του Κ. Λαπαβίτσα από εδώ
Το παρακάτω κείμενο είναι η περίληψη (executive summary) της νέας μελέτης του Κώστα Λαπαβίτσα η οποία επιδιώκει να δώσει ριζοσπαστικές απαντήσεις στα καίρια ερωτήματα που απασχολούν σήμερα τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Η μελέτη αναλύει ουσιώδη θέματα πολιτικής οικονομίας και
δημοσιονομικής πολιτικής, εστιάζοντας στην Ελλάδα και εξετάζοντας
ειδικότερα τη διαχείριση του χρέους, τη δημοσιονομική πολιτική, την
ανασύνταξη του τραπεζικού τομέα, την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής
κρίσης και τη διαμόρφωση μεσοπρόθεσμης πολιτικής ανάπτυξης. Περιγράφει
βήμα προς βήμα, με εμπειρική τεκμηρίωση, μία ολοκληρωμένη διαδικασία
εξόδου από την κρίση και μετάβασης προς μία ριζικά διαφορετική
οικονομική δομή για τη χώρα. Παράλληλα, αναλύει τις δυνατότητες της
διαπραγμάτευσης σε επίπεδο ευρωπαϊκής και εθνικής στρατηγικής και
εξετάζει τις εκδοχές της συναινετικής και της συγκρουσιακής αποχώρησης
από την ΟΝΕ.
Τον πρόλογο της μελέτης έγραψε ο Στάθης Κουβελάκης.
Η μελέτη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις
"Λιβάνης" και θα παρουσιαστεί σε ειδική εκδήλωση που θα γίνει την
Τετάρτη 1 Οκτωβρίου στη Στοά του Βιβλίου στις 7 το απόγευμα.
Σημειώση: στην περίληψη δεν περιλαμβάνονται οι πίνακες και τα
διαγράμματα με τα οικονομικά στοιχεία, οι οποίοι βέβαια περιλαμβάνονται
στην πολυσέλιδη μελέτη.
1. Η ελληνική κρίση είναι μέρος της κρίσης της Ευρωζώνης που ξεκίνησε
το 2010 ακολουθώντας την παγκόσμια κρίση του 2007-9. Η βασική αιτία της
κρίσης της Ευρωζώνης είναι η απώλεια ανταγωνιστικότητας της περιφέρειας
που προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική της Γερμανίας να κρατάει
χαμηλά το δικό της ονομαστικό κόστος εργασίας. Το βάρος της προσαρμογής
μεταβιβάστηκε αρχικά στην περιφέρεια, μέσω σκληρής λιτότητας και
συντριβής των μισθών. Σταδιακά όμως μεταφέρθηκε και προς τις χώρες του
κέντρου, ιδίως της Γαλλία και την Ιταλία, οι οποίες δε μπορούν να
ανταγωνιστούν τη Γερμανία μέσα στο πλαίσιο της ΟΝΕ. Οι επιλογές
πολιτικής είναι εξαιρετικά δύσκολες και για τις δύο χώρες, καθώς η
σκληρή λιτότητα οδηγεί σε βαθιά ύφεση και πολιτική αναταραχή. Το
αδιέξοδο της ΟΝΕ είναι ιστορικών διαστάσεων.
2. Η κατάσταση της Ελλάδας μέσα στη συνεχιζόμενη κρίση είναι τραγική. Η
βαθύτατη ύφεση οδεύει προς το τέλος της, αλλά η χώρα φαίνεται
παγιδευμένη σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, με εξαιρετικά υψηλή ανεργία,
χωρίς να κατέχει τα απαραίτητα εργαλεία οικονομικής πολιτικής. Οι
χαμηλοί μισθοί σε συνδυασμό με την απελευθέρωση των αγορών και την
ιδιωτικοποίηση των δημόσιων περιουσιακών στοιχείων είναι τελείως απίθανο
να οδηγήσουν σε βιώσιμη ανάπτυξη. Η Ελλάδα βουλιάζει κάτω από ένα
τεράστιο χρέος και δεσμεύεται από μια σειρά συμφωνιών και θεσμικών
μηχανισμών που καθορίζονται από την ΕΕ και την ΟΝΕ επιβάλλοντας λιτότητα
ώστε να εξυπηρετείται το χρέος. Αυτό είναι το τίμημα για την παραμονή
της χώρας στην ΟΝΕ και την αποδοχή των όρων «διάσωσης» το 2010.
3. Η Αριστερά είναι η κύρια ωφελημένη παράταξη από την ελληνική κρίση
και η προοπτική μιας ριζοσπαστικής κυβέρνησης στην Ελλάδα φαντάζει
πραγματική στο άμεσο μέλλον. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχει ακόμη συντάξει ένα
πειστικό και συνεκτικό πρόγραμμα για την οικονομία, την κοινωνία και το
κράτος. Το πρόγραμμα που απαιτείται θα πρέπει να επιτύχει την
επανεκκίνηση της οικονομίας και την ανακούφιση αυτών που έχουν χτυπηθεί
σκληρά από την κρίση και να βάλει τη χώρα σε τροχιά κοινωνικής αλλαγής
υπέρ της εργασίας και κατά του κεφαλαίου.
4.Οι βασικές παράμετροι ενός ριζοσπαστικού προγράμματος περιλαμβάνουν:
Ι) Αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους ώστε να γίνει βιώσιμο. Η
αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα απαιτήσει διαγραφή, κίνηση που
πιθανότατα θα περιλαμβάνει μονομερείς ενέργειες, όπως η στάση πληρωμών.
Είναι ύψιστης σημασίας η αναδιάρθρωση του χρέους να αντιμετωπιστεί με
πλήρη διαφάνεια, πρώτο βήμα για την οποία θα είναι η ενεργοποίηση μίας
Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου του Χρέους.
ΙΙ) Άρση της λιτότητας και αναπροσαρμογή της δημοσιονομικής πολιτικής με
στόχο τη μείωση της ανεργίας. Ο κύριος μοχλός της ενίσχυσης της ζήτησης
πρέπει να είναι οι δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές και αλλού. Ωστόσο, η
κοινωνική καταστροφή που προκλήθηκε από την κρίση είναι τόσο μεγάλη,
ώστε η λήψη άμεσων μέτρων για την ενίσχυση της κατανάλωσης και της
δημόσιας παροχής υγείας, στέγασης και σίτισης είναι ζήτημα ζωτικής
σημασίας.
ΙΙΙ) Αναπροσαρμογή των δημόσιων οικονομικών και εγκατάλειψη της
επιδίωξης πλεονασματικών, ή ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Τα
δημοσιονομικά ελλείμματα είναι απολύτως νόμιμο εργαλείο οικονομικής
πολιτικής. Εάν τα ελλείμματα δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν μέσω του
εγχώριου δανεισμού, τότε πρέπει να είναι δυνατός ο εκχρηματισμός τους
για σχετικά σύντομα χρονικά διαστήματα.
ΙV) Ο ελάχιστος μισθός θα πρέπει να αποκατασταθεί αμέσως και να
αντιμετωπιστούν οι μειώσεις συντάξεων, ενώ η μελλοντική πορεία των
εισοδημάτων και των συντάξεων θα πρέπει να καθορίζεται με βάση την
αύξηση της παραγωγικότητας. Ταυτόχρονα, πρέπει να υπάρξει βαθιά
αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου μέσω του φορολογικού
συστήματος και της πολιτικής μισθών. Είναι απαραίτητη η αναδιάρθρωση του
ιδιωτικού χρέους σε τράπεζες και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
V) Αλλαγή ισορροπίας στην οικονομία με ενίσχυση του παραγωγικού τομέα
πέρα από τον τομέα των υπηρεσιών. Κύριο πεδίο της οικονομικής
δραστηριότητας πρέπει να είναι η εγχώρια οικονομία, αλλά πρέπει επίσης
να αλλάξει και η ισορροπία υπέρ των τομέων της οικονομίας που παράγουν
διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά έναντι εκείνων που δεν παράγουν τέτοια αγαθά.
VΙ) Το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα πρέπει να τεθεί σε τελείως
διαφορετική βάση. Απαιτείται εκτεταμένη ρυθμιστική παρέμβαση
συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου των κεφαλαιακών ροών. Θα πρέπει επίσης
να υπάρξει δημόσια ιδιοκτησία των τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών
ιδρυμάτων. Μια ριζοσπαστική κυβέρνηση θα πρέπει, τέλος, να θεσπίσει
δημόσιες τράπεζες μακροχρόνιων επενδύσεων που θα στηρίξουν την
οικονομική αναδιάρθρωση.
VΙΙ)Είναι απαραίτητη η ενδελεχής αναδιάρθρωση του κράτους και της
πολιτικής ζωής. Το κράτος θα πρέπει να ανακτήσει την ικανότητά του να
παρεμβαίνει στη οικονομία, η οποία συρρικνώθηκε θλιβερά κατά τις
τελευταίες τρεις δεκαετίες. Η κρατική παρέμβαση θα πρέπει να
περιλαμβάνει τη βιομηχανική πολιτική, τον έλεγχο των κεφαλαίων και των
πιστώσεων και μια αποτελεσματική και δίκαιη φορολογική πολιτική. Η
αναδιάρθρωση του κράτους αγγίζει ευθέως τα ζητήματα της δημοκρατίας και
της εθνικής κυριαρχίας. Η επιρροή του μεγάλου κεφαλαίου πάνω στην
πολιτική ζωή πρέπει να σπάσει και να θεσπιστούν μηχανισμοί για να
διασφαλιστεί ο δημοκρατικός έλεγχος από τα κάτω. Έτσι θα είναι δυνατόν
να επιβεβαιωθεί η εθνική κυριαρχία σε ολόκληρη την περιφέρεια.
VΙΙΙ) Δραστικές αλλαγές αυτής της μορφής θα οδηγήσουν σε αντιπαράθεση
και σύγκρουση με την ΕΕ. Ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα υλοποιήσιμο από
ευρείες πολιτικές δυνάμεις υπό την ηγεσία της Αριστεράς δε μπορεί παρά
να έρθει σε πλήρη αντίθεση με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της ΕΕ όσον
αφορά τη λειτουργία των αγορών, το ρόλο του κράτους, την επίτευξη της
αποτελεσματικότητας και της ανταγωνιστικότητας και ούτω καθεξής.
Επιπλέον, θα έρθει σε ευθεία αντίθεση με μια σειρά ευρωπαϊκών συνθηκών,
όπως η Euro-Plus Pact, οι οποίες θέτουν τις οικονομικές πολιτικές των
κρατών της Ευρωζώνης υπό την εποπτεία των θεσμικών οργάνων της ΕΕ.
5. Εν ολίγοις, αυτό που θα έχει να αντιμετωπίσει μια κυβέρνηση της
Αριστεράς στην Ελλάδα και ενδεχομένως και σε άλλες περιφερειακές χώρες,
θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως η «τριάδα του ανέφικτου». Δηλαδή: η
επίτευξη μιας αποτελεσματικής αναδιάρθρωσης του χρέους, η εγκατάλειψη
της λιτότητας και η παραμονή της χώρας εντός του θεσμικού και πολιτικού
πλαισίου της ΕΕ και ιδιαίτερα της ΟΝΕ. Ο πραγματικός στόχος θα πρέπει να
είναι η επίτευξη της “τριάδας του εφικτού”, δηλαδή: βαθιά διαγραφή
χρέους, αλλαγή οικονομικής πολιτικής με τρόπο δραστικό και
διαπραγμάτευση μιας νέας σχέσης με την ΕΕ και την ΟΝΕ. Η ριζοσπαστική
κυβέρνηση δεν πρέπει να φοβηθεί την προοπτική εξόδου από την ΟΝΕ.
6. Εάν η έξοδος μπορεί να συμφωνηθεί σε μη-συγκρουσιακή βάση, υπάρχουν
αρκετοί τεχνικοί τρόποι με τους οποίους η ΕΕ μπορεί να τη διευκολύνει. Η
έξοδος είναι απόλυτα εφικτή, ιδιαίτερα αν η ΕΕ είναι έτοιμη να την
υποστηρίξει. Εξάλλου, θα μπορούσαν να ενεργοποιηθούν ξανά οι μηχανισμοί
του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, που ήταν και το προηγούμενο
σύστημα καθορισμού των συναλλαγματικών ισοτιμιών.
7. Αν η ΕΕ αποδειχθεί άκαμπτα εχθρική στις διαπραγματεύσεις, μια
Αριστερή κυβέρνηση θα πρέπει να διαθέτει σχέδιο διαχείρισης μιας
συγκρουσιακής εξόδου από την ΟΝΕ και δημιουργίας νέου νομίσματος. Το
σχέδιο θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής:
α) Μέτρα ελέγχου της λειτουργίας των τραπεζών και της κίνησης κεφαλαίων.
β) Αναδιοργάνωση της Τράπεζας της Ελλάδας
γ) Μετατροπή του ισολογισμού των τραπεζών με εξυγίανση από τα προβληματικά δάνεια.
δ) Μετατροπή του ισολογισμού των επιχειρήσεων με δημόσια στήριξη για όσες έχουν χρέη υπό ξένο δίκαιο.
ε) Μετατροπή των καταθέσεων και των χρεών των νοικοκυριών, πιθανώς με
χρήση διαφορετικών ισοτιμιών για τη στήριξη των φτωχότερων.
στ) Άμεση έκδοση κρατικών βραχυπρόθεσμων τίτλων για την εξυπηρέτηση της
κυκλοφορίας και μέχρι οι τράπεζες να μπορούν να καλύπτουν φυσιολογικά
τις ανάγκες σε ρευστότητα.
ζ) Λήψη μέτρων για την προστασία της διεθνούς ισοτιμίας του νέου
νομίσματος. Η κατάσταση είναι σαφώς ευκολότερη από το 2010 γιατί το
ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι κοντά στην ισορροπία.
η) Κάλυψη των άμεσων αναγκών σε τρόφιμα, καύσιμα και φάρμακα με
ιεράρχηση των εισαγωγών κατά προτεραιότητα και με κινητοποίηση των
εγχώριων παραγωγικών πόρων. Και πάλι η κατάσταση είναι πολύ ευκολότερη
από το 2010 γιατί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι κοντά στην
ισορροπία.
8. Η ιστορική αποτυχία της ΟΝΕ θέτει το ζήτημα της επιστροφής της
Ευρώπης σε ένα σύστημα ελεγχόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών, υπό την
προϋπόθεση ότι η χώρα-άγκυρα, δηλαδή η Γερμανία, θα συμφωνήσει να
τηρήσει σωστά το ρόλο της. Μια αλλαγή τέτοιου τύπου θα επέτρεπε την
υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, όταν αυτή θα ήταν απαραίτητη, χωρίς να
καταφεύγει η χώρα σε μείωση των μισθών και επιβολή ύφεσης. Θα επέτρεπε
επίσης τη διαχείριση του διεθνούς εμπορίου και των ροών κεφαλαίου στην
Ευρώπη. Θα ήταν απαραίτητο να θεσπιστούν μόνιμοι έλεγχοι κίνησης
κεφαλαίων, να δημιουργηθεί ένα δημόσιο τραπεζικό σύστημα το οποίο να
μπορεί να αναστρέψει την αποτυχία των ιδιωτικών τραπεζών. Θα ήταν επίσης
απαραίτητο να αντικατασταθεί η ΕΚΤ με ένα θεσμό ο οποίος θα μπορεί να
λειτουργεί ως ταμείο διαχείρισης των διεθνών συναλλαγών της Ευρώπης
εσωτερικά και εξωτερικά. Αυτές οι αλλαγές θα απαιτήσουν εκδημοκρατισμό
στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής, ιδιαίτερα στον χρηματοπιστωτικό
τομέα. Θα απαιτήσουν επίσης αναδιάρθρωση των τεράστιων όγκων του
ιδιωτικού και του δημόσιου χρέους, τα οποία σήμερα επιβαρύνουν την
Ευρώπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου