Η ταξική πάλη του κεφαλαίου
Σήμερα ψηφίστηκε ένα ακόμη πακέτο “μέτρων” στη Βουλή, το τέταρτο κατά
σειρά (Μάιος 2010, Φεβρουάριος 2012, Νοέμβριος 2012 και τώρα Μάρτιος
2014). Έχουμε αναλύσει στο παρελθόν[1]
την τρέχουσα αναδιάρθρωση ως “δεύτερη φάση” της αναδιάθρωσης, της οποία
η πρώτη φάση έλαβε χώρα στα πλέον ανεπτυγμένα κέντρα συσσώρευσης τη
δεκαετία του 1980 και στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1990. Κάθε ένα από τα
προηγούμενα πακέτα μέτρων από το 2010 έως τώρα αποτελούσε ένα βήμα
υλοποίησης του διπλού στρατηγικού στόχου αυτής της δεύτερης φάσης της
αναδιάρθρωσης, δηλαδή, της υποτίμησης της εργασιακής δύναμης και της
ιδιωτικοποίησης κρατικών δομών αναπαραγωγής της εργατικής τάξης και
κρατικών κεφαλαίων. Η δεύτερη πτυχή του στόχου ισοδυναμεί με έμμεση
επιπλέον υποτίμηση της εργασιακής δύναμης λόγω της αύξησης των τιμών των
υπηρεσιών που θα έχει ως αποτέλεσμα αυτή η ιδιωτικοποίηση, αλλά και της
συμπίεσης των μισθών που θα προκαλέσει η αναδιάρθρωση των κρατικών
επιχειρήσεων που θα ιδιωτικοποιηθούν.
Το γεγονός ότι αυτό το “4ο μνημόνιο” αποτελεί ένα ακόμη βήμα προς
αυτήν την κατεύθυνση είναι άμεσα ορατό στα λεγόμενα “εργασιακά” μέτρα. Η
σταδιακή κατάργηση των τριετιών στον ιδιωτικό τομέα σημαίνει ότι
σταδιακά, μεσοπρόθεσμα, όλοι οι επίσημοι μισθοί θα ισοπεδωθούν
στο επίπεδο του κατώτατου μισθού (586 μεικτά, σήμερα). Εδώ βρίσκουμε την
ολοκλήρωση της μετατροπής του μισθού σε “επίδομα επιβίωσης”, το οποίο
προφανώς δεν φτάνει για να καλύψει τις μέχρι σήμερα ιστορικά
καθορισμένες στοιχειώδεις ανάγκες αναπαραγωγής της προλετάριας
και του προλετάριου και άρα ωθεί στην εξεύρεση δεύτερης ή και τρίτης
δουλειάς, πολύ πιθανόν “μαύρης”.
Το δεύτερο σημαντικό “εργασιακό” μέτρο είναι η γενίκευση της
ενοικίασης της εργασίας στα έργα που δίνονται σε εργολάβους από
κρατικούς οργανισμούς (η ανάληψη από ΜΚΟ κοινωνικών υπηρεσιών που
παρέχονταν από δήμους έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σ’αυτή τη διαδικασία).
Αυτό σημαίνει ότι καταργείται (στην πράξη) η σχέση αντισυμβαλλόμενων
μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη και θεσμοθετείται η βαθμιαία γενίκευση
της τριγωνικής σχέσης με ενδιάμεσο την εταιρεία ενοικίασης εργαζόμενων. Η
κατάσταση της εργατικής τάξης[2]
θα αλλάξει ραγδαία από αυτήν την επέκταση της ενοικιαζόμενης εργασίας
γιατί ο ανταγωνισμος μεταξύ των ιδιωτικών κεφαλαίων αλλά και το πεδίο
κερδοφορίας που ανοίγεται στον κλάδο ενοικίασης εργαζομένων θα παίξουν
από κοινού καθοδηγητικό ρόλο στη διαμόρφωση της αγοράς εργασίας από δω
και πέρα (τα προγράμματα voucher εκπαιδεύουν τους νεοεισερχόμενους στην
τριγωνική εργασιακή σχέση). Εδώ βρίσκουμε την ανάδυση της “μαύρης”,
ανασφάλιστης εντελώς εξατομικευμένης εργασίας ως την “ακόμη πιο
ελαστική” μορφή της εκμετάλλευσης που οδηγεί τη σχέση κεφάλαιο στην
επόμενη φάση της. Όπως ακριβώς η σταθερή εργασία υποτιμήθηκε με οδηγό
την εξάπλωση της επισφαλούς στην περίοδο της πρώτης φάσης της
αναδιάρθρωσης, έτσι και τώρα η “ιδιωτικοποιημένη” πια επισφαλής εργασία
θα υποτιμηθεί και θα αναδιαρθρωθεί με οδηγό την υποτίθεται παράνομη
“μαύρη” και πλήρως εξατομικευμένη εργασία.
Πέρα από τα λεγόμενα εργασιακά μέτρα, υπάρχουν και ρυθμίσεις που
έχουν έμμεσο ρόλο στην αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης. Σημαντικότερη
ρύθμιση είναι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τα αφεντικά. Η
μείωση αυτή σε συνδυασμό με το κούρεμα των ομολόγων που κατείχαν τα
ασφαλιστικά ταμεία το 2012, θα τα βυθίσει σε υπαρξιακή κρίση και για να
«σωθούν» θα πρέπει και να αναδιαρθρωθούν λειτουργικά (απολύσεις) και να
μειωθούν περαιτέρω οι συντάξεις. Εδώ βρίσκουμε τη βασική δομική ιδιότητα
της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης που είναι η συνεχής ανάγκη για
ανανέωση της, ανάγκη που προκύπτει από τα βασικά χαρακτηριστικά και τους
στόχους της. Στο συγκεκριμένο ζήτημα το «τέρμα» του δρόμου είναι η
πλήρης ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης, μια διαδικασία που ήδη έχει
ξεκινήσει.
Επίσης σημαντική ρύθμιση είναι η δυνατότητα επανα-ιδιωτικοποίησης των
τραπεζών στη σημερινή πολύ κατώτερη αξία από αυτήν που είχε το κεφάλαιο
που δαπανήθηκε από το κράτος για τη “διάσωση τους”. Ένα στοιχείο είναι
ότι το κεφάλαιο αυτό έχει μετατραπεί σε κρατικό χρέος, συνεπώς η
ιδιωτικοποίηση γίνεται με όρους που συμβάλλουν σε νέα διόγκωση του
κρατικού χρέους (της τάξης των 10 δισ. ευρώ) και άρα δημιουργούν
απευθείας την ανάγκη για ένα νέο κύκλο μέτρων στο άμεσο μέλλον. Ένα άλλο
στοιχείο είναι όμως ότι τα funds επιλέγουν όντως να αγοράσουν τις
ελληνικές τράπεζες οι οποίες παίζουν ήδη καθοδηγητικό ρόλο στην
γενικότερη συγκεντροποίηση κεφαλαίου που έχει ξεκινήσει. Αυτό σημαίνει
ότι η εξέλιξη της ταξικής πάλης στην Ελλάδα από την οπτική γωνία ισχυρών
κεφαλαίων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό θεωρείται ευνοϊκή.
Η τάση γενικής μείωσης του ονομαστικού μισθού και μετατροπής του
μισθού των χαμηλών στρωμάτων σε “επίδομα επιβίωσης” αναπτύχθηκε στην
Ελλάδα από τη δεκαετία του 1990 μέχρι την κρίση του 2010 αλλά είχε (όπως
και στα πιο ανεπτυγμένα κέντρα συσσώρευσης) σε ολόκληρη αυτήν την
περίοδο ένα σημαντικό συμπλήρωμα. Αυτό ήταν η αύξηση της λεγόμενης
“καταναλωτικής πίστης” δηλαδή, η αύξηση της δυνατότητας πρόσβασης σε
εισόδημα το οποίο δεν ήταν συνδεδεμένο με τον τρέχοντα μισθό. Το
εισόδημα αυτό για τα μεσαία στρώματα της τάξης των μισθωτών εργαζόμενων
ήταν συνδεδεμένο με την ατομική τους ιδιοκτησία (κυρίως την αξία
ιδιόκτητου σπιτιού). Για τα κατώτερα στρώματα, τα οποία σε σημαντικό
βαθμό (αλλά όχι κατά συντριπτική πλειοψηφία όπως στην κεντρική Ευρώπη
και τη Βρετανία) δε διαθέτουν ιδιόκτητη κατοικία, η πρόσβαση σε
καταναλωτικά δάνεια ήταν ένας βιοπολιτικός τρόπος οργάνωσης της
καπιταλιστικής εξουσίας επάνω τους. Η “πίστη” που τους έδειχνε το
κεφάλαιο όταν τους έδινε τις πλαστικές κάρτες με τις οποίες μπορούσαν να
συμπληρώνουν τον ονομαστικό μισθό που δεν τους έφτανε να ζήσουν “σαν
άνθρωποι”, ισοδυναμούσε με την πίστη των καπιταλιστών ότι θα είναι όσο
απαιτείται εκμεταλλεύσιμοι στη συνέχεια. Τα χρέη τους στις τράπεζες θα
τους βοηθούσαν να τηρήσουν την υπόσχεση ότι θα είναι αρκετά πειθήνιοι
και όσο χρειάζεται “ευέλικτοι” για την ικανοποιητική κερδοφορία του
κεφαλαίου. Οι πλαστικές κάρτες τους βοηθούσαν να γεμίζουν “το καλάθι των
εμπορευμάτων” που είναι απαραίτητο για την αναπαραγωγή τους, συνεπώς σε
πραγματικούς και όχι ονομαστικούς όρους συμπλήρωναν το μισθό τους. Αυτό
το συμπλήρωμα έδινε τη δυνατότητα στο κεφάλαιο και να μειώνει τον
ονομαστικό μισθό, και να δημιουργεί νέα χρηματοπιστωτικά εμπορεύματα στα
οποία εντάσσονταν αυτά τα δάνεια αλλά και να δημιουργεί την κοινωνική
συναίνεση που ήταν αναγκαία για την ομαλή αναπαραγωγή της κοινωνίας. Η
χρηματοπιστωτική σφαίρα λειτούργησε δηλαδή ως μηχανισμός παραγωγής
σχετικής υπεραξίας.
Όμως αυτή η διευθέτηση της αναπαραγωγής της εργατικής τάξης, που
αρχικά ήταν η δύναμη του νεοφιλελευθερισμού στο τέλος μετατράπηκε σε
όριο του. Όσο ευέλικτοι κι αν είναι οι προλετάριοι, πάντα οι αγώνες
τους, σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό των ιδιωτικών κεφαλαίων, προκαλούν
την ανάγκη για αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου η οποία σιγά
σιγά παράγει τη μεγάλη κρίση, που κανείς δεν περιμένει αλλά αυτή πάντα
έρχεται. Η διαφορά σήμερα βρίσκεται ακριβώς στη νέα διευθέτηση που
“προτείνουν” οι καπιταλιστές στην τάξη που έχει μόνο το τομάρι της για
πούλημα: Ο μισθός κατακρημνίζεται αλλά ταυτόχρονα έχει κοπεί κάθε άλλη
ροή “εισοδήματος” για το προλεταριάτο. Οι τράπεζες έχουν πάψει να δίνουν
“καταναλωτικά δάνεια” στα χαμηλότερα στρώματα για να τη βγάλουν και
αξιολογούν πλέον την ακίνητη περιουσία των μεσαίων στρωμάτων σε πολύ
χαμηλότερη τιμή από την εποχή των Ολυμπιακών παχιών αγελάδων, και
γι’αυτό το λόγο έχουν πάψει να δανείζουν πλέον και τα μεσαία στρώματα.
Το γεγονός αυτό είναι μια ειδική πτυχή της γενικότερης πιστωτικής
ασφυξίας που έχει δημιουργηθεί στην αγορά, αλλά στην παρούσα φάση παίζει
κρίσιμο ρόλο γιατί αποτελεί τη μορφή διάρρηξης του “κοινωνικού
συμβολαίου του νεοφιλελευθερισμού”. Η αναπαραγωγή του προλεταριάτου δε
στηρίζεται πια από πουθενά. Μετά το κράτος φεύγουν και οι τράπεζες από
το παιχνίδι, τα οικογενειακά εισοδήματα εξανεμίζονται, η ενδοοικογενιακή
αλληλεγγύη που συνόδευε τη διατήρηση της πατριαρχικής δομής της
ελληνικής οικογένειας πάει περίπατο και τα σπίτια πουλιούνται ή
χάνονται. Οι καπιταλιστές λένε ότι ήρθε η ώρα της ωριμότητας: Αξίζει να
ζει μόνο όποιος παράγει υπεραξία, οι υπόλοιποι καλά θα κάνουν να βρουν
μόνοι τους τον τρόπο να βοηθήσουν το κεφάλαιο να αναπαράγεται, δηλαδή,
καλά θα κάνουν να γίνουν ακόμη πιο ελαστικοί και οσφυοκάμπτες από ότι
είναι ήδη. Αν δεν μπορούν, τότε πολύ απλά μπορούν να… πεθάνουν για να
αφήσουν τους υπόλοιπους να δουλέψουν μέχρι θανάτου με την ησυχία τους. Ο
προλετάριος, και ακόμη περισσότερο η προλετάρια, πρέπει να πάρουν πια
απόφαση ότι θα ζουν σαν φτωχοί, όπως ζούσαν οι πρόγονοι τους πριν 40
χρόνια και ακόμη νωρίτερα (στην Ελλάδα). Η υποταγή σ’αυτή τη νέα συνθήκη
αποτελεί και το διακύβευμα της επιτυχίας αυτής της δεύτερης φάσης της
αναδιάρθρωσης που εξελίσσεται εδώ και τέσσερα χρόνια.
Η ήττα των αντιμνημονιακών αγώνων και ο φόβος των ταραχών
Η ήττα του κύκλου των “αντιμνημονιακών” αγώνων 2010-2012 δείχνει ότι η
αναδιάρθρωση επιτυγχάνει το στόχο της, δηλαδή, την σταθεροποίηση της
υποταγής σε ένα καθεστώς συνεχώς μειωνόμενης αξίας της εργασιακής
δύναμης για τη συντριπτική πλειοψηφία της τάξης των εργαζόμενων και των
άνεργων. Εξαιτίας της πλήρους εξάντλησης του εργατικού κινήματος ο φόβος
του κράτους, μετά και την εμπειρία των ετών αυτών, εστιάζεται πλέον
στην ξαφνική εκδήλωση ταραχών. Οι ταραχές ως πρακτική είναι αφηρημένες
με την έννοια ότι δεν θέτουν κάποια συγκεκριμένη διεκδίκηση, εκτός από
μια γενικόλογη άρνηση της φάσης και της ειδικής μορφής της αναδιάρθρωσης
που λαμβάνει χώρα στον τόπο και την ώρα που ξεσπούν.
Ο φόβος του κράτους όμως, και των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους
γενικότερα, δεν είναι μήπως οι ταραχές ανακόψουν από μόνες τους την
πορεία της αναδιάρθρωσης αλλά ότι μπορεί να έχουν ένα άλλο πολύ
συγκεκριμένο αποτέλεσμα: την ανατιμολόγηση του επενδυτικού κινδύνου
στην Ελλάδα από το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Με τον όρο
“ανατιμολόγηση επενδυτικού κινδύνου” εννοούμε την πρόβλεψη σχετικά με το
πόσο ικανοποιητικός είναι ο βαθμός εκμετάλλευσης του προλεταριάτου σε
ένα κράτος, πάντα σε σχέση με άλλα κράτη που ομαδοποιούνται στην ίδια
κατηγορία από τους καπιταλιστές. Σε αρκετές από τις χώρες που συνέβησαν
πρόσφατα ταραχές, ο κίνδυνος επένδυσης στα ομόλογα του κράτους
ανατιμολογήθηκε προς τα πάνω, δηλαδή, ανέβηκε το επιτόκιο δανεισμού του
κράτους από το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Αυτό το επιτόκιο είναι
ιδιαίτερα σημαντικό γιατί το ακολουθεί και το επιτόκιο δανεισμού των
ιδιωτικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στο εν λόγω κράτος. Το
ξέσπασμα ταραχών θα μπορούσε να έχει το ίδιο αποτέλεσμα και για την
Ελλάδα.
Έτσι, βρισκόμαστε στο εξής παράδοξο σημείο. Από τη μία πλευρά το
κράτος γνωρίζει ότι η θέση του στην ιεραρχία του διεθνούς συστήματος
εξαρτάται από τη δυνατότητα του να σταθεροποιήσει τα ευεργετικά για την
“ανταγωνιστικότητα της πατρίδας” αποτελέσματα της υποτίμησης της
εργασιακής δύναμης και να δημιουργήσει “ασφαλές επενδυτικό περιβάλλον”.
Από την άλλη πλευρά όμως η σύγχρονη αναδιάρθρωση εμπεριέχει δομικά το
στοιχείο της συνεχούς ανανέωσης της, μέσω της συνεχούς επιβάρυνσης του
κρατικού χρέους, επιβάρυνση που αποτελεί και ζητούμενο παρά τα μέχρι
πρότινος περί αντιθέτου λεγόμενα (τώρα τελευταία έχουν τελειώσει αυτά τα
παραμύθια περί “βιωσιμότητας του χρέους”). Στο βαθμό που το εργατικό
κίνημα έχει εξαντληθεί και δεν υπάρχει χώρος στο τραπέζι των
διαπραγματεύσεων για την εργατική τάξη, δεν υπάρχει και κανένας λόγος
από τη σκοπιά του κεφαλαίου να βρεθεί άλλος τρόπος αύξησης της υπεραξίας
από αυτόν που χρησιμοποιείται σήμερα.
Επειδή όμως το κράτος γνωρίζει πολύ καλά ότι η ταξική πάλη δεν
γίνεται μεν στην εποχή μας με τη μορφή του εργατικού κινήματος, αλλά σε
καμία περίπτωση δεν έχει πάψει να υπάρχει, κάπου ανάμεσα στις
θριαμβολογίες του εκφράζει μέσω των ιδεολογικών μηχανισμών του (των μμε,
των κομμάτων κτλ) το “φόβο του συμβάντος”, έναν φόβο που δικαίως
κατατρέχει το κράτος με όσα συμβαίνουν στην περιοχή “μας” και κυρίως
δίπλα στην Ελλάδα, στην Τουρκία. Ένα συμβάν ταραχών, ναι μεν δεν αλλάζει
το γενικό συσχετισμό της σύγκρουσης, αλλά δίνει ένα σήμα γενικής
αστάθειας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου (σήμα που ενισχύεται σαν
πληροφορία από το μηχανισμό θεάματος που το μεταδίδει), το οποίο στην
τρέχουσα φάση είναι ένα σήμα που απαγορεύεται να δοθεί καθώς ενδέχεται
να επιφέρει ποινή αποκλεισμού από τις αγορές και άρα αποτυχία της
αναδιάθρωσης.
Αυτό ωθεί το κράτος να καταστέλλει, με πρωτόγνωρο για την περίοδο
μετά τη δικτατορία τρόπο, κάθε διεκδίκηση, ακόμη και αν είναι σαφές ότι
αυτό που καταστέλλεται δεν μπορεί να μετατραπεί σε γενικευμένο κίνημα. Η
εικόνα τραμπουκισμών και ξυλοδαρμών ελάχιστων γυναικών καθαριστριών
μπροστά στο υπουργείο οικονομικών είναι μια εικόνα με την οποία το
κράτος προσπαθεί να εξορκίσει το πρόσφατο παρελθόν που είχε συνήθως
φωτιές στο ίδιο ακριβώς σημείο και να ξορκίσει και ένα αντίστοιχο πιθανό
μέλλον. Τα μέτρα αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης που είχαν ληφθεί το
Φεβρουάριο του 2012 είχαν συνοδευτεί από σφοδρότατες ταραχές. Η
σφοδρότητα των ταραχών επέβαλλε τότε το φρενάρισμα της αναδιάρθρωσης και
τις γνωστές πολιτικές εξελίξεις, δηλαδή την εκρηκτική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι πολιτικές εξελίξεις είχαν όμως ως αποτέλεσμα να κοπάσουν οι ταραχές,
να κλείσει ο κύκλος αγώνων που τις προκάλεσε (η πολιτική “νίκη”
εξέφρασε την κοινωνική ήττα).
Στη σημερινή συγκυρία του 2014 φαίνεται ότι το προλεταριάτο δεν είναι
διατεθιμένο να ρισκάρει όπως το 2012. Η ύπαρξη του ΣΥΡΙΖΑ παίζει, ως
ορίζοντας μιας αριστερής κυβέρνησης, καθοριστικό ρόλο σ’αυτό το γεγονός.
Πλέον τις ταραχές δεν τις φοβάται μόνο το κράτος αλλά και το ίδιο το
προλεταριάτο. Ο διάχυτος φόβος είναι να μην χαθεί το πολιτικό κεκτημένο
της προοπτικής διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ ανεξάρτητα από το αν οι
προσδοκίες γύρω από το ενδεχόμενο αυτό πέφτουν συνεχώς. Αποδεικνύεται
λοιπόν ότι οι ταραχές, στη μορφή του Φλεβάρη του 2012, που παράχθηκαν ως
συνάντηση του υποκειμένου που διεκδικούσε στην πλατεία με το
μη-υποκείμενο που κατέστρεφε το σταθερό κεφάλαιο από το οποίο είναι
αποκλεισμένο, δηλαδή, ως ανάδυση του (μη-)υποκειμένου[3]
αποτέλεσαν ένα βήμα που παρέμεινε μετέωρο και δεν μπόρεσε να
δημιουργήσει τις συνθήκες της συνέχειας του. Η δημοκρατική ιδεολογία
διεκδίκησης του σύγχρονου υποκειμένου των διεκδικητικών αγώνων το οποίο
αποτελείται κυρίως από μεσαία στρώματα της εργατικής τάξης μπόρεσε
φυσιολογικά να ηγεμονεύσει, από τη στιγμή που τα γεγονότα εκείνα της
12ης Φλεβάρη 2012 παρέμειναν στο επίπεδο του “ξεσπάσματος”.
Η διεθνοποιημένη κρίση υπερσυσσώρευσης όμως δεν έχει ακόμη
ξεπεραστεί, η δεύτερη φάση της αναδιάρθρωσης συνεχίζεται ταυτόχρονα σε
πολλά κράτη και οι ταραχές τη συνοδεύουν ακούραστα. Η ανάδυση του
(μη-)υποκειμένου με πολλές μορφές σε πολλά σημεία του πλανήτη
σηματοδοτεί μια νέα μορφή δραστηριοτήτων της οποίας το όριο είναι δυνατό να ξεπεραστεί
μέσα από την ωρίμανση των εσωτερικών αντιφάσεων της. Οι ταραχές
περικυκλώνουν τα τελευταία χρόνια την Ευρώπη και ίσως η Ουκρανία και η
Βοσνία να είναι ο τρόπος που βρήκαν για να εισέλθουν.
Στην Ελλάδα είναι πιθανό να έχουμε μια ομαλή μετάβαση σε ένα
μετα-μνημονιακό καθεστώς το οποίο αν (όπως φαίνεται) έχει αριστερό
πρόσημο, είναι πιθανό να καταφέρει βραχυπρόθεσμα να σταθεροποιήσει τη
διαδικασία συσσώρευσης. Παρά το ότι παραμένει η βασική προσμονή από την
κεντρική πολιτική σκηνή, οι προσδοκίες για το ΣΥΡΙΖΑ πέφτουν συνεχώς. Το
φάντασμα της Λατινικής Αμερικής, στην οποία η εικόνα αλλάζει ραγδαία
προς το χειρότερο, στοιχειώνει τα μυαλά και τις καρδιές όσων ελπίζουν σε
μια πιο ήπια διαχείριση του νεοφιλελευθερισμού. Οι ταραχές στις
απεργίες ανθρακωρύχων στη Βολιβία και το ξέσπασμα της Βραζιλίας έδειξε
τα όρια του ορίζοντα της διεκδίκησης ενός εναλλακτικού τρόπου
διαχείρισης, δηλαδή, ενός υποτιθέμενου μετα-ΔΝΤ “πιο ήπιου”
καπιταλισμού. Το ξέσπασμα των ταραχών στην Αργεντινή στα τέλη του 2013
και η καταστολή κατειλημμένων εργοστασίων ξεκαθάρισε ακόμη περισσότερο
την κατάσταση και το ξέσπασμα της Βενεζουέλας (με όλες τις εσωτερικές
του αντιφάσεις) φαίνεται πλέον να αμφισβητεί σοβαρά τον ορίζοντα αυτό
στο σύνολο του. Τα γεγονότα της Βενεζουέλας, όσο μακρυά κι αν λαμβάνουν
χώρα συνδέονται έμμεσα με την ταξική πάλη στην Ελλάδα καθώς η λεγόμενη
“μπολιβαριανή επανάσταση” ήταν ότι πιο ριζοσπαστικό είχε να επιδείξει ως
ορίζοντα ο χώρος του ριζοσπαστικού δημοκρατισμού, στον οποίο εντάσσεται
μεταξύ άλλων και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Κρίσιμο ζήτημα δεν είναι μόνο πότε θα επανακάμψουν οι ταραχές στην
Ελλάδα ώστε να τεθεί ζήτημα μετασχηματισμού τους σε κάτι πιο σοβαρό από
ταραχές. Ίσως το πιο καίριο ζήτημα αυτή τη στιγμή είναι αν οι
προλετάριοι και οι προλετάριες στην Ιταλία και την Ισπανία καταρχήν και
πιθανόν στη Γαλλία αμέσως μετά δημιουργήσουν το χάος που αντιστοιχεί
στην επίθεση που δέχονται. Όπως είναι τα πράγματα αυτή τη στιγμή το δικό
τους ξέσπασμα είναι μάλλον απαραίτητο για να επανακάμψει η επικίνδυνη
δραστηριότητα της τάξης των προλετάριων και στην Ελλάδα.
Woland
[1]
Δες blaumachen 5, Για την έννοια της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης,
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ του κειμένου “Η μεταβατική περίοδος της κρίσης: Η εποχή των
ταραχών”, http://www.blaumachen.gr/2011/09/η-μεταβατική-περίοδος-της-κρίσης-η-επο/
[2] Δες «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αμερική», http://communisation.espivblogs.net/2014/03/19/η-κατάσταση-της-εργατικής-τάξης-στις-η/
[3] Δες “Η ανάδυση του (μη-)υποκειμένου”, http://www.blaumachen.gr/2012/02/η-ανάδυση-του-μη-υποκειμένου/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου