρτύρητη».
Με αυτά τα λόγια κοιτώντας μας στα μάτια ξεκινά την κουβέντα ο 77χρονος Λεωνίδας Κοντουδάκης, πρώην στέλεχος της ΕΔΑ, αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Ερχεται να μας βρει κρατώντας δύο εφημερίδες: η πρώτη είναι η «Εφ.Συν.», το φύλλο της 23ης Ιανουαρίου 2017, ανοιγμένη στο θέμα «Ενα βιβλίο-ανατροπή της Ιστορίας», για την εκδήλωση παρουσίασης του δίτομου έργου του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας Χρήστου Σαρτζετάκη με τίτλο «Επιτελών το καθήκον μου».
Η άλλη εφημερίδα είναι η «Μακεδονία» και το φύλλο της 15ης Οκτωβρίου 1966.
Στο πρωτοσέλιδό της μια φωτογραφία του στρατιώτη -τότε- Κοντουδάκη να καταθέτει στη δίκη της δολοφονίας Λαμπράκη.
❝ Ο Σαρτζετάκης, που τώρα αλλοιώνει την ίδια την Ιστορία, δεν την “έδεσε” καλά την υπόθεση παρότι είχε μαρτυρίες. Τώρα προσπαθεί να πάρει όλη τη δόξα, ενώ ήταν ο εισαγγελέας Πρωτοδικών Νίκος Αθανασόπουλος αυτός που έκανε την έρευνα στο σπίτι του Γκοτζαμάνη και αποκάλυψε την ταυτότητα της “Καρφίτσας”. Αν ήταν άλλος ανακριτής είμαι σίγουρος ότι η υπόθεση θα προχωρούσε πολύ περισσότερο.
Δεν ξέρω αν θα έφτανε πιθανώς στη βασίλισσα που μάλλον είχε δώσει την εντολή, αλλά θα έφτανε στον αρχηγό της ΚΥΠ, θα έφτανε στον Κατσούλη, στον Μήτσου, στον Δόλκα, στον Διαμαντόπουλο, σε όλους τους ανώτερους αξιωματικούς της Ασφάλειας που ήταν μυημένοι στο σχέδιο ❞, λέει ο Κοντουδάκης και αρχίζει να εξιστορεί τα γεγονότα της δολοφονίας και των ανακρίσεων.
❝ Είχαμε εξεταστική περίοδο τότε, το πρόγραμμά μας ήταν φορτωμένο αλλά ήταν πολιτικό καθήκον μας να πάμε στην ομιλία του Λαμπράκη, που ήταν ήδη ξακουστός.
Οσο περιμέναμε την έναρξη της εκδήλωσης, κάτω από το κτίριο είχαν μαζευτεί τραμπούκοι.
Βρίζανε, φωνάζανε με βασικά συνθήματα “Βούλγαροι ουστ”, “Η ΕΔΑ στη Βουλγαρία” και μας έριχναν συμπαγή τούβλα.
Κάποια στιγμή ήρθε μέσα στην αίθουσα ο Λαμπράκης με ένα καρούμπαλο στο κούτελο. Τον είχαν χτυπήσει.
Στην ομιλία του μιλούσε για το φιλειρηνικό κίνημα, για τον Μπέρναρντ Ράσελ και άλλους.
Διέκοψε τουλάχιστον δέκα φορές ζητώντας βοήθεια από τον διοικητή Χωροφυλακής, από τον εισαγγελέα, από τον νομάρχη.
Ζητούσε βοήθεια κυρίως για να γλιτώσουμε εμείς. Οταν τελείωσε η ομιλία, κατεβήκαμε στην είσοδο. Εκεί ο αστυνομικός διευθυντής μάς πρότεινε να μπούμε σε ένα αστικό λεωφορείο.
Εμείς αντιδράσαμε, ήταν δεδομένο πως αν μπαίναμε θα κινδύνευε η ζωή μας με τα τούβλα που έριχναν οι τραμπούκοι.
Μεταξύ μας λέγαμε το καλαμπούρι “όχι άλλο καρούμπαλο” για να σπάσει ο πάγος.
Αυτό ήταν το τελευταίο χαμόγελο του Λαμπράκη.
Βγαίναμε λίγοι λίγοι. Ημασταν 15 μπροστά από τον Λαμπράκη σαν εμπροσθοφυλακή και άλλοι τόσοι από πίσω του.
Απέναντι από την είσοδο μπροστά από το κατάστημα της “Μέλισσας” βρίσκονταν καμιά δεκαπενταριά γαλονάδες, ανώτεροι αξιωματικοί της Χωροφυλακής, από τα κεφάλια τους εξείχε αυτό του δίμετρου επιθεωρητή Χωροφυλακής Βορείου Ελλάδος, Κ. Μήτσου.
Μας κοιτούσαν, βγήκαμε από την Ερμού προχωρώντας προς την Αγια-Σοφιά.
Το απέναντι πεζοδρόμιο ήταν γεμάτο τραμπούκους. Ανεβήκαμε 15 μέτρα προς τα πάνω, προς την Εγνατία στο πεζοδρόμιο που δεν είχε τραμπούκους.
Ακόμα ηχεί στα αυτιά μου η φωνή του Σύλλα Παπαδημητρίου, πρώην γραμματέα της ΕΔΑ Θεσσαλονίκης, να λέει “από εδώ, παιδιά”.
Παίρνει τον Λαμπράκη και βγαίνει μπροστά πρώτος. Εμείς η εμπροσθοφυλακή είχαμε αποκοπεί ❞.
Η δολοφονία
❝ Εκείνη τη στιγμή γυρίζω και βλέπω το τρίκυκλο να τρέχει δαιμονιωδώς και στο ένα παραπέτι να είναι πιασμένος ο Μανώλης Χατζηαποστόλου και στο άλλο ένας άλλος.
Είχε τόση ορμή το τρίκυκλο που για τον Χατζηαποστόλου, η στροφή που έκανε το τρίκυκλο τον ευνόησε και ανέβηκε πάνω στην καρότσα.
Ο δε άλλος που ήταν στο δεξί παραπέτι, έπεσε κάτω, έκανε 4-5 τούμπες και έσκασε στα πόδια των γαλονάδων.
Αυτοί παρέμειναν ακίνητοι σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Μια κοπέλα, η αρραβωνιαστικιά του Μανώλη του Μακρή, φωνάζει “τον σκότωσαν”.
Εγώ βλέπω τον Λαμπράκη φαρδύ-πλατύ στο έδαφος με το χέρι κάτω, πέφτω πάνω στο κεφάλι του να το σηκώσω, εκείνη την ώρα έρχεται ένας τραμπούκος από τους άλλους και με βαράει και μένα στο κεφάλι πισώπλατα με ένα σακ βουαγιάζ γεμάτο πέτρες.
Αφήνω τον Λαμπράκη κάτω και ορμάω να τον πιάσω, ανοίγουν τον κλοιό οι χωροφύλακες που ήταν ο ένας δίπλα στον άλλον, περνάει αυτός ανάμεσα, ενώ εμένα με εμποδίζουν.
Τους υποδεικνύω ότι αυτός ήταν που με χτύπησε.
Θυμάμαι σαν χτες τον επικεφαλής αξιωματικό, χαλαρό, είχε τα χέρια του πίσω από την πλάτη, σαν να πήγαινε βόλτα και ο Λαμπράκης τέζα στο έδαφος. Από το ένα ρουθούνι του έτρεχε αίμα.
Οδηγήθηκε στο Πρώτων βοηθειών και από κει και πέρα είναι γνωστή η εξέλιξή του. Εγώ γυρνάω τότε στον τόπο του εγκλήματος.
Μόνος πλέον, μαζεύω τα πράγματα του Λαμπράκη. Περνάω μέσα από τους τραμπούκους.
Τότε δεν με χτύπησαν, ο στόχος ήταν ένας και μοναδικός, ο Λαμπράκης ❞.
Ο ρόλος του Κατσούλη
❝ Για να περάσει το τρίκυκλο, έπρεπε να ανοίξουν τον κλοιό τους οι χωροφύλακες, όρμησε το τρίκυκλο και μετά ξαναέκλεισαν.
Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Δημήτρης Κατσούλης, διοικητής του 5ου Αστυνομικού Τμήματος επί της Εγνατίας.
Είχε πάρει εντολή άνωθεν και οργάνωσε τη δολοφονία αριστοτεχνικά. Μέσα στο κόλπο ήταν τουλάχιστον 15 ανώτεροι αξιωματικοί.
Επειτα από χρόνια, ένας μοίραρχος της Χωροφυλακής που ήταν μπροστά στη δολοφονία μού είπε: “Οσα λέγατε το πρωί εσείς στην ΕΔΑ, τα μεσάνυχτα εμείς τα είχαμε μάθει, κάποιος δικός σας ερχόταν και μας τα έλεγε όλα”. Είχαν ρίξει πολλούς χαφιέδες.
Το επόμενο πρωί γύρισα στα γραφεία της ΕΔΑ στην Αριστοτέλους, με τα πράγματα του Λαμπράκη, ήθελα να του τα επιστρέψω, αν αυτός ήταν ζωντανός.
Μου λένε: “Είναι αργά πια, είναι κλινικά νεκρός”.
Μας μάζεψε ο Ηλίας Ηλιού δύο μέρες μετά και μας είπε προς τιμήν του: “Δεν τον σκότωσε ο Καραμανλής, η εντολή ήταν από ψηλά”.
Βγαίνοντας στο ασανσέρ τότε, έρχεται τρέχοντας ο Μίκης και μας λέει: “Μην τον ακούτε, εσείς θα λέτε ότι τον σκότωσε ο Καραμανλής”.
Εμείς ακούσαμε τον Ηλιού. Αργότερα, όταν ο εισαγγελέας Αθανασόπουλος βρήκε την ταυτότητα της “Καρφίτσας”, εμείς πανηγυρίζαμε που στο στόχαστρο της ανάκρισης μπήκαν και οι παρακρατικοί και οι αξιωματικοί.
Πηγαίναμε μόνοι μας να καταθέσουμε, αισθανόμασταν το χρέος και είχαμε την τόλμη ❞.
Η ανάκριση που δεν έγινε ποτέ
❝ Ενα πρωινό χτυπάω την πόρτα του Σαρτζετάκη, είχε κλειστά τα παντζούρια, καθισμένος μέσα στο ημίφως στη γωνιά του γραφείου του, με κάτι χοντρά γυαλάκια μαύρα.
Είχε ένα ύφος σαν να ήθελε να σε δαγκώσει. Πιθανώς να βοηθούσε για τις ανακρίσεις.
Του λέω “ήρθα να καταθέσω για τη δολοφονία”, μου λέει “ήσουν εκεί;”. “Βεβαίως ήμουν εκεί”.
Η δεύτερη κουβέντα του: “Ανήκεις στην ΕΔΑ;”. “Βεβαίως ανήκω στη Νεολαία της ΕΔΑ”, απαντώ.
“Δεν σε χρειάζομαι, φύγε”, μου λέει. Ξαφνιάστηκα. “Και πες στο κόμμα σου να μη μου στείλει άλλους”.
Αποφασίσαμε με άλλους συντρόφους να συντάξουμε ένα κείμενο, στο οποίο αναφέραμε πως καθοδηγητής της δολοφονίας ήταν ο Δημήτρης Κατσούλης.
Αυτόν είδαμε, αυτόν μολογάμε. Το χαρτί με τα ονόματα όλων των υπευθύνων το πήγαμε στα δικαστήρια.
Ο Σαρτζετάκης είχε όλα τα στοιχεία να “δέσει” και τον Κατσούλη. Αλλά δεν τον κάλεσε καν να καταθέσει.
Μετά την ανακοίνωση της απόφασης, ο ηρωικός εισαγγελέας της έδρας Δελαπόρτας είπε στην αγόρευσή του: “Η απόφαση του δικαστηρίου σας έριξε φως στην υπόθεση ωσεί εξηντλημένης λυχνίας”.
Βλέποντας τη μετέπειτα στάση του Σαρτζετάκη, ακούγοντας αυτά που περιγράφει στο βιβλίο του με τα αντικομμουνιστικά του παραληρήματα, απορώ πώς αυτός ο άνθρωπος ύστερα από 40 τόσα χρόνια έχει ακόμα αυτό το μένος.
Και αυτός τολμά να γράψει σε βιβλίο αυτά τα πράγματα, για να μείνουν στην αιωνιότητα;
Εγώ είμαι σίγουρος ότι όταν έκανε την ανάκριση για τη δολοφονία του Λαμπράκη, στο πίσω μέρος του μυαλού του υπήρχε η σκέψη: “Καλά του κάνανε και τον σκοτώσανε γιατί ήταν κομμουνιστής”.
Την ημέρα που κατέθετα στη δίκη για τον Λαμπράκη η δικαστική αίθουσα, και έξω από αυτήν, ήταν γεμάτη από τραμπούκους και χωροφύλακες.
Βγαίνοντας έξω με βρίζανε: “Βούλγαρε, θα σου δείξουμε”.
Αισθάνθηκα πικρία γιατί τότε, παρότι η μισή νεολαία ήταν στους Λαμπράκηδες, κανένας σύντροφος δεν βρέθηκε εκεί για συμπαράσταση.
Και γι’ αυτό τώρα που γίνεται η δίκη του Φύσσα πηγαίνω κάθε μέρα.
Το θεωρώ υποχρέωσή μου να συμπαρασταθώ στους μάρτυρες και στην οικογένεια του Παύλου ❞.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου