με θέμα την πόλη και τον πόλεμο. Επίσης, αναρτήθηκαν ολόκληρα τα κείμενα και του 6ου τεύχους, τα οποία μπορείτε να βρείτε εδώ.
Tο κομπρεσέρ, με διευρυμένη πλέον την ομάδα του, φτάνει να κυκλοφορεί το 7ο τεύχος ύστερα από μια μικρή καθυστέρηση στο τυπικό μας χρονοδιάγραμμα. Κάτι που ήταν απαραίτητο προκειμένου να γνωριστούμε καλύτερα και να δέσουμε μεταξύ μας. Ελπίζουμε η δική μας ανανέωση να αποτυπώθηκε σε ένα πιο πλούσιο τεύχος. Και σε αυτό το τεύχος, όπως στα δύο προηγούμενα, αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε συνολικά μια θεματική, εξού και ο υπότιτλος: για την πόλη και τον πόλεμο.
Από την προηγούμενη έκδοση μέχρι σήμερα μεσολάβησαν διάφορα γεγονότα “στο εσωτερικό”, μεταξύ αυτών ο σχηματισμός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, και στη συνέχεια το δημοψηφίσμα. Το Όχι αποτύπωσε ένα συσχετισμό, μιας αντιφατικής, μη συνεκτικής αλλά με στοιχειώδη ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά τοποθέτησης, που όμως δεν ήταν αρκετή για να υπερκαλύψει το πλούσιο ακροβατικό θέαμα που προσέφερε η κυβέρνηση την επόμενη του δημοψηφίσματος. Λίγους μήνες μετά, η ίδια κυβέρνηση ξαναπήρε τα ινία, ως προνομιακός πλέον διαχειριστής του μνημονίου. Ωστόσο, με την αποχή να φτάνει στο ιστορικό 44%, φαίνεται πως το “ηθικό πλεονέκτημα” του κυβερνητικού συνασπισμού, όπως και λοιπές άλλες κοινοβουλευτικές αυταπάτες, άρχισαν να κλονίζονται. Σε κάθε περίπτωση η καπιταλιστική αναδιάρθρωση βρίσκει μέχρι στιγμής ανοικτό το δρόμο, με εξέχοντα παραδείγματα την άρση προστασίας πρώτης κατοικίας από τους πλειστηριασμούς και την επερχόμενη επίθεση στο ασφαλιστικό. Μένει να φανεί σύντομα αν το ζήτημα της υπεράσπισης/διεκδίκησης της κατοικίας και της ασφάλισης ως κοινωνικά αγαθά, μπορούν να σηματοδοτήσουν μια στροφή στην αποφασιστικότητα του κινήματος.
Σε διεθνές επίπεδο, δύο είναι τα συγκοινωνούντα γεγονότα που ξεχωρίζουν και που θεματολογούν τελικά και το παρόν τεύχος. Αφετηρία είναι ο “εμφύλιος” πόλεμος στη Συρία, και η παγκόσμια διάχυσή του, είτε με τη μορφή τυφλών μαζικών επιθέσεων, είτε με την κήρυξη καθεστώτων εκτάκτου ανάγκης (και την όξυνση του ταξικού πολέμου από μεριάς του αστισμού), ή μέσω στρατιωτικών επεμβάσεων. Και ύστερα, είναι η εξώθηση ολόκληρων λαών στην προσφυγιά, παράλληλα με τη στρατιωτικοποίηση των πολιτικών διαχείρισης των ρευμάτων μετανάστευσης στον ευρωπαϊκό χώρο. Για μια ακόμα φορά τα αποτελέσματα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και της όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών αγγίζουν και την “καρδιά της Δύσης”, την Ευρώπη. Ο πόλεμος παύει να είναι κάτι μακρινό, απλώς ένα θέαμα για τους τηλεθεατές των ειδησεογραφικών δελτίων. Ο πόλεμος μεταλλάσσεται, διεξάγεται με νέα μέσα και πλέον λαμβάνει χώρα εντός των πόλεων όσο ποτέ άλλοτε στο παρελθόν.
Παραφράζοντας τον Stephen Graham1, οι πόλεις πλέον παρέχουν κάτι πολύ περισσότερο από το υπόβαθρο ή το περιβάλλον του πολέμου. Ο σύγχρονος πόλεμος και ο (κρατικός) τρόμος διεξάγονται πλέον όλο και περισσότερο γύρω από επίδικα που αφορούν το χώρο, τα σύμβολα, τις σημασίες, τις δομές κοινωνικής οργάνωσης και υποστήριξης, ή τους συσχετισμούς εξουσίας εντός των πόλεων και των αστικών περιοχών. Ως αποτέλεσμα, ο πόλεμος, η “τρομοκρατία” και οι πόλεις επαναπροσδιορίζονται μέσω μιας πολύπλοκης αλληλοσυσχέτισης. Οι νέες αυτές εξελίξεις, συνδέονται και με αλλαγές στον τρόπο που οργανώνεται ο χρόνος, ο χώρος, η τεχνολογία, η κινητικότητα και η εξουσία στην πόλη και την περιφέρεια, όπως και στον τρόπο που όλα αυτά γίνονται αντιληπτά ως ένα αλληλένδετο σύνολο. Τα ίδια τα κτίρια, οι βιομηχανίες, οι αστικές δομές και υποδομές, οι πολιτιστικές ιδιαιτερότητες και τα συμβολικά νοήματα που παράγονται με ένα συλλογικό τρόπο αποτελούν διαχρονικά εξέχοντες στόχους μιας σκόπιμης, ενορχηστρωμένης επίθεσης, ευρείας κλίμακας. Μια αστική βία με συγκεκριμένα θύματα και τόπους επίθεσης. Χαρακτηριστικά θύματα του σύγχρονου πολέμου αποτελούν οι πρόσφυγες όπου η απόπειρα αποφυγής μιας εντοπισμένης πολεμικής συνθήκης τους οδηγεί τελικά στην αγκαλιά μιας άλλης, διευρυμένης, στις πόλεις και τις επαρχίες της Δύσης.
Ύστερα από το γράμμα από την Μυτιλήνη it’s all about money: a brief tourist guide to Lesbos, που ανοίγει το παρόν τεύχος, ακολουθεί το κείμενο με τίτλο: Μεταναστευτική πολιτική: ανάμεσα στην καταστολή και τη συμπόνια, που αφορά στις πρόσφατες εξελίξεις στο μεταναστευτικό. Η μαζικότητα και η δυναμική των ροών των μεταναστών προς την Ευρώπη απέδειξε πως το προϋπάρχον καθεστώς κλεισίματος των συνόρων και παρεμπόδισης των ροών μετανάστευσης ήταν ανεπαρκές για τις επιδιώξεις των πολιτικών ηγεσιών. Παράλληλα, χιλιάδες άλλοι οδηγήθηκαν στο θάνατο, ως άτυποι κατάδικοι του καθεστώτος αυτού. Ο υποκριτικός θρήνος των πολιτικών ηγεσιών και των δημοσιογράφων δεν σήμαινε καθόλου πως τα ευρωπαϊκά επιτελεία στράφηκαν σε πιο ανοικτές πολιτικές διαχείρισης του μεταναστευτικού. Αντίθετα αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει είναι μια μετάλλαξη του παραδείγματος διαχείρισης του μεταναστευτικού μέσω της παραγωγής νέων χώρων και πεδίων εξαίρεσης στην πόλη, την επικράτεια αλλά και εκτός των εθνικών και ευρωπαϊκών συνόρων. Η μεταστροφή αυτή, πέραν των ανανεωμένων πρακτικών διακυβέρνησης και βιοπολιτικής, περιλαμβάνει και μια σειρά από νέα ιδεολογικά στιγμιότυπα που δείχνουν με αρκετά σαφή τρόπο μια κατεύθυνση διάχυσης ενός πολλαπλού καθεστώτος εξαίρεσης σε διάφορες μερίδες του πληθυσμού.
Ο σύγχρονος ταξικός πόλεμος περνάει λοιπόν μέσα από τη δημιουργία καταστάσεων εξαίρεσης και αυτό δε μπορεί παρά να αντιστοιχεί και στην ανάδυση νέων οριοθετήσεων, νέων συνόρων, νέων οχυρώσεων. Στο κείμενο Η ανάδυση των νέων συνόρων: αστικές, εθνικές, παγκόσμιες οχυρώσεις, αρχικά και με βάση την θεωρία του Clausewitz για τον Πόλεμο, διατυπώνονται κάποιες αντιστοιχίες σε σχέση με την πολεμική που αναπτύσσεται κατά την πάλη των τάξεων, και ιδιαίτερα, κατά την προετοιμασία της αστικής κυριαρχίας στο ενδεχόμενο των μελλοντικών εξεγέρσεων και επαναστάσεων. Υπό αυτό το πρίσμα, αναζητούνται στη συνέχεια και οι σύγχρονες αναδυόμενες πολεμικές πρακτικές και οι νέες οριοθετήσεις σε όλες τις κλίμακες την πλανητικής καπιταλιστικής επικράτειας. Από τα, πλέον όχι και τόσο νοητά, σύνορα μεταξύ Βορρά και Νότου, μέχρι τα εθνικά σύνορα, και από τις περίκλειστες γειτονιές μέχρι τις ειδικές αστικές ζώνες ή σημεία-κτίρια στρατηγικού ενδιαφέροντος, φτάνουμε τελικά στις οριοθετήσεις που θέτουν οι σύγχρονες τεχνικές ελέγχου και η δυνατότητα κατηγοριοποίησης των πολιτών με βάση τα “μετρήσιμα” χαρακτηριστικά τους και τα (πάλαι ποτέ) προσωπικά τους δεδομένα. Όλα αυτά βέβαια υπονοούν και κάτι άλλο. Ότι το καθεστώς της κυριαρχίας φοβάται πως αν δεν πάρει τα κατάλληλα μέτρα μπορεί τελικά να αποδειχθεί αδύναμο μπροστά σε μια επόμενη μαζική κοινωνική έκρηξη.
Είδαμε πως η πολεμική συνθήκη δεν αφορά μόνο στις πόλεις εντός εμπόλεμων ζωνών αλλά και στις παγκόσμιες μητροπόλεις, όπου η νέα εμπειρία-γνώση του πολέμου (συνή- θως από αυτούς που τους διεξάγουν εκτός και αλλού) γίνεται πολιτική προληπτικής καταστολής του εσωτερικού εχθρού (στο εντός και εδώ). Στη συνέντευξη που πήραμε από τον Mathieu Rigouste με τίτλο: Το γαλλικό δόγμα της αντιεξέγερσης και η δημιουργία του εσωτερικού εχθρού στην Γαλλία, γίνεται μια ανάλυση γύρω από το πως διαμορφώθηκε η θεωρία και οι πρακτικές της αντι-εξέγερσης πριν, κατά τη διάρκεια αλλά και μετά την εξέγερση και τον πόλεμο στο Αλγέρι, φτάνοντας τελικά στη σύγχρονη Γαλλία ως την επίθεση στο Charlie Hebdo. Δυστυχώς, ενάμιση μήνα μετά την επαφή μας με τον Rigouste οι εξελίξεις στην Γαλλία θα επικαιροποιήσουν με τραγικό τρόπο την θεματολογία της συνέντευξης και του τεύχους. Μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι, Ο Ολλάντ θα κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και θα καταστήσει πλευρές αυτής της συνθήκης θεσμικά μόνιμες και νόμιμες προκειμένου να αποφύγει συνταγματικούς σκοπέλους, με σχεδόν μηδαμινή αντιπολίτευση τόσο στη βουλή όσο και στο δρόμο (Ο Ολλάντ αν και επικαλέστηκε άρθρο του συντάγματος, η διάρκεια του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης δε μπορούσε να ξεπερνά τους τρεις μήνες). Η ταύτιση, σε μεγάλο βαθμό, των κυβερνητικών ρυθμίσεων και παρεμβάσεων με το προγράμμα του Front National, σε συνθήκες μάλιστα εθνικής ομοψυχίας, θα οδηγήσουν στις ακραίες πολιτικές στρατιωτικοποίησης των γαλλικών πόλεων και της καθημερινότητας σε αυτές. Και πάλι τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους. Τα πρώτα θύματα της αντιτρομοκρατικής υστερίας δεν είναι μόνο οι σύγχρονοι μετανάστες, αλλά και οι δεύτερης και τρίτης γενιάς, όπως και οι δεκάδες αγωνιστών που τόλμησαν να διαδηλώσουν εκείνες τις μέρες ενάντια στη σύνοδο για την κλιματική αλλαγή. Αντίστοιχες πολιτικές θα υιοθετηθούν και στις Βρυξέλλες, την πρωτεύουσα της Ευρώπης. Παρόλα αυτά, αυτές θα αποτελέσουν τον στόχο των επόμενων επιθέσεων αυτοκτονίας στις 22 Μαρτίου. Τα όρια μεταξύ εσωτερικού/εξωτερικού εχθρού/πολέμου γίνονται πλέον όλο και πιο θολά.
Μιλώντας για τη νέα εμπειρία και γνώση του σύγχρονου πολέμου στο αστικό περιβάλλον δεν μπορούμε παρά να στραφούμε και στους ίδιους τους φορείς που τον ασκούν. Καμιά φορά ο ίδιος ο αντίπαλος γίνεται αρκετά σαφής ως προς τις προθέσεις του. Ακόμα περισσότερο, όταν ο αντίπαλος οικειοποιείται πτυχές της σύγχρονης ριζοσπαστικής κριτικής θεωρίας προκειμένου να παράξει καινοτόμες και αιφνιδιαστικές πολεμικές πρακτικές. Στο κείμενο του ο Eyal Weizman, με τίτλο: Φονική θεωρία, εξετάζεται η σχέση μεταξύ της μεταμοντέρνας θεωρίας για το χώρο και των πρακτικών του σύγχρονου πολέμου, μέσω της ανάλυσης του ίδιου του λόγου του ισραηλινού στρατού με στόχο προφανώς τον παλαιστινιακό κοινωνικό χώρο. Στο λόγο αυτό, ο χώρος παύει να αποτελεί απλώς το υπόβαθρο του πολέμου, και καθίσταται ο ίδιος (όπως και η ίδια η θεωρία για το χώρο) εργαλείο άσκησης του πολέμου.
Σε ένα άλλο επίπεδο, συχνά και όχι άδικα, μια στρατιωτική σύγκρουση ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού μεταξύ συνήθως δύο μερών για τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο κρίσιμων γεωπολιτικών περιοχών ή χώρων. Ο πόλεμος τελικά είτε είναι ο ψυχρός πόλεμος μεταξύ υπερδυνάμεων, είτε μεταξύ μιας υπερδύναμης και μιας αυτόνομης κοινότητας, είτε είναι εθνικιστικός, θρησκευτικός ή εμφύλιος, πάντα αποτελεί μια διαδικασία “δημιουργικής καταστροφής”. Όπως και στο παρελθόν, μια ευρείας κλίμακας, ή/και μεγάλης διάρκειας στρατιωτική σύρραξη αποκτά μια εξέχουσα πτυχή ως απόπειρα ξεπεράσματος της κρίσης που εκτείνεται από το σύμπλεγμα της στρατιωτικής βιομηχανίας, ως και τις επενδύσεις στις κατασκευές ή την πολεοδομία. Η ανοικοδόμηση συνήθως ακολουθεί τη λήξη της στρατιωτικής σύγκρουσης αλλά ενίοτε γίνεται παράλληλα με αυτή στην περίπτωση που η πολεμική συνθήκη είναι διαρκής. Η διαδικασία αυτή κάθε άλλο παρά ουδέτερη είναι. Πέραν του ότι μια κατεστραμμένη πόλη ή χώρα αποτελεί γη της επαγγελίας για το Κεφάλαιο και την κερδοφόρα επέκτασή του, ταυτόχρονα, η ανοικοδόμηση αποτελεί ένα πολιτικό και ιδεολογικό μέσο για τη συγκρότηση νέων κοινωνικών συμμαχιών και τη δημιουργία μιας νέας κοινωνικής συνθήκης. Κατά μία έννοια είναι μια μακρά περίοδος στην οποία οι νικητές συνεχίζουν τον πόλεμο στους ηττημένους, ξαναγράφοντας την Ιστορία. Στο κείμενο Διαδικασίες ανοικοδόμησης μετά από πόλεμο: Ιράκ, Αφγανιστάν, Παλαιστίνη, εξετάζονται τρία παραδείγματα ως προς αυτήν την οπτική, στις μέχρι σήμερα εμπόλεμες ζώνες του Ιράκ, του Αφγανιστάν και της Παλαιστίνης.
Από την άλλη, ο πόλεμος πέρα από απόπειρα ξεπεράσματος μιας κρίσης, είναι και δημιουργός μιας νέας κρίσης, μιας ακραίας και ρευστής κοινωνικής κατάστασης. Οι πόλεμοι δεν είναι ίδιοι, όχι μόνο γιατί δεν έχουν κοινά χαρακτηριστικά, αλλά γιατί και οι ρόλοι που αναπτύσσουν τα κοινωνικά υποκείμενα που εμπλέκονται σε αυτούς διαφέρουν σημαντικά. Οι από-τα-κάτω συχνά αναλαμβάνουν ένα ρόλο αντίστασης στη συνθήκη που τους επιβάλλεται, μιας αντίστασης που, συνειδητά ή ασυνείδητα, φέρει στοιχεία μιας άλλου τύπου (αυτό)οργάνωσης που δεν αμφισβητεί μόνο τη βία του ισχυρού αλλά φτάνει να αποδομεί προϋπάρχοντα ιεραρχικά πρότυπα και εξουσίες που ίσχυαν σε περιόδους ειρήνης. Στο κείμενο Η Αντίσταση των γυναικών: η περίπτωση του Σαράγεβο, περιγράφεται το παράδειγμα της αντίστασης σε μια εμπόλεμη ζώνη μέσω της οργάνωσης της καθημερινότητας. Στην περίπτωση αυτή αναδεικνύεται ο κρίσιμος ρόλος των γυναικών στην αναπαραγωγή των αντιστεκόμενων και πως, ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες, ο συλλογικός αυτοκαθορισμός φέρει τεράστιες χειραφετικές δυνατότητες.
Τέλος ο πόλεμος διαπερνά και το επίπεδο της κουλτούρας και του πολιτισμού. Στο κείμενο War (of) Games: από τα παιχνίδια πολέμου στον πόλεμο των παιχνιδιών, γίνεται μια συσχέτιση της έννοιας και των πρακτικών του πολέμου με την έννοια του παιχνιδιού. Εισάγοντας σχηματικά ορισμένες θεωρίες για το παιχνίδι, γίνεται μια απόπειρα περιγραφής των παιχνιδιών πολέμου, καταλήγοντας στη συνέχεια στον πόλεμο των παιχνιδιών, ως μεταφορά του πολιτιστικού κοινωνικού ανταγωνισμού. Η πολεμική κουλτούρα διαμορφώνοντας συγκεκριμένα πολιτισμικά σχήματα και μορφές παιχνιδιού επηρεάζει τη ζωή στις πόλεις. Αλλά και αντίστροφα, υπάρχει μια ανατροφοδότηση των πολεμικών/κατασταλτικών μηχανισμών από την γνώση και της εμπειρία που παράγεται μέσω της τεχνολογίας και της παιγνιακής κουλτούρας. Στο άρθρο γίνεται μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού του παιχνιδιού ως συλλογικής πολεμικής πολιτιστικής διαδικασίας που μπορεί να σχετίζεται με ένα απελευθερωτικό πρόταγμα, με μια αμφισβήτηση ή ρήξη, στη βάση ενός ανταγωνισμού με άλλα ηγεμονικά ή μη παιχνίδια που ενσωματώνουν την κυρίαρχη κουλτούρα.
Οι νέες πολεμικές εντάσεις στο περιβάλλον της καπιταλιστικής κρίσης σηματοδοτούν και νέες τροπικότητες του πολέμου, τροπικότητες που προσπαθούμε να καταλάβουμε τι μπορεί να σημαίνουν για μας εδώ στο σήμερα, αναγνωρίζοντας πως είμαστε μπροστά σε ένα απειλητικό φαινόμενο σε εξέλιξη. Ενός πολέμου που μέχρι στιγμής κάνουν οι από πάνω στα κεφάλια των από κάτω, είτε από απόσταση, με βόμβες· είτε από κοντά, με γκλομπ· είτε στο ενδιάμεσο, με θανατηφόρους φράκτες. Από τη μεριά μας ο μόνος πόλεμος που μπορούμε να υπερασπιστούμε είναι ο δικός μας πόλεμος, ο πόλεμος που κηρύττουν οι από-τα-κάτω ενάντια στους πολέμους, τη βία και την εκμετάλλευση των από-τα-πάνω, ο πόλεμος για την κοινωνική απελευθέρωση.
Καλούς αγώνες και καλή ανάγνωση!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου