Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Η εργατική τάξη στον δρόμο για την κόλαση

Κινητοποιήσεις εργαζομένων


Ο κλήρος της νομοθέτησης σκληρών νεοφιλελεύθερων-άρα και αντεργατικών- μέτρων έπεσε στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και τα εργατικά συνδικάτα καλούνται να υπερασπιστούν ό,τι έχει απομείνει από τα κεκτημένα | EUROKINISSI
Με φόντο τη σκληρή πολύμηνη αναμέτρηση του κόσμου της εργασίας με την κυβέρνηση στη Γαλλία, ο ΣΥΡΙΖΑ θα κληθεί να νομοθετήσει σκληρά νεοφιλελεύθερα μέτρα που δεν μπόρεσε να περάσει ούτε η κυβέρνηση Σαμαρά.
Πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι ο αναμενόμενος νόμος για τα εργασιακά και τον συνδικαλισμό μπορεί να δοκιμάσει την κοινοβουλευτική συνοχή της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. κι άλλοι ότι μπορεί να γίνει και η βασιλική οδός για την έξοδο του ΣΥΡΙΖΑ από την εξουσία.
Ωστόσο, ύστερα από έξι χρόνια αγώνων και αγωνίας ενάντια στα μνημόνια, ίσως η θλιβερότερη διαπίστωση να είναι πως όλη αυτή η συζήτηση -και η σύγκρουση- που αφορά και τα κόμματα και την Αριστερά και τα συνδικάτα μοιάζει να μη συγκινεί τους ίδιους τους εργαζόμενους.
Σε κρίση πριν από την κρίση, χωρίς αξιοπιστία και εμπιστοσύνη από την πλευρά των εργαζομένων, ο συνδικαλισμός βρίσκεται στο στόχαστρο εδώ και χρόνια και από την ίδια την κοινωνία.
Τα συνδικάτα απέτυχαν να οργανώσουν αποτελεσματικά την εργατική αντίσταση, παρ’ όλους τους σκληρούς αγώνες που επέβαλε η ίδια η κοινωνία τα πρώτα χρόνια των μνημονίων. Ετσι, είναι απολύτως ερμηνεύσιμο το γιατί σ’ αυτή τη ζωτικής σημασίας καμπή η κοινωνία μοιάζει να λάμπει διά της απουσίας της.
Σε μια τέτοια συγκυρία η πραγματικότητα επιβεβαιώνει το σύνθημα «φτωχοί στα όπλα» και μάλιστα με τη διπλή ανάγνωσή του.
Οι εργαζόμενοι είναι φτωχοί στα όπλα, στα μέσα που διαθέτουν, δηλαδή, για να αντισταθούν, αλλά αν το σύνθημα διαβαστεί αλλιώς, σε άλλο τόνο, μπορεί να είναι κι ένα κάλεσμα: ο συνδικαλισμός είναι το μόνο μας όπλο κι ως τέτοιο -ανεξάρτητα από τις ηγεσίες του και τα πεπραγμένα τους- οφείλουμε να τον υπερασπιστούμε.
Εκατόν τριάντα έξι χρόνια μετά τις πρώτες εργατικές οργανώσεις, εκατόν έξι χρόνια μετά την ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Αθήνας, ενενήντα οκτώ χρόνια μετά την ίδρυση της ΓΣΕΕ και εκατό χρόνια μετά την ηρωική απεργία των μεταλλωρύχων της Σερίφου, που κέρδισαν με αίμα την καθιέρωση οκταώρου, οφείλουμε όχι μόνο να μην παραιτηθούμε, αλλά να νοηματοδοτήσουμε ξανά έννοιες όπως συνδικάτα, συνδικαλισμός, εργατικό κίνημα, ταξική πάλη.

Οι «βέλτιστες πρακτικές» και το πνεύμα του νεοφιλελευθερισμού

Η τρόικα πίεζε εξαρχής για αλλαγές στο εργασιακό νομοθετικό πλαίσιο της χώρας - συμπεριλαμβανομένου του συνδικαλιστικού νόμου που είχε εξαγγείλει από την 21η μέρα που ανέλαβε την εξουσία το ΠΑΣΟΚ και τον έφερε τελικά το 1982.
Ο νόμος 1264 αναγνώριζε πρωτοφανείς για την εποχή συνδικαλιστικές ελευθερίες κι είχε θεωρηθεί τομή σε μια χώρα όπου από τα πρώτα του βήματα, τον μακρινό 19ο αιώνα, ο συνδικαλισμός, όταν δεν βρισκόταν υπό διωγμό, ασφυκτιούσε από τον εναγκαλισμό του κράτους και της εργοδοσίας.
Το φθινόπωρο του 2014 η κυβέρνηση εμφανιζόταν έτοιμη να αλλάξει τον συνδικαλιστικό νόμο, τον τρόπο προκήρυξης των απεργιών αλλά και της χρηματοδότησης των συνδικάτων, κι όλα αυτά που οι δανειστές (και ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, ας μην κρυβόμαστε) αντιμετώπιζαν ως «συνδικαλιστικά προνόμια».
Ο νέος νόμος θα προέβλεπε, εκτός από την επαναφορά του λοκ άουτ και των ομαδικών απολύσεων, περιορισμό στο δικαίωμα στην απεργία, στις συνδικαλιστικές ελευθερίες, αλλαγές στη χρηματοδότηση των συνδικάτων και στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Τελικά, οι αλλαγές δεν πέρασαν ποτέ, παρ’ όλες τις προσπάθειες της τότε πολιτικής ηγεσίας να επιτύχει «κλίμα εθνικής συναίνεσης των κοινωνικών εταίρων» και να πάει με «εθνική γραμμή» απέναντι στην τρόικα. Ετσι, η νομοθεσία που αφορά την εργασία -συμπεριλαμβανομένου του συνδικαλιστικού νόμου- παραμένει μία από τις σοβαρότερες εκκρεμότητες που θέτουν οι δανειστές.

Η δέσμευση Τσίπρα

Η κυβέρνηση σύντομα θα πρέπει να πάρει θέση για τις ομαδικές απολύσεις, τον τρόπο κήρυξης των απεργιών και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Ο Αλέξης Τσίπρας, με συνέντευξή του στην «Εφ.Συν.», στις αρχές Ιουνίου, δεσμεύτηκε ότι η κυβέρνησή του θα υπερασπιστεί τα εργασιακά, «όπως κάναμε για την πρώτη κατοικία και τις συντάξεις».
Την ίδια δέσμευση είχε εκφράσει ο ΣΥΡΙΖΑ και πριν από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, θέτοντας ως προγραμματικό στόχο «να αδρανοποιήσει το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο σχέδιο για την εργασία, ασκώντας επιθετικά πολιτικές με αριστερό και κοινωνικό πρόσημο».
Ο πρωθυπουργός ευελπιστεί ότι «η εμπλοκή του Ευρωκοινοβουλίου, αλλά και του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας στις διαπραγματεύσεις θα διευρύνει τις συμμαχίες που έχουμε ήδη διαμορφώσει».
Ουσιαστικά εναποθέτει ελπίδες στις «βέλτιστες πρακτικές της Ε.Ε.» για να σωθεί ό,τι σώζεται από το κρεβάτι του Προκρούστη στο οποίο έχουν τεθεί τα εναπομείναντα εργασιακά δικαιώματα.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει ήδη δώσει στίγμα για το πώς αντιλαμβάνεται τα εργασιακά δικαιώματα σε μια... ιδιόμορφη Οικονομική Ζώνη, όπως η Ελλάδα.
Απαντώντας σε ερώτηση της Κ. Κούνεβα και του Γ. Κατρούγκαλου λίγες μέρες πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, η Κομισιόν (που διαχειρίζεται τις πολιτικές της Ε.Ε., κατανέμει τους χρηματοδοτικούς πόρους της και επιβάλλει την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου) είχε εξηγήσει διά του επιτρόπου Μοσκοβισί ότι «το μνημόνιο συνεννόησης δεν αποτελεί πράξη της Ε.Ε., αλλά πράξη που συμφωνήθηκε διμερώς μεταξύ της Ελλάδας και των δανειστών της.
Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, κατά την εφαρμογή μέτρων στο πλαίσιο μιας τέτοιας διακυβερνητικής ρύθμισης, οι αρχές του οικείου κράτους-μέλους δεν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ε.Ε.
»Σε θέματα που δεν εμπίπτουν στο δίκαιο της Ε.Ε. και στις διεθνείς δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Ε.Ε., εναπόκειται στις εθνικές αρχές να διασφαλίζουν την τήρηση των υποχρεώσεων όσον αφορά τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, που προκύπτουν από την εθνική τους νομοθεσία και τις διεθνείς τους δεσμεύσεις».

Καταγγελίες

Αριστεροί ευρωβουλευτές έχουν καταγγείλει το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων:
«Στόχος του είναι να προσαρμοστεί η αγορά εργασίας και τα ασφαλιστικά συστήματα στις ανάγκες της ανταγωνιστικότητας με στόχο να μπει όλη η ευρωζώνη σε ένα εργασιακό μνημόνιο».
Αποκαλυπτικός υπήρξε και ο πρόεδρος της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Θεμάτων του Ευρωκοινοβουλίου, Τ. Händel, σε πρόσφατη ημερίδα της GUE/NGL για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις:
«Οι λεγόμενες “βέλτιστες πρακτικές” υποβιβάζουν τον ρόλο του Ευρωκοινοβουλίου, αποδιαρθρώνουν συλλογικές συμβάσεις και τα εργασιακά δικαιώματα ώστε να μειωθεί το κόστος για το κεφάλαιο. Ακόμη, οι ελάχιστες προδιαγραφές των συνθηκών εργασίας, που επικαλείται η πρόταση Γιούνκερ, είναι μια μέθοδος κατακερματισμού που οδηγεί σε μειώσεις μισθών.
»Η ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε. επιδιώκει μείωση του εργασιακού κόστους. Η πολιτική των δεξιών κυβερνήσεων της Ευρώπης είναι ο αυταρχικός καπιταλισμός, με πιο άμεσες επιθέσεις στα δικαιώματα των εργαζομένων».
Στο επίκεντρο της επίθεσης του κεφαλαίου στην εργασία βρέθηκαν εξαρχής οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και το δικαίωμα στην απεργία, η καρδιά δηλαδή του συνδικαλισμού, αφήνοντας τους εργαζόμενους άοπλους, βορά στην εργοδοτική αυθαιρεσία.
«Για να είναι αποτελεσματικές οι συλλογικές διαπραγματεύσεις απαιτείται να έχουν συμμετοχή των εργαζομένων και να μη βρίσκονται σε απομόνωση από τα άλλα δικαιώματα», τονίζει η Esther Lynch, εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (ETUC), που εκπροσωπεί 45.000.000 εργαζόμενους, 89 εθνικές συνομοσπονδίες και 22 ομοσπονδίες.
«Η απεργία, η ενημέρωση των εκπροσώπων των εργαζομένων, το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι είναι βασικά δικαιώματα, αλλιώς οι συλλογικές διαπραγματεύσεις καταντούν επαιτεία. Επομένως, απαιτείται ολιστική αντιμετώπιση των συλλογικών διαπραγματεύσεων με το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και το δικαίωμα της απεργίας».
Για ένα ακόμα καλοκαίρι προαναγγέλλεται ένα καυτό φθινόπωρο, αυτή τη φορά με επίδικο τα εργασιακά και τον συνδικαλιστικό νόμο. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι ακριβώς θα γίνει.
Ωστόσο, το στοίχημα παραμένει ανοιχτό και για τους δανειστές και για την κυβέρνηση και για τα συνδικάτα. Κυρίως είναι μια ιστορική πρόκληση για ολόκληρη την Αριστερά και μάχη επιβίωσης για τους εργαζόμενους.
Αυτή τη στιγμή σε ολόκληρη την Ευρώπη 45.000.000 εργαζόμενοι είναι μέλη σε συνδικάτα. Τι θα γίνει αν όλοι αυτοί -όλοι εμείς- καταφέρουμε να συντονίσουμε τη δράση μας;

Μαύροι αριθμοί, πικρές αλήθειες

Εργατικές κινητοποιήσεις
■ Περισσότεροι από 250.000 άνθρωποι έφυγαν από την Ελλάδα για να βρουν εργασία στο εξωτερικό.
■ Πάνω από 640.000 εργαζόμενοι είναι αναγκασμένοι να αλλάξουν επάγγελμα σύμφωνα με το «Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης», ενώ τα 2/3 των θέσεων εργασίας που χάθηκαν δεν θα επανέλθουν στην αγορά.
■ Μόλις το 26% των Ελλήνων εργαζομένων ανήκουν σε συνδικάτα.
■ Ενώ μέσα σε τρεις δεκαετίες η μισθωτή εργασία αυξήθηκε από το 47% στο 64%, ο αριθμός των συνδικαλισμένων έμεινε στάσιμος στα 750.000 άτομα.
■ Το 55% των συνδικαλισμένων εργάζεται στον στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, που ωστόσο καλύπτει το 34% της μισθωτής απασχόλησης.
■ Eνώ στο Δημόσιο η συνδικαλιστική πυκνότητα κυμαίνεται στο 65%, στον ιδιωτικό τομέα δεν ξεπερνά το 15%.
■ Τρεις είναι οι βασικοί παράγοντες για τη χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα, σύμφωνα με έρευνες: Ελλειψη σωματείων στους χώρους εργασίας, ειδικά στον ιδιωτικό τομέα και τις μικρές επιχειρήσεις, αρνητική γνώμη για τα συνδικάτα εξαιτίας της κομματικοποίησης και της πολυδιάσπασης, έλλειψη χρόνου για συνδικαλισμό.
■ Το 94% των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας που συνήφθησαν το 2015 ήταν επιχειρησιακές. Οι επιχειρησιακές ΣΣΕ εκτοξεύτηκαν το 2012, έτος που καθιερώθηκε η χρήση του νεοσύστατου μορφώματος των «ενώσεων προσώπων» σε επιχειρήσεις κάτω των 50 ατόμων.
■ Το 2010-2012 σημειώνονται τουλάχιστον 31 μεγάλα γεγονότα διαμαρτυρίας, γενικές απεργίες και κινητοποιήσεις.
■ Μόνο το 2011, έτος κορύφωσης των εργατικών αντιδράσεων, προκηρύχθηκαν συνολικά περίπου 445 απεργίες και στάσεις εργασίας, οι 240 στον ιδιωτικό τομέα, διακόσιες 24ωρες απεργίες και ογδοντατέσσερις 48ωρες, 53 καταλήψεις και εννιά απεργίες διαρκείας.
■ Από το 2013 μειώνονται αριθμητικά οι πιο κοστοβόρες μορφές απεργιακών δράσεων (π.χ. επαναλαμβανόμενες και 48ωρες απεργίες) έναντι μη απεργιακών μορφών διαμαρτυρίας ή ολιγόωρων στάσεων εργασίας.
■ Το 2014 πάνω από τις μισές κινητοποιήσεις κρατούν μόλις λίγες ώρες.

ΓΣΕΕ -ΣΕΒ

Ο «εμβληματικός» νόμος 1264/1982 και οι... απαιτούμενες αλλαγές

Με μια εγκύκλιο δέκα σημείων προς τα εργατικά κέντρα και τις ομοσπονδίες διευκρινίζει τη θέση της η ΓΣΕΕ για τις επερχόμενες αλλαγές στα εργασιακά.
Η ΓΣΕΕ παραδέχεται ότι οι ΣΣΕ έχουν υποβαθμιστεί δραματικά και οι επιχειρησιακές συμβάσεις γίνονται εργαλείο χειροτέρευσης των όρων εργασίας, φέρνοντας το παράδειγμα των «ενώσεων προσώπων» που υπογράφουν ΣΣΕ, σπάζοντας ακόμα και το φράγμα του κατώτατου μισθού των 580 ευρώ.
Υπερασπίζεται τα κεκτημένα του συνδικαλιστικού κινήματος ως «τα μόνα εμπόδια στο περιβάλλον κρατισμού, εργοδοτικής αυθαιρεσίας, εργασιακής απομόνωσης και εξατομίκευσης», ξεκινώντας από τον συνδικαλιστικό νόμο 1264/1982 που αποκαλεί «εμβληματικό».
Για τη ΓΣΕΕ είναι εξίσου σημαντικό να συνεχιστεί ως έχει το καθεστώς χρηματοδότησης των σωματείων και συνδικαλιστικών αδειών, με το δικαίωμα στην απεργία για το οποίο υπενθυμίζουν απλώς ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα «ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις».
Για το λοκ άουτ αρκούνται να πουν ότι «δεν το επιθυμούν ούτε οι εργοδοτικές οργανώσεις» και για τις ομαδικές απολύσεις ότι έχουν θεσπιστεί αντεργατικές ρυθμίσεις, που ωστόσο «δεν έφεραν την περιπόθητη ανάπτυξη».
Τέλος, δηλώνουν ότι συνεχίζουν να είναι «σε διαρκή επαγρύπνηση και ετοιμότητα», καλώντας σε συσπείρωση τον κόσμο της εργασίας.
Ο ΣΕΒ από την πλευρά του δηλώνει ότι δεν θέλει ούτε τις ομαδικές απολύσεις ούτε το λοκ άουτ, συμφωνώντας όμως ότι ο συνδικαλιστικός νόμος «είναι παλιός και χρειάζεται αλλαγές».
Κλείνουν το μάτι στο ενδεχόμενο κατάργησης του 13ου-14ου μισθού, ισχυριζόμενοι ότι «εργοδότες και εργαζόμενοι θα συζητούν πώς θα κατανέμεται το μισθολογικό κόστος σε 12, 13 ή 14 κομμάτια». Ο ΣΕΒ ζητά ακόμα μεγαλύτερη ευελιξία στα ωράρια, με εργάσιμη εβδομάδα ώς και 60 ωρών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου