Η «Εφ.Συν.» ανοίγει τον φάκελο «συνδικαλισμός». Χωρίς αξιοπιστία και εμπιστοσύνη από την πλευρά των εργαζομένων, ο συνδικαλισμός βρίσκεται στο στόχαστρο εδώ και χρόνια και από την ίδια την κοινωνία. Ωστόσο, είναι το μόνο όπλο και ως τέτοιο οφείλουμε να το υπερασπιστούμε.
«Χρειάζονται αλλαγές, αλλά όχι αυτές που απεργάζονται...»
Του Γιάννη Κουζή, καθηγητή Εργασιακών Σχέσεων Παντείου Πανεπιστημίου
Οι επιδιωκόμενες αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο και στην άσκηση της απεργίας από τους δανειστές και τους εν Ελλάδι εκφραστές τους ολοκληρώνουν το πλήγμα απέναντι στον θεσμό του συνδικάτου μετά την αποδιάρθρωση των συλλογικών συμβάσεων με στόχο την πλήρη εξατομίκευση των όρων εργασίας.
Απορρέουν από την έκδηλη ή κρυφή αντιπαλότητα προς τον θεσμό των συνδικάτων, υπερτονίζοντας υπαρκτές παθογένειες και πρακτικές εκτροπής και δυσφήμισης του ρόλου τους, που, όμως, είναι διαχρονικά συνδεδεμένος με τις κοινωνικές κατακτήσεις.
Βάλλονται τα συνδικάτα ως αναχρονιστικά και αντιπαραγωγικά μορφώματα με λειτουργίες, συνήθως, στερούμενες δημοκρατικής νομιμοποίησης που πλήττουν το δημόσιο συμφέρον.
Θέση που προέρχεται από τους ίδιους κύκλους που επιβάλλουν τον ευτελισμό των κοινοβουλευτικών διαδικασιών και την ισοπέδωση της κοινωνίας στο όνομα του δημόσιου συμφέροντος υπηρετούμενου στο εξής από «επενδυτές» επωφελούμενους των εκτεταμένων ιδιωτικοποιήσεων.
Από τους ίδιους που επιβάλλουν, από το 2011, την ελαστικοποίηση και νόμιμη παράκαμψη του 8ωρου με απλή συμφωνία του εργοδότη και του 15% των εργαζόμενων σε επιχείρηση έως 20 ατόμων, δεσμεύοντας το σύνολό τους χάριν της δημοκρατίας στους χώρους εργασίας!
Η βελτίωση της εικόνας των συνδικάτων, για όσους ειλικρινά την επιθυμούν, είναι, πρωτίστως, ζήτημα του κόσμου της εργασίας και των εσωτερικών λειτουργιών της συλλογικής τους εκπροσώπησης και όχι της νομοθεσίας.
Ο συνδικαλιστικός νόμος χρειάζεται αλλαγές, αλλά η συγκυρία δεν είναι κατάλληλη για αλλαγές που θα ενισχύουν, αντί να περιορίζουν, τις συνδικαλιστικές ελευθερίες.
Χρειάζονται αλλαγές που θα μειώνουν τον θεσμοθετημένο κρατικό παρεμβατισμό στην εσωτερική ζωή των συνδικάτων, που θα διευκολύνουν την ένταξη των επισφαλώς εργαζομένων και τη συνδικαλιστική δράση στις επιχειρήσεις που σε ποσοστό 99% αποκλείονται νόμιμα από τη συνδικαλιστική εκπροσώπηση!
Το απεργιακό δικαίωμα δεν χρειάζεται πρόσθετους περιορισμούς στους ήδη υπάρχοντες, αλλά απλοποίηση της λειτουργίας του, η δε επαναφορά της ανταπεργίας με το επιχείρημα της ισοδυναμίας των όπλων στη φύσει άνιση σχέση κεφαλαίου και εργασίας απλά συνεπάγεται την όξυνση αυτής της ανισότητας.
«Τελευταία ευκαιρία ανασύνταξης...»
Του Αποστόλη Καψάλη, επιστημονικού συνεργάτη ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, πρώην Γ.Γ. του ΣΕΠΕ
Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να μην επαναφέρει καμία προστατευτική διάταξη της εργατικής νομοθεσίας, έστω στα προ μνημονίου επίπεδα, απαξιώνει καθημερινά το κύρος και το έργο των ελεγκτικών μηχανισμών της αγοράς εργασίας και θα κληθεί να υιοθετήσει επώδυνες νομοθετικές ρυθμίσεις με έντονο ουσιαστικό και συμβολικό φορτίο.
Οι επικείμενες αλλαγές στο πλαίσιο του τρίτου Μνημονίου με πρόσχημα τις «καλές», δηλαδή εξίσου αντεργατικές, πρακτικές στο εσωτερικό της Ε.Ε. αναμένεται να περιορίσουν περισσότερο τη διαπραγματευτική ισχύ των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ακόμη και στο πεδίο του καθορισμού του κατώτατου μισθού.
Υπενθυμίζεται ότι από την άνοιξη του 2015 έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία διαβούλευσης (Γνώμη ΟΚΕ 306) για την κατάθεση ενός προοδευτικού και σύγχρονου πλαισίου συλλογικών διαπραγματεύσεων που για μια πραγματική κυβέρνηση της Αριστεράς θα ήταν το πρώτο νομοσχέδιο που θα ψήφιζε.
Ανατροπές στο πεδίο των συνδικαλιστικών ελευθεριών με άξονα την παρεμπόδιση της άσκησης της εν γένει συνδικαλιστικής δράσης και ιδίως της απεργίας αποσκοπούν στη διαιώνιση μιας κατάστασης εργασιακής ζούγκλας και στην επέκταση των φαινομένων εργοδοτικής αυθαιρεσίας.
Η κυβερνητική πρωτοβουλία δεν αποκλείεται, ωστόσο, να διευκολυνθεί στο επίπεδο της κοινής γνώμης, αφενός, από την επιμελή προβολή και αναπαραγωγή ιδιαιτέρως προσφιλών στερεοτύπων σχετικά με φαινόμενα εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού, νέου και παλαιού τύπου, και, αφετέρου, από την εν γένει απαξίωση του σημερινού συστήματος συνδικαλιστικής οργάνωσης και από την αναποτελεσματικότητα της συλλογικής δράσης των τελευταίων ετών.
Είναι αλήθεια ότι πολλές από τις προτεινόμενες απορυθμίσεις αποτελούν διαχρονικά αντικείμενο συζήτησης και αυτόνομης αναθεώρησης στο εσωτερικό πολλών συνδικάτων στις χώρες-μέλη.
Η νέα παρέμβαση στο συλλογικό εργατικό δίκαιο, προφανώς χωρίς κοινωνική συμφωνία και με όχημα μια καρικατούρα «κοινοβουλευτικής» διαδικασίας-εξπρές:
α) θα σηματοδοτήσει στα μάτια ακόμη και των πλέον αφελών ή δύσπιστων το τέλος των αυταπατών για την «από τα πάνω» διευθέτηση των ζωτικών αναγκών του κόσμου του καθημερινού μόχθου και δη της μισθωτής εργασίας,
β) θα σημάνει την πανηγυρική διάρρηξη των πολιτικών σχέσεων της εξουσίας με τις υποτελείς τάξεις,
γ) θα εγκαινιάσει με κάθε επισημότητα μια νέα περίοδο συγκρουσιακού κοινωνικού μοντέλου στη χώρα,
δ) θα αναδείξει την αδήριτη ανάγκη για ανάληψη πρωτοβουλιών με στόχο την αντιστροφή του κλίματος τρομοκρατίας στους χώρους δουλειάς και την επιστροφή μέρους της ποσότητας βίας που διαχέεται καθημερινά στους εργαζόμενους τα τελευταία 6 χρόνια.
Το εργατικό κίνημα, εντός και εκτός των θεσμικών οργανώσεών του, θα έχει μια ακόμη, ίσως τελευταία για την περίοδο τούτη, ευκαιρία για ανασυγκρότηση και ανασύνταξη, ώστε να πρωτοστατήσει για την από τα κάτω ανατροπή των αντεργατικών μνημονιακών τετελεσμένων.
«Μάχες οπισθοφυλακών...»
Του Κωστή Καρπόζηλου, ιστορικού
«Οι ευέλικτες μορφές εργασίας, που συγκροτούν τον πυρήνα των προτάσεων της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, αποσκοπούν στον συγχρονισμό της ελληνικής πραγματικότητας με το κυρίαρχο μοντέλο εργασιακών σχέσεων στις περισσότερες χώρες, σε ανατολή και δύση, της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Το μοντέλο αυτό διαμορφώθηκε μέσα από την κατάρρευση της σύντομης παρένθεσης του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου που στηριζόταν στους σταθερούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, στην ορατή δύναμη του εργατικού κινήματος και στη βεβαιότητα ότι η καρδιά της ευημερίας θα χτυπάει αδιάκοπα στον δυτικό κόσμο.
Σήμερα, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, και η ελληνική ανάμεσά τους, βρίσκονται αντιμέτωπες με μία νέα πραγματικότητα η οποία με ανάλογο τρόπο απαιτεί τη ριζική μεταβολή των εργασιακών σχέσεων.
Το μεγάλο ερώτημα δεν είναι αν θα υπάρξει αλλαγή ή αν θα έχουμε τη διατήρηση των περίφημων κεκτημένων, αλλά το περιεχόμενο της αλλαγής αυτής. Στο ερώτημα αυτό οι δυνάμεις του συνδικαλιστικού κινήματος συχνά αδυνατούν να προσκομίσουν μια πειστική απάντηση.
Η μονότονη νοσταλγία για τον απολεσθέντα παράδεισο της μεταπολεμικής ευημερίας μετατρέπει τις εργατικές αντιστάσεις σε μάχες οπισθοφυλακών.
Ακόμα χειρότερα, στις μάχες αυτές απουσιάζουν οι νέοι και οι νέες εργαζόμενοι για τους οποίους η εποχή αυτή είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Αποκλεισμένοι από τα συνδικάτα –που συστηματικά επιλέγουν να μην καλύπτουν τους πολλούς και τις πολλές με ευέλικτους όρους εργασίας- δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν τις γενικές καταγγελίες για την αναίρεση δικαιωμάτων που τους είναι παντελώς ανοίκεια.
Η πρόταση της νέας εργατικής βάρδιας θα μπορούσε να αποτελέσει τον αστάθμητο παράγοντα στις επικείμενες εξελίξεις γύρω από τα εργασιακά. Αν και δύσκολα μπορεί κανείς να προδιαγράψει το περιεχόμενό της, είναι μάλλον βέβαιο ότι τη χωρίζουν πολλά τόσο από τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και από τις επιλογές των γραφειοκρατικών συνδικάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου