ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΕ
Του Γ. ΒΑΣΣΑΛΟΥ*
Σύμφωνα με την κυρίαρχη πολιτική θεωρία, η νομιμοποίηση των εξουσιών της ΕΕ στη
συνείδηση των πολιτών μπορεί να έρθει είτε μέσα από το αίσθημα της
δημοκρατικής συμμετοχής τους στη λήψη των αποφάσεων (input legitimacy),
είτε μέσα από την εκ των υστέρων διαπίστωση ότι οι αποφάσεις αυτές ήταν
αποτελεσματικές στο να τους ωφελήσουν (output legitimacy).1
Από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης
και μετά, η ΕΕ αποτυγχάνει παταγωδώς να νομιμοποιηθεί μέσω οιασδήποτε
εκ των δύο οδών. Αυτό δεν είναι διαπίστωση κάποιων αριστερών, αλλά του
χρηματοδοτούμενου κυρίως από πολυεθνικές θινκ τανκ CEPS, σε μελέτη που
εκπόνησε επί πληρωμή για την Ευρωβουλή.2
Σύμφωνα με το CEPS, από
τη σύλληψή της η Ευρωζώνη προσπάθησε να νομιμοποιηθεί μόνο εκ της
«αποτελεσματικότητας» και δε συμπεριέλαβε κανένα μηχανισμό δημοκρατικού
ελέγχου. Ο τρόπος, έπειτα, με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η κρίση, αφενός
διέλυσε κάθε νομιμοποίηση «εκ του αποτελέσματος», από τη στιγμή που αυτό
ήταν η μαζική φτωχοποίηση, αφετέρου όμως αποτέλεσε και μια επίθεση στις
δομές δημοκρατικής συμμετοχής που υπήρχαν σε εθνικό επίπεδο. Πρώτον, η
συγκρότηση της Τρόικας επέτρεψε στους γραφειοκράτες της Κομισιόν να ελέγχουν τις αποφάσεις σε επίπεδο υπουργείων σε οκτώ κράτη-μέλη 3 που αντιπροσωπεύουν το 1/5 του πληθυσμού της Ένωσης. Δεύτερον,
η νομοθεσία που υιοθετήθηκε για την οικονομική διακυβέρνηση έδωσε στην
Κομισιόν τη μόνιμη δυνατότητα να εξετάζει τους εθνικούς προϋπολογισμούς
πριν την κατάθεσή τους στα κοινοβούλια και να απαιτεί αλλαγές, καθώς
επίσης και να επιβάλει συγκεκριμένες πολιτικές, στο σύνολο των κρατών
της Ευρωζώνης υπό την απειλή προστίμων ή διακοπής των ροών από τα
«ταμεία συνοχής».
Η
συγκεντροποίηση των πολιτικών αποφάσεων που αφορούν την οικονομία στις
Βρυξέλλες αποτέλεσε διακηρυγμένο στόχο των λόμπι των πολυεθνικών από το
2002 και η κρίση αποτέλεσε την ευκαιρία για να τον εκπληρώσουν σε μεγάλο
βαθμό. Το σχέδιο των πολυεθνικών ήταν εξ αρχής να αφαιρεθεί από τις
δυνάμεις της εργασίας η δυνατότητα να επιβάλλουν πράγματα στις εθνικές
κυβερνήσεις κι έτσι να αυξηθεί το ποσοστό της υπεραξίας που αποσπάται
από αυτές. Καθότι, όμως, αφενός το σχέδιο αυτό πλήττει τον πυρήνα του
τρόπου λειτουργίας των κοινοβουλευτικών συστημάτων εδώ και δεκαετίες κι
αφετέρου δεν καταφέρνει να πετύχει το στόχο της ανάπτυξης που οι ίδιες
οι πολυεθνικές θέτουν, η κρίση νομιμοποίησης εντάθηκε.
Στα τέλη του 2012,
οι πρόεδροι των τεσσάρων σημαντικότερων θεσμών της ΕΕ (Κομισιόν,
Συμβούλιο, Γιούρογκρουπ και ΕΚΤ), παραγκωνίζοντας το μοναδικό εκλεγμένο
όργανο, την Ευρωβουλή, παρουσίασαν ορισμένες προτάσεις4
για το πώς θα μπορούσε να λυθεί αυτό που τότε επέλεξαν να αποκαλέσουν
πρόβλημα δημοκρατικής νομιμοποίησης. Βασική πρόταση ήταν η υποχρεωτική
υπογραφή μεταξύ κάθε χώρας της Ευρωζώνης και των θεσμών της ΕΕ (βασικά του Γιούρογκρουπ και της Κομισιόν) «Συμβατικών Διακανονισμών» (Contractual
arrangements) που να περιλαμβάνουν ένα πολυετές οικονομικό πρόγραμμα
για κάθε χώρα. Η «δημοκρατική νομιμοποίηση» θεώρησαν ότι μπορεί να
προκύψει από την απλή συζήτηση για την πορεία του κάθε προγράμματος στην
Ευρωβουλή κι από την έγκριση του στο κάθε εθνικό κοινοβούλιο. Στην
πραγματικότητα, πρόκειται για περεταίρω συρρίκνωση της δημοκρατίας σε
εθνικό επίπεδο, αφού η πρόταση αυτή γενίκευει και κανονικοποίει το
πείραμα της Τρόικας στο σύνολο της Ευρωζώνης, δηλαδή το να καθορίζεται
σε επίπεδο διπλωματικών διαπραγματεύσεων κάτι που πριν ήταν διακύβευμα
εκλογικών, συνδικαλιστικών και ευρύτερα κοινωνικο-πολιτικών διαδικασιών
και διεργασιών. Πρόκειται επίσης για καρικατούρα κοινοβουλευτισμού και
όσον αφορά την Ευρωβουλή, η οποία απλά θα συζητά φιλολογικά τη συμφωνία
δύο άλλων μερών.
Οι
τέσσερις πρόεδροι είχαν τη «μεγαλοψυχία» να προβλέψουν πως αν σε κάποια
χώρα εκλεγόταν μια νέα κυβέρνηση με κάπως διαφορετικό πρόγραμμα θα
μπορούσε να επαναδιαπραγματευθεί το «Συμβατικό διακανονισμό»,
αλλά σε καμία περίπτωση να εφαρμόσει το πρόγραμμα με το οποίο
εκλέχτηκε. Η ΕΕ δεν έχει προλάβει να νομοθετήσει τους «συμβατικούς
διακανονισμούς», αλλά υπάρχει τεράστιος κίνδυνος η Ελλάδα να γίνει τον
Ιούνη η πρώτη χώρα στην οποία θα εφαρμοστούν πιλοτικά.
Σε εκτενέστερο κείμενό της, στα τέλη του 2012, η Κομισιόν5
ανέπτυξε τις ιδέες των ηγετών της ΕΕ. Σε αυτό, παραδεχόταν ότι οι
απλές συζητήσεις στα κοινοβούλια δε μπορούν να εξασφαλίσουν δημοκρατική
νομιμοποίηση και πρότεινε τη ριζική αύξηση του προϋπολογισμού της ΕΕ ως
προς το ΑΕΠ της και τη μερική αμοιβαιοποίηση του χρέους μέσω της
σύναψης δανείων από την ίδια την ΕΕ με τα πολυθρύλητα ευρω-ομόλογα. Κάτι
τέτοιο δε θα απάλλασσε τα κράτη-μέλη από τα υπερβολικά χρέη τους, αλλά
θα τους έδινε ορίζοντα 25ετίας για την αποπληρωμή του κομματιού πέραν
του 60% του ΑΕΠ τους. Στη βάση αυτή, η Κομισιόν θεώρησε ότι η δημοκρατική νομιμοποίηση θα μπορούσε να αυξηθεί 1) μέσω του ελέγχου της Ευρωβουλής πάνω στον αυξημένο αυτό προϋπολογισμό, 2)
μέσω του ελέγχου του προτεινόμενου μηχανισμού αμοιβαιοποίησης του
χρέους από κοινού από το ευρωπαϊκό και τα εθνικά κοινοβούλια. Οι
προτάσεις αυτές δε θα έλυναν το πρόβλημα της διάχυσης της κυριαρχίας
μέσα σε μία συνεχή διαπραγμάτευση ανάμεσα σε διαφορετικά εκλεγμένα και
μη όργανα.
Σε κάθε
περίπτωση, καμία από αυτές δεν προχώρησε καθότι θα απαιτούσαν
τροποποίηση των συνθηκών της ΕΕ και άρα ομοφωνία των κυβερνήσεων. Το
CEPS, αν και πιο άμεσα συνδεδεμένο με τις πολυεθνικές από την Κομισιόν,
είχε περισσότερη άνεση να πει στη μελέτη του ότι μόνο μια πλήρης
πολιτική ενοποίηση με ενιαία φορολογία και δυνατότητα μεταφοράς πόρων θα
μπορούσε να πετύχει τη δημοκρατική νομιμοποίηση της διακυβέρνησης της
Ευρωζώνης, αφού μόνο στα πλαίσιά της θα υπήρχε η δυνατότητα δημοκρατικής
συζήτησης και απόφασης μεταξύ των πολιτών πάνω στη διαχείριση των
κοινών πόρων. «Ωστόσο», συμπλήρωσε, «μια ομοσπονδία δε διαφαίνεται στον
ορίζοντα και δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο ότι οι πολίτες θα την αποδέχονταν».
Σίγουρα δεν τη δέχονται πολίτες σαν τον Κ. Λαπαβίτσα
που παρατήρησε ότι: «δεν υπάρχει ένας ευρωπαϊκός «δήμος» κι ούτε θα
έπρεπε να υπάρχει. Ευρώπη σημαίνει πληθώρα γλωσσών και πολιτισμών. Από
πότε είναι επιθυμητό να είμαστε ένα μόνο πράγμα, Ευρωπαίοι;». Aκόμα,
όμως, κι ο Γιουνκέρ είπε ότι: «ποτέ δε θα έχουμε τις Ηνωμένες Πολιτείες
της Ευρώπης. Πρέπει να απεμπλακούμε από την ιδέα ότι μπορούμε να
οικοδομήσουμε την Ευρώπη ενάντια στα έθνη της»6.
Η συνένωση οντοτήτων σε ενιαίους «λαούς/δήμους» έγινε στο παρελθόν
είτε μετά από κοινωνικά προοδευτικές επαναστάσεις με αντι-αποικιακό,
αντι-ιμπεριαλιστικό στίγμα (ΗΠΑ, ΕΣΣΔ), είτε μέσω της επικράτησης ενός ηγεμονικού κρατιδίου
(πχ. η Πρωσία στην περίπτωση της γερμανικής ενοποίησης) και πάλι όμως
συνοδευόμενης από προοδευτικές μεταρρυθμίσεις σε σχέση με την
προηγούμενη κατάσταση, είτε από ένα συνδυασμό των δύο (Ιταλία).
«Το Ευρώ δεν είναι απλά ένα νόμισμα αλλά ένα πολιτικό σχέδιο», ξεκαθάρισε ένα δεύτερο κείμενο των προέδρων των τεσσάρων ισχυρότερων θεσμών της ΕΕ, το Φλεβάρη του 2015 7.
Και οι μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνει το πολιτικό αυτό σχέδιο από τη
σύλληψη του είναι κοινωνικά και πολιτικά οπισθοδρομικές, αφού
συνίστανται βασικά στην αφαίρεση των κοινωνικών και πολιτικών
δικαιωμάτων της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας. Γι αυτό και στο
δεύτερο κείμενο τους για τις προοπτικές της διακυβέρνησης της Ευρωζώνης,
οι ηγέτες της ΕΕ απέφυγαν κάθε αναφορά στο επίθετο
«δημοκρατική» μπροστά από τη νομιμοποίηση που αναζητούν. Χαρακτηριστικό
είναι επίσης ότι «πολίτες και αγορές» αντιμετωπίζονται ισότιμα ως οι
φορείς που πρέπει να δώσουν τη νομιμοποίηση αυτή. Αντί της
αμοιβαιοποίησης υπό μερικό δημοκρατικό έλεγχο που προτεινόταν το 2012,
το μοίρασμα του οικονομικού ρίσκου προτείνεται τώρα να γίνει μέσω μιας
ακόμα μεγαλύτερης ανάμειξης του ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού τομέα.
Με το
κείμενο αυτό η ΕΕ παραιτείται στην ουσία από κάθε προσπάθεια
νομιμοποίησης μέσω της δημοκρατικής συμμετοχής, η οποία θα απαιτούσε και
το πρόταγμα ενός θετικού οράματος, και επενδύει σε νομιμοποίηση μέσω
της αποτελεσματικότητας της 1) να εξυπηρετεί «τις αγορές» και 2) να τρομοκρατεί τους πολίτες ότι έξω από αυτήν θα είναι χειρότερα (Γιουνκέρ:
«η νομισματική ένωση θα είναι επιτυχής μόνο αν τα πλεονεκτήματα του να
είσαι μέσα σε αυτή είναι περισσότερα από τα πλεονεκτήματα του να είσαι
απέξω»).
Όπως
συνάγεται από τα παραπάνω κι όπως η ίδια η ΕΕ πλέον παραδέχεται, το Ευρώ
δεν είναι μια διαδικασία που μπορεί να οδηγήσει σε μια δημοκρατική
ομοσπονδοποίηση. Εξ ου και η ματαιότητα για την ευρωπαϊκή αριστερά να
επιδιώκει τη μετατροπή της Ευρωβουλής σε προοδευτική συντακτική
συνέλευση. Πριν από εκατό χρόνια, ο Λένιν έγραψε «οι Hνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, κάτω από τον καπιταλισμό, είναι είτε αδύνατες είτε αντιδραστικές» και αντέταξε σε αυτό την «ελεύθερη ένωση των εθνών του σοσιαλισμού»8.
Μια νέα λαϊκή κυριαρχία δε μπορεί παρά να κατακτηθεί στο εθνικό
επίπεδο. Το πρώτο καθήκον, λοιπόν, για την προώθηση μιας προοδευτικής
και δημοκρατικής ενοποίησης είναι η συγκρότηση των «εθνών» αυτών «του
σοσιαλισμού», δηλαδή η ηγεμόνευση των συμφερόντων της κοινωνικής
πλειοψηφίας μέσα στους εθνικούς σχηματισμούς σε ρήξη με το αντιδραστικό
οικοδόμημα της ΕΕ.
[1] Oι
πολιτικοί επιστήμονες Fritz Scharpf και David Easton επεξεργάστηκαν
αυτές τις έννοιες βασισμένοι στο γνωμικό του Λίνκολν «από το λαό και για
το λαό».[2] http://www.europarl.europa.eu/RegData/etudes/STUD/2014/536312/IPOL_STU%282014%29536312_EN.pdf
[3] Ουγγαρία, Ρουμανία, Λετονία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος και σε μια πιο μερική μορφή η Ισπανία.
[4] http://www.consilium.europa.eu/uedocs/cms_Data/docs/pressdata/en/ec/134069.pdf
[5] http://ec.europa.eu/archives/commission_2010-2014/president/news/archives/2012/11/pdf/blueprint_en.pdf
[6] https://euobserver.com/political/128012
[7] http://ec.europa.eu/priorities/docs/economic-governance-note_en.pdf
[8] https://www.marxists.org/ellinika/archive/lenin/works/1915/08/23/use.htm
*Πηγή Περιοδικό Unfollow Απριλίου (Τεύχος 40)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου