ΣΠΥΡΟΣ ΜΕΛΤΕΤΖΗΣ |
Με αφορμή τα 74 χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ, Συντάκτης:
Ο μισθός που μας καθορίστηκε είναι μισθός πείνας. [...] Ελπίζουμε πως οι αρμόδιοι δε θα μας αναγκάσουν να φτάσουμε στα άκρα
Λαοκρατία, όργανο του ΕΑΜ των υπαλλήλων Εθνικής Τράπεζας, 25.11.1944
O,τι κι αν ισχυρίζεται το δημοφιλές σύνθημα, η ελληνική Αριστερά δεν ανέλαβε για πρώτη φορά την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας στις 26 Ιανουαρίου 2015.
Ακόμη κι αν παρακάμψουμε το ΠΑΣΟΚ του 1981, που δήλωνε κι αυτό τότε 100% αριστερό, γεγονός αναμφισβήτητο είναι πως ένα μεγάλο τμήμα της ελλαδικής επικράτειας γνώρισε κάποια μορφή αριστερής εξουσίας, έστω και με τη μορφή μιας σύντομης παρένθεσης, ήδη από το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1940.
Με αξιοσημείωτες διαφορές από τόπο σε τόπο, η «παρένθεση» αυτή εγκαινιάστηκε στα μέσα του 1943 με τη συγκρότηση των πρώτων μορφών ΕΑΜικής αυτοδιοίκησης στην Ελεύθερη Ελλάδα κι έκλεισε την άνοιξη του 1945, όταν οι τελευταίοι θύλακες της «λαοκρατίας» παραδόθηκαν στο κράτος των εθνικοφρόνων βάσει της συμφωνίας της Βάρκιζας.
Η ιστοριογραφική διαχείριση αυτής της εμπειρίας υπήρξε μέχρι πρόσφατα εξαιρετικά φτωχή. Η αριστερή βιβλιογραφία περιορίστηκε κατά κανόνα σε υμνητικές αλλά επιδερμικές αναφορές στο ίδιο το γεγονός της συγκρότησης εναλλακτικών κρατικών θεσμών από το αντάρτικο, δίχως κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια βαθύτερης ανάλυσης αυτών των τελευταίων· οι λιγοστές εξαιρέσεις, όπως τα βιβλία του Δημητρίου Ζέππου για τη Λαϊκή Δικαιοσύνη (1945), του Χάρη Σακελλαρίου για την εκπαίδευση (1984) και του Χρήστου Τυροβούζη για την αυτοδιοίκηση (1991), κάλυψαν επιμέρους μόνο πτυχές των επίμαχων κρατικών λειτουργιών.
Η αντικομμουνιστική ιστοριογραφία, από την άλλη, τόσο η παραδοσιακή όσο και η πρόσφατη αναβίωσή της, ασχολήθηκε αποκλειστικά και μόνο με τις κατασταλτικές πρακτικές του ΕΑΜικού κράτους, αρνούμενη ταυτόχρονα -στις παλαιότερες ιδίως εκδοχές της- να αναγνωρίσει στο εμπόλεμο αντιστασιακό κίνημα οποιαδήποτε θεσμική υπόσταση.
Ακόμη μικρότερο ενδιαφέρον προσέλκυαν μέχρι πρόσφατα τα πεπραγμένα της δίμηνης κυβέρνησης εθνικής ενότητας του 1944 στον οικονομικό και τον κοινωνικό τομέα, την ευθύνη των οποίων είχαν αναλάβει έξι υπουργοί και υφυπουργοί προερχόμενοι από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ.
Κι όμως, είναι προφανές πως η αποτίμηση αυτής της «πρώτης φοράς Αριστερά», ως βραχύβιας κυβερνητικής πρακτικής κι όχι μονάχα ως ηττημένης επαναστατικής απόπειρας, αποδεικνύεται εξαιρετικά διδακτική για τη συλλογιστική, τις πρακτικές και τα αντικειμενικά όρια ενός στοιχειώδους φιλολαϊκού μετασχηματισμού σε συνθήκες εκτεταμένης προλεταριοποίησης, κοινωνικής πόλωσης κι αποδιάρθρωσης των παραδοσιακών πολιτικών εκπροσωπήσεων.
Από τη λαοκρατία...
Το κενό αυτό έρχονται να καλύψουν δύο εξαιρετικά βιβλία που εκδόθηκαν την τελευταία διετία και παρουσιάζονται σήμερα εδώ: «Η Ελεύθερη Ελλάδα» του Γιάννη Σκαλιδάκη (Αθήνα 2014, εκδ. Ασίνη) και «Η αδύνατη ταξική ανακωχή» του Δημήτρη Μαριόλη (Αθήνα 2015, εκδ. ΚΨΜ).
Επανεπεξεργασμένη μορφή διδακτορικής διατριβής το πρώτο και εισήγησης σε επιστημονικό συνέδριο το δεύτερο, τα έργα αυτά προσθέτουν μια σειρά κρίσιμες ψηφίδες στην εικόνα μας για τις εξελίξεις της εποχής, προσφέροντας πρωτότυπα ερμηνευτικά κλειδιά για την κατανόηση τόσο του έπους της δημιουργίας μιας Ελεύθερης Ελλάδας εν μέσω ναζιστικής κατοχής όσο και της τελικής συντριβής του ΕΑΜικού κινήματος.
Οπως άλλωστε επισημαίνουν και οι δύο συγγραφείς στα εισαγωγικά κείμενά τους, τα ερωτήματα που έθεσαν στο υλικό τους δεν ήταν καθόλου άσχετα με την εποχή που ζούμε και τους προβληματισμούς που αυτή γεννά.
Το βιβλίο του Σκαλιδάκη συμπληρώνει και προεκτείνει την καινοτόμο προσέγγιση που εισήγαγε προ εικοσαετίας ο Γιώργος Μαργαρίτης («Από την ήττα στην εξέγερση», Αθήνα 1993), εντοπίζοντας την κοινωνική γείωση του αντάρτικου στην ένοπλη προστασία της αγροτικής παραγωγής και των άτυπων δικτύων εμπορευματοποίησής της από τις αρπακτικές διαθέσεις των κατακτητών και των δωσιλογικών κυβερνήσεων.
Μετά την ουσιαστική διχοτόμηση της χώρας σε δύο διακριτούς οικονομικοπολιτικούς χώρους, με τις πόλεις και την άμεση ενδοχώρα τους να στηρίζεται όλο και περισσότερο στη διεθνή επισιτιστική βοήθεια σε αντίθεση με (ή και αντιπαλότητα προς) την αυτονομημένη ελεύθερη ύπαιθρο, η οργανωτική συγκρότηση της τελευταίας σε αυτοτελή κρατική οντότητα -με δική της κυβέρνηση, διοικητικό μηχανισμό, φορολογία κι εσωτερικό δανεισμό- επήλθε ως αναπόδραστη φυσική εξέλιξη.
Η ισορροπία αυτή καθόρισε, ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό και την τελική έκβαση της αναμέτρησης, μετά την απελευθέρωση: οικονομία οργανωμένη στα όρια της αυτάρκειας και της (δύσκολης) επιβίωσης, η Ελεύθερη Ελλάδα αδυνατούσε εκ των πραγμάτων να απορροφήσει βιώσιμα τα αστικά κέντρα, τα εξαρτημένα από την εισαγωγή τροφίμων, δίχως ξένη επισιτιστική βοήθεια. Η συνειδητοποίηση αυτής της αδήριτης αναγκαιότητας, κι όχι η αδυναμία τους να διαγνώσουν τις εχθρικές προθέσεις των Βρετανών και της εξόριστης βασιλικής κυβέρνησης, ήταν αυτή που επέβαλε στην ΕΑΜική και κομμουνιστική ηγεσία την αποδοχή ενός λεόντειου συμβιβασμού με τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα.
Χωρίς να εξαντλεί το ζήτημα, εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η σκιαγράφηση από τον Σκαλιδάκη της αναδιανεμητικής λειτουργίας των κρατικών μηχανισμών της Ελεύθερης Ελλάδας, με τη μεταφορά πόρων (κυρίως τροφίμων) από τις πλουσιότερες περιοχές στα φτωχότερα ορεινά και στις «πυρόπληκτες» ζώνες των γερμανικών αντιποίνων.
Μολονότι το σκεπτικό που επέβαλε αυτό το μέτρο υπήρξε πρωτίστως η ανάγκη αποτροπής μιας επικείμενης ανθρωπιστικής καταστροφής, οι επιπτώσεις του στη διαμόρφωση, την παγίωση ή την αναδιάταξη των αντίπαλων στρατοπέδων είναι κάτι που μένει να μελετηθεί.
...στο «μνημόνιο» του Σκόμπι
Το βιβλίο του Δημήτρη Μαριόλη πιάνει το νήμα ακριβώς εκεί όπου το αφήνει η αφήγηση του Σκαλιδάκη: τον σχηματισμό της κυβέρνησης εθνικής ενότητας και την αναζήτηση από το ΕΑΜ και το ΚΚΕ μιας αμοιβαία επωφελούς συμβιβαστικής ισορροπίας, που θα επέτρεπε την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας με βάση ένα κεϊνσιανό πρόγραμμα τόνωσης της ζήτησης και στοιχειώδη αναδιανομή του πλούτου που δημιουργήθηκε στις συνθήκες της ξένης κατοχής.
Ουσιαστικά πρόκειται για την αφήγηση της αποτυχίας αυτού του σχεδίου, ως αποτελέσματος της συμμαχίας του βρετανικού παράγοντα με την ηγεμονική εκείνη μερίδα της αστικής τάξης που, έχοντας ωφεληθεί πολλαπλά από τις οικονομικές ευκαιρίες της Κατοχής κι έχοντας να χάσει πολλά από μια παρόμοια διευθέτηση, έπαιξε αποφασιστικά το χαρτί της κοινωνικής και πολιτικής όξυνσης, ωθώντας τα πράγματα στη δυναμική αναμέτρηση των Δεκεμβριανών.
Κομβικό ρόλο σ’ αυτή την εξέλιξη διαδραμάτισε η ξένη ανθρωπιστική βοήθεια, η παροχή της οποίας δρομολογήθηκε «με πολιτικά κριτήρια, θέτοντας ως προτεραιότητα όχι την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας αλλά την αποδυνάμωση του ΕΑΜ και τη διαμόρφωση ενός ηγεμονικού πολιτικού και κοινωνικού αντιεαμικού μπλοκ εξουσίας».
Οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν το όπλο του επισιτισμού «εκβιάζοντας ώστε να επιβάλλουν τις οικονομικές κατευθύνσεις που εκείνοι επιθυμούσαν στους εαμικούς υπουργούς και να διαμορφώσουν ελεγχόμενα δίκτυα διανομής αποκλείοντας τις εαμικές οργανώσεις και ανατρέποντας την πολιτική τους ηγεμονία» (σ. 50).
Ως αντάλλαγμα γι’ αυτή τη βοήθεια, ο κεϊνσιανός διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Κυριάκος Βαρβαρέσος αντικαταστάθηκε από τον μονεταριστή Ξενοφώντα Ζολώτα, εισηγητή μιας δέσμης μέτρων που περιλάμβανε ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, δραστικές αυξήσεις στις τιμές των ειδών πρώτης ανάγκης που διανέμονταν μέσω της ξένης βοήθειας, στήριξη στους έμμεσους φόρους, περιορισμό του αριθμού και μείωση των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων (σ. 34).
Παρά τις υποσχέσεις από επίσημα (βρετανικά) χείλη για «υγιή οικονομίαν και υγιές νόμισμα μετά από μίαν σκληράν περίοδον δοκιμασιών», η «σκληρή» νέα δραχμή που λανσαρίστηκε στα μέσα Νοεμβρίου 1944 στάθηκε ωστόσο πρακτικά αδύνατο να σταματήσει την εκτίναξη του πληθωρισμού σε δυσθεώρητα ύψη και τη συνακόλουθη δραστική συρρίκνωση των ήδη αποψιλωμένων λαϊκών εισοδημάτων (σ. 37).
Ταυτόχρονα, τα ΕΑΜικά νομοσχέδια για έκτακτη φορολογία των κατοχικών επιχειρηματικών κερδών μπλοκαρίστηκαν από τους δεξιούς κυβερνητικούς εταίρους (σ. 49).
Με τη βιομηχανική παραγωγή ουσιαστικά παραλυμένη με πρωτοβουλία των εργοδοτών, εν αναμονή της εκκαθάρισης του πολιτικού τοπίου, οι διαβεβαιώσεις των ΕΑΜικών υπουργών για τον «πατριωτισμό» των βιομηχάνων επί Κατοχής έρχονταν όχι μόνο σε κραυγαλέα αντίθεση με το δημόσιο αίσθημα αλλά και πολλαπλασίαζαν την αίσθηση του αδιεξόδου (σ. 42-43).
Καταλυτικά για την αποσύνθεση των κοινωνικών συμμαχιών του ΕΑΜ υπήρξε επίσης η μετάβαση στο νέο νόμισμα: βάσει του Ν. 18/9.11.1944 για την «οικονομική σταθεροποίηση», η αποπληρωμή των επιχειρηματικών χρεών προς το Δημόσιο, οι τραπεζικές καταθέσεις και οι αποδόσεις ομολόγων του Δημοσίου που ρυθμίστηκαν με βάση την ισοτιμία των κατοχικών πληθωριστικών δραχμών κι όχι το προπολεμικό αγοραστικό ισοδύναμό τους.
Η ληξιαρχική αυτή πράξη οριστικοποίησης της καταστροφής χιλιάδων μικροκαταθετών και ομολογιούχων από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο χρεώθηκε πολιτικά στους ΕΑΜικούς υπουργούς, συμβάλλοντας στη μεταπήδηση μιας μερίδας των μεσοστρωμάτων, αλλά και λαϊκών οικογενειών, προς την αντικομμουνιστική Ακροδεξιά (σ. 36-37).
Τελικό αποτέλεσμα της δίμηνης «ταξικής ανακωχής» υπήρξε η διάρρηξη της εσωτερικής συνοχής του ΕΑΜικού μπλοκ, καθώς η μεσαία τάξη εξακολούθησε να υποστηρίζει την κυβέρνηση εθνικής ενότητας ενώ τα λαϊκά στρώματα εκδήλωναν όλο και πιο ηχηρά τη δυσφορία τους για την πολιτική της (σ. 56 κ.εξ).
Η πίεση αυτών των τελευταίων για αλλαγή πολιτικής δεν γινόταν μόνο αισθητή στα ανώτερα κλιμάκια του ΚΚΕ αλλά, στις παραμονές των Δεκεμβριανών, είχε αρχίσει να παίρνει και δυναμικότερες μορφές, με την επαναλειτουργία κάποιων εργοστασίων κάτω από εργατικό έλεγχο.
Μείγμα εκρηκτικό, η πυροδότηση του οποίου έμελλε να προσδώσει στην ένοπλη αναμέτρηση των επόμενων εβδομάδων τον χαρακτήρα ενός απροσδόκητου, μη προσχεδιασμένου ξεκαθαρίσματος εκκρεμών λογαριασμών.
Ο αδυσώπητος ταξικός εχθρός
Η σφοδρότητα της επίθεσης του διεθνούς ιμπεριαλισμού με τη μορφή της φασιστικής κατάκτησης εκτιμήθηκε ότι δεν άφηνε στην παγκόσμια Αριστερά άλλη επιλογή από τη σύναψη ευρέων κοινωνικών μετώπων και διεθνών συμμαχιών, προκειμένου να αντισταθεί αποτελεσματικά.
Αυτό της επέβαλε να ανασυντάξει όλες τις μορφές της κοινωνικής της δράσης όσο και τη σχέση της στρατηγικής της με τους ενδιάμεσους στόχους που έθετε η συγκυρία, αλλά και να διευρύνει τα όρια των πολιτικών της συμμαχιών, γειωμένα στην εξέλιξη της μάχης φασισμού-αντιφασισμού.
Παρά την επίπτωση που αυτό είχε στις ταξικές της αναφορές και στόχους, η στρατηγική αυτή θεωρήθηκε εκ των ων ουκ άνευ, δεδομένου και του κινδύνου να αναβιώσει η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα και πέραν της εξέλιξης της μάχης με τον φασισμό, ακόμα και με τη μορφή της αντίδρασης του «ελεύθερου κόσμου» στις νέες συνθήκες που θα προέκυπταν στις απελευθερωμένες χώρες.
Γιατί Αμερικανοί και Βρετανοί προετοιμάζονταν συστηματικά να «σώσουν» τον πληθυσμό των χωρών της Δυτικής Ευρώπης από την υποτιθέμενη «αταξία» που θα προκαλούσε η εγχώρια Αντίσταση κατά την Απελευθέρωση, ενώ και η πιθανότητα επανόδου του γερμανικού επεκτατισμού είχε στοιχειώσει τις στρατηγικές του διεθνούς κομμουνιστικού κέντρου, και όχι μόνο, σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο.
Αυτός ο φόβος είχε συντελέσει ώστε η ίδια η Σοβιετική Ενωση να εμπλακεί, από την πρώτη στιγμή, σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσει στρατιωτική συμμαχία με τους Βρετανούς -την πρώτη συμφωνία υπέγραψε στις 26 Μαΐου 1942- και έκτοτε να επιδιώξει να διευρύνει τα όρια της διεθνούς αυτής «συνεργασίας» -η προσδοκία της οποίας διέλυσε την Κομμουνιστική Διεθνή, τον Ιούνιο του 1943- και πέραν των αναγκών του πολέμου, στην κατεύθυνση, όπως το έθεσε η Διάσκεψη της Τεχεράνης, τον Δεκέμβριο του 1943, να διαμορφωθεί ένα σταθερό μεταπολεμικό γεωπολιτικό στάτους, ακόμα και αν αυτό προσέλαβε την ωμότητα των σφαιρών επιρροής.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Στάλιν χειροκροτούσε τη διεθνή συνεργασία των συμμαχικών δυνάμεων στο Dumbarton Oaks, το φθινόπωρο του 1944, τη στιγμή που οι Ελληνες κομμουνιστές απορούσαν γιατί ο Κόκκινος Στρατός δεν κινήθηκε πέραν της ελληνο-βουλγαρικής μεθορίου στις παραμονές της Απελευθέρωσης.
Σε αυτές τις διεθνείς κατευθύνσεις προσαρμόστηκε και η ελληνική Αριστερά καθ' όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Απάλειψε όλους τους ταξικούς προγραμματικούς της στόχους, καλλιέργησε τον εκλογικισμό, διατυμπάνισε την ταξική συνεργασία ως μορφή άρθρωσης του «εθνικού» αιτήματος, χωρίς, όμως, να κατορθώσει να αποδυναμώσει πλήρως τη δυναμική της αντιστασιακής πράξης από το να πραγματοποιήσει τις νέες κοινωνικές προτεραιότητες που έθεταν οι μάζες.
Οι «λαϊκές εξουσίες» του Βουνού και οι μηχανισμοί κοινωνικής αλληλεγγύης και κινηματικής δράσης στις πόλεις αποτελούσαν τη νέα επαναστατική συνθήκη που δημιούργησε «ο ένοπλος λαός», η οποία αφέθηκε να συνυπάρξει με συμφωνίες, όπως αυτή του Λιβάνου και της Καζέρτας, που σταδιακά εκτόνωσαν κάθε πρόθεση για ρήξη με τις αστικές δομές εξουσίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, βέβαια, ότι η περιορισμένη διαθεσιμότητα των μαζών ήταν υπαρκτή και προσέκρουε και στην εξάντληση που είχε προκαλέσει ο πόλεμος, όσο και στον διάχυτο φόβο έναντι και του κινδύνου οι βρετανικές ξιφολόγχες να αντικαταστήσουν τη γερμανική Κατοχή, απειλή που έθεσαν ανοιχτά τα πλοία και τα βρετανικά αεραγήματα που κατέκλυσαν τον Πειραιά και την Ελευσίνα τη στιγμή που αποχωρούσαν οι Γερμανοί.
Αλλωστε, το ΕΑΜ δύσκολα μπορούσε να αποκλίνει, όταν γνώριζε ότι πουθενά το διεθνές κίνημα δεν έθετε επαναστατικές προτεραιότητες. Ο Togliatti στην Ιταλία, τον Απρίλιο του 1944, με την περιβόητη svolta di Salerno προωθούσε την ενσωμάτωση του ΚΚΙ στην κυβέρνηση του Badoglio, ο M. Thorez συνεργαζόταν με τον De Gaulle, ενώ ακόμα και ο Μάο στην Κίνα πρότεινε συμβιβασμό στον Chiang Kai-shek.
Για τους Ελληνες κομμουνιστές, έναντι και της απροθυμίας της Μόσχας να τους στέρξει, ήταν σχεδόν αδύνατη η όποια διαφοροποίηση, ιδίως όταν οι σύντροφοί τους στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες ηγούνταν των μετακατοχικών κυβερνήσεων, υλοποιούσαν προγράμματα εκτεταμένης κοινωνικής αναδιανομής, σχεδίαζαν εθνικοποιήσεις κεφαλαίων και υπόσχονταν μακρά κοινωνική ειρήνη.
Ηταν αυτές ακριβώς οι συνθήκες που ενίσχυσαν τις ψευδαισθήσεις της ηγεσίας της ελληνικής Αριστεράς για μια πιθανή ταξική ανακωχή μετά την Απελευθέρωση. Ηταν και η αδυναμία να γίνουν αντιληπτοί οι μετασχηματισμοί που συντελέστηκαν στο εσωτερικό της αστικής τάξης κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Μετασχηματισμοί που προσήλωσαν τις νέες κυρίαρχες αστικές μερίδες στην επαναφορά των κατοχικών δομών οικονομικής κυριαρχίας, επιβάλλοντας αφεύκτως τη σύγκρουση.
Το μόνο εμπόδιο ήταν ότι οι Βρετανοί δεν διέθεταν ακόμα, λόγω των ανοιχτών μετώπων στην Ευρώπη, επαρκείς δυνάμεις για να υλοποιήσουν το πραξικόπημα που σχεδίαζαν, ενώ τα «συντάγματα» της «Χ» και των Ταγμάτων Ασφαλείας δυσκολεύονταν στη στρατολόγηση ακόμα και λούμπεν στοιχείων.
Από τη σκοπιά αυτή, το βιβλίο του Δ. Μαριόλη «Η αδύνατη ταξική ανακωχή»αναδεικνύει με αδρό τρόπο τον προβληματισμό αυτό στο πλαίσιο του ταξικού υποστρώματος της μεταπολεμικής σύγκρουσης στην Ελλάδα.
Γιατί σε πείσμα του πανευρωπαϊκού παραδείγματος, η ελληνική αστική τάξη απαίτησε, από την πρώτη στιγμή, να επιβάλει το αποκρουστικό ταξικό της συμφέρον, παραδίδοντας τη χώρα σε μια μαύρη αγορά που ανθούσε, σε έναν πρωτοφανή πληθωρισμό και κερδοσκοπία που κατέτρωγαν τα πάντα, καταληστεύοντας ακόμα και τα ψιχία της βοήθειας που προορίζονταν για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, αφήνοντας τους εργάτες απλήρωτους να λιμοκτονούν, δίπλα σε αποθήκες κατάφορτες με τα προϊόντα που είχαν αποκρυβεί, με τις μικρές καταθέσεις να εξανεμίζονται εν μιά νυκτί λόγω των νομισματικών πολιτικών και τον αποθησαυρισμό να αποτελεί τον κύριο μηχανισμό απόσπασης υπεραξίας.
Ταυτόχρονα, νομιμοποίησε την κλοπή των περιουσιών που συντελέστηκε στην Κατοχή, αφήνοντας ανέγγιχτα τα κέρδη που προσπόρισε σε πολλούς και εκποιώντας απροσχημάτιστα τις πρώτες ύλες και τα κεφαλαιουχικά αγαθά της χώρας, συμπιέζοντας στο έπακρο τους μισθούς και τα επίπεδα απασχόλησης.
Και αυτά με το ξένο κεφάλαιο να ελλοχεύει, χρησιμοποιώντας τους Βρετανούς «απελευθερωτές» ως μηχανισμό ελέγχου της ελληνικής οικονομικής ζωής, επιβάλλοντας μια εκτεταμένη σχέση εξάρτησης και ολοκληρώνοντας το σχέδιο πολιτικής κατάληψης της χώρας (Σχέδιο Μάννα), μέσω του χειρισμού της πείνας.
Η πρωτοφανής απαίτησή τους να συνδεθεί το ύψος της βοήθειας με περικοπές μισθών δεν ήταν παρά μια εκδοχή της απέλπιδας προσπάθειας μιας αυτοκρατορίας που κατέρρεε να διασώσει κάποιες από τις αγορές της, ιδίως έναντι του δολαρίου που την εκτόπιζε από την παγκόσμια οικονομία μετά τις συμφωνίες του Bretton Woods, του Ιουλίου του 1944. Και μάλιστα, αντικαθιστώντας το κατοχικό μάρκο με τη βρετανική στρατιωτική λίρα, όπως σε κάθε τυπική αποικία.
Ολα αυτά με το ΕΑΜ και το ΚΚΕ να εκλιπαρούν να εφαρμοστεί μια κεϊνσιανή πολιτική στήριξης της κατανάλωσης και να χρηματοδοτηθεί η εγχώρια βιομηχανία από τις δημόσιες επενδύσεις, χωρίς να καταληστεύεται το δημόσιο ταμείο.
Και, βέβαια, χωρίς καν να θέτουν θέμα εθνικοποιήσεων, έτοιμα να προσφέρουν στο ελληνικό κεφάλαιο ένα εργατικό δυναμικό που θα δεχόταν ένα όριο λιτότητας για «πατριωτικούς λόγους», τη στιγμή, μάλιστα, που αυτό, εκπαιδευμένο μέσα στις συνθήκες των εργατικών αγώνων της Κατοχής, έσφυζε από πρωτοφανή δυναμισμό.
Οταν δε, στο τέλος του Νοεμβρίου του 1944, θα αρχίσει να απαιτεί άμεσα μέτρα για την επίταξη των εργοστασίων που παρέμεναν κλειστά, για τη φορολογία των κερδών, για τον έλεγχο των τιμών, θα δεχτεί μια άνευ προηγουμένου βρετανική στρατιωτική επίθεση με το πρόσχημα ότι προσπάθησε να αφοπλίσει μερικά αστυνομικά τμήματα του κέντρου της Αθήνας, που ευθύνονταν για τη σφαγή της διαδήλωσης της πλατείας Συντάγματος, στις 3 Δεκεμβρίου 1944.
*Ιστορικός, εντεταλμένος διδασκαλίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου