Η γεωγραφική ανισότητα ως κινούμενη αντίφαση του κεφαλαίου
Αυτές τις μέρες εκδόθηκε στη Γερμανία ένα νέο βιβλίο του David Harvey με τίτλο «Δεκαεφτά αντιφάσεις και το τέλος του καπιταλισμού»[1]. Η αντίφαση αριθ. έντεκα έχει τον τίτλο «Γεωγραφική ανισότητα». Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί το πρώτο μέρος αυτού του κεφαλαίου (ΠΓ).
Αυτές τις μέρες εκδόθηκε στη Γερμανία ένα νέο βιβλίο του David Harvey με τίτλο «Δεκαεφτά αντιφάσεις και το τέλος του καπιταλισμού»[1]. Η αντίφαση αριθ. έντεκα έχει τον τίτλο «Γεωγραφική ανισότητα». Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί το πρώτο μέρος αυτού του κεφαλαίου (ΠΓ).
του David Harvey
Το κεφάλαιο επιδιώκει να παράγει ένα τοπίο που να είναι ευνοϊκό για τη δική του αναπαραγωγή. Σ΄ αυτό δεν υπάρχει τίποτα το παράξενο ή το αφύσικο: Ακόμη και τα μυρμήγκια και οι κάστορες αλλάζουν το περιβάλλον τους, γιατί όχι και το κεφάλαιο; Ωστόσο, ο κόσμος στον οποίο ζούμε αποσταθεροποιείται διαρκώς από τεχνικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Το κεφάλαιο πρέπει επομένως αναπόφευκτα να προσαρμοστεί, ενόσω απ΄ την άλλη μεριά συμμετέχει επίσης αποφασιστικά στη διαμόρφωση αυτού του κόσμου.
Οι αντιφάσεις μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, ανταγωνισμού και μονοπωλίου, ιδιωτικής ιδιοκτησίας και κράτους, συγκέντρωσης και αποκέντρωσης, σταθερότητας και κίνησης, δυναμικής και αδράνειας, φτώχειας και πλούτου, καθώς και μεταξύ των διάφορων επιπέδων μεγέθους, εκδηλώνονται στο τοπίο. Ανάμεσα σε όλες αυτές τις διάφορες δυνάμεις ο συνδυασμός δυό ζητημάτων έχει ιδιαίτερη σημασία: τα αμέτρητα μοριακά προτσές της συσσώρευσης του κεφαλαίου στο χώρο και το χρόνο και η προσπάθεια της κρατικής εξουσίας να οργανώσει το τοπίο.
Το γεωγραφικό τοπίο που διαμορφώνει το κεφάλαιο, δεν είναι ένα καθαρά παθητικό προϊόν. Το τοπίο αναπτύσσεται σύμφωνα με τους δικούς του κανόνες και επιδρά πάνω στη συσσώρευση του κεφαλαίου ακριβώς, όπως και αντιστρόφως οι αντιφάσεις του κεφαλαίου και του καπιταλισμού εκφράζονται στο χώρο και το χρόνο. Η άνιση, αντιφατική και μερικώς αυτόνομη ανάπτυξη του γεωγραφικού τοπίου παίζει κατά τη γέννηση των κρίσεων έναν αποφασιστικό ρόλο. Χωρίς αυτό, το κεφάλαιο θα είχε προ πολλού ακινητοποιηθεί, νοούμενο σε αποσύνθεση. Το τοπίο συμβάλει αποφασιστικά ώστε το κεφάλαιο να ανασυντάσσεται σε τακτικά χρονικά διαστήματα.
Το κεφάλαιο και το καπιταλιστικό κράτος βάζουν τη σφραγίδα τους στους χώρους και στους τόπους, στους οποίους λαμβάνουν χώρα οικονομικές δραστηριότητες. Για την κατασκευή ενός σιδηροδρόμου για παράδειγμα, είναι αναγκαία μια ποσότητα κεφαλαίου. Για να είναι κερδοφόρος ο σιδηρόδρομος πρέπει να χρησιμοποιηθεί, και μάλιστα τόσο διάστημα και τόσο συχνά όσο είναι αυτό δυνατό. Στην περίπτωση που δε συμβεί αυτό, τότε η εταιρεία σιδηροδρόμων χρεοκοπεί, και το κεφάλαιο που επενδύθηκε χάνεται ή το λιγότερο μειώνεται η αξία του. Ως εκ τούτου, το κεφάλαιο πρέπει να χρησιμοποιεί το σιδηρόδρομο μόλις αυτός κατασκευαστεί. Για ποιο λόγο όμως το κεφάλαιο χρειάζεται ένα σιδηρόδρομο;
Χωρικός ανταγωνισμός
Για να διασχιστεί ο χώρος, αυτό κοστίζει χρόνο και χρήματα. Η εξοικονόμηση χρόνου και χρημάτων αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για την κερδοφορία. Επομένως, οι τεχνικές, οργανωτικές και λογιστικές καινοτομίες αποκτούν μεγάλη σημασία επειδή μειώνουν τα κόστη και το χρόνο που πρέπει να δαπανηθούν για τις κινήσεις στο χώρο. ΟΙ παραγωγοί γνωρίζουν τις νέες τεχνολογίες αρκετά καλά, γι΄ αυτό και ερευνούν διαρκώς για νέες μεθόδους με τις οποίες θα είναι σε θέση να μειώσουν τα κόστη ή το χρόνο της κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Τεχνολογίες που κατορθώνουν ακριβώς αυτό, μπορούν να προωθηθούν εύκολα. Η «καταστροφή του χώρου μέσω του χρόνου» αποτελεί ένα κεντρικό στόχο των καπιταλιστικών προσπαθειών.
Υπάρχουν δυό δυνατότητες για να μειωθούν τα κόστη και η δαπάνη χρόνου. Αφενός, μπορούν να ανανεώνονται διαρκώς οι τεχνολογίες μεταφορών και επικοινωνιών. Η ιστορία του κεφαλαίου είναι εξαιρετικά πλούσια σε τέτοιου είδους καινοτομίες (από διώρυγες μέχρι και αεριωθούμενα). Η αποτελεσματικότητα εξαρτάται απ΄ το τι θα πρέπει να κινηθεί. Το χρήμα στην πιστωτική του μορφή κάνει σήμερα το γύρο του πλανήτη σε ελάχιστο χρόνο. Αυτό δεν ήταν πάντα έτσι. Πολύ περισσότερο, η τεράστια κινητικότητα του χρηματικού κεφαλαίου χάρη στις τεχνολογίες πληροφοριών αποτελεί μια ιδιαιτερότητα της εποχής μας. Τα εμπορεύματα είναι γενικά λιγότερο κινητά. Υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στη μετάδοση ενός παγκόσμιου πρωταθλήματος ποδοσφαίρου και τη μεταφορά φιαλών νερού, δοκών χάλυβα, επίπλων ή αλλοιώσιμων αγαθών, όπως, μούρων, γάλακτος, άσπρων λουκάνικων και ψωμιού. Αλλά και η κίνηση των εμπορευμάτων διαφέρει ανάλογα με τις ιδιότητές τους. Η παραγωγή –με μερικές εξαιρέσεις όπως οι ίδιες οι μεταφορές- είναι η πιο ακίνητη μορφή κεφαλαίου. Συνήθως παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα σ΄ έναν τόπο, σε κάποιες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τη ναυπηγική ή τις βιομηχανίες χάλυβα και αυτοκινήτων, μπορεί να πρόκειται για μεγάλες χρονικές περιόδους. Οι ραπτομηχανές αντιθέτως για τα sweatshops[2] μπορούν να μεταφερθούν εύκολα. Η πλήρης ακινησία των επιχειρήσεων του πρωτογενή τομέα –γεωργία και δασοκομία, μεταλλευτική βιομηχανία και ιχθυοκαλλιέργειες- για προφανείς λόγους αποτελούν μια ειδική περίπτωση.
Τα
μειωμένα κόστη για τις μεταφορές και τις επικοινωνίες μπορούν να
διευκολύνουν την κατανομή των δραστηριοτήτων σε όλο και μεγαλύτερες
γεωγραφικές περιοχές. Όταν τα κόστη μεταφοράς και η δαπάνη χρόνου κατά
τις αποφάσεις εγκατάστασης σ΄ έναν τόπο έχουν μικρό ειδικό βάρος, τότε
το κεφάλαιο επιχειρεί σε τόπους που απέχουν πολύ μακριά μεταξύ τους. Ο
καταμερισμός εργασίας μέσα σε μια εταιρεία μπορεί να αποκεντρωθεί και να
κατανεμηθεί σε διαφορετικούς τόπους. Μέσω της δυνατότητας του
offshoring [ΠΓ: της μετεγκατάστασης στην αλλοδαπή] αποδυναμώνεται η τάση
σχηματισμού μονοπωλίου. Η εξειδίκευση στην περιφέρεια και ο
καταμερισμός εργασίας ενισχύονται επειδή μικρές διαφορές στα κόστη
σημαίνουν υψηλότερα κέρδη για το κεφάλαιο.Για να διασχιστεί ο χώρος, αυτό κοστίζει χρόνο και χρήματα. Η εξοικονόμηση χρόνου και χρημάτων αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για την κερδοφορία. Επομένως, οι τεχνικές, οργανωτικές και λογιστικές καινοτομίες αποκτούν μεγάλη σημασία επειδή μειώνουν τα κόστη και το χρόνο που πρέπει να δαπανηθούν για τις κινήσεις στο χώρο. ΟΙ παραγωγοί γνωρίζουν τις νέες τεχνολογίες αρκετά καλά, γι΄ αυτό και ερευνούν διαρκώς για νέες μεθόδους με τις οποίες θα είναι σε θέση να μειώσουν τα κόστη ή το χρόνο της κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Τεχνολογίες που κατορθώνουν ακριβώς αυτό, μπορούν να προωθηθούν εύκολα. Η «καταστροφή του χώρου μέσω του χρόνου» αποτελεί ένα κεντρικό στόχο των καπιταλιστικών προσπαθειών.
Υπάρχουν δυό δυνατότητες για να μειωθούν τα κόστη και η δαπάνη χρόνου. Αφενός, μπορούν να ανανεώνονται διαρκώς οι τεχνολογίες μεταφορών και επικοινωνιών. Η ιστορία του κεφαλαίου είναι εξαιρετικά πλούσια σε τέτοιου είδους καινοτομίες (από διώρυγες μέχρι και αεριωθούμενα). Η αποτελεσματικότητα εξαρτάται απ΄ το τι θα πρέπει να κινηθεί. Το χρήμα στην πιστωτική του μορφή κάνει σήμερα το γύρο του πλανήτη σε ελάχιστο χρόνο. Αυτό δεν ήταν πάντα έτσι. Πολύ περισσότερο, η τεράστια κινητικότητα του χρηματικού κεφαλαίου χάρη στις τεχνολογίες πληροφοριών αποτελεί μια ιδιαιτερότητα της εποχής μας. Τα εμπορεύματα είναι γενικά λιγότερο κινητά. Υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στη μετάδοση ενός παγκόσμιου πρωταθλήματος ποδοσφαίρου και τη μεταφορά φιαλών νερού, δοκών χάλυβα, επίπλων ή αλλοιώσιμων αγαθών, όπως, μούρων, γάλακτος, άσπρων λουκάνικων και ψωμιού. Αλλά και η κίνηση των εμπορευμάτων διαφέρει ανάλογα με τις ιδιότητές τους. Η παραγωγή –με μερικές εξαιρέσεις όπως οι ίδιες οι μεταφορές- είναι η πιο ακίνητη μορφή κεφαλαίου. Συνήθως παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα σ΄ έναν τόπο, σε κάποιες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τη ναυπηγική ή τις βιομηχανίες χάλυβα και αυτοκινήτων, μπορεί να πρόκειται για μεγάλες χρονικές περιόδους. Οι ραπτομηχανές αντιθέτως για τα sweatshops[2] μπορούν να μεταφερθούν εύκολα. Η πλήρης ακινησία των επιχειρήσεων του πρωτογενή τομέα –γεωργία και δασοκομία, μεταλλευτική βιομηχανία και ιχθυοκαλλιέργειες- για προφανείς λόγους αποτελούν μια ειδική περίπτωση.
Μεταφορές και πυκνοκατοικημένη (βιομηχανική) περιοχή [Agglomeration]
Εξαιτίας του οξυμένου χωρικού ανταγωνισμού προκύπτουν νέα, γεωγραφικά διαμορφωμένα παραγωγικά πρότυπα. Έτσι, οι νεοφυείς επιχειρήσεις[3] στη Νότια Κορέα –όπου η παραγωγή χάλυβα είναι χαμηλότερου κόστους, χάρη στις φθηνότερες εργατικές δυνάμεις και την ευκολότερη πρόσβαση στις πρώτες ύλες και τις αγορές- εκτοπίζουν από την αγορά τις πιο δαπανηρές και τις λιγότερο αποδοτικές βιομηχανίες από το Πίτσμπουργκ και το Σέφιλντ. Η βιομηχανία αυτοκινήτων στο Ντιτρόιτ δεν καταστράφηκε μόνο εξαιτίας του αλλοδαπού ανταγωνισμού, αλλά και εξαιτίας των εγκαταστάσεων νέων εργοστασίων στο Τεννεσί και την Αλαμπάμα, όπου οι μισθοί ήταν χαμηλότεροι και τα συνδικάτα πιο αδύναμα. Τον 19ο αιώνα τα φθηνά σιτηρά από τη βόρεια Αμερική δυσκόλεψαν την ευρωπαϊκή αγροτική οικονομία επειδή οι νέοι σιδηρόδρομοι και τα ατμόπλοια μείωσαν σημαντικά τα κόστη μεταφοράς και είχαν το ίδιο αποτέλεσμα όπως και η επανάσταση στα κοντέινερ μετά το 1970 για το παγκόσμιο εμπόριο. Η αποβιομηχάνιση (η σκοτεινή πλευρά της γεωγραφικής επέκτασης) λαμβάνει χώρα ήδη εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η δεύτερη μέθοδος μείωσης του κόστους και του χρόνου μεταφοράς συνίσταται στην επιλογή του τόπου εγκατάστασης, ο οποίος φθηναίνει την προμήθεια των μέσων παραγωγής (συμπεριλαμβανομένου των πρώτων υλών), τον εφοδιασμό με εργατικές δυνάμεις και τις πωλήσεις. Όταν πολλές διαφορετικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις πλησιάζουν χωρικά μεταξύ τους (όταν για παράδειγμα προμηθευτές αυτοκινήτων και κατασκευαστές ελαστικών εγκαθίστανται κοντά στα εργοστάσια αυτοκινήτων), τότε καταλήγουμε σε μια «οικονομία πυκνοκατοικημένης (βιομηχανικής) περιοχής» [«Agglomerationswirtschaft»], στην οποία διάφορες εταιρείες και κλάδοι μοιράζονται τις αγορές εργασίας, τις πληροφορίες και τις υποδομές. Από τα πλεονεκτήματα μπορούν να επωφεληθούν όλες οι επιχειρήσεις (για παράδειγμα όταν μια επιχείρηση εκπαιδεύει εργάτες, τους οποίους μπορούν να προσλάβουν άλλες επιχειρήσεις, ή όταν εργάτες προσελκύονται από τις πολλαπλές επαγγελματικές ευκαιρίες σ΄ αυτά τα δυναμικά κέντρα). Αστικοί χώροι πυκνοκατοικημένων (βιομηχανικών) περιοχών αυτού του είδους είναι οικοδομημένα χωρικά περιβάλλοντα, τα οποία χρησιμεύουν συλλογικά στην υποστήριξη μιας σειράς παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Η πυκνοκατοικημένη (βιομηχανική) περιοχή παράγει γεωγραφική συγκέντρωση. Τα μοριακά προτσές της συσσώρευσης του κεφαλαίου συγκεντρώνονται σε συγκεκριμένες οικονομικές περιοχές. Τα όρια αυτών των χώρων είναι πάντα ασαφή και διαπερατά, οι ροές της παραγωγής όμως μιας περιοχής που συμπλέκονται μεταξύ τους, παρουσιάζουν μια αρκετά δομημένη συνοχή, για να οριοθετηθούν από τις άλλες. Το βαμβάκι τον 19ο αιώνα σήμαινε Λάνκαστερ (Μάντσεστερ), ο ανοξείδωτος χάλυβας Σέφιλντ και η κατεργασία μετάλλου Μπέρμιγχαμ. Η δομική συνοχή δεν αφορά εδώ μόνο στα οικονομικά προτσές ανταλλαγής, αλλά και στάσεις [ζωής], πολιτιστικές αξίες, πεποιθήσεις, μάλιστα ακόμη και θρησκευτικές και πολιτικές ταυτότητες. Η στενή συνεργασία απαιτεί κάποια μορφή διεύθυνσης, τις περισσότερες φορές με τη μορφή συστημάτων διοίκησης μέσα στη περιοχή, ώστε να υποστηριχτούν και να εξασφαλιστούν οι συνθήκες για την παραγωγή και την κατανάλωση. Μπορούν να σχηματιστούν κυρίαρχες τάξεις και ταξικές συμμαχίες και να προσδώσουν στις πολιτικές καθώς και στις οικονομικές δραστηριότητες στη περιοχή έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα.
Οι περιφερειακές οικονομίες σχηματίζουν τα χαλαρά συνδεδεμένα κομμάτια του μωσαϊκού μιας άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης, η οποία μπορεί να οδηγήσει στο ότι μερικές περιοχές γίνονται όλο και πιο πλούσιες και οι φτωχιές ακόμη πιο φτωχότερες. Υπεύθυνο είναι ένα φαινόμενο το οποίο ο Γκούναρ Μίρνταλ χαρακτήρισε ως κυκλική και σωρευτική πρόκληση. Χάρη στις καλύτερες αγορές, τις αποτελεσματικότερες, οικονομικότερες και πιο κοινωνικές υποδομές και τη δυνατότητα να παρέχουν τα απαραίτητα μέσα παραγωγής και τις εργατικές δυνάμεις, οι πιο προηγμένες περιοχές είναι για το κεφάλαιο πιο ελκυστικές, κάτι που οδηγεί σε μεγαλύτερα φορολογικά έσοδα, τα οποία με τη σειρά τους επενδύονται στις υποδομές (για παράδειγμα στην εκπαίδευση) –κάτι που ελκύει ακόμη περισσότερο το κεφάλαιο και τις εργατικές δυνάμεις στη περιοχή. Αντιθέτως, σε άλλες περιοχές η μερική παρακμή της οικονομικής δραστηριότητας οδηγεί σε ένα μοιραίο καθοδικό σπιράλ. Το αποτέλεσμα είναι μια άνιση περιφερειακή συγκέντρωση πλούτου, εξουσίας και επιρροής.
Η συνεχιζόμενη συγκέντρωση μέσω της πυκνοκατοικημένης (βιομηχανικής) περιοχής έχει μολαταύτα και τα όριά της. Ο υπερπληθυσμός και η αυξανόμενη μόλυνση του περιβάλλοντος, τα κόστη για τη διοίκηση και τη συντήρηση (με υψηλότερους φόρους και τέλη) απαιτούν και το φόρο υποτελείας τους. Το αυξανόμενο κόστος ζωής οδηγεί σε μισθολογικές διεκδικήσεις, οι οποίες ενδεχομένως να αφαιρέσουν από μια περιοχή την ανταγωνιστικότητα. Με την περιφερειακή συγκέντρωση οι εργάτες μπορούν να οργανωθούν καλύτερα στη πάλη τους ενάντια στην εκμετάλλευση. Οι τιμές των ακινήτων γίνονται ελκυστικές επειδή μια τάξη ραντιέρηδων μπορεί να βγάλει κέρδος από την κατοχή γης η οποία γίνεται όλο και πιο μικρή. Η πόλη της Νέας Υόρκης και το Σαν Φρανσίσκο είναι χώροι δυναμικοί και με υψηλό κόστος, το Ντιτρόιτ και το Πίτσμπουργκ αντιθέτως, εδώ και πολύ χρονικό διάστημα δεν είναι πλέον. Οι εργάτες σήμερα στο Λος Άντζελες είναι καλύτερα οργανωμένοι απ΄ ότι στο Ντιτρόιτ (στη δεκαετία του εξήντα ίσχυε το αντίστροφο).
Εξαιτίας του οξυμένου χωρικού ανταγωνισμού προκύπτουν νέα, γεωγραφικά διαμορφωμένα παραγωγικά πρότυπα. Έτσι, οι νεοφυείς επιχειρήσεις[3] στη Νότια Κορέα –όπου η παραγωγή χάλυβα είναι χαμηλότερου κόστους, χάρη στις φθηνότερες εργατικές δυνάμεις και την ευκολότερη πρόσβαση στις πρώτες ύλες και τις αγορές- εκτοπίζουν από την αγορά τις πιο δαπανηρές και τις λιγότερο αποδοτικές βιομηχανίες από το Πίτσμπουργκ και το Σέφιλντ. Η βιομηχανία αυτοκινήτων στο Ντιτρόιτ δεν καταστράφηκε μόνο εξαιτίας του αλλοδαπού ανταγωνισμού, αλλά και εξαιτίας των εγκαταστάσεων νέων εργοστασίων στο Τεννεσί και την Αλαμπάμα, όπου οι μισθοί ήταν χαμηλότεροι και τα συνδικάτα πιο αδύναμα. Τον 19ο αιώνα τα φθηνά σιτηρά από τη βόρεια Αμερική δυσκόλεψαν την ευρωπαϊκή αγροτική οικονομία επειδή οι νέοι σιδηρόδρομοι και τα ατμόπλοια μείωσαν σημαντικά τα κόστη μεταφοράς και είχαν το ίδιο αποτέλεσμα όπως και η επανάσταση στα κοντέινερ μετά το 1970 για το παγκόσμιο εμπόριο. Η αποβιομηχάνιση (η σκοτεινή πλευρά της γεωγραφικής επέκτασης) λαμβάνει χώρα ήδη εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η δεύτερη μέθοδος μείωσης του κόστους και του χρόνου μεταφοράς συνίσταται στην επιλογή του τόπου εγκατάστασης, ο οποίος φθηναίνει την προμήθεια των μέσων παραγωγής (συμπεριλαμβανομένου των πρώτων υλών), τον εφοδιασμό με εργατικές δυνάμεις και τις πωλήσεις. Όταν πολλές διαφορετικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις πλησιάζουν χωρικά μεταξύ τους (όταν για παράδειγμα προμηθευτές αυτοκινήτων και κατασκευαστές ελαστικών εγκαθίστανται κοντά στα εργοστάσια αυτοκινήτων), τότε καταλήγουμε σε μια «οικονομία πυκνοκατοικημένης (βιομηχανικής) περιοχής» [«Agglomerationswirtschaft»], στην οποία διάφορες εταιρείες και κλάδοι μοιράζονται τις αγορές εργασίας, τις πληροφορίες και τις υποδομές. Από τα πλεονεκτήματα μπορούν να επωφεληθούν όλες οι επιχειρήσεις (για παράδειγμα όταν μια επιχείρηση εκπαιδεύει εργάτες, τους οποίους μπορούν να προσλάβουν άλλες επιχειρήσεις, ή όταν εργάτες προσελκύονται από τις πολλαπλές επαγγελματικές ευκαιρίες σ΄ αυτά τα δυναμικά κέντρα). Αστικοί χώροι πυκνοκατοικημένων (βιομηχανικών) περιοχών αυτού του είδους είναι οικοδομημένα χωρικά περιβάλλοντα, τα οποία χρησιμεύουν συλλογικά στην υποστήριξη μιας σειράς παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Η πυκνοκατοικημένη (βιομηχανική) περιοχή παράγει γεωγραφική συγκέντρωση. Τα μοριακά προτσές της συσσώρευσης του κεφαλαίου συγκεντρώνονται σε συγκεκριμένες οικονομικές περιοχές. Τα όρια αυτών των χώρων είναι πάντα ασαφή και διαπερατά, οι ροές της παραγωγής όμως μιας περιοχής που συμπλέκονται μεταξύ τους, παρουσιάζουν μια αρκετά δομημένη συνοχή, για να οριοθετηθούν από τις άλλες. Το βαμβάκι τον 19ο αιώνα σήμαινε Λάνκαστερ (Μάντσεστερ), ο ανοξείδωτος χάλυβας Σέφιλντ και η κατεργασία μετάλλου Μπέρμιγχαμ. Η δομική συνοχή δεν αφορά εδώ μόνο στα οικονομικά προτσές ανταλλαγής, αλλά και στάσεις [ζωής], πολιτιστικές αξίες, πεποιθήσεις, μάλιστα ακόμη και θρησκευτικές και πολιτικές ταυτότητες. Η στενή συνεργασία απαιτεί κάποια μορφή διεύθυνσης, τις περισσότερες φορές με τη μορφή συστημάτων διοίκησης μέσα στη περιοχή, ώστε να υποστηριχτούν και να εξασφαλιστούν οι συνθήκες για την παραγωγή και την κατανάλωση. Μπορούν να σχηματιστούν κυρίαρχες τάξεις και ταξικές συμμαχίες και να προσδώσουν στις πολιτικές καθώς και στις οικονομικές δραστηριότητες στη περιοχή έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα.
Οι περιφερειακές οικονομίες σχηματίζουν τα χαλαρά συνδεδεμένα κομμάτια του μωσαϊκού μιας άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης, η οποία μπορεί να οδηγήσει στο ότι μερικές περιοχές γίνονται όλο και πιο πλούσιες και οι φτωχιές ακόμη πιο φτωχότερες. Υπεύθυνο είναι ένα φαινόμενο το οποίο ο Γκούναρ Μίρνταλ χαρακτήρισε ως κυκλική και σωρευτική πρόκληση. Χάρη στις καλύτερες αγορές, τις αποτελεσματικότερες, οικονομικότερες και πιο κοινωνικές υποδομές και τη δυνατότητα να παρέχουν τα απαραίτητα μέσα παραγωγής και τις εργατικές δυνάμεις, οι πιο προηγμένες περιοχές είναι για το κεφάλαιο πιο ελκυστικές, κάτι που οδηγεί σε μεγαλύτερα φορολογικά έσοδα, τα οποία με τη σειρά τους επενδύονται στις υποδομές (για παράδειγμα στην εκπαίδευση) –κάτι που ελκύει ακόμη περισσότερο το κεφάλαιο και τις εργατικές δυνάμεις στη περιοχή. Αντιθέτως, σε άλλες περιοχές η μερική παρακμή της οικονομικής δραστηριότητας οδηγεί σε ένα μοιραίο καθοδικό σπιράλ. Το αποτέλεσμα είναι μια άνιση περιφερειακή συγκέντρωση πλούτου, εξουσίας και επιρροής.
Η συνεχιζόμενη συγκέντρωση μέσω της πυκνοκατοικημένης (βιομηχανικής) περιοχής έχει μολαταύτα και τα όριά της. Ο υπερπληθυσμός και η αυξανόμενη μόλυνση του περιβάλλοντος, τα κόστη για τη διοίκηση και τη συντήρηση (με υψηλότερους φόρους και τέλη) απαιτούν και το φόρο υποτελείας τους. Το αυξανόμενο κόστος ζωής οδηγεί σε μισθολογικές διεκδικήσεις, οι οποίες ενδεχομένως να αφαιρέσουν από μια περιοχή την ανταγωνιστικότητα. Με την περιφερειακή συγκέντρωση οι εργάτες μπορούν να οργανωθούν καλύτερα στη πάλη τους ενάντια στην εκμετάλλευση. Οι τιμές των ακινήτων γίνονται ελκυστικές επειδή μια τάξη ραντιέρηδων μπορεί να βγάλει κέρδος από την κατοχή γης η οποία γίνεται όλο και πιο μικρή. Η πόλη της Νέας Υόρκης και το Σαν Φρανσίσκο είναι χώροι δυναμικοί και με υψηλό κόστος, το Ντιτρόιτ και το Πίτσμπουργκ αντιθέτως, εδώ και πολύ χρονικό διάστημα δεν είναι πλέον. Οι εργάτες σήμερα στο Λος Άντζελες είναι καλύτερα οργανωμένοι απ΄ ότι στο Ντιτρόιτ (στη δεκαετία του εξήντα ίσχυε το αντίστροφο).
Απορρόφηση των πλεονασμάτων
Όταν οι τοπικές δαπάνες αυξάνουν πολύ γρήγορα, οι καπιταλιστές αναζητούν άλλες περιοχές προκειμένου να ασκήσουν τις δραστηριότητές τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν εμφανίζονται νέες τεχνολογίες και οι εργατικοί αγώνες γίνονται πιο σκληροί. Έτσι, το Σίλικον Βάλεϊ από τα τέλη της δεκαετίας του εξήντα αντικατέστησε το Ντιτρόιτ ως κέντρο της καπιταλιστικής οικονομίας στις ΗΠΑ –ακριβώς όπως και η Βαυαρία αντικατέστησε την περιοχή του Ρήνου και η Τοσκάνη το Τουρίνο, ενόσω νέοι παγκόσμιοι παίκτες όπως η Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ, η Ταϊβάν, η Νότια Κορέα και τελικά η Κίνα, ανέλαβαν έναν ηγετικό ρόλο για συγκεκριμένα προϊόντα. Οι εξελίξεις αυτές δημιούργησαν περιφερειακές κρίσεις, οι οποίες επεκτάθηκαν και σε άλλους τομείς της οικονομίας. Η παρακμή της «Σκουριασμένης Ζώνης» στις μεσοδυτικές πολιτείες αντιστοιχούσε στην άνοδο της «Ζώνης του Ήλιου» στο νότο των ΗΠΑ. Οι περιφερειακές κρίσεις απασχόλησης και παραγωγής παραπέμπουν κατά κανόνα σε μετατοπίσεις εξουσίας των δυνάμεων, οι οποίες παράγουν το γεωγραφικό τοπίο του κεφαλαίου. Αυτό με τη σειρά του μπορεί τις περισσότερες φορές να σημαίνει μια ριζική αλλαγή του ίδιου του κεφαλαίου.
Το κεφάλαιο πρέπει να αντέξει το σοκ της καταστροφής των παλιών περιοχών και να είναι έτοιμο να οικοδομήσει ένα νέο γεωγραφικό τοπίο πάνω στις στάχτες του παλιού. Για το σκοπό αυτό πρέπει να βρίσκονται διαθέσιμα πλεονάσματα κεφαλαίου και εργατικών δυνάμεων. Ευτυχώς είναι στη φύση του κεφαλαίου να δημιουργεί διαρκώς τέτοια πλεονάσματα, συχνά με τη μορφή της μαζικής ανεργίας και της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Η απορρόφηση αυτών των πλεονασμάτων μέσω της γεωγραφικής επέκτασης και της χωρικής αναδιοργάνωσης, συνεισφέρει στη λύση του προβλήματος των πλεονασμάτων για τα οποία δεν υπάρχει διαφορετικά κερδοφόρα χρήση. Η αστικοποίηση και η περιφερειακή ανάπτυξη γίνονται αυτόνομες σφαίρες των καπιταλιστικών δραστηριοτήτων. Αυτές απαιτούν μεγάλες (συνήθως χρηματοδοτούμενες μέσω χρεών) και πολύ μακροπρόθεσμες επενδύσεις.
Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων το κεφάλαιο κάνει χρήση αυτών των δυνατοτήτων, οι συνέπειες είναι κρατικά χρηματοδοτούμενα έργα υποδομής τα οποία θέτουν σε κίνηση την οικονομική ανάπτυξη. Στη δεκαετία του τριάντα η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσπάθησε να αντιμετωπίσει το πλεόνασμα κεφαλαίου και τους ανέργους με προσανατολισμένα προς το μέλλον οικοδομικά έργα στις μέχρι τότε αναξιοποίητες περιοχές. Περίπου οκτώ εκατομμύρια άνθρωποι απασχολήθηκαν σ΄ αυτά τα προγράμματα στήριξης εργασίας του New Deal[4]. Για παρόμοιους λόγους οι Ναζί οικοδόμησαν το ίδιο χρονικό διάστημα τις εθνικές οδούς. Μετά την οικονομική κρίση του 2008 οι Κινέζοι επένδυσαν δισεκατομμύρια δολάρια σε σχέδια πόλεων και υποδομών για να μειώσουν τα πλεονάσματα σε κεφάλαιο και εργατικές δυνάμεις και να αντισταθμίσουν τις απώλειες στις εξαγωγικές αγορές. Προέκυψαν εντελώς νέες πόλεις. Κατ΄ αυτό τον τρόπο το κινεζικό τοπίο άλλαξε ριζικά.
Με τον τρόπο αυτό το κεφάλαιο ανάπτυξε αυτό που χαρακτηρίζω ως «χωρο-χρονική σταθερά» για το πρόβλημα του πλεονάσματος. Η σταθερά έχει εδώ διπλή σημασία. Ένα μέρος του συνολικού κεφαλαίου σταθεροποιείται κυριολεκτικά για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, δηλαδή ακινητοποιείται / δεσμεύεται. Η «σταθερά» όμως χαρακτηρίζει επίσης τη «λύση» για τις κρίσεις υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου.
Η οργάνωση νέου εδαφικού καταμερισμού εργασίας, νέων συμπλεγμάτων πόρων και νέων περιοχών ως δυναμικών χώρων συσσώρευσης του κεφαλαίου, δίνει νέες ευκαιρίες ώστε να επιτευχθούν κέρδη και να απορροφηθούν πλεονάσματα κεφαλαίου και εργατικών δυνάμεων. Ωστόσο, συχνά τέτοιου είδους γεωγραφικές διευρύνσεις θέτουν σε κίνδυνο τις αξίες οι οποίες είναι ακινητοποιημένες / δεσμευμένες σε άλλους χώρους εγκατάστασης. Η αντίφαση αυτή είναι αναπόφευκτη. Ή το κεφάλαιο αποσύρεται και αφήνει πίσω του ένα ίχνος καταστροφής και πτώση της αξίας, ή μένει εκεί που βρίσκεται, και πνίγεται σε πλεονάσματα για τα οποία δεν βρίσκει καμιά κερδοφόρα χρήση.
Όταν οι τοπικές δαπάνες αυξάνουν πολύ γρήγορα, οι καπιταλιστές αναζητούν άλλες περιοχές προκειμένου να ασκήσουν τις δραστηριότητές τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν εμφανίζονται νέες τεχνολογίες και οι εργατικοί αγώνες γίνονται πιο σκληροί. Έτσι, το Σίλικον Βάλεϊ από τα τέλη της δεκαετίας του εξήντα αντικατέστησε το Ντιτρόιτ ως κέντρο της καπιταλιστικής οικονομίας στις ΗΠΑ –ακριβώς όπως και η Βαυαρία αντικατέστησε την περιοχή του Ρήνου και η Τοσκάνη το Τουρίνο, ενόσω νέοι παγκόσμιοι παίκτες όπως η Σιγκαπούρη, το Χονγκ Κονγκ, η Ταϊβάν, η Νότια Κορέα και τελικά η Κίνα, ανέλαβαν έναν ηγετικό ρόλο για συγκεκριμένα προϊόντα. Οι εξελίξεις αυτές δημιούργησαν περιφερειακές κρίσεις, οι οποίες επεκτάθηκαν και σε άλλους τομείς της οικονομίας. Η παρακμή της «Σκουριασμένης Ζώνης» στις μεσοδυτικές πολιτείες αντιστοιχούσε στην άνοδο της «Ζώνης του Ήλιου» στο νότο των ΗΠΑ. Οι περιφερειακές κρίσεις απασχόλησης και παραγωγής παραπέμπουν κατά κανόνα σε μετατοπίσεις εξουσίας των δυνάμεων, οι οποίες παράγουν το γεωγραφικό τοπίο του κεφαλαίου. Αυτό με τη σειρά του μπορεί τις περισσότερες φορές να σημαίνει μια ριζική αλλαγή του ίδιου του κεφαλαίου.
Το κεφάλαιο πρέπει να αντέξει το σοκ της καταστροφής των παλιών περιοχών και να είναι έτοιμο να οικοδομήσει ένα νέο γεωγραφικό τοπίο πάνω στις στάχτες του παλιού. Για το σκοπό αυτό πρέπει να βρίσκονται διαθέσιμα πλεονάσματα κεφαλαίου και εργατικών δυνάμεων. Ευτυχώς είναι στη φύση του κεφαλαίου να δημιουργεί διαρκώς τέτοια πλεονάσματα, συχνά με τη μορφή της μαζικής ανεργίας και της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Η απορρόφηση αυτών των πλεονασμάτων μέσω της γεωγραφικής επέκτασης και της χωρικής αναδιοργάνωσης, συνεισφέρει στη λύση του προβλήματος των πλεονασμάτων για τα οποία δεν υπάρχει διαφορετικά κερδοφόρα χρήση. Η αστικοποίηση και η περιφερειακή ανάπτυξη γίνονται αυτόνομες σφαίρες των καπιταλιστικών δραστηριοτήτων. Αυτές απαιτούν μεγάλες (συνήθως χρηματοδοτούμενες μέσω χρεών) και πολύ μακροπρόθεσμες επενδύσεις.
Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων το κεφάλαιο κάνει χρήση αυτών των δυνατοτήτων, οι συνέπειες είναι κρατικά χρηματοδοτούμενα έργα υποδομής τα οποία θέτουν σε κίνηση την οικονομική ανάπτυξη. Στη δεκαετία του τριάντα η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσπάθησε να αντιμετωπίσει το πλεόνασμα κεφαλαίου και τους ανέργους με προσανατολισμένα προς το μέλλον οικοδομικά έργα στις μέχρι τότε αναξιοποίητες περιοχές. Περίπου οκτώ εκατομμύρια άνθρωποι απασχολήθηκαν σ΄ αυτά τα προγράμματα στήριξης εργασίας του New Deal[4]. Για παρόμοιους λόγους οι Ναζί οικοδόμησαν το ίδιο χρονικό διάστημα τις εθνικές οδούς. Μετά την οικονομική κρίση του 2008 οι Κινέζοι επένδυσαν δισεκατομμύρια δολάρια σε σχέδια πόλεων και υποδομών για να μειώσουν τα πλεονάσματα σε κεφάλαιο και εργατικές δυνάμεις και να αντισταθμίσουν τις απώλειες στις εξαγωγικές αγορές. Προέκυψαν εντελώς νέες πόλεις. Κατ΄ αυτό τον τρόπο το κινεζικό τοπίο άλλαξε ριζικά.
Με τον τρόπο αυτό το κεφάλαιο ανάπτυξε αυτό που χαρακτηρίζω ως «χωρο-χρονική σταθερά» για το πρόβλημα του πλεονάσματος. Η σταθερά έχει εδώ διπλή σημασία. Ένα μέρος του συνολικού κεφαλαίου σταθεροποιείται κυριολεκτικά για ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, δηλαδή ακινητοποιείται / δεσμεύεται. Η «σταθερά» όμως χαρακτηρίζει επίσης τη «λύση» για τις κρίσεις υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου.
Η οργάνωση νέου εδαφικού καταμερισμού εργασίας, νέων συμπλεγμάτων πόρων και νέων περιοχών ως δυναμικών χώρων συσσώρευσης του κεφαλαίου, δίνει νέες ευκαιρίες ώστε να επιτευχθούν κέρδη και να απορροφηθούν πλεονάσματα κεφαλαίου και εργατικών δυνάμεων. Ωστόσο, συχνά τέτοιου είδους γεωγραφικές διευρύνσεις θέτουν σε κίνδυνο τις αξίες οι οποίες είναι ακινητοποιημένες / δεσμευμένες σε άλλους χώρους εγκατάστασης. Η αντίφαση αυτή είναι αναπόφευκτη. Ή το κεφάλαιο αποσύρεται και αφήνει πίσω του ένα ίχνος καταστροφής και πτώση της αξίας, ή μένει εκεί που βρίσκεται, και πνίγεται σε πλεονάσματα για τα οποία δεν βρίσκει καμιά κερδοφόρα χρήση.
Πιστώσεις και ροή κεφαλαίου
Πιστώσεις, που υπόσχονται προσωρινή ανακούφιση, οξύνουν παραπέρα αυτή την αντίφαση. Το κερδοσκοπικό κεφάλαιο δεν είναι σε θέση να τονώνει μόνο την ανάπτυξη, αλλά και να την υπονομεύει. Μετά το 1980 το δημόσιο χρέος μετατράπηκε σε ένα παγκόσμιο πρόβλημα, και πολλές από τις φτωχότερες χώρες (συμπεριλαμβανομένου μερικών μεγάλων δυνάμεων, όπως η Ρωσία το 1998 και η Αργεντινή μετά το 2001) έβλεπαν ότι δεν είναι σε θέση να εξοφλήσουν τα χρέη τους. Χώρες όπως ο Ισημερινός, τις έφθασαν στο σημείο να τις μετατρέψουν σε «χωματερές» για το πλεονάζων κεφάλαιο, θεωρώντας τες στη συνέχεια υπεύθυνες για την απώλεια της αξίας του κεφαλαίου. Στη συνέχεια υπό δρακόντειες συνθήκες εξόφλησης των χρεών λεηλατήθηκαν οι πόροι των χωρών-οφειλετών. Τα γεγονότα στην Ελλάδα δείχνουν με απαίσιο τρόπο, πως μπορεί να φαίνεται το προτσές αυτό στην ακρότητά του. Οι κάτοχοι ομολόγων είναι έτοιμοι, ολόκληρα κράτη, που ήταν αρκετά απερίσκεπτα, να τα παγιδέψουν, να τα ξεσχίσουν σε κομμάτια και να τραφούν από τα απομεινάρια τους.
Σε σύγκριση με τα «καυτά» πιστωτικά κεφάλαια, η εξαγωγή κεφαλαίου έχει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Πλεονάσματα σε κεφάλαιο και εργατικές δυνάμεις μετατοπίζονται για να ενθαρρυνθεί η συσσώρευση κεφαλαίου σε νέες περιοχές της περιφέρειας. Όταν η Μ. Βρετανία τον 19ο αιώνα παρήγαγε πλεονάσματα, αυτά εξήχθησαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις αποικίες όπως στη Νότια Αφρική, την Αυστραλία και τον Καναδά, όπου δημιούργησαν νέα δυναμικά κέντρα συσσώρευσης και επομένως ζήτηση σε βρετανικά εμπορεύματα.
Επειδή μπορεί να διαρκέσει πολλά χρόνια έως ότου αυτές οι νέες περιοχές να μπορούν να παράγουν πλεόνασμα κεφαλαίων, η χώρα προέλευσης μπορεί να ελπίζει ότι στη διάρκεια αυτού του σημαντικού χρονικού διαστήματος θα βγάλει κέρδος από αυτό το προτσές. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις επενδύσεις που έχουν γίνει σε σιδηροδρόμους, οδούς, λιμάνια, φράγματα και σε άλλες υποδομές, η ολοκλήρωση των οποίων απαιτεί χρόνο. Τελικά, η απόδοση μιας επένδυσης εξαρτάται από την εξέλιξη της συσσώρευσης στη συγκεκριμένη περιοχή. Τον 19ο αιώνα η Μ. Βρετανία δάνειζε μ΄ αυτό τον τρόπο χρήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πολύ αργότερα οι Ηνωμένες Πολιτείες δημιούργησαν το Σχέδιο Μάρσαλ για την Ευρώπη (κυρίως για τη Δυτική Γερμανία) και για την Ιαπωνία, επειδή διέκριναν καθαρά ότι η καπιταλιστική δραστηριότητα έπρεπε να τεθεί σε κίνηση σ΄ αυτές τις περιοχές προς το συμφέρον της δικής τους οικονομικής ασφάλειας.
Αντιφάσεις προκύπτουν επειδή νέοι δυναμικοί χώροι συσσώρευσης κεφαλαίου σε τελική ανάλυση, παράγουν επίσης πλεονάσματα και πρέπει να βρουν δυνατότητες, ώστε να απορροφηθούν μέσω της παραπέρα γεωγραφικής επέκτασης. Αυτό μπορεί να προκαλέσει γεωπολιτικές συγκρούσεις και εντάσεις. Το τελευταίο διάστημα βιώσαμε μια πληθώρα τέτοιων χωρο-χρονικών σταθερών –κυρίως στην ανατολική και τη νότια Ασία. Στη δεκαετία του εβδομήντα το ιαπωνικό κεφάλαιο έρεε προς αναζήτηση κερδοφόρων δυνατοτήτων εναπόθεσης σε όλο τον κόσμο. Λίγο αργότερα ήταν το πλεόνασμα κεφαλαίου από τη Νότια Κορέα και στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα από την Ταϊβάν. Ενόσω αυτές οι σταθερές γίνονται αντιληπτές ως σχέσεις μεταξύ εδαφών ή εθνών, στη πραγματικότητα πρόκειται για σχέσεις μεταξύ περιοχών στο εσωτερικό των κρατών. Οι επίσημες εδαφικές διαφορές μεταξύ της Ταϊβάν και της ηπειρωτικής Κίνας επιδρούν, σε σύγκριση με την αυξανόμενη σύμπλεξη των βιομηχανικών περιοχών Ταϊπέι και Σαγκάη, αναχρονιστικά.
Από καιρό σε καιρό, οι ροές κεφαλαίων εκτρέπονται από ένα χώρο σε έναν άλλο. Το καπιταλιστικό σύστημα ως σύνολο παραμένει σχετικά σταθερό, παρ΄ όλο που τα μέρη τακτικά έχουν δυσκολίες (αποβιομηχάνιση εδώ απαξιώσεις [κεφαλαίου] εκεί). Παροδικά, η αστάθεια του κεφαλαίου μειώνει τον κίνδυνο υπερσυσσώρευσης και απαξίωσης, παρ΄ όλο που κάθε λίγο εμφανίζονται τοπικά οριακές καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης. Οι περιφερειακές κρίσεις και τα μπουμ / εκρήξεις, που παρατηρούνται από το 1980, φαίνεται σε μεγάλο βαθμό να είναι αυτού του είδους.
Πιστώσεις, που υπόσχονται προσωρινή ανακούφιση, οξύνουν παραπέρα αυτή την αντίφαση. Το κερδοσκοπικό κεφάλαιο δεν είναι σε θέση να τονώνει μόνο την ανάπτυξη, αλλά και να την υπονομεύει. Μετά το 1980 το δημόσιο χρέος μετατράπηκε σε ένα παγκόσμιο πρόβλημα, και πολλές από τις φτωχότερες χώρες (συμπεριλαμβανομένου μερικών μεγάλων δυνάμεων, όπως η Ρωσία το 1998 και η Αργεντινή μετά το 2001) έβλεπαν ότι δεν είναι σε θέση να εξοφλήσουν τα χρέη τους. Χώρες όπως ο Ισημερινός, τις έφθασαν στο σημείο να τις μετατρέψουν σε «χωματερές» για το πλεονάζων κεφάλαιο, θεωρώντας τες στη συνέχεια υπεύθυνες για την απώλεια της αξίας του κεφαλαίου. Στη συνέχεια υπό δρακόντειες συνθήκες εξόφλησης των χρεών λεηλατήθηκαν οι πόροι των χωρών-οφειλετών. Τα γεγονότα στην Ελλάδα δείχνουν με απαίσιο τρόπο, πως μπορεί να φαίνεται το προτσές αυτό στην ακρότητά του. Οι κάτοχοι ομολόγων είναι έτοιμοι, ολόκληρα κράτη, που ήταν αρκετά απερίσκεπτα, να τα παγιδέψουν, να τα ξεσχίσουν σε κομμάτια και να τραφούν από τα απομεινάρια τους.
Σε σύγκριση με τα «καυτά» πιστωτικά κεφάλαια, η εξαγωγή κεφαλαίου έχει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Πλεονάσματα σε κεφάλαιο και εργατικές δυνάμεις μετατοπίζονται για να ενθαρρυνθεί η συσσώρευση κεφαλαίου σε νέες περιοχές της περιφέρειας. Όταν η Μ. Βρετανία τον 19ο αιώνα παρήγαγε πλεονάσματα, αυτά εξήχθησαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις αποικίες όπως στη Νότια Αφρική, την Αυστραλία και τον Καναδά, όπου δημιούργησαν νέα δυναμικά κέντρα συσσώρευσης και επομένως ζήτηση σε βρετανικά εμπορεύματα.
Επειδή μπορεί να διαρκέσει πολλά χρόνια έως ότου αυτές οι νέες περιοχές να μπορούν να παράγουν πλεόνασμα κεφαλαίων, η χώρα προέλευσης μπορεί να ελπίζει ότι στη διάρκεια αυτού του σημαντικού χρονικού διαστήματος θα βγάλει κέρδος από αυτό το προτσές. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις επενδύσεις που έχουν γίνει σε σιδηροδρόμους, οδούς, λιμάνια, φράγματα και σε άλλες υποδομές, η ολοκλήρωση των οποίων απαιτεί χρόνο. Τελικά, η απόδοση μιας επένδυσης εξαρτάται από την εξέλιξη της συσσώρευσης στη συγκεκριμένη περιοχή. Τον 19ο αιώνα η Μ. Βρετανία δάνειζε μ΄ αυτό τον τρόπο χρήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πολύ αργότερα οι Ηνωμένες Πολιτείες δημιούργησαν το Σχέδιο Μάρσαλ για την Ευρώπη (κυρίως για τη Δυτική Γερμανία) και για την Ιαπωνία, επειδή διέκριναν καθαρά ότι η καπιταλιστική δραστηριότητα έπρεπε να τεθεί σε κίνηση σ΄ αυτές τις περιοχές προς το συμφέρον της δικής τους οικονομικής ασφάλειας.
Αντιφάσεις προκύπτουν επειδή νέοι δυναμικοί χώροι συσσώρευσης κεφαλαίου σε τελική ανάλυση, παράγουν επίσης πλεονάσματα και πρέπει να βρουν δυνατότητες, ώστε να απορροφηθούν μέσω της παραπέρα γεωγραφικής επέκτασης. Αυτό μπορεί να προκαλέσει γεωπολιτικές συγκρούσεις και εντάσεις. Το τελευταίο διάστημα βιώσαμε μια πληθώρα τέτοιων χωρο-χρονικών σταθερών –κυρίως στην ανατολική και τη νότια Ασία. Στη δεκαετία του εβδομήντα το ιαπωνικό κεφάλαιο έρεε προς αναζήτηση κερδοφόρων δυνατοτήτων εναπόθεσης σε όλο τον κόσμο. Λίγο αργότερα ήταν το πλεόνασμα κεφαλαίου από τη Νότια Κορέα και στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα από την Ταϊβάν. Ενόσω αυτές οι σταθερές γίνονται αντιληπτές ως σχέσεις μεταξύ εδαφών ή εθνών, στη πραγματικότητα πρόκειται για σχέσεις μεταξύ περιοχών στο εσωτερικό των κρατών. Οι επίσημες εδαφικές διαφορές μεταξύ της Ταϊβάν και της ηπειρωτικής Κίνας επιδρούν, σε σύγκριση με την αυξανόμενη σύμπλεξη των βιομηχανικών περιοχών Ταϊπέι και Σαγκάη, αναχρονιστικά.
Από καιρό σε καιρό, οι ροές κεφαλαίων εκτρέπονται από ένα χώρο σε έναν άλλο. Το καπιταλιστικό σύστημα ως σύνολο παραμένει σχετικά σταθερό, παρ΄ όλο που τα μέρη τακτικά έχουν δυσκολίες (αποβιομηχάνιση εδώ απαξιώσεις [κεφαλαίου] εκεί). Παροδικά, η αστάθεια του κεφαλαίου μειώνει τον κίνδυνο υπερσυσσώρευσης και απαξίωσης, παρ΄ όλο που κάθε λίγο εμφανίζονται τοπικά οριακές καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης. Οι περιφερειακές κρίσεις και τα μπουμ / εκρήξεις, που παρατηρούνται από το 1980, φαίνεται σε μεγάλο βαθμό να είναι αυτού του είδους.
Δυναμικά κέντρα
Κάθε φορά τίθεται το ερώτημα, με ποιο υποσχόμενο κέρδος μπορεί να ρέει το κεφάλαιο στην επόμενη περιοχή και ποια περιοχή θα είναι η επόμενη που θα εγκαταλειφθεί και θα απαξιωθεί. Η συνολική εντύπωση μπορεί να είναι παραπλανητική: Επειδή το κεφάλαιο ανθίζει πάντα οπουδήποτε, προκαλείται η ψευδαίσθηση ότι θα τα πάει παντού καλά, όταν οργανωθεί με τέτοιο τρόπο όπως στην Ιαπωνία και στη Δυτική Γερμανία (τη δεκαετία του ογδόντα), στις ΗΠΑ (τη δεκαετία του ενενήντα) ή την Κίνα (από το 2000). Αντί το κεφάλαιο να ασχοληθεί με τις συστημικές του αδυναμίες, κινείται απλά παραπέρα.
Ωστόσο ένα δεύτερο πιθανό αποτέλεσμα είναι η όξυνση του ανταγωνισμού στα πλαίσια του διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Αρκετά δυναμικά κέντρα συσσώρευσης κεφαλαίου ανταγωνίζονται παγκοσμίως, ενόσω πολλαπλά, κυριαρχεί συσσώρευση (έλλειψη αγορών για την πραγματοποίηση) ή έλλειψη σε πρώτες ύλες και σε άλλα απαραίτητα μέσα παραγωγής. Επειδή δεν μπορούν να έχουν επιτυχία όλα αυτά τα κέντρα, τα πιο αδύναμα θεωρούν την κούρσα χαμένη, ή προκύπτουν γεωπολιτικές διαμάχες ανάμεσα στις περιοχές και τα κράτη. Τα τελευταία παίρνουν τη μορφή εμπορικών και νομισματικών πολέμων καθώς και πολέμων για τους πόρους, οι οποίοι συνοδεύονται πάντα με τον κίνδυνο στρατιωτικών αντιπαραθέσεων (εκείνου του είδους, οι οποίοι τον 20ο αιώνα έφεραν δυό παγκοσμίους πολέμους μεταξύ των καπιταλιστικών δυνάμεων). Σ΄ αυτή την περίπτωση η χωρο-χρονική σταθερά αποκτά ακόμη πιο σκοτεινή σημασία, επειδή τώρα δεν εξάγεται μόνο κεφάλαιο, αλλά και καταστροφή κεφαλαίου (όπως το 1997/98 κατά τη διάρκεια της ασιατικής κρίσης και η περίπτωση λίγο αργότερα της Ρωσίας). Το πώς και πότε θα συμβεί αυτό, εξαρτάται όμως επίσης από τα κρατικά μέτρα, όπως από τις κινήσεις του κεφαλαίου, δηλαδή από τη διαλεκτική μεταξύ εδαφικής και καπιταλιστικής λογικής (…)[5].
Από καιρό σε καιρό το κεφάλαιο πρέπει να απελευθερωθεί από τους περιορισμούς που του θέτει ο κόσμος, τον οποίο έχει οικοδομήσει το ίδιο. Το κεφάλαιο απειλείται με μια άκρως επικίνδυνη δυσκαμψία και αρτηριοσκλήρωση. Ένα γεωγραφικό τοπίο, το οποίο είναι χρήσιμο σε μια συγκεκριμένη φάση της συσσώρευσης του κεφαλαίου, μπορεί το επόμενο διάστημα να μετατραπεί σε δεσμά. Ως εκ τούτου, ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου, το οποίο είναι δεσμευμένο εκεί, πρέπει να απαξιωθεί. Για συγκεκριμένες περιοχές, αυτό αντιστοιχεί με καταστροφή, σε όλες όμως τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες (αλλά όχι μόνο εκεί, ας σκεφτούμε τη βόρεια Κίνα και τη Βομβάη), έπρεπε πολλές βιομηχανικές πόλεις να ανανεωθούν εκ θεμελίων, επειδή μέσω του διεθνούς ανταγωνισμού τούς αφαιρέθηκε η οικονομική βάση. Η αρχή είναι πάντα η ίδια: Το κεφάλαιο δημιουργεί ένα γεωγραφικό τοπίο, το οποίο καλύπτει τις ανάγκες του, και το καταστρέφει ξανά αργότερα, για να διευκολύνει την παραπέρα επέκταση και αλλαγή του. Εκθέτει τους ανθρώπους σε μια διαρκή «δημιουργική καταστροφή», κατά την οποία υπάρχουν πάντα νικητές και ηττημένοι. Αυτό οδηγεί αναπόφευκτα στην ανισότητα.
Κάθε φορά τίθεται το ερώτημα, με ποιο υποσχόμενο κέρδος μπορεί να ρέει το κεφάλαιο στην επόμενη περιοχή και ποια περιοχή θα είναι η επόμενη που θα εγκαταλειφθεί και θα απαξιωθεί. Η συνολική εντύπωση μπορεί να είναι παραπλανητική: Επειδή το κεφάλαιο ανθίζει πάντα οπουδήποτε, προκαλείται η ψευδαίσθηση ότι θα τα πάει παντού καλά, όταν οργανωθεί με τέτοιο τρόπο όπως στην Ιαπωνία και στη Δυτική Γερμανία (τη δεκαετία του ογδόντα), στις ΗΠΑ (τη δεκαετία του ενενήντα) ή την Κίνα (από το 2000). Αντί το κεφάλαιο να ασχοληθεί με τις συστημικές του αδυναμίες, κινείται απλά παραπέρα.
Ωστόσο ένα δεύτερο πιθανό αποτέλεσμα είναι η όξυνση του ανταγωνισμού στα πλαίσια του διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Αρκετά δυναμικά κέντρα συσσώρευσης κεφαλαίου ανταγωνίζονται παγκοσμίως, ενόσω πολλαπλά, κυριαρχεί συσσώρευση (έλλειψη αγορών για την πραγματοποίηση) ή έλλειψη σε πρώτες ύλες και σε άλλα απαραίτητα μέσα παραγωγής. Επειδή δεν μπορούν να έχουν επιτυχία όλα αυτά τα κέντρα, τα πιο αδύναμα θεωρούν την κούρσα χαμένη, ή προκύπτουν γεωπολιτικές διαμάχες ανάμεσα στις περιοχές και τα κράτη. Τα τελευταία παίρνουν τη μορφή εμπορικών και νομισματικών πολέμων καθώς και πολέμων για τους πόρους, οι οποίοι συνοδεύονται πάντα με τον κίνδυνο στρατιωτικών αντιπαραθέσεων (εκείνου του είδους, οι οποίοι τον 20ο αιώνα έφεραν δυό παγκοσμίους πολέμους μεταξύ των καπιταλιστικών δυνάμεων). Σ΄ αυτή την περίπτωση η χωρο-χρονική σταθερά αποκτά ακόμη πιο σκοτεινή σημασία, επειδή τώρα δεν εξάγεται μόνο κεφάλαιο, αλλά και καταστροφή κεφαλαίου (όπως το 1997/98 κατά τη διάρκεια της ασιατικής κρίσης και η περίπτωση λίγο αργότερα της Ρωσίας). Το πώς και πότε θα συμβεί αυτό, εξαρτάται όμως επίσης από τα κρατικά μέτρα, όπως από τις κινήσεις του κεφαλαίου, δηλαδή από τη διαλεκτική μεταξύ εδαφικής και καπιταλιστικής λογικής (…)[5].
Από καιρό σε καιρό το κεφάλαιο πρέπει να απελευθερωθεί από τους περιορισμούς που του θέτει ο κόσμος, τον οποίο έχει οικοδομήσει το ίδιο. Το κεφάλαιο απειλείται με μια άκρως επικίνδυνη δυσκαμψία και αρτηριοσκλήρωση. Ένα γεωγραφικό τοπίο, το οποίο είναι χρήσιμο σε μια συγκεκριμένη φάση της συσσώρευσης του κεφαλαίου, μπορεί το επόμενο διάστημα να μετατραπεί σε δεσμά. Ως εκ τούτου, ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου, το οποίο είναι δεσμευμένο εκεί, πρέπει να απαξιωθεί. Για συγκεκριμένες περιοχές, αυτό αντιστοιχεί με καταστροφή, σε όλες όμως τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες (αλλά όχι μόνο εκεί, ας σκεφτούμε τη βόρεια Κίνα και τη Βομβάη), έπρεπε πολλές βιομηχανικές πόλεις να ανανεωθούν εκ θεμελίων, επειδή μέσω του διεθνούς ανταγωνισμού τούς αφαιρέθηκε η οικονομική βάση. Η αρχή είναι πάντα η ίδια: Το κεφάλαιο δημιουργεί ένα γεωγραφικό τοπίο, το οποίο καλύπτει τις ανάγκες του, και το καταστρέφει ξανά αργότερα, για να διευκολύνει την παραπέρα επέκταση και αλλαγή του. Εκθέτει τους ανθρώπους σε μια διαρκή «δημιουργική καταστροφή», κατά την οποία υπάρχουν πάντα νικητές και ηττημένοι. Αυτό οδηγεί αναπόφευκτα στην ανισότητα.
Πηγή: junge Welt, 06/03/2015
Μετάφραση – Επιμέλεια: Παναγιώτης Γαβάνας
______________
Σημειώσεις του μεταφραστή
[1] David Harvey: Siebzehn Widersprüche und das Ende des Kapitalismus. Ullstein Verlag, Berlin 2015
[2] Το sweatshop ή επιχείρηση εκμετάλλευσης, είναι ένας απαξιωτικός χαρακτηρισμός για επιχειρήσεις ή μανιφατούρες, -στη σημερινή εποχή αυτό ισχύει κυρίως για επιχειρήσεις στις χώρες του Τρίτου Κόσμου-, στις οποίες οι εργάτες δουλεύουν με πολύ χαμηλούς μισθούς και άθλιες συνθήκες εργασίας. Τα υπερεθνικά και πολυεθνικά κοντσέρν μεταφέρουν τις θέσεις εργασίας συχνά σε sweatshops με κατά προτίμηση χειρωνακτικές εργασίες, και απαιτήσεις σε μορφωτικό επίπεδο χαμηλού έως μετρίου, για να μειώσουν το μισθολογικό κόστος ανά τεμάχιο, επομένως να αυξήσουν την εκθλιβόμενη υπεραξία.
[3] Η νεοφυής επιχείρηση (Start-up Company), έχει έρθει τα τελευταία χρόνια στο προσκήνιο και χαρακτηρίζεται, σύμφωνα με την αστική οικονομία, από δυό ιδιαιτερότητες: Οι ιδρυτές της έχουν μια καινοτόμα επιχειρηματική ιδέα, και την ιδρύουν με στόχο να αναπτυχθεί πολύ γρήγορα. Συχνά οι ιδρυτές και οι επενδυτές της έχουν την πρόθεση μέσα σε λίγα χρόνια να την προσφέρουν στη καπιταλιστική αγορά –είτε σε μια μεγάλη επιχείρηση μέσω συμμετοχής ή εξαγοράς, είτε σε πολλούς μετόχους μέσω του χρηματιστηρίου. Κάθε νεοϊδρυθείσα επιχείρηση όμως δεν είναι νεοφυής, πχ ξυλουργοί και κομμωτές ή αρχιτέκτονες και δικηγόροι, κατά κανόνα, δεν ξεκινούν μια επιχείρηση με κάποια καινοτόμα ιδέα, ούτε έχουν ως στόχο προτεραιότητας να μεγαλώσει γρήγορα η επιχείρησή τους.
[4] Το New Deal (Νέα Συμφωνία) ήταν μια σειρά οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, τα οποία επιβλήθηκαν από το 1933 έως το 1938 από την κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ Φραγκλίνου Ρούσβελτ, ως απάντηση στην παγκόσμια οικονομική κρίση. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές στόχευαν στην ανάκαμψη της οικονομίας και την αναμόρφωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας.
[5] Η παρένθεση έχει τεθεί από την εφημερίδα junge Welt.
Μετάφραση – Επιμέλεια: Παναγιώτης Γαβάνας
______________
Σημειώσεις του μεταφραστή
[1] David Harvey: Siebzehn Widersprüche und das Ende des Kapitalismus. Ullstein Verlag, Berlin 2015
[2] Το sweatshop ή επιχείρηση εκμετάλλευσης, είναι ένας απαξιωτικός χαρακτηρισμός για επιχειρήσεις ή μανιφατούρες, -στη σημερινή εποχή αυτό ισχύει κυρίως για επιχειρήσεις στις χώρες του Τρίτου Κόσμου-, στις οποίες οι εργάτες δουλεύουν με πολύ χαμηλούς μισθούς και άθλιες συνθήκες εργασίας. Τα υπερεθνικά και πολυεθνικά κοντσέρν μεταφέρουν τις θέσεις εργασίας συχνά σε sweatshops με κατά προτίμηση χειρωνακτικές εργασίες, και απαιτήσεις σε μορφωτικό επίπεδο χαμηλού έως μετρίου, για να μειώσουν το μισθολογικό κόστος ανά τεμάχιο, επομένως να αυξήσουν την εκθλιβόμενη υπεραξία.
[3] Η νεοφυής επιχείρηση (Start-up Company), έχει έρθει τα τελευταία χρόνια στο προσκήνιο και χαρακτηρίζεται, σύμφωνα με την αστική οικονομία, από δυό ιδιαιτερότητες: Οι ιδρυτές της έχουν μια καινοτόμα επιχειρηματική ιδέα, και την ιδρύουν με στόχο να αναπτυχθεί πολύ γρήγορα. Συχνά οι ιδρυτές και οι επενδυτές της έχουν την πρόθεση μέσα σε λίγα χρόνια να την προσφέρουν στη καπιταλιστική αγορά –είτε σε μια μεγάλη επιχείρηση μέσω συμμετοχής ή εξαγοράς, είτε σε πολλούς μετόχους μέσω του χρηματιστηρίου. Κάθε νεοϊδρυθείσα επιχείρηση όμως δεν είναι νεοφυής, πχ ξυλουργοί και κομμωτές ή αρχιτέκτονες και δικηγόροι, κατά κανόνα, δεν ξεκινούν μια επιχείρηση με κάποια καινοτόμα ιδέα, ούτε έχουν ως στόχο προτεραιότητας να μεγαλώσει γρήγορα η επιχείρησή τους.
[4] Το New Deal (Νέα Συμφωνία) ήταν μια σειρά οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, τα οποία επιβλήθηκαν από το 1933 έως το 1938 από την κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ Φραγκλίνου Ρούσβελτ, ως απάντηση στην παγκόσμια οικονομική κρίση. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές στόχευαν στην ανάκαμψη της οικονομίας και την αναμόρφωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας.
[5] Η παρένθεση έχει τεθεί από την εφημερίδα junge Welt.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου