Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016

Συνδικαλιστικές προκλήσεις εν όψει του νέου νομοσχεδίου για τα εργασιακά



Παράλληλα, και ενώ οι εκπρόσωποι των θεσμών σουλατσάρουν ανενόχλητοι στο κέντρο της πρωτεύουσας, είναι προφανές ότι η εργατική πλευρά περιμένει καρτερικά και μάλλον μοιρολατρικά την επίσπευση των θεσμικών διαδικασιών των αντιπάλων της για την διενέργεια των κλασικών, πλέον, εκδηλώσεων διαμαρτυρίας σε ένα κλίμα ηττοπάθειας ως προς την τελική έκβαση της αναμέτρησης.

Εν αναμονή της ολοκλήρωσης της διαπραγμάτευσης της Κυβέρνησης με τους θεσμούς και της δημοσίευσης του νέου νομοσχεδίου για τα εργασιακά, τα συνδικάτα δείχνουν να βρίσκονται σε θέση μάχης -ή εν πάση περιπτώσει σε ετοιμότητα- για έναν νέο γύρο αντιπαράθεσης με τις μνημονιακές, απορρυθμιστικές της αγοράς εργασίας, πολιτικές. Προφανώς, η σημερινή οργανωτική τους κατάσταση και η θεσμική τους υποβάθμιση δεν προκαλούν αισθήματα αισιοδοξίας ως προς την αναχαίτιση των επικείμενων αντεργατικών ρυθμίσεων, πολλώ δε μάλλον, για την επιτυχή διεκδίκηση εν γένει βελτιωτικών παρεμβάσεων στο ατομικό και στο συλλογικό εργατικό δίκαιο. Αντιθέτως, ελλοχεύουν σοβαροί κίνδυνοι για την περαιτέρω υποβάθμιση του ρόλου τους και για την ενίσχυση της εικόνας απαξίωσης στα μάτια πολλών εργαζομένων, κυρίως μικρότερων ηλικιών.

Κατ’ αρχήν, είναι ακατανόητη η στάση αναμονής που επιδεικνύεται εκ νέου από το σύνολο των δυνάμεων της εργασίας ως προς την τυπική ολοκλήρωση ακόμη μιας μνημονιακής νομοθετικής πρωτοβουλίας και ως προς την επέλευση της τελικής φάσης αυτής, δηλαδή, την κατάθεση του νομοσχεδίου στην Βουλή. Την στιγμή, μάλιστα, που είναι ήδη γνωστό το περιεχόμενο α) του προ μηνών ανατριχιαστικού non paper των θεσμών με τις προτάσεις τους για τις εργασιακές σχέσεις, β) του πορίσματος της Επιτροπής των 8 «σοφών» για τις αλλαγές στην εργατική νομοθεσία και γ) της πολύ πρόσφατης τριμηνιαίας έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, στην οποία αναλύεται διεξοδικά «το άτυπο διαπραγματευτικό πλαίσιο των θεσμών για την μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας».

Οι ανησυχητικές διαστάσεις των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται σε αυτά τα κείμενα και οι σχετικές δηλώσεις των αρμοδίων στελεχών από το Υπουργείο Εργασίας ή από τους εργοδοτικούς φορείς αφενός, έχουν επαρκώς αναλυθεί από πλήθος δημοσιευμάτων και αφετέρου, υποδηλώνουν με σαφήνεια την ιδεολογική κατεύθυνση των επικείμενων νομοθετικών αλλαγών.

Παράλληλα, και ενώ οι εκπρόσωποι των θεσμών σουλατσάρουν ανενόχλητοι στο κέντρο της πρωτεύουσας, είναι προφανές ότι η εργατική πλευρά περιμένει καρτερικά και μάλλον μοιρολατρικά την επίσπευση των θεσμικών διαδικασιών των αντιπάλων της για την διενέργεια των κλασικών, πλέον, εκδηλώσεων διαμαρτυρίας σε ένα κλίμα ηττοπάθειας ως προς την τελική έκβαση της αναμέτρησης.

Άλλωστε, οι αντιδράσεις αυτές αναμένεται να κορυφωθούν με (εάν δεν συρρικνωθούν σε) μια ειρηνική πανεργατική απεργία-μπαλωθιά «εκείνες τις ημέρες». Ωστόσο, και τα τρία μνημόνια εξακολουθούν να είναι σε ισχύ υποβαθμίζοντας καθημερινά τα δικαιώματα των εργαζομένων, των ανέργων και των συνταξιούχων, η κατάσταση στην αγορά εργασίας επιδεινώνεται με την επέλαση όλων των ευέλικτων μορφών εργασίας, ενώ η αδήλωτη εργασία εξαπλώνεται ραγδαία, έπειτα και από την προαναγγελία της μείωσης των προστίμων ή την διαδεδομένη, πλέον, πρακτική της διαγραφής πολλών από αυτά, στο πνεύμα της νέας συναινετικής προσέγγισης της παραβατικότητας στην αγορά εργασίας από το ΣΕΠΕ.

Τρεις κίνδυνοι ελλοχεύουν για το συνδικαλιστικό κίνημα, ιδίως του ιδιωτικού τομέα, από την στάση που υιοθετεί εν όψει της νέας νομοθετικής πρωτοβουλίας, η οποία διόλου απίθανο να μετατεθεί χρονικά για το νέο έτος.

Πρώτον, είναι πολύ πιθανόν η κριτική των συνδικάτων να εστιάσει στα πεδία, στα οποία προωθούνται οι νομοθετικές αλλαγές, τις οποίες επιβάλλει το τρίτο μνημόνιο, όπως είναι η συλλογική διαπραγμάτευση και ο (υπο) κατώτατος μισθός, το όριο των ομαδικών απολύσεων ή οι συνδικαλιστικές ελευθερίες και η απεργία. Δεν θα πρέπει, όμως, να υποτιμηθεί το γεγονός ότι η κυβέρνηση ανέλαβε τον Αύγουστο του 2015 την ρητή δέσμευση να μην προωθήσει καμία επανορθωτική κίνηση σε όλα τα άλλα πεδία του ατομικού και του συλλογικού εργατικού δικαίου, αντίθετα με όσα είχε ευθαρσώς υποσχεθεί προκειμένου να κερδίσει τις εκλογές του Γενάρη του 2015 και είχε εκφωνήσει στις πρώτες προγραμματικές δηλώσεις στο κοινοβούλιο.

Με άλλα λόγια, το μείζον πολιτικό ζήτημα δεν είναι αν το όριο των ομαδικών απολύσεων θα αυξηθεί από το 5% στο 10% ή αν οι συνδικαλιστικές άδειες περιοριστούν με ποσοτικούς όρους, αλλά το γεγονός ότι μια κυβέρνηση της «αριστεράς» δεν πρόκειται να επιχειρήσει να αναβαθμίσει στο ελάχιστο τις πλήρως απορρυθμισμένες εργασιακές σχέσεις μέχρι το τέλος του προγράμματος (ή της θητείας της).

Δεύτερον, στο ειδικότερο ζήτημα των μεταρρυθμίσεων του συνδικαλιστικού νόμου είναι βέβαιο ότι η αστική προπαγάνδα διαμέσου των γνωστών τηλεοπτικών και έντυπων μέσων θα εξαπολύσει έναν οχετό λάσπης για τον θεσμό, επικεντρώνοντας σε υπαρκτά ή φαντασιακά «σκάνδαλα», «προνόμια» και «γραφειοκρατικές συνδικαλιστικές ηγεσίες» ανοίγοντας την δημόσια συζήτηση με τον δικό της δυσφημιστικό, αν και όχι πάντοτε συκοφαντικό, τρόπο για θέματα, τα οποία θα έπρεπε, ήδη, να έχουν απασχολήσει σοβαρά και αυτοκριτικά το εσωτερικό και το εξωτερικό του συνδικαλιστικού κινήματος, όπως είναι, ενδεικτικά, η χρηματοδότηση των συνδικάτων και ο κώδικας ή οι αρχές δεοντολογίας.

Δεν μπορεί, λοιπόν, να αποκλειστεί ο κίνδυνος, όταν τα θέματα αυτά θα είναι στην μιντιακή επικαιρότητα, η γραμμή αντίστασης των εργατικών ενώσεων να καθοριστεί με βάση την αγωνιώδη προσπάθεια να αποδείξουν τί από όλα όσα τους προσάπτει η άλλη πλευρά δεν ισχύει, αντί να οριοθετηθεί με κριτήριο τις συνδικαλιστικές αξίες, τα συλλογικά οράματα, τον ιστορικό ρόλο της οργανωμένης εργατικής πάλης και κυρίως τις ένδοξες και νικηφόρες στιγμές του -όχι πολύ μακρινού- παρελθόντος.

Τρίτον, και κατόπιν όσων προηγήθηκαν, είναι ορατό το ενδεχόμενο να χαθεί άλλη μια ευκαιρία για την έναρξη ενός συγκροτημένου και εμπεριστατωμένου διαλόγου από τις ριζοσπαστικές δυνάμεις του εργατικού κινήματος, εντός και εκτός των επίσημων εργατικών συλλογικοτήτων, για τους άξονες και τις διαδρομές ανασυγκρότησης του, με βάση τις αντιξοότητες, αλλά και τις νέες προοπτικές που παρουσιάζονται στην σημερινή συγκυρία.

Ένα νέο οργανωτικό μοντέλο σε κλαδικό ή κυρίως τοπικό επίπεδο και οι τρόποι οργάνωσης των νέων μορφών απασχόλησης, των εκατοντάδων χιλιάδων ημι-ανέργων και ημι-απασχολούμενων ή των (ψευδο) αυτοπασχολούμενων, των μεταναστών και των προσφύγων, συνολικά των ανθρώπων του καθημερινού μόχθου, ανεξάρτητα από τις ξεπερασμένες στατιστικές κατηγοριοποιήσεις του χθες, είναι μερικά από τα βασικά θέματα μιας ατζέντας που δεν έχει καθοριστεί ακόμη.

Και αυτή η συζήτηση δεν μπορεί να περιμένει την μεθεπόμενη επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα ή κάποια άλλη πρόκληση της μνημονιακής κυβέρνησης ή των δανειστών, η οποία βάση του προγράμματος δεν προβλέπεται μέχρι τα τέλη του 2018. Ο χρόνος παραμένει εξαιρετικά συμπυκνωμένος σε ό,τι αφορά στις ιστορικές εξελίξεις και όσο γρήγορα τα κινήματα άγγιξαν υψηλά στάνταρ λειτουργίας και πολιτικής συγκρότησης την περίοδο 2010-2012, άλλο τόσο σύντομα μπορεί να υποβαθμιστούν σε ιστορικά χαμηλά, διευκολύνοντας την αιματηρή προέλαση του νεοφιλελευθερισμού και βυθίζοντας τον κόσμο του αγώνα σε εσωστρέφεια και παραίτηση.

Η εμμονή στο ανάθεμα της «κωλοτούμπας του ΣΥΡΙΖΑ» ή στην δικαίωση της προειδοποίησης περί τα αδιέξοδα της λογικής της ανάθεσης που δεν εφηύρε πρώτη η μνημονιακή αριστερά, σε συνδυασμό με το εμφυλιοπολεμικό, αλλά α-ιδεολογικό κλίμα που διαμορφώνεται σήμερα με αφορμή τις αρχαιρεσίες στο μεγαλύτερο συνδικάτο της χώρας (ΕΚΑ), όχι μόνο δεν αποτελούν ελπιδοφόρα μηνύματα, αλλά επικυρώνουν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο την κοινή πεποίθηση, ότι οι δυνάμεις που ευθύνονται για την σημερινή κατάντια του συνδικαλιστικού κινήματος δεν μπορούν να αποτελέσουν την κοιτίδα της ανασύνταξής του. Αν τα «στελέχη» αυτά δεν απαλλάξουν από τις παλαιοκομματικά πηγάζουσες αυθεντίες τους τις εναπομείνασες κινηματικές διαδικασίες, σε λίγο καιρό ούτε τα εργατικά συνδικάτα θα είναι όρθια, ούτε τα κόμματά τους θα βρίσκουν για να στεγάσουν τις απελπισίες τους.

Και επειδή δεν φαίνεται στον ορίζοντα η ανατολή μιας νέας εκλογικής αυταπάτης για την αναίμακτη και από τα πάνω αναβάθμιση της κατάστασης των εργαζόμενων τάξεων της χώρας αυτής, τον συνδικαλισμό και τα μάτια μας!!!

* Επιστημονικός συνεργάτης ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου